Fractal

«Τουλάχιστον θα μείνουν κάμποσες λέξεις από μένα, σαν τα πριονίδια, όταν κόβουν το ξύλο…»

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

Νταβίντ Γκρόσμαν: «Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ» Μετάφραση: Λουίζα Μιζάν, Εκδόσεις Ψυχογιός

 

‘‘Για να είσαι ολόκληρος, αρκεί να υπάρχεις’’.

Φερνάντο Πεσσόα

 

Μέχρι τώρα, οι Έλληνες αναγνώστες, γνωρίζαμε μόνο τον εβραϊκής καταγωγής Ρώσο συγγραφέα Βασίλι Γκρόσμαν (1905 -1964), τον συγγραφέα των συγκλονιστικών βιβλίων «Ζωή και Πεπρωμένο» και «Τα πάντα ρει», που αναφέρονται στην τραγική μοίρα τών ανθρώπων οι οποίοι έπεσαν θύματα του ολοκληρωτισμού.

Όμως, πρόσφατα, οι εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, μας έκαναν γνωστό έναν άλλο Γκρόσμαν, τον Νταβίντ, γεννημένο το 1952 στην Ιερουσαλήμ, που έχει τιμηθεί με σημαντικά βραβεία.

Το μυθιστόρημα με τον παράξενο τίτλο «Ένα άλογο μπαίνει σ’ ένα μπαρ», τεχνικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως δυο μονόλογοι σε έναν, αφού στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του ενός από τους δυο κύριους χαρακτήρες, αναπτύσσεται ο μονόλογος του άλλου.

Δυο χαρακτήρες που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιες σελίδες τής νεαρής τους ηλικίας, τότε που είχαν υπάρξει συμμαθητές σε φροντιστήριο μαθηματικών. Αλλά και ασκούμενοι σ’ ένα κοινόβιο – στρατόπεδο προετοιμασίας των νέων τού Ισραήλ, πριν τη στράτευσή τους. Χώρος ανάπτυξης της μυθοπλασίας, το Ισραήλ σε δυο χρονικά σημεία (το ένα κατά την εκκίνησή του ως κράτος, το άλλο σαράντα χρόνια μετά) , ως μια εθνογραφία με τα εντελώς δικά της χαρακτηριστικά.

Το ένα πρόσωπο σ’ έναν ιδιαίτερα δραματικό μονόλογο ξεδιπλώνει όλη του τη ζωή μπροστά στους θαμώνες ενός δημόσιου κέντρου, όπου εμφανίζεται ως διασκεδαστής.

Το άλλο, που μας μεταφέρει αυτόν τον μονόλογο είναι ένας συνταξιούχος δικαστής που χαίρει της φήμης τού αδέκαστου. Βρίσκεται ανάμεσα στους θαμώνες κατόπιν επίμονης παράκλησης του πρώτου.

Και τους δυο τους συνοδεύει ένα φάντασμα. Τον διασκεδαστή η απουσία / παρουσία τής μητέρας του.

Τον συνταξιούχο δικαστή η απουσία / παρουσία μιας γυναίκας, της Ταμάρα, που πεθαίνοντας τον άφησε σε μια πλήρη ερημιά.

Και τα δυο αυτά πρόσωπα κάνουν εμφανή την παρουσία τους μέσα από υπαινιγμούς. Τα ανακαλύπτει σταδιακά ο αναγνώστης σε αδιόρατες πτυχές τών εξομολογήσεων.

Ο Ντάβιντ Γκρόσμαν αποκαλύπτει μια ιδιαίτερη αφηγηματική δύναμη και μια εξαιρετική διεισδυτική ικανότητα, αφήνοντας άφωνο τον αναγνώστη, ο οποίος διαρκώς αναρωτιέται ποιο θα είναι το τέλος.

Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του συνταξιούχου δικαστή Αβισάι Λαζάρ είναι αυτή που μας εισάγει στο θέμα και δίνει όλα τα βοηθητικά στοιχεία για να αντιληφθούμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγάλωσε ο φίλος τών γυμνασιακών του χρόνων.

Παράλληλα, έντεχνα, ξεσκεπάζει την ερημιά που βιώνει ο ίδιος μετά τον θάνατο της Ταμάρα. Αρκεί που βλέπει στιγμιαία το πόδι μιας γυναίκας, κάτω από το τραπέζι τού μπαρ, να βγάζει το παπούτσι και να «το τρίβει στη γάμπα του άλλου της ποδιού, κι εμένα μου σφίγγεται το στομάχι για τρίτη ή τέταρτη φορά απόψε, τα δυνατά και σταθερά πόδια της Ταμάρα, και ακούω τον εαυτό μου να αναστενάζει με έναν τρόπο που είχα από καιρό ξεχάσει…»

Η γυναίκα αυτή θα επανέλθει τέσσερις ή πέντε ακόμα φορές στην αφήγησή του, κάθε φορά για να επισημάνει την ερημιά του. Η αναφορά του στον θάνατό της γίνεται παραθέτοντας δικά της λόγια από μια συζήτησή τους: «…ο θάνατος δεν είναι ακόμα φίλος μου, απλά γνωστός, το πολύ πολύ γνωστός με κάποια προνόμια παραπάνω».

