Η προσφορά των αποδήμων δικαιούται αναγνώριση
Γράφει ο Γιάννης Πλαχούρης //
Χρήστος Φίφης «Ελληνοαυστραλιανά διηγήματα», εκδόσεις Σ. Ι Ζαχαρόπουλος
Όταν τέλειωσα την ανάγνωση της συλλογής «Ελληνοαυστραλιανά διηγήματα», συγκέντρωσα στη συνέχεια διαδικτυακά τα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα και προμηθεύθηκα άλλα βιβλία του, ήρθαν στην επιφάνεια χρόνιες πικρές απορίες. Γιατί δεν παγιώνει το κράτος μια σταθερή επαφή με αξιόλογους απόδημους Έλληνες ώστε να έχουν τη σχέση, την προβολή και αναγνώριση που τους αξίζει. Και να το κάνει, ιδιαίτερα τώρα που ανθούν οι διεθνείς πλαστογράφοι, με τρόπο που θα διαλύσει τα στεγανά που βάζουν εγχώριοι ειδικοί για να ορίζουν το «λογοτεχνικό μας παρών» βάζοντας και βγάζοντας, υπερτιμώντας και υποτιμώντας έργα και δημιουργούς.
Πολύ γνωστός στην Αυστραλία, λιγότερο έως καθόλου στην Ελλάδα ο Χρήστος Φίφης επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η χώρα μας διώχνει και αγνοεί τα ξενιτεμένα παιδιά της. Δεν βρίσκω νόημα ν’ αραδιάσω ονόματα Ελλήνων που διέπρεψαν ή διαπρέπουν στο εξωτερικό, ενώ εδώ τους έτρωγε και τους τρώει το σκοτάδι τού «ποιος είναι αυτός;» και η αφοριστική σιωπή που συνήθως επιβάλλουν ημεδαπές μετριότητες, διάδρομοι και κυκλώματα. Μετεμφυλιακά σύνδρομα τα οποία οφείλονταν στα πολιτικά πάθη κυρίως, ενώ τώρα μεταλλάχθηκαν σε πάθη ψυχής, τα οποία βεβαίως δεν είχαν -ούτε τότε ούτε τώρα- καμιά σχέση με την πνευματικότητα. Διευκρινίζω πως η παρατήρηση δεν αφορά τις χρήσιμες παρέες, οι οποίες συνήθως εξελίσσουν κι εξελίσσονται, αντίθετες στα κατεστημένα. Όταν ανοίξουν τα παράθυρα του χρόνου, στο τραπέζι θα μείνουν τα βαριά χαρτιά μάς έλεγε ένα βράδυ στον Περισσό ο αγαπημένος, για μένα αδικημένος και αυτός, ποιητής Τάκης Σινόπουλος. Σαν πέσουν οι σκαλωσιές η δημιουργία μετριέται με το ανάστημά της.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, για να είμαστε δίκαιοι προς τον συγγραφέα, οφείλουμε γενικότερα να μετρήσουμε κι εκτιμήσουμε την πολύτιμη καταγραφή του για τα πνευματικά και πολιτιστικά επιτεύγματα της ελληνικής παροικίας στην Αυστραλία. Άλλωστε τα πρόσφατα «Ελληνοαυστραλιανά διηγήματα» (εκδόσεις Σ. Ι Ζαχαρόπουλος, σελ. σχήμα 14×21) αποδεικνύουν την ευαισθησία του για ν’ αποδοθεί με τον πιστότερο τρόπο η έκταση και το βάθος της παρουσίας των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία, Τα διηγήματα έρχονται σαν επιστέγασμα της προσφοράς του. Για ποιον λόγο;
Παρόμοια καταγραφή για να είναι πλήρης χρειάζεται δυο πεδία. Την Ιστορία και την Λογοτεχνία. Η πρώτη εξηγεί συντελεσμένες πράξεις. Η δεύτερη δείχνει την ψυχή τους. Το έργο του πορεύεται και στις δυο κατευθύνσεις. Κέρδος μας πως ο δημιουργός του αναπολεί με τρυφερότητα τη ρίζα του. Δεν αποκόβεται. Έχει λοιπόν το εισιτήριο να ταξιδεύει μέσα στις καταστάσεις Γνωρίζει το υλικό του και πώς θα το αξιοποιήσει. Αγωνίστηκε σκληρά, πέτυχε, θυμάται, κρίνει, ευγνωμονεί. Επίσης, παρ’ ότι είναι πολιτικά ενεργός, στέκεται μακριά από φανατισμούς, επομένως βλέπει. Τι;
Τον Έλληνα μετανάστη στην Καζαντζακική του εκδοχή: περήφανο – ελεύθερο – αγωνιστή, ν’ αναπτύσσει αδρανοποιημένες ικανότητες κι όχι μόνο να επιβιώνει αλλά να επηρεάζει ξένες ιδέες – δράσεις – συνήθειες και σε ικανοποιητικό βαθμό να τις διαμορφώνει. Ο Χρήστος Φίφης αντιλαμβάνεται την ανάγκη σημασιολόγησης των γεγονότων κι ευτυχώς έχει την δύναμη να το κάνει. Έζησε ή ένιωσε το άρωμα σε ό,τι γράφει.
Γεννήθηκε (1940) στην Κοσκινά Αγρινίου. Μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1965. Σπούδασε Οικονομικά και Ιστορία στο La Trobe και Ελληνικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Νέας Αγγλίας και της Μελβούρνης. Δίδαξε για 30 χρόνια την Ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία, τις Ελληνικές Σπουδές και Ιστορία σε πανεπιστήμια της Μελβούρνης: στο RMIT, στο Βικτοριανό Κολλέγιο και στο Πανεπιστήµιο La Trobe. Δημοσίευσε σχετικά άρθρα σε ερευνητικά περιοδικά και μελετήματα σε συλλογικά βιβλία για πολλούς Έλληνες ποιητές, επιμελήθηκε σχετικά αφιερώματα κι ανθολογίες, ενώ από το 2004 εργάζεται εθελοντικά στις εκποµπές του Πολυπολιτιστικού Ραδιοφωνικού Σταθµού 3ΖΖΖ της Μελβούρνης.
Έτσι μετά από δυο ποιητικές συλλογές που εξέδωσε στην Αθήνα, πριν το 1965 που έφυγε, και μια στην Αυστραλία το 1972, επικεντρώνεται σε μελέτες, αναλύσεις, συνεντεύξεις, άρθρα για λογοτεχνικά και παροικιακά ζητήματα (πολιτιστικά, οργανωτικά, μορφωτικά κ.ά). Τα εκδομένα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι: Πού είναι το μέρος για ένα χωριό, (Ποιήματα, Εωθινόν, Μελβούρνη, 2011), Κομμάτια Ζωής (Διηγήματα, ΄Ομικρον, Μελβούρνη, 2013). Τα βιβλία που εκδόθηκαν στην Αθήνα (*Η πρώτη Ελληνική Κοινότητα της Αυστραλίας, *Ελληνοαυστραλιανές αναφορές, *Από τους καθ’ ημάς αντίποδες), είναι κυρίως επιστημονικές προσεγγίσεις.
Βιβλία γεμάτα από διαπιστώσεις για την πολλαπλή σύνδεση των δύο λαών. Δείχνουν πώς μια κοινωνική ομάδα εντάχθηκε διατηρώντας εν πολλοίς την αυτοτέλειά της σ΄ ένα άλλο κοινωνικό οργανισμό. Αποδεικνύουν γιατί τον εξέλιξε. Καταγράφουν τις συνθήκες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) που ανