Fractal

Κριτικά φύλλα (6): Γιώργος Λ. Οικονόμου: Ένα με τη σκόνη, «Εκδόσεις Τύρφη», Θεσσαλονίκη 2017. Ο ταπεινός του κόσμος.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.

Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Η προσευχή του ταπεινού»

 

 

 

Α.] Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ Λ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ):

Πριν λίγο καιρό, λάβαμε τρία ποιητικά βιβλία του Θεσσαλονικιού ποιητή, Γιώργου Λ. Οικονόμου (γεν. 1960): 1.) Στρωμνίτσης 6, «University Studio Press, Θεσσαλονίκη», Αύγουστος 1991, 2.) Flash Back, Ποιήματα – Επιλογή, «Το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου αρ. 66», Παιανία Αττικής, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010, και την εντελώς πρόσφατη συλλογή του, 3.) Ένα με τη σκόνη, «Εκδόσεις Τύρφη», Θεσσαλονίκη 2017. Η σημείωση που συνοδεύει και τις τρεις συλλογές «Προηγούμενες εκδοτικές προσπάθειες του ιδίου, μας γνωστοποιεί πως κατά το παρελθόν είχαν ήδη προηγηθεί τα εξής βιβλία-αυτοεκδόσεις: α) Prova Generale, ποιήματα-πεζά, 1984, β) Κόντρα, ποιήματα-ημερολόγιο, 1988, γ) Γιος δασκάλας, τραγούδια, 1988 και δ) Prima Vista, ποιήματα – πεζά, 1989, συλλογές που δηλώνουν την τάση του ποιητή να περιχαράξει ποιητικά τον κόσμο του, αφιερώνοντας μέχρις στιγμής το μόνον της ζωής του ταξείδιον,1 στην Ποίηση. Ήδη, από τις σελίδες 5-21 της συλλογής Στρωμνίτσης 6, ο Γ. Οικονόμου ακολουθεί τη σύντομη ρεαλιστική φόρμα, που τον κατατάσσει στον Ποιητικό Κανόνα της «Σχολής Διαγωνίου», που επέβαλε ο αρχισυντάκτης, σπουδαίος ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός και πεζογράφος αρχικά του περιοδικού και μετέπειτα των «Εκδόσεων Διαγώνιος», Ντίνος Χριστιανόπουλος, που κυκλοφόρησε το διάστημα 1958-1983, ένας, ομολογουμένως, εκδοτικός άθλος για την εποχή του, πέρα από τις ποικίλες αντιξοότητες και τα εκδοτικά βάσανα που είχε κατά καιρούς ν’ αντιμετωπίσει.

 

Ο ποιητής Γιώργος Λ. Οικονόμου

 

Β.] Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ «ΣΧΟΛΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ»:

Αξίζει να σημειωθεί πως ο λαγαρός ρεαλισμός στην ποίηση και στην πεζογραφία, ως στίγμα μιας Λογοτεχνικής Σχολής, είναι μια πολύ δύσκολη απόπειρα, αν δεν διαθέτεις ξεχωριστό ταλέντο. Με τη ρεαλιστική φόρμα γραφής εύκολα εκτίθεται ο καλλιτέχνης, ενώ με την ερμητική ποίηση με την ακατάσχετη ροή της στο αυτόματο και το τυχαίο, μπορεί το γραπτό να κρύβει ψέμα κι αδυναμίες – εύκολο καταφύγιο κάθε αδόκιμου καλλιτέχνη, για να μην πω ατάλαντου. Αυτός ο κανόνας ήρθε σε πλήρη αντίθεση με την καθιερωμένη ποίηση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στη χώρα μας, που ευδοκίμησε κι ευδοκιμεί δυστυχώς ακόμη με κύριο χαρακτηριστικό την απόλυτη αμετροέπεια, ειδικά τις σπάνιες λέξεις, (ιδίως τα επίθετα), δανεισμένες καμιά φορά από λεξικό, σε σημείο ο κραυγαλέος εντυπωσιασμός των κειμένων να θυμίζει κάπως τη «Σχολή του Παρνασσισμού»2 αναμεμιγμένη με υπερρεαλιστικά ανεβοκατέβατα και κακόγουστα λεκτικά στοιχεία. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, έχοντας επιφανείς συνεργάτες, τον Τσέχο ζωγράφο, ποιητή και πεζογράφο Κάρολο Τσίζεκ3 και τον τυπογράφο Νίκο Νικολαΐδη, και με τον πρωτοπόρο και δάσκαλο της επίπονης επεξεργασίας των ποιημάτων, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μοναδικό κι απέριττο στίγμα λογοτεχνικής έκφρασης, το οποίο ακολούθησαν αρκετοί ικανοί ποιητές και ιδίως πεζογράφοι, ντόπιοι και μη: (Γιώργος Ιωάννου, Νίκος Αλέξης – Ασλάνογλου, Σάκης Παπαδημητρίου, Ηλίας Πετρόπουλος, Τόλης Καζαντζής, Τάσος Καλούτσας, Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Τάκης Μενδράκος, Περικλής Σφυρίδης, Νίκος Καχτίτσης, Κώστας Ριτσώνης,4 Τάσος Κόρφης, Στρατής Δούκας, Γιάννης Σκαρίμπας, Τηλέμαχος Αλαβέρας, Πρόδρομος Μάρκογλου, Μάριος Χάκκας, κ.ά) και είναι λογοτέχνες, αν όχι όλοι, όπως παρεμπιπτόντως θυμόμαστε, όσοι δημοσίευσαν στο περιοδικό Διαγώνιος κατά το πρώτο (1958-1962) και δεύτερο (1962-1969) χρονικό διάστημα της κυκλοφορίας του.

