Fractal

Η διαχρονική αναμέτρηση του συγγραφέα με τον Μεγάλο Ιεροεξεταστή

Γράφει ο Κωνσταντίνος Κωστέας // *

 

Layout 1

Κώστας Αρκουδέας, “Επικίνδυνοι Συγγραφείς”, Αθήνα: Καστανιώτης 2019.

 

Έχοντας χαράξει μια αξιοπρόσεκτη πορεία στον χώρο της αφηγηματικής πεζογραφίας από το 1986, με πιο πρόσφατη απόπειρα την επανέκδοση του μυθιστορήματος Τα κατά Αιγαίον Πάθη (2017), ο Κώστας Αρκουδέας αποφάσισε το 2015 να ξεκόψει από τα στεγανά της μυθοπλασίας και να καταπιαστεί με μια αληθινή ιστορία συγγράφοντας το λογοτεχνικό χρονικό Το χαμένο Νόμπελ.

Πρωταγωνιστής ο Νίκος Καζαντζάκης, πολυδιάστατος εκπρόσωπος των ελληνικών γραμμάτων με παγκόσμια απήχηση, ο οποίος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μετουσιώνει σε μυθιστορηματική γραφή τις μεταφυσικές του αναζητήσεις αξιοποιώντας τον μύθο του Οδυσσέα (μοτίβο της περιπλάνησης). Σε δεύτερο πλάνο, το μικρόψυχο και συντηρητικό κατεστημένο της χώρας μας, το οποίο θορυβείται στο άκουσμα της κοινής υποψηφιότητας Καζαντζάκη-Σικελιανού για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1947 και καταφεύγει σε θεμιτά και αθέμιτα μέσα, προκειμένου να μην τιμηθεί ο κομμουνιστής και άθεος -η δημόσια δράση και το έργο του μας βοηθούν να αντικρούσουμε και τους δυο χαρακτηρισμούς- Καζαντζάκης με πρωτεργάτη τον δικαίως παραγνωρισμένο σήμερα συγγραφέα και ακαδημαϊκό, θα τον χαρακτηρίζαμε εκπρόσωπο μιας ξεπεσμένης πνευματικής ελίτ, Σπύρο Μελά.

Η εκδοτική επιτυχία της εγχώριας αναμέτρησης oικουμενικότητας και αρτιοσκλήρωσης και η φιλέρευνη διάθεση του Αρκουδέα, τον ώθησαν να υπερβεί τα ελληνικά χωρικά ύδατα και να καταπιαστεί με τις έννοιες του επικίνδυνου και του απαγορευμένου σε κάθε γωνιά της υφηλίου. Καρπός της επίπονης αυτής προσπάθειας γίνεται το 2019 ένα νέο ετερόκλητο, καθώς συνδυάζει διαφορετικά είδη γραφής, συγγραφικό πόνημα  με τίτλο «Επικίνδυνοι Συγγραφείς».

Η ανωτέρω συνεκφορά κρύβει τεραστία δόση αλήθειας, αν αναλογιστούμε ότι οι διώξεις των πνευματικών ανθρώπων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, δεδομένου ότι οι ρίζες τους χάνονται πίσω στον χρόνο. Ενδεικτικά, αξίζει να σημειώσουμε τις διώξεις που δέχθηκαν οι Πυθαγόρειοι στον Κρότωνα, ο τραγικός ποιητής Αισχύλος και οι φιλόσοφοι Αναξαγόρας, Πρωταγόρας, Σωκράτης στην κλασική Αθήνα. Η ίδια πρακτική συνεχίστηκε και στην αυτοκρατορική Ρώμη, καθώς ο ερωτικός ποιητής Οβίδιος εξορίστηκε από τον Αύγουστο. Ο φόβος προς τον κόσμο της γνώσης εντάθηκε τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Ο θρησκευτικός φανατισμός της πρωτοβυζαντινής περιόδου οδήγησε στην πυρπόληση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και του Ναού του Σέραπι το 391  και στον μαρτυρικό θάνατο της Υπατίας το 415. Για την ιστορία, αξίζει να αναφέρουμε ότι είχε ήδη σημειωθεί η ακούσια καταστροφή χιλιάδων χειρόγραφων παπύρων κατά την πυρκαγιά που προξένησε η εμφύλια σύρραξη Καίσαρα και Πομπηίου το 48 π. Χ., ενώ η οριστική καταστροφή της Βιβλιοθήκης λαμβάνει χώρα κατά την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Άραβες (642). Από τον 5ο αιώνα, άλλωστε, διάγουμε την περίοδο του Μεσαίωνα, σκοτεινή περίοδο για επιστήμες και τα γράμματα.