Τον πόνο τού δικαστή τον επιτείνει ακόμα περισσότερο το γεγονός πως η σχέση αυτή, η οποία αποδείχθηκε ανεπανάληπτη, δεν άφησε πίσω έστω ένα παιδί, το πικρό παράπονο των μεγάλων ερώτων:

«… βυθίζομαι σ’ έναν πόνο που έρχεται από αλλού: να είχα μόνο ένα παιδί από εκείνη, σκέφτομαι για χιλιοστή φορά, αυτή τη φορά όμως με διαπερνάει σε καινούργιο μέρος, σε κάποιο όργανο εσωτερικό που δεν το γνώριζα, ένα παιδί να τη θυμίζει ακόμα και σε κάτι μικρό, στο λακάκι στο μάγουλο, σε μια κίνηση στο στόμα. Τίποτα παραπάνω. Ορκίζομαι πως δεν θα είχα ανάγκη τίποτα παραπάνω από αυτό…»

 

Νταβίντ Γκρόσμαν

 

Βέβαια, ο συγγραφέας, δεν αφήνει τον δικαστή στην χωρίς προοπτική συνέχιση της ζωής του. Του χαρίζει ελπίδα. Προέρχεται από μια θαμώνα τού μπαρ, η οποία τον παρατηρεί συνεχώς κατά τη διάρκεια της παράστασης. Είναι μια «ψηλή γκριζαρισμένη γυναίκα», με εντυπωσιακή εμφάνιση και ξεχωριστή ομορφιά, η οποία, αποχωρώντας συγκινημένη από την παράσταση, κάνει την καθοριστική κίνηση – κάλεσμα:

«Καθώς περνάει δίπλα από το τραπέζι μου βαδίζοντας προς τα έξω αφήνει επάνω του ένα διπλωμένο σημείωμα. Παρατηρώ τις ρυτίδες χαράς γύρω από τα δακρυσμένα μάτια της…»

Και ο Ντόβαλε, ο διασκεδαστής;

Είναι, ίσως, ο κυριότερος άξονας του μυθιστορήματος, αυτός που χρησιμοποιεί τον δικαστή ως άλλοθι για να ξεδιπλώσει στον αναγνώστη μια ζωή φορτωμένη τραύματα.

Είναι αυτός που θα επισκεφθεί τον δικαστή και θα του θυμίσει τη σχέση τους, πριν σαράντα χρόνια, και θα του ζητήσει να παραστεί σε μια του παράσταση, η οποία όπως θ’ αποδειχτεί θα είναι και η τελευταία.

Είναι αυτός που έχει ανάγκη να μιλήσει για την πεθαμένη του μητέρα, που είχε επιζήσει του Ολοκαυτώματος για να συνεχίσει μια ζωή σημαδεμένη από θάνατο και σιωπή.

Είναι αυτός που έχει ανάγκη να μιλήσει για έναν πατέρα, που ίσως δεν γνώρισε ποτέ τη χαρά, αναγκασμένος να είναι τα πάντα.

Είναι αυτός που έχει ανάγκη να μιλήσει για όσα υπέφερε από συμμαθητές, αλλά και από τους άλλους νέους τής κατασκήνωσης – στρατόπεδο, απ’ του οποίου την ταλαιπωρία τον απάλλαξε ο θάνατος της μητέρας του…

Είναι αυτός που, απευθυνόμενος στο κοινό του, θα πει:

«Γιατί τι είμαι εγώ τελικά… ένα κατώτερο είδος είμαι, έτσι δεν είναι; […] Γιατί τι είναι το σταντ απ, το σκεφτήκατε ποτέ; Ακούστε το από μένα… είναι τελικά μια αρκετά αξιοθρήνητη διασκέδαση, ας είμαστε ειλικρινείς, και ξέρετε γιατί; Γιατί ο κόσμος μυρίζει τον ιδρώτα μας! Την προσπάθειά μας να βγάλουμε γέλιο! Να γιατί! […] Φαίνεται στη φάτσα μας το άγχος… Το άγχος να σας κάνουμε να γελάσετε με κάθε κόστος, και πώς εκλιπαρούμε την αγάπη σας…»

Είναι αυτός, που, όταν ο κάποτε φίλος του τον πληροφορεί πως, ίσως κάποια φορά, θα γράψει κάτι για εκείνον, θα ομολογήσει ανακουφισμένος:

«Τουλάχιστον θα μείνουν κάμποσες λέξεις από μένα, σαν τα πριονίδια, όταν κόβουν το ξύλο…»

Κλείνοντας το βιβλίο για ένα είμαι σίγουρος: Πως στη βιβλιοθήκη μου θα το τοποθετήσω δίπλα στον Άμμος Οζ, με την πεποίθηση ότι γνώρισα έναν ακόμα Ισραηλινό άξιο συγγραφέα.

 

Λάρισα, 29/12/2019

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top