 

 

Γ.] ΤΟ ΚΡΙΜΑ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ:

[ ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ  ] 5 δηλ. [ καταδικάσθηκες για τον ίδιο λόγο ]. Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί ένα εκτενές σχόλιο, που αφορά ένα κατεστημένο γραφής, το οποίο διαιωνίζεται δυστυχώς σε μια χώρα, της οποίας συχνά η πολιτιστική παράδοση ή το καλλιτεχνικό εύρημα-πείραμα νοθεύεται και δολίως υπερεκτιμάται: Μερικοί λογοτέχνες της Σχολής (όπως και ο κύριος δημιουργός της στις τελευταίες ειδικά συλλογές του, γεμάτες ολιγόστιχα ποιήματα-διαπιστώσεις, ή και σύντομα πεζά που φάνταζαν κάπως εκτενή ή σύντομα καλαμπούρια παρέας 6) με τον καιρό παρατράβηξαν και τέντωσαν με το ζόρι τα διδάγματά της, σε σημείο να οδηγηθούν στο άλλο άκρο, αυτό της απλότητας, συνώνυμης της αφελούς ετοιματζίδικης και κοινότοπης φράσης, κάτι που υιοθέτησε κυρίως η πεζογραφία, η οποία κατάντησε να περιγράφει μέχρι σήμερα το «αυτονόητο», με αποτέλεσμα να επιβιώνει με καμάρι μάλιστα (ως αξιοπρόσεκτοι και σημαντικοί τάχα πεζογράφοι), αυτή η μικρή μερίδα των λογοτεχνών, παρ’ όλη τη φτώχεια των θεμάτων, την απλοϊκή έκφραση και την παντελή απουσία επινόησης – ό,τι βλέπουμε να κινείται έξω το καταγράφουμεαυτός είναι ο κανόνας. Αυτή η ομάδα δεν κατανόησε ποτέ τον ικανό χειρισμό σχημάτων λόγου που αποδεικνύουν ταλέντο, μήτε τη διαφορετική οπτική καταγραφής, τον υπαινιγμό στην αφήγηση, γι’ αυτό και καταθέτουν τα πάντα χύδην και χύμα στον αναγνώστη, λες και ο τελευταίος είναι χαμηλής νοημοσύνης και δεν μπορεί να συνθέσει μόνος του την ιστορία από τις παύσεις του κειμένου. Έτσι, η ανικανότητα καταγραφής μιας σοβαρής λογοτεχνίας, μέσω της οποίας ο γράφων αποκτά συγγραφικό στίγμα και πρόσωπο, οδήγησε αυτή τη μερίδα λογοτεχνών αυτής της Σχολής να εκλάβει την κάκιστη δημοσιογραφία ως λογοτεχνία, με τη διαφορά πως η καλή κι ευπρεπής δημοσιογραφία είναι σαφώς ανώτερη από τα βιβλία αυτού του είδους των λογοτεχνών. Η τραγωδία αυτής της πεπατημένης τεχνικής, που οφείλεται εκτός των άλλων και στην άγνοια ή στην περιφρόνηση σημαντικών βιβλίων της ξένης παραγωγής, οδήγησε πολλούς να θεωρούνται λογοτέχνες, παρ’ όλο που οι φράσεις στα κείμενά τους ήταν κυρίως υποκ + ρήμα + αντικ και άντε κάνας επιρρηματικός προσδιορισμός. Δυστυχώς, στην εποχή της ύφεσης, της παρακμής και της ευκολίας των πάντων, ακόμη και στο επίπεδο της προσφοράς γνώσης-διδασκαλίας των πανεπιστημίων, η ανούσια αυτή λογοτεχνία επιβάλλεται μέχρι στιγμής από πανεπιστημιακούς φίλους των λογοτεχνών αυτών αναγκαστικά στους φοιτητές του ΑΠΘ για εκπόνηση εργασιών, ώστε να καθιερωθούν στη συνείδηση των μεθαυριανών επιστημόνων ως σημαντικοί, αφήνοντας έξω βολής, λόγω μιας επίβουλης και συστηματικής προπαγάνδας σε μυωπικά και αφελή φοιτητικά μάτια, παραγνωρισμένους και σημαντικότατους λογοτέχνες, που προώθησαν τόσο τη γλώσσα όσο και το ήθος της γραφής, και τα έργα τους είναι αναμφίβολα και αδιάσειστα σημεία πολιτιστικής αξίας. Αλλά και η ποίηση είχε ανάλογη τύχη: Γράφτηκαν και γράφονται τολμηρότατα ποιήματα από δημιουργούς συντηρητικούς κι ανέραστους, που, αν και ετεροφυλόφιλοι (sic), συμπεριφέρονται ως ομοφυλόφιλοι και εν δράσει μάλιστα, συνουσιαζόμενοι με τυχαίους διαβάτες σε φτηνά ξενοδοχεία, επειδή πίστευαν και πιστεύουν πως ο Ποιητής της Διαγωνίου, το αποκλειστικό τους πρότυπο, με το να καταθέτουν τέτοια ψεύδη, εξασφαλίζουν εύσημα ποιότητας. Κι αυτό το υποστηρίζουμε από τις συλλογές που λαβαίνουμε κατά καιρούς (και πολλές προς έκδοσιν) ακόμη και σε e-mail, που γέμουν χυδαίων περιγραφών και περιπτύξεων, που γράφονται για να αποδώσουν τάχα την ένταση του πάθους ή τη σπουδή του, λες και η μονομέρεια και η πολύχρονη εμμονή στο θέμα της άγονης σεξουαλικότητας που ξετυλίγεται σε πολλές συλλογές, αποτελεί δείγμα σπουδαίας ποίησης. Βλέπετε, ο Κ. Καβάφης με τον πλούτο των θεμάτων του δεν τους έδειξε καν τον σωστό δρόμο – προτίμησαν τον έρωτα των ξενοδοχείων και των χαμαιτυπείων. Όσοι όμως διαφοροποιήθηκαν και αποσκίρτησαν από πολύ νωρίς (ήδη από την δεκαετία του ’60) κι αποδεσμεύθηκαν από το καταπιεστικό κλίμα της «Σχολής της Διαγωνίου» όπως οι σπουδαίοι λογοτέχνες, Γιώργος Ιωάννου και Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, κατάφεραν να δημιουργήσουν ανεπηρέαστοι σημαντικότατο έργο, αφού ως γνωστόν, ο συντάκτης της Διαγωνίου ακρωτηρίασε επί ετών συστηματικά κάθε πηγαίο αυθορμητισμό ταλέντου, κι ευτυχώς που το ξεχωριστό περιοδικό Τραμ, των Γιώργου Κάτου και Δημήτρη Καλοκύρη, (ο ιδρυτής του) τόσο στο εικαστικό όσο και στο λογοτεχνικό του μέρος (παλιά ξεχώρισαν ο Κοχλίας, και συγχρόνως με την έκδοση της Διαγωνίου, η Νέα Πορεία του σεμνού λογοτέχνη Τηλέμαχου Αλαβέρα), που κυκλοφόρησε στη συμπρωτεύουσα σε δύο περιόδους 1968-1976 και 1976-1979, πάντα το διέκρινε κάποιος αέρας ελευθερίας και λογοτεχνικής διαφοροποίησης, που γονιμοποίησε και εμπλούτισε πεζά και ποιήματα.

 

 

Γ.] Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ:

Αν και κατά πολύ νεότερος, ο Γιώργος Λ. Οικονόμου, ήδη από τα ποιήματα της συλλογής Στρωμνίτσης 6, μπορεί κάλλιστα, όπως είπαμε, να χρισθεί ικανός ποιητής της ίδιας Σχολής, ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου τα ποιήματα είναι κυρίως άτιτλα (επτά μονάχα με τίτλους) αλλά σε μερικά από αυτά δόθηκαν τίτλοι και επεξεργάστηκαν, για να ενσωματωθούν στη δεύτερη συλλογή του, Flash Back, όπως αυτό της σελ. 7 που πήρε τίτλο «Λευκά κελιά», (σελ. 3 στο Flash Back), αυτό της σελ. 9 που έλαβε τον τίτλο «Ποίημα έγινα» (σελ. 7 στο Flash Back), και τέλος αυτό της σελ. 21 που απέκτησε τον τίτλο «Έγινα ένα με τη σκόνη», (σελ. 8 στο Flash Back),  όπου ο τίτλος και ο στίχος «κι έγινα [ένα με τη σκόνη]», ονομάτισε την τρίτη και πιο ώριμη συλλογή του, που εξέδωσαν φέτος οι νεότευκτες και τόσο καλαίσθητες «Εκδόσεις Τύρφη» της συμπρωτεύουσας. Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, Στρωμνίτσης 6, υπάρχουν θαυμάσια ποιήματα ρίμας με την ονομασία «Στιχουργικές απόπειρες», που μπορούν να μελοποιηθούν, αλλά το τρίτο μέρος του βιβλίου που τιτλοφορείται «10.200 σιγαρέτα, Έθνος εξαιρετικά» που ο Γ. Οικονόμου, λόγω ταπεινοσύνης, το ονομάζει «Απόσπασμα πρώτης γραφής» περιέχει μια τόσο συγκλονιστική σκηνή ψυχιατρείου, η οποία θα μπορούσε, αν επεξεργαστεί, να αποτελέσει ένα σπουδαίο διήγημα ή νουβέλα, και θα ήταν ευχής έργον αν υπήρχε περίπτωση να το δούμε δημοσιευμένο. Η ανάγνωση και μόνο της πρώτης συλλογής σχηματίζει ξεκάθαρα τα κύρια θέματα της ποιητικής τέχνης του Γ. Οικονόμου, ενώ στη συλλογή Flash Back (όντως άρτια έκδοση) παγιώνεται για τα καλά η άποψή μας για την ποίηση του Γ. Οικονόμου που είναι: Σπουδή ενός επίμονου εγκλεισμού, τόσο εσωτερικού όσο και εξωτερικού. Δυο ξεχωριστοί κόσμοι παρατηρούνται στο έργο του Γ. Οικονόμου: ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Α΄: εμπειρικός, αναμφίβολα, που έχει όμως διπολική αρχή: αυτή της απομόνωσης σε τοίχους και την ίδια την πάλη της ψυχής που στρέφεται εις εαυτόν. ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Β΄: αποπνέει μοναξιά κι απομάκρυνση από όλα. Μνημονικές εικόνες του παρελθόντος, οικογενειακές και φιλικές είναι μια προσωρινή διέξοδος, που όμως δεν αποβαίνει λυτρωτική. Ωστόσο ο Γ. Οικονόμου, κατακτώντας μια άρτια γλώσσα, καταθέτει κι εδώ θαυμάσια ποιήματα, όπως: «Προς εαυτόν», «Τα κομμάτια μου», «Εργαλεία φυτά και ζώα» (απόσταγμα πόνου), «Τα τσιγάρα», «Λευκά κελιά», «Αδέσποτο», «Το φιλί» (μεγαλειώδες ποίημα), «Ο Μπαμπάς», «Ποίημα έγινα», «Οι λέξεις μου», «Παύλου Μελά και Τσιμισκή», «Μάνα μου» και «Έγινα ένα με τη σκόνη». Η τεχνική που ακολουθεί είναι η γνωστή της τελικής ανατροπής: Το θέμα καταγράφεται-εξελίσσεται στην αρχή, για να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο στο τέλος του ποιήματος, που οδηγεί σε διαπίστωση, υποψία όμως κάθαρσης, στοχεύοντας  απευθείας την ψυχή του αναγνώστη.

 

 

Δ.] Η ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ:

Αποτελεί την πλέον ολοκληρωμένη κατάθεσή του Γ. Οικονόμου μαζί με τη συλλογή Flash Back. Το μότο της συλλογής, Από μια χαραμάδα μπήκε / όλο το φως του κόσμου!  και πιο κάτω: λέξεις / αναμμένα κεριά / στο εικονοστάσι / της μνήμης, είναι χαρακτηριστικό: Όλα στην τέχνη γίνονται χάριν του φωτός, ακόμη και του προσωρινού φωτός. Ο Γ. Οικονόμου διαθέτει ένα πνευματικό και ποιητικό ένστικτο, πλην όμως του αρέσει να εμμένει σε γνωστά εμπειρικά μονοπάτια.  Με μια πρώτη ανάγνωση ο ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Α΄ του Γ. Οικονόμου, ξετυλίγεται με κατεκτημένη γλώσσα στα εξής ποιήματα μοναδικής επινόησης: «Ένα με τη σκόνη», «Οι πληγές μου», «Η δίκη», «Αλί Αχμέτ», «Ένα σημάδι», «Τραύμα παλιό», «Η αρρώστια» (εξαιρετικό), «Τα ποιήματά μου» (εξαιρετικό), «Για ένα χάδι», «Για μια φανέλα», «Δεν είναι ποιήματα αυτά» (η αμφιβολία για την απτή τέχνη του), «Γράμμα στον πατέρα» «Γράμμα στον Κύριο Λεωνίδα», «Πανοπλία από άμμο», «Μάνα», «Μόνος», «Υπομονή», «Όλο το βράδυ έσκαβα», «Στο όνειρο», «Όλα τα παλιά μαζεύω», (μεγαλειώδες), «Από χειμώνα σε χειμώνα», «Όπως οι κότες», «Όπως η στρουθοκάμηλος», «Έβλεπα», «Μέσα στις λέξεις», «Οι πληγές», «Τα συντρίμμια», «Ψυχή μου το εκκρεμές».  Ο ΠΕΡΙΚΛΕΙΣΤΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Β΄ του ποιητή αφορά τα εξής ποιήματα: «Gisela», «Ωδή στο Rock 100», (εδώ ο πρώτος στίχος παραπέμπει στο ομώνυμο ποίημα της σελ. 8 του Flash Back), «Μια συνάντηση», «Βαμμένα νύχια», «Επιμονή», «Ο χαμένος», «Μια σκέψη», «Ο διάδρομος», «Στην παραλία», «Μια συνηθισμένη μέρα», «Άννα», «Ο κουρέας», «Όπως στην Πηνελόπη», «Τα ονόματα» (εξαιρετικό), «Ίδιος ο πατέρας μου», «Ο κύριος Χριστιανόπουλος», «Η κρυψώνα», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ», «Να προσέχεις», «Ο μπαμπάς μου κι εγώ», «Το τρανζιστοράκι», «Το καρφί», «Καλοκαίρι στην πόλη», «Όλα τα παλιά μαζεύω», «Σάλος», «Συμπάθεια», «Η διάγνωση», «Η μοναξιά του», «Επίσκεψη», «Σε αναγνωρίζω αδερφέ μου», «Ένα σπίτι κουβαλάω» (εξαιρετικό), «Όπως οι κότες», «Μαζί», «Ξωκλήσι», «Η ανάκριση», «Η σιωπή μας», «Ξημερώνει», «Στην Αμοργό», «Ωδή στις παλιές κασέτες», και «Ήμασταν πλούσιοι» (από τα πιο πετυχημένα της συλλογής).