Γενέθλια πράξη της λογοκρισίας στον σύγχρονο κόσμο λογίζεται η σύνταξη του Καταλόγου Απαγορευμένων Βιβλίων (λατινιστί: Index Librorum Prohibitorum) από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το 1529. Στον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων, που ανανεωνόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα μέχρι την κατάργηση του το 1966, βρίσκουμε έργα σημαντικών αστρονόμων (Γαλιλαίος, Κοπέρνικος, Μπρούνο),  φιλοσόφων (Καρτέσιος, εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, Λοκ, Καντ, Μαρξ,  κ.α. ) και συγγραφέων (Ουγκώ, Ντεφόε, Μπαλζάκ, Φλωμπέρ, Ζολά, Ζιντ, Φρανς, Καζαντζάκης).

Ο κατάλογος των λογοτεχνών που αντιμετώπισαν τη μάστιγα του πολιτικού, κοινωνικού και θρησκευτικού κατεστημένου από τα χρόνια της Αναγέννησης μέχρι  σήμερα είναι αχανής. Ενδεικτικές οι περιπτώσεις των Σαντ, Μπωντλαίρ, Ουάιλντ, Απολιναίρ. Πολλές φορές η κατάσταση οδηγήθηκε στα άκρα· αξιομνημόνευτη η μακροχρόνια απαγόρευση του Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ του Ντ. Χ. Λώρενς και η  δολοφονία του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ο Κώστας Αρκουδέας έχοντας μελετήσει ενδελεχώς το ζήτημα που πραγματεύεται, επικαλείται στον πρόλογό της έκδοσης τον Ρέυ Μπράντμπερυ. Ο Αμερικανός συγγραφέας, στοιχειωμένος από εικόνες που αισθητοποιούν την  καταλυτική δύναμη του πυρός (κυνήγι μαγισσών στο Σάλεμ, κάψιμο ανατρεπτικών βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία, τρεις πυρκαγιές Βιβλιοθήκης Αλεξάνδρειας), το 1953 αφήνει στην άκρη το διήγημα και συνθέτει το  μυθιστόρημα  Φαρενάιτ 451 (η θερμοκρασία στην οποία αυτοαναφλέγεται το χαρτί). Θεματικό κέντρο του μυθιστορήματος· η απαγόρευση και η καύση βιβλίων σε μια δυστοπία του μέλλοντος, η οποία αποτελούσε μια εφιαλτική εκδοχή της υπάρχουσας πραγματικότητας. Κατά τον Μπράντμπερυ:

Η μάχη μεταξύ του καλού και του κακού έχει εκλείψει στις μέρες μας. Ο κόσμος μας αποτελείται από φωτοδότες και σκοταδιστές.

