Fractal

Ένα σύντομο οδοιπορικό στα ποιητικά τοπία της Ελένης Γκίκα *

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Εις Μνήμην του κυρ Αντώνη

 

Πάνε πολλά χρόνια που γνώρισα την Ελένη. Είχαμε συναντηθεί σ’ ένα βιβλιοπωλείο και μας είχαν συστήσει, αλλά δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε κουβέντα μετά ούτε βιβλία. Η γνωριμία εκείνη είχε μείνει ατελέσφορη.

Ουσιαστικά τη γνώρισα μέσα από τα βιβλία της ως μια τρυφερή αισθαντική σημαντική ποιήτρια, αξιόλογη πεζογράφο και δημοσιογράφο και άνθρωπο με σοβαρούς κοινωνικούς προβληματισμούς. Ανακάλυψα μια ωραία ψυχή και μια καρδιά που χωράει όλο τον κόσμο, καλούς και κακούς.

Η επαφή μου με το συγγραφικό της έργο είναι συνεχής και αδιάλειπτη. παρακολουθώ τη δημιουργική της πορεία και τη σημαντική προσφορά της στην ποίηση και την πεζογραφία, πέρα από την άλλη, τη δημοσιογραφική της ιδιότητα, που αν και υπηρετεί τη λογοτεχνική επικαιρότητα, η ποιήτρια την υπερβαίνει και προσφέρει έργο σημαντικό.

Η Ελένη και η πολύπλευρη προσφορά της στα γράμματα είναι γνωστή και αναγνωρισμένη. Δεν πρόκειται να κομίσω εδώ απόψε “γλαύκα από την Αθήνα”. Επιθυμώ να περπατήσουμε μαζί στους ποιητικούς ανθώνες και να απολαύσουμε τα μυριστικά και όλα τα ευώδη ποιητικά άνθη ακόμα και ροδόχροα της πικρής αλόης, και να προβληματιστούμε μαζί της για όσα τραγικά που συμβαίνουν σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο και τη συγκινούν και την εμπνέουν.

Η Ελένη σε κάθε της έκφραση και κίνηση είναι ποιήτρια και στο πεζογραφικό της έργο. Ανιχνεύει τον χρόνο, όχι σαν μονοδιάστατη πραγματικότητα, αλλά κυκλική, ανακυκλούμενη. Διαλέγεται με τον χρόνο. Με τον χώρο επίσης και με τις λέξεις. Εκφράζεται ποιητικά μέσω των συμβόλων, υπάρχει τούτο το χαρακτηριστικό: στις τέσσερεις από τις εφτά ποιητικές συλλογές που έχει εκδώσει ίσαμε τώρα, οι τρεις έχουν τίτλο τέσσερις λέξεις, που αρχίζουν από το ίδιο γράμμα, και σαφώς προϊδεάζουν τον αναγνώστη για το περιεχόμενο των ποιητικών συνθέσεων, όπως: “Μέλι, μελό, μέλισσα, μάλιστα…”, η τέταρτη, “Έως, εαρινός, έρημος, έρχομαι…”, ή πέμπτη, “Σώμα, σταυρός, σάρκα, σταυρώθηκα…” η έκτη, και “Θόλωσα, Θύελλα, θάμβος, θυμήθηκα…” η έβδομη και πρόσφατη ποιητική συλλογή της.

Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ποιήτρια εκφράζει πρώτα με τον τρόπο αυτό πολύ περιληπτικά το μέρος εκείνο του βιωμένου χρόνου που μ’ αυτό επιθυμεί να δηλώσει τη σχέση της ή και την εξάρτησή της από τον κόσμο και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν και της προξενούν συγκινήσεις, που τη χαροποιούν ή τη θλίβουν: πάθη, παθήματα ή και εκούσιες και ακούσιες συμφορές.

Θα παρατηρούσα ακόμα πως υπάρχει μια προϊούσα λεκτική πορεία και εξέλιξη στο ξεδίπλωμα των στοχασμών της: ξεκινάει με λέξεις/ έννοιες “γλυκές”, που παραπέμπουν σε γεύσεις, συνεχίζει με λέξεις που ενέχουν το στοιχείο της ευωδίας, αλλά και της ερημίας, προχωράει σε κείνες που σημαίνουν πόνο και οδύνη, για να καταλήξει σ’ ένα άλλο τοπίο όπου επικρατεί κατ’ αρχήν μια σκοτεινότητα, που δίνει τη θέση της στη θύελλα, στον ανεμοστρόβιλο των παθών που σαρώνει τον κόσμο της ψυχικής γαλήνης, αλλά περνάει από κει στο θάμβος, στην έκσταση, στη λύτρωση, για να καταλήξει στο καταφύγιο της ψυχής που είναι η μνήμη, η θύμηση των πεπραγμένων, η κάθαρση.