 

 

Ε.] ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ:

Ο κόσμος του Γιώργου Λ. Οικονόμου είναι σπαρακτικός, χωρίς έλεος κι ελπίδα. Περικλείεται από έναν ορίζοντα που ολοένα στενεύει κι εγκλωβίζει. Θα ήταν ανόητο να μιλήσουμε για επηρεασμούς στο έργο του, γιατί η αλήθεια των στίχων του στέκεται πάνω από πρότυπα και επίβουλες αναλύσεις. Σίγουρα, κόσμος μας δεν είναι μόνο απόγνωση και κατάρρευση. Για μερικούς ανθρώπους μπορεί να είναι, αλλά που μαλακώνει όταν διανθίζουν στο έργο τους νοσταλγικές σκηνές της παιδικής κι εφηβικής ζωής, που μεταπλάσσονται στην ποίησή τους, κι έρχονται αντιμέτωπες με το ζοφερό παρόν. Η μητέρα κι ο πατέρας πρωτοστατούν, όπως κι ευκαιριακά οι αγάπες, οι φίλοι, μέχρι και τυχαίοι άνθρωποι. Αν και λείπει η απόλυτη λύτρωση, που θα χαρίσει στον ποιητή την καταφυγή στον εξωτερικό κόσμο, είναι επειδή αυτόν δεν μπορεί να τον εμπιστευτεί, και, όποτε είναι αποφασισμένος να το κάνει, διοχετεύει στους στίχους του μια δόση ειρωνείας. Τα ποιήματά του μοιάζουν με προσευχές υπό τύπον ερωτήσεως, που αμφιβάλλει αν θα πάρουν απάντηση, έτσι που αντηχούν σε έναν ουρανό σιωπηλό και αχανή. Η ποιητική του μπορεί να είναι της μικρής φόρμας, αλλά υπάρχουν και ποιήματα εκτενή που τον αποζημιώνουν, ώστε να θεωρηθεί κάλλιστα ένας από τους σύγχρονους σημαντικούς δημιουργούς. Ο Γ. Οικονόμου δεν υποκρίνεται. Βιώνει και γράφει, κάπως χαμηλόφωνα, ψιθυριστά, υπενθυμίζοντάς μας: Γιατί / για ένα χάδι / γράφονται τα ποιήματα / για μια αγκαλιά οι ζωγραφιές, μήτε έχει διαβάσει παλιά ένα βιβλίο ενός ποιητή που τον συγκλόνισε και τον έκανε να γράψει κι αυτός ένα παρόμοιο. Αν έκανε κάτι τέτοιο, θα το είχαμε επισημάνει, αλλά κι αυτό ένας ποιητής, σαν τον Γ. Οικονόμου με τρία βιβλία θα το είχε ήδη ξεπεράσει. Ο ξεχωριστός του κόσμος και ο κανόνας της γραφής του μετουσιώνονται πετυχημένα σ’ αυτή τη σπουδαία συλλογή, που τόσο φιλότεχνα εξέδωσαν οι «Εκδόσεις Τύρφη», που έχουν έδρα την Θεσσαλονίκη, πρωτότυπες εκδόσεις τις οποίες εκπροσωπούν με αληθινό μεράκι ο ποιητής Κωνσταντίνος Τέλιος και ο ταλαντούχος γραφίστας Απόστολος Ρίζος, οι οποίοι μάλιστα διοργανώνουν τις πιο πλέον πετυχημένες παρουσιάσεις βιβλίων στην αίθουσα-στούντιο Les Yper Yper, στον σκιερό πεζόδρομο της οδού Γεωργίου Σταύρου 4, της συμπρωτεύουσας.

 

Μάρτιος 2017: Ο ποιητής Γιώργος Οικονόμου μαζί με τον εκδότη & ποιητή Κωνσταντίνο Τέλιο.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Τίτλος εκτενούς διηγήματος του Γεωργίου Βιζυηνού, που εκδόθηκε το 1884.

2 α) Παρνασσισμός (απο τον γαλλικό όρο mouvement parnassien) είναι η Ποιητική Σχολή που αναπτύχθηκε στη Γαλλία στα μέσα του 19ου αιώνα, και ειδικά στη δεκαετία 1866 – 1876. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1866 από τους Κατούλ Μεντές και Ξαβιέ ντε Ρικάρ, όταν εξέδωσαν το φιλολογικό περιοδικό Σύγχρονος Παρνασσός που αποτελούσε αναφορά στο ελληνικό βουνό Παρνασσός και τη μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών. Αργότερα o Αλφόνς Λεμέρ εξέδωσε επ’ αυτού την ομώνυμη ποιητική ανθολογία του. Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο Παρνασσισμός αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ Η τέχνη για την τέχνη. β) Κύρια Xαρακτηριστικά: Οι Παρνασσιστές, που ήταν περίπου είκοσι σε αριθμό, επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι’ αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας. Στράφηκαν προς την κλασική Ελληνική και Ρωμαϊκή Αρχαιότητα, αλλά και προς τον Ινδικό Πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι Παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που κατά τ’ άλλα θεωρούνται ψυχρά. γ) Κυριότεροι εκπρόσωποι: Λεκόντ Ντελίλ, Πωλ Βερλαίν, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, Κατούλ Μεντές (Catulle Mendès) και Συλί Προυντόμ. Στην Ελλάδα, επιδράσεις του Παρνασσισμού υπάρχουν στα πρώτα του ποιήματα του Κωστή Παλαμά, του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Πορφύρα, του Μαβίλη και άλλων.