 

Συγκλίνοντας υπέρ της δυϊστικής οπτικής του Μπράντμπερυ (φωτοδότες από τη μια, σκοταδιστές από την άλλη), ο Αρκουδέας ανακαλύπτει τις τέσσερις υποστάσεις της σύγχρονης εκδοχής της λογοκρισίας (πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και ηθική) και γίνεται πλοηγός μας σ’ ένα λογοτεχνικό ταξίδι, το οποίο ξεκινά λίγο πριν την έλευση του 20ου  αιώνα και καταλήγει στο σήμερα. Για την ασφαλή περαίωση στον χώρο, ο συγγραφέας αξιοποιεί τη γεωγραφία αγκαλιάζοντας και τις πέντε κατοικημένες ηπείρους του πλανήτη μας.

 

Πρώτος σταθμός της λογοτεχνικής περιπλάνησης γίνεται η προ-επαναστατική Ρωσία. Δίπλα στους μουζίκους συναντάμε τον αγέρωχο Λέοντα Τολστόι, ο οποίος με έργα όπως η Σονάτα του Κρόυτσερ, Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς και η Ανάσταση, συνήθιζε να εξαπολύει  δριμεία βέλη κατά της  γραφειοκρατίας, της υποκρισίας του ιερατείου αλλά και του θεσμού του γάμου. Ο «Λέων των ρωσικών γραμμάτων» αποβλέποντας στη ριζική μεταστροφή της κοινωνίας, ήρθε αντιμέτωπος με απαγορεύσεις κυκλοφορίας, ενώ μέχρι σήμερα ο αφορισμός του από την ρωσική Εκκλησία δεν έχει αρθεί με το πρόσχημα ότι χρησιμοποίησε το ταλέντο του για να καταστρέψει το παραδοσιακό πνεύμα και την κοινωνική τάξη της Ρωσίας.

 

Το 1917, εφτά μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Τολστόι, η πολιτικο-κοινωνική κατάσταση στη Ρωσία αλλάζει άρδην, μολαταύτα, η ισχύς της λογοκρισίας  δεν περιορίζεται. Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, διαβλέποντας τον εκτροχιασμό του σοβιετικού πειράματος επί Στάλιν, συνθέτει το σατιρικό μυθιστόρημα Ο Μαίτρ και η Μαργαρίτα·  σκοπός του να παρωδήσει τους ανθρώπους της τέχνης που καταλήγουν αθύρματα της νομενκλατούρας και της πνευματικής ιντελιγκέτσιας του κόμματος.

 

Όπως ήταν φυσικό, το σκωπτικό, απέναντι στην σοβιετική πραγματικότητα, μυθιστόρημα κυκλοφόρησε αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του Μπουλγκάκοφ που χαρακτηρίστηκε αντι-σοβιετικός ένεκα της δριμείας πολεμικής που ανέπτυξε κατά της λογοκρισίας. Εις επίμετρον των παραπάνω, ο Αρκουδέας φωτίζει τις διώξεις του ποιητή Οσίπ Μαντελστάμ, την οικογενειακή τραγωδία της ποιήτριας Άννα Αχμάτοβα και μοιράζεται με τον αναγνώστη  τα ερωτήματα που εγέρθηκαν μετά την αυτοκτονία του Μαγιακόφσκι.

 

Στο δεύτερο μέρος, οι άνυδρες στέπες δίνουν τη σκυτάλη στις κορδιλιέρες των Άνδεων, την εύφορη και πλούσια σε ορυκτά γη της Λατινικής και Νότιας  Αμερικής που στενάζει από τις έξωθεν επιβαλλόμενες δικτατορίες: Πινοσέτ στη Χιλή, Βιντέλα στην Αργεντινή, Στρέσνερ στην Παραγουάη, Μπατίστα στην Κούβα, ενδεικτικά.  Πολύτιμοι συμπαραστάτες των φτωχών γηγενών στον αγώνα για την κατανίκηση του σκότους αποδεικνύονται οι Λατινοαμερικάνοι λογοτέχνες Πάμπλο Νερούδα (ο καρκίνος του νομπελίστα ποιητή του Κάντο Χενεράλ θεωρήθηκε από κάποιους έργο του καθεστώτος Πινοσέτ), Ρομπέρτο Μπολάνιο, Λουίς Σεπούλβεδα από την Χιλή και Χούλιο Κορτάσαρ από την Αργεντινή, οι οποίοι διώκονται από τα απολυταρχικά καθεστώτα και αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Ευρώπη.