Θα μπορούσε κανείς εύλογα να χαρακτηρίσει την ποίηση της Ελένης Γκίκα ως φιλοσοφημένο ελεγείο για την απουσία πολύ αγαπημένων της. Η ποιήτρια δεν αποδέχεται την αναγκαστική φυγή του πατέρα. Θεωρεί πως ενοικεί στον ίδιο χώρο, εκλογικεύει με θαυμαστό τρόπο το αναπότρεπτο γεγονός, αφού βίωσε ολοκληρωτικά την οδυνηρή απώλεια, φόρεσε θαρρείς κατάσαρκα το κενό, κι «ο φοβερός εχθρός / έγινε φίλος».

Αφετέρου, θα ήταν δυνατό να εκληφθεί και «σύνοψις» των πεπραγμένων του ποιητικού της χρόνου/χώρου. Γιατί, ενώ σε πρώτο επίπεδο την απασχολεί το κενό που άφησε ο προσφιλής απών και το οποίο πληροί η δική της αδιάλειπτη ζώσα παρουσία, σε άλλο επίπεδο αποτυπώνεται η στωική αντιμετώπιση που επιτυγχάνεται με τη συνέργεια/συνωμοσία των αντιθέτων, την αντίφαση: απόρριψη> <οικείωση.

Η μη παραδοχή του γεγονότος δημιουργεί ένα ανάχωμα που υποστηρίζει και υποστυλώνει την αμετακίνητη πίστη στην αέναη πνευματική / άυλη παρουσία του εκλιπόντος σωματικά πατέρα, αλλά και την απτή ύπαρξή του πάνω σε ό, τι άγγιξε, χάιδεψε η πνοή του, πάνω σε ό, τι ακούμπησε κι αποτυπώθηκε η αφή του, όπως συμβαίνει με τη μαγεία και τη γοητεία που υπάρχει και ελκύει στους αρχαιολογικούς χώρους.

Η ποιήτρια Ελένη Γκίκα όχι μόνο τη νιώθει την αόρατη παρουσία του, αλλά συμβιώνει με τη θαυμαστή πραγματικότητα που περιγράφει αριστουργηματικά απλά με λιτούς, κατανοητούς στίχους:

«Από τις Κυριακές θα πιαστώ

να ξαναβρώ την αρχή

θα μου δώσεις το βήμα;»

λέει κι αναφέρεται στη μεγάλη απουσία του πατέρα της που ωστόσο είναι πάντα παρούσα κι ας είναι «Ύπαρξη άπιαστη», εκείνη τον νιώθει πάντα κοντά της και του μιλάει λες και είναι εκεί και την ακούει. Του μιλάει με λόγια γλυκά και τρυφερά:

«Κι όμως το ξέρω

στο μισοσκόταδο αεράκι η ανάσα σου

σε λίγο να έρχεται πάλι και πάλι»,

γιατί το νιώθει πως είναι εκεί η άυλη παρουσία του και γεμίζει τη μοναξιά του δωματίου. Είναι ο πατέρας, το άλλο Εγώ της.

Δημιουργεί ψυχικά και φυσικά τοπία που ιλαρύνουν την οδυνηρή αναπόληση και λειαίνουν την ανάμνηση, ομορφαίνοντας τη μοναξιά όπου βρίσκει τον εαυτό της και δημιουργεί και υπάρχει..

Υγρή, λυγμική, αλλά χαμηλότονη ποίηση, διακριτική, ωσάν σιγαληνή βροχή πρώιμου φθινοπώρου, αξιοπρεπώς οδυρομένη και δακρυρροούσα ικετευτικά, προσδοκώντας την άνωθεν παραμυθία με την παραδοχή, την αποδοχή, την κατάφαση και το θαύμα:

“Ξέρεις ο άνθρωπος άμα χάσει την αφή του πεθαίνει.

σκορπίζει ο έρωτας

και με τις πρώτες βροχές διαλύονται τα χέρια σου,

(…)ο χρόνος εκμηδενίζεται

έτσι ηττούνται οι αποστάσεις

κι είναι λες και τα έζησες

μονάχα για να θυμάσαι(…)

Αλλ’ όμως ό, τι έγινε

μονάχα έτσι θα μπορούσε να γίνει.