3 Κάρολος Τσίζεκ (1922 – 14 Δεκεμβρίου 2013) ο πιο σημαντικός Φιλέλληνας-Έλληνας που πέρασε ποτέ από τη χώρα μας. Γεννήθηκε στην Μπρέσια της Ιταλίας από Τσέχους γονείς. Ήταν εικαστικός, γραφίστας, μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος, τσέχικης καταγωγής που έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στη Θεσσαλονίκη. Το 1987 έλαβε επιτέλους την ελληνική υπηκοότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα και για περισσότερα από 25 χρόνια δίδαξε στο τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες και μετέφρασε στα ελληνικά έργα Τσέχων ποιητών, αλλά και ιταλών ποιητών και πεζογράφων, δοκίμια κ.α. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν εξειδικευμένος τεχνίτης στη βιομηχανία κάλτσας, προσελήφθη από την εταιρία των αδερφών Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη, και έτσι το 1929 ο επτάχρονος τότε Κάρολος εγκαταστάθηκε μαζί με τους γονείς του στην πόλη. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό, στο ιταλικό σχολείο Santorre di Santarosa και συνέχισε στο Ιταλικό Επιστημονικό Λύκειο Umberto I και στο Ιταλικό Ινστιτούτο (Istituto Italiano di Cultura). Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ/νίκης, Ιστορία-Αρχαιολογία (1941-1950) και Ιταλική Φιλολογία. Δίδαξε ιταλικά και εργάστηκε ως διερμηνέας και μεταφραστής. Ήταν πολύγλωσσος: μεταξύ άλλων (και εκτός από τα τσέχικα και τα ελληνικά) μιλούσε ιταλικά, ρώσικα και αγγλικά. Μετέφρασε στα ελληνικά τσέχικη ποίηση (Γ. Βολκρ, Γ. Σκάτσελ, Π. Μπέζρουτς, κ.α.) αλλά και ιταλική ποίηση και πεζά, δοκίμια κ.α. Από το 1945 μέχρι το 1948, ήταν συνεργάτης στο περιοδικό Κοχλίας ενώ από το 1958 και για 25 χρόνια ήταν συνεργάτης στο περιοδικό Διαγώνιος. Στα δύο αυτά λογοτεχνικά περιοδικά δημοσίευσε πεζά, μεταφράσεις και κριτικές για το έργο εικαστικών από τη Θεσσαλονίκη. Επίσης είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού Διαγώνιος, καθώς σχεδίαζε τα εξώφυλλά του, και ήταν υπεύθυνος για την εσωτερική του διακόσμηση, καθώς και των «Εκδόσεων Διαγώνιος». Με τη γραφιστική είχε αρχίσει να ασχολείται τη δεκαετία του πενήντα και για έργα του βραβεύτηκε επανειλημμένα, ενώ στη ζωγραφική είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά το 1944, όταν συμμετείχε σε μια ομαδική έκθεση στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Γ. Σβορώνο, τον Ν. Γ. Πεντζίκη, τον Ν. Σαχίνη κ.α. Το 1961 έγινε καθηγητής στο τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ όπου δίδαξε μέχρι το 1988. Το 2000 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ. Ο Κάρολος Τσίζεκ τιμήθηκε από το ιταλικό κράτος με το Μedaglia di Βenemerenza Culturale (1960) και με το Οrdine di Cavaliere al Merito (2000). Πέθανε στις 14 Δεκεμβρίου του 2013.