 

Βλέποντας τη δίψα του για μάθηση, η δασκάλα του άρχισε να τον εφοδιάζει με βιβλία των Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Τσέχοφ. Ο εκκολαπτόμενος ποιητής τα καταβρόχθιζε με βουλιμία, πράγμα που της προξενούσε μεγάλη ευχαρίστηση. Ήταν μια ψηλή γυναίκα με σκουρόχρωμο δέρμα και αστραφτερό χαμόγελο. Ονομαζόταν Γκαμπριέλα Μιστράλ και το 1945 κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το ποιητικό της έργο – η πρώτη Λατινοαμερικάνα που κατόρθωνε κάτι τέτοιο. 

«Είμαι η φωνή των ποιητών της φυλής μου και δύο ευγενών γλωσσών, της ισπανικής και της πορτογαλικής», είπε η Μιστράλ στον λόγο που εκφώνησε στη Σουηδική Ακαδημία με αφορμή τη βράβευσή της.

Για να συμπληρώσει ο Νερούδα είκοσι έξι χρόνια αργότερα, το 1971, όταν παρέλαβε και ο ίδιος το Νόμπελ Λογοτεχνίας:

«Όλα τα μονοπάτια οδηγούν στον ίδιο στόχο: να εκφράσουμε στους άλλους αυτό που είμαστε. Και πρέπει να περάσουμε μέσα από τη μοναξιά και τις δυσκολίες, την απομόνωση και τη σιωπή, για να φτάσουμε στο μαγικό εκείνο μέρος όπου θα χορέψουμε τον άχαρο χορό μας και θα τραγουδήσουμε το λυπητερό μας τραγούδι. Με τον χορό ή το τραγούδι, όμως, γίνονται οι πιο αρχέγονες τελετουργίες της συνείδησης και διαπιστώνουμε ότι είμαστε άνθρωποι που πιστεύουν σε μια κοινή μοίρα».

 

Κώστας Αρκουδέας

 

Στο τρίτο μέρος, η πολιτική λογοκρισία δίνει τη σκυτάλη στην κοινωνική. Οι φυλετικές διακρίσεις που επιβάλλουν οι Ολλανδοί μπόερς  μέσω του καθεστώτος του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, συγκλονίζουν τη  Ναντίν Γκόρντιμερ και τον Αντρέ Μπρινκ. Έτσι, οι δύο συγγραφείς, παρότι γόνοι αποίκων, ασπάζονται τους αγώνες του ηγέτη του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος έμεινε στη φυλακή  27 ολόκληρα  χρόνια.

 

Στο τέταρτο μέρος, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη θρησκευτική λογοκρισία που επιβλήθηκε από το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν μετά την έξωση του Σάχη. Άξιο αναφοράς είναι ότι η πνευματική κληρονομία της Περσίας, ιδίως οι μυστικιστές ποιητές Τζελαλεντίν Ρουμί και Ομάρ Καγιάμ, και οι ελπίδες που τρέφουν οι συνασπισμένοι διαδηλωτές κατά της δυναστείας στην πλατεία της Τεχεράνης δεν δύνανται να ανακόψουν τον δρόμο προς τον φονταμενταλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σιίτης Αγιατολάχ Χομεϊνί, ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης της χώρας με φετφά (θρησκευτικό διάταγμα), που εξέδωσε, διέταξε τη δολοφονία του συγγραφέα Σαλμάν Ρούσντι μετά την έκδοση του βιβλίου Σατανικοί Στίχοι το 1988. Κατά τον Χομεϊνί και πλήθος Μουσουλμάνων, ο Ρούσντι λοιδορούσε τον Μωάμεθ, το Κοράνι και κατ’ επέκταση το Ισλάμ. Το ταξίδι στη δεύτερη σε έκταση και πληθυσμό χώρα της Μέσης Ανατολής ολοκληρώνεται με σύγχρονες Ιρανές συγγραφείς, όπως η Σαχάρ Ντελιτζανί, οι οποίες πιστοποιούν την οδυνηρή θέση της γυναίκας στη χώρα αλλά και την ωμότητα του καθεστώτος προς τους αντιφρονούντες.