Έτσι ακριβώς.

Κι αυτό είναι το θαύμα”.

Αυτό είναι το θαύμα: να γνωρίζεις τι σε περιμένει στην άκρη ή στα μισά του δρόμου και συ να παίρνεις θαρραλέα τον ανήφορο περιγελώντας, περιπαίζοντας το θάνατο μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο ευτυχισμένης ουτοπίας.

Ο ποιητικός της τρόπος και δρόμος είναι μια ατελεύτητη αναζήτηση της ψυχής των πραγμάτων, της ψυχής της, μέσα στο χάος, τη ρευστότητα, τη διαφορετικότητα, την αντιπαλότητα και τη μαγεία όλων των στοιχείων, που συνθέτουν το νόημα και το περιεχόμενο του κόσμου, του χωροχρόνου και της ζωής.

Καταγράφει καθημερινά συμβάντα της ψυχής και της καρδιάς, ιστορεί και ζωγραφεί εικόνες και καταστάσεις που αγγίζουν το μέσα μέρος του μυαλού, που έχουν κάτι από την ψίχα της ζωής και του ονείρου, ψήγματα του χρυσού που γεννάει στην ψυχή της η υποβλητικότητα και η μαγεία της αμετακίνητης μοναξιάς, που κάθε μέρα βρέχει ο Θεός για όλο τον κόσμο.. Και τη συναντάει στις ατελεύτητες αναζητήσεις, ακόμα και μέσα στην καρδιά της που μοιάζει σα “να προσπαθεί να σκαρφαλώσει σ’ ένα ποίημα”. Και γίνεται ποίημα, τρυφερό τραγούδι, γέφυρα προς τη ζωή

Η Ελένη, αν και είναι λυρική ποιήτρια δεν γράφει μόνο για τον εαυτό της. Το έργο της στην ουσία είναι κοινωνική ψυχογραφία και διερεύνηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς εκείνων που διαμόρφωσαν με τη δική τους λογική και στα δικά τους μέτρα, μια γενιά που δεν πιστεύει στο παρελθόν και δεν προσδοκά τίποτε από το μέλλον. Και προσπαθούν μέσα από τους σπασμένους καθρέφτες να συλλέξουν τα θρύψαλα της ζωής, να συναρμολογήσουν το πρόσωπό τους και να αποκτήσουν ταυτότητα.

Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει ούτε μπορεί να αγγίξει και να συλλάβει όλη την αλήθεια. Τα όριά του είναι δεδομένα. Γι’ αυτό και η ποιήτριά μας καταφεύγει συχνά στη χρήση των συμβόλων. Είναι κατ’ εξοχήν συμβολική η ποίησή της και αφαιρετική. Εκεί στη μοναξιά της ποιητικής ενδοχώρας, συνειδητοποιεί τον πόνο και γεύεται πικρό ψωμί την οδύνη της ερωτικής ή της όποιας ένδειας. Εκεί, στο ημίφως της ερημιάς και της αναπόλησης, κάνει αναδρομές στα παιδικά και στα εφηβικά της χρόνια ψάχνοντας τις χαμένες αγάπες.

«Είμαι πάντα ολόρθη

και έτοιμη να ξαναπάρω τη ζωή μου στα χέρια μου.

Μ’ ακούτε;

Είμαι εδώ!

Εδώ και τώρα Αρχίζω!”

“Το άλμα, το τέλμα

και η ανάσα σου

εκείνο το αγέννητο παιδί

που έγινε ποίημα

άλγος

άλμα

αρχή.

Κυρίως».

Οι ρυθμοί κι οι παλμοί της καρδιάς έγιναν λέξεις, στίχοι, ποιήματα. Και το ευάγκαλο ψυχικό τοπίο πήρε υλική υπόσταση μέσα σε μια χαριτωμένη και εύγλωττη, αγαπησιάρικη, όσο και δυναμική σπονδυλωτή ποίηση.

Φτάνοντας στο τέλος του σύντομου οδοιπορικού στα ποιητικά τοπία της Ελένης Γκίκα, αισθάνεσαι την ανάγκη να γυρίσεις πίσω προχωρώντας αργά, ψηλαφώντας τον βιωμένο χώρο και χρόνο, ανιχνεύοντας τα μυστικά της τέχνης της.

 

 

* Από τα “Κείμενα αφής και επαφής”

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top