4 α) Κώστας Ριτσώνης 1946-2015: Από τους πλέον πολυγραφότατους και κατάφορα αδικημένους από εκδότες και σοβαρούς κριτικούς. Ένας ακατάβλητος αληθινός και γνήσιος εργάτης της γλώσσας, ποιητής, μεταφραστής Γάλλων ποιητών, μουσικός, πεζογράφος, ζωγράφος και στιχουργός. Εκδότης των «Ποιημάτων των φίλων». Το 2006 μαζί με τον πεζογράφο Γιάννη Μπασκόζο εξέδωσαν το περιοδικό Οι φίλοι. Άλλες μεγάλες του αγάπες είναι η ζωγραφική το ρεμπέτικο τραγούδι και οι μεταφράσεις κυρίως Γάλλων ποιητών. Πολλές από αυτές τις παρουσίασε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Ποιείν. Έχει συνεργαστεί με έντυπα και μη περιοδικά: Διαγώνιος, Τραμ, Πλανόδιον, Λέξη, Ανακύκληση, Πανδώρα, Φίλοι, Πάροδος, Γραφή, Αλμανάκ, Ποιείν, Ιntellectum, 24 Γράμματα, Βακχικόν, bibliotheque, Βαρελάκι, Θράκα, diastixo και πολλά ποιήματά του βρίσκονται σε ιστολόγια φίλων του και στις ετήσιες ανθολογίες του Τάσου Κόρφη Φωνές και του Γιάννη Κορίδη Ποιητικό Ημερολόγιο.  Έχει μεταφραστεί στα αγγλικά από το Γιάννη Γκούμα και στα πολωνέζικα από το Janusz Strasburger. β) Έργα Κώστα Ριτσώνη : Αγκαλιά, 1974, Ο ανάπηρος λαχειοπώλης και άλλα ποιήματα, 1982, Φωτισμένο εργοστάσιο, 1996, Τσίλιες, μικρά πεζά 1991, 2001, Πουλιά και ψίχουλα 2001, Βραχνή φωνή, 2003, 151 ποιήματα 2011, Τραγούδια στα μακάμια 2013, Μεταφράσεις από τα γαλλικά 2013, Τσίλιες συμπληρωμένες 2014. Ποιήματά του έχει μελοποιήσει ο Σταύρος Κουγιουμτζής αλλά και ο ίδιος έχει εκδώσει βιβλίο με ρεμπέτικους στίχους, τραγουδισμένα στα μακάμια. (Maqam και στον πληθυντικό maqams ή Maqamat είναι ένα σετ μελωδικών δρόμων που χρησιμοποιούνται στην Παραδοσιακή Αραβική Μουσική και είναι κυρίως μελωδία και σπανίως περιέχει αρμονία και συγχορδίες. Ο λόγος είναι ότι οι συγχορδίες ηχούν δυσάρεστα. Τα μακάμια με την τουλάχιστον 4.000 χρόνων ιστορία τους σε κοινότητες της Μέσης και Εγγύς Ανατολής, στα Βαλκάνια, τον αραβικό και ισλαμικό κόσμο, έχουν διαφορετική μουσική από αυτή της ευρωπαϊκής, κινέζικης, αφρικάνικης κλπ. Τα μακάμια εκτελούνται κυρίως και ευρέως στις Ιρακινές πόλεις Βαγδάτη, Μοσούλη και Κιρκούκ. Μακάμια επίσης αποκαλούνται στην αραβοπερσική μουσική αυτοί-καθαυτοί οι ήχοι της Βυζαντινής Μουσικής και είναι τα ακόλουθα δώδεκα: Γεγκιάχ, ασιράν, αράκ, ραστ, ντουγκιάχ, σεγκιάχ, τζαρεγκιάχ, νεβά, χουσεϊνί, έβιτζ, γκερδανιέ και μουχαγιέρ).

5 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπιτιμῶν αὐτῷ ἔφη· οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ (Κατά Λουκάν 23:40).