 

Τελευταίος σταθμός η Αυστραλία· στις σελίδες του πέμπτου κεφαλαίου  διεκτραγωδούνται τα δεινά που υπέστησαν οι Αβορίγινες από τους νέους κατοίκους αλλά και η παγίωση της ηθικής λογοκρισίας, η οποία μέχρι σήμερα δρέπει δάφνες στη νησιωτική  χώρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη λίστα των βιβλίων που στιγματίστηκαν από την υποκριτική αγγλοσαξονική ηθική των αποίκων του νότιου τμήματος του ανατολικού ημισφαιρίου, ανιχνεύουμε τον νεωτερικό Οδυσσέα του Ιρλανδού Τζέημς Τζόυς και την παιγνιώδη  Λολίτα του Ρώσου εμιγκρέ Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, καθώς το περιεχόμενο των δύο ρηξικέλευθων μυθιστορημάτων του 20ου αιώνα θεωρήθηκε πορνογραφικό. Το σαγηνευτικό ταξίδι στον κόσμο των πιο χαρακτηριστικών -κατά την εξομολόγηση του συντάκτη- λογοκριμένων συγγραφέων κλείνει με τον προφητικό Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο του Άλντους Χάξλευ.

 

Στον επίλογο του έργου, ο Αρκουδέας αξιοποιεί την τριβή του στον κόσμο της μυθοπλασίας, διασκευάζει την ιστορία του ήρωα της καφκικής Μεταμόρφωσης, Γκρέγκορ Σάμσα και καταλήγει σε μια αλληγορική αφήγηση που μας διδάσκει ότι οι συγγραφείς και οι πνευματικοί άνθρωποι συλλήβδην οφείλουν να αγωνιστούν για να δραπετεύσουν από τα έξωθεν δεσμά και να γίνουν ένα με το φως.

 

Αδιαφορώντας για την επιτυχία όπως την εννοούσε ο κύκλος των γονιών του, συνυφασμένη δηλαδή με τον πλούτο και την εξουσία, ο Κάφκα ενέδωσε στη συγγραφική του προδιάθεση. Εντούτοις είχε να προσπεράσει ένα βουνό από συμπλέγματα και ενοχές. Ευτυχώς είχε κοντά του τον Μπροντ, που τον ενθάρρυνε να προχωρήσει. Οι συζητήσεις για τις νέες φιλοσοφικές τάσεις στην Ευρώπη προξενούσαν ανία στον Κάφκα. Ήδη σχηματοποιούνταν μέσα του η δική του κοσμοθεωρία και σύντομα θα μάθαινε ο κόσμος γι’ αυτήν. 

«Οι εμπειρίες του Γκάρτα (Κάφκα) είναι αποσπασματικές», είπε ο Μπροντ στο βιβλίο που έγραψε για τον φίλο του. «Συγκρατεί ορισμένα μόνο σημεία, αλλά διεισδύει με τρυφερή επιμονή μέχρι το βάθος των πραγμάτων. Δεν πρόκειται για συνολική άποψη. Θα μπορούσε κανείς εύκολα να συναγάγει από αυτή τη στάση μια κολακευτική κοινοτοπία: να μιλήσει για μια έντονη ζωή που δεν χρειάζεται προγράμματα. Ο Γκάρτα, όμως, θεωρεί αυτή τη συμπεριφορά του αδυναμία. Κατηγορεί τον εαυτό του ότι δεν κατάφερε ποτέ να έχει μια συνολική άποψη».