6 Οφείλω μια συγγνώμη σε όσους διαβάσουν το εκτενές σχόλιό μου, εφόσον τη στιγμή που το γράφω, ο άνθρωπος δοκιμάζεται από τον χρόνο και την ασθένεια του. Θα μιλήσω για τον κ. Ντίνο Χριστιανόπουλο για γεγονότα παλιά, αλλά ακόμη τόσο εναργή και αποθησαυρισμένα στη μνήμη. Ήταν πράγματι ιταμή πρόκληση, για να μην πω παρεκτροπή της όποιας αισθητικής μας, που η δημοσιογράφος Βίκυ Φλέσσα της ΝΕΤ αφιέρωσε πριν μερικά χρόνια δύο εκπομπές! στον εκδότη της Διαγωνίου, για να μας διαβάσει δύο τόσο ρηχά κείμενα (μηρυκάζοντας στο μεταξύ τα αιώνια παλιά και μελανά σημεία της τρικυμισμένης του ζωής, ειδικά της Κατοχής, λες και ήταν ο μόνος που αντιμετώπισε τον επικείμενο θάνατο…), τα οποία ούτε μαθητής Γυμνασίου δεν θα τολμούσε να γράψει, ή έστω να διαβάσει σε κοινό, εκτός αν αυτό ήταν χαμηλής νοημοσύνης… Παρ’ όλα τα χρόνια του, που προσφέρουν σε ένα καλλιτέχνη ωριμότητα γραφής και χαρακτήρα, ο παλιός, καλός ποιητής, είχε πλέον για τα καλά αφυδατωθεί και εκπέσει… Ποιητές και πεζογράφοι σπουδαιότεροι (ας μην αναφέρω ονόματα) τόσο της Αθήνας όσο και της Θεσσαλονίκης, που ζουν και διαπρέπουν, ουδέποτε είχαν το προνόμιο να κληθούν σε ανάλογη εκπομπή και κλήθηκε ένας ποιητής, του οποίου ο παλιός ξεχωριστός γραπτός λόγος έχει πια σιγήσει, αλλά πάντα τον χαρακτήριζαν τα επιθετικά, υποχθόνια και υβριστικά του σχόλια για τους πάντες, ειδικά για τους ποιητές, που δεν μπόρεσε ποτέ να ισοφαρίσει στην ποιότητα και στην ποσότητα – «να γράφετε λίγα και προπαντός κατανοητά για να σας καταλαβαίνουν και οι λούστροι», ήταν ένα από τα συνθήματά του. Ίσως η ιδιορρυθμία του σε πολλά επίπεδα να θεωρείται πια μοντερνισμός για τέτοιου είδους προβολή σε μια τηλεοπτική χώρα που τρέφεται με ανάλογα θεάματα. Βλέπετε η γλώσσα, και μάλιστα η ποιητική, και η φήμη που δικαίως απέκτησε για τις πρώτες του καλές συλλογές δεν τον σμίλευσαν, ώστε να γίνει καλύτερος ως άνθρωπος, αν κι αυτό ίσως είναι μια απλή διαπίστωση και τίποτε άλλο… Λυπόμαστε πάρα πολύ γι’ αυτόν τον ξεπεσμό και τη φτήνια… Πάντως εμείς θυμόμαστε ακόμη την προκλητική  συμπεριφορά του Ν.Χ. και σε δημοσιογράφους, όπως στην Πόπη Τσαπανίδου  αλλά και την άποψή του για καλούς λογοτέχνες, με τα αντιφατικά του σχόλια, που εκστομίζονταν ανάλογα με τη διάθεσή του (ο Διονύσιος Σολωμός, για τον οποίο νόμιζε πως είχε ο ίδιος, ως ερευνητής, την αποκλειστικότητα συγγραφής μελέτης, τον αποκαλούσε μπασταρδάκι, ο Σεφέρης δεν ήταν σπουδαίος ποιητής, αλλά δούλεψε πολύ, ο Ελύτης πότε ήτανε καλός, πότε τουριστικός, αλλά τεμπέλης ως πλούσιος, όπως και ο Σαχτούρης, ενώ για τον Ρίτσο είχε μεγάλες αμφιβολίες αν ήταν ποιητής… Ο δε Καρούζος ήταν καλός ποιητής, ενώ μεγάλος δεν ήταν…). Βλέπετε ένας πλούσιος δεν μπορεί να γράψει καλά ποιήματα, πρέπει να εργάζεται για να γράψει…. και οι τεμπέληδες είναι καταδικασμένοι για ανικανότητα σε κάθε καλλιτεχνικό τομέα ενώ ο Ν.Χ. εργάστηκε για πολλά χρόνια στη ζωή του… Πιο πολύ μας έμεινε στη μνήμη η ατάκα που είπε μόλις βγήκε από την εντατική του νοσοκομείου μετά από μια δύσκολη επέμβαση: «Τώρα έγινα πιο κακός…». Ακόμη και η παροιμιώδη  απέχθειά του για τις τιμές και βραβεία… που παραβιάστηκε όταν δέχτηκε να τιμηθεί ως Επίτιμος Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής από την πρυτανεία του ΑΠΘ, που την εποχή εκείνη βούιζαν τα ΜΜΕ για χρηματικά σκάνδαλα σχετικά με νιπτήρες και καζανάκια, κάτι που αποδείχθηκε κι αυτό μούφα – λέτε να έχουν δίκιο όλοι όσοι λένε το κοινότοπο «Στη ζωή, τίποτε δεν είναι τυχαίο»; Σύμφωνα με κάποιες φήμες, ο ίδιος έκανε τρεις αιτήσεις στο ΑΠΘ για να πάρει τον τίτλο…). Ίσως η ΝΕΤ τότε, σκοπίμως να τον πρόβαλλαν (1Χ2) λόγω της γνωστής του επιθετικότητας-στριμάδας – μήπως και προκαλέσει πάλι με τις δηλώσεις του και πουλήσουν κανένα Νουνού η Άζαξ – ή και να θεωρούσε τότε η διεύθυνση της ΝΕΤ πως του οφείλουν δύο εκπομπές επειδή αξίζει ως μέγας ποιητής… Αλλά το επιτελείο της ΝΕΤ φαίνεται δεν γνώριζε, μήτε καν μπορούσε να φανταστεί πως η φήμη του Ν.Χ. (εκτός της γενέτειράς του, βέβαια, που τον έχει περί πολλού, με τους όμοιους κι απαράλλακτους ακόλουθους και υποστηρικτές του), έχει ξεφύγει πια εδώ και χρόνια, για να καταντήσει εγχώριο, κρουστό όργανο, που αντηχεί βραχνά, έτσι ξεχαρβαλωμένο, στις πιο απόμακρες κι ασήμαντες γειτονιές της χώρας. Αλλά για να προλάβω τους κακεντρεχείς (κι εγώ κατάντησα με το κείμενο αυτό), στηλιτεύω τις κακές κι αλλοπρόσαλλες στιγμές ενός σημαντικού δημιουργού, που, αντί να σιωπά μεγαλώνοντας, επέμενε να ακολουθεί την ίδια πορεία και να κηλιδώνει καταστρέφοντας το καλό παλιό του έργο, δηλητηριάζοντας συγχρόνως τους άλλους με αντιφατικά συναισθήματα, όπως καλή ώρα, εμένα, που έσυρα με πρωτοφανή πίκρα αυτές τις γραμμές.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top