Ατελές πλάσμα, ημιτελή τα έργα του.

Ο Κάφκα άκουγε τον Μαξ να μιλάει για το κριτήριο του Σοπενχάουερ, βάσει του οποίου κάθε ηθική αρχή σχετίζεται με τον οίκτο, χωρίς να παίρνει θέση και χωρίς να φανερώνει τα πιστεύω του. Σεμνός και υπερβολικά εύθραυστος μες στα σκούρα μπλε κοστούμια του, ο Κάφκα φρόντιζε να περνάει απαρατήρητος. Τις ελάχιστες φορές που έπαιρνε τον λόγο, εντυπωσίαζε το ακροατήριο με τον πλούτο των γνώσεών του.

«Δεν καταδίκαζε ποτέ. Απλώς κατέγραφε τα γεγονότα, χωρίς μίσος, χωρίς υπερβολική λεπτότητα αλλά και χωρίς ρομαντικό συναισθηματισμό», σημείωσε ο Όσκαρ Μπάουμ, που ανήκε στον κύκλο των φίλων του. «Πήγαινε κατευθείαν στην ουσία. Με απαράμιλλη διαύγεια εξέταζε, αποκρυπτογραφούσε, αποκάλυπτε τον αυθεντικό πυρήνα της εσωτερικής ζωής. Από τη φύση του ήταν εξημμένη προσωπικότητα, γεμάτη υπερεκχειλίζουσα φαντασία, αλλά χαλιναγωγούσε τα πάθη του επιβάλλοντας συνεχώς στον εαυτό του μια αυστηρή αντικειμενικότητα».

 

Το παράρτημα της έκδοσης αφιερώνεται στον ιδιότυπο και ασυμβίβαστο μελετητή του περιθωρίου, Ηλία Πετρόπουλο, ο οποίος λογοκρίθηκε και φυλακίστηκε δις την περίοδο της Δικτατορίας.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του έργου, μπορούμε κάλλιστα  να υποστηρίξουμε ότι τα χωρία των λογοτεχνικών έργων, τα οποία μας εισάγουν στην ετερότητα του εκάστοτε λογοτέχνη, οι υποσελίδιες παραπομπές και η άρτια βιβλιογραφία (πρακτικές που αξιοποιήθηκαν επιτυχώς και στο Χαμένο Νόμπελ) φέρνουν  το πρωτότυπο για τα ελληνικά εκδοτικά δεδομένα αποτέλεσμα εγγύτερα στο κειμενικό είδος του δοκιμίου.

 

Παρά την ομολογουμένως μεγάλη έκταση, η στρωτή γλώσσα του Αρκουδέα χαρίζει στον αναγνώστη ένα χρηστικό, ευκολοδιάβαστο και εύληπτο ανάγνωσμα, το οποίο μπορεί να νοηθεί ως κιβωτός του επικίνδυνου και λογοκριμένου βιβλίου, καθώς αποθησαυρίζει βιογραφικό υλικό, ιστορικές γνώσεις και αναφορές στην  περιρρέουσα  κοινωνικοπολιτική ατμόσφαιρα κάθε χώρας. Κοντολογίς, η προσπέλαση αυτού του βιβλίου μας ωθεί προς την φιλαναγνωσία και θέτει τις βάσεις για να προσεγγίσουμε τραχείς συγγραφείς, όπως ο Τζόυς.

 

Κλείνοντας, η διαχρονική αναμέτρηση του συγγραφέα με τη σπάθα του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, η οποία συχνά παίρνει τη μορφή της αυτολογοκρισίας, μας κάνει να αναρωτηθούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος. Η απάντηση, κατά την κρίση μου, κρύβεται στις σελίδες του βιβλίου!

 

 

* Ο Κωνσταντίνος Κωστέας είναι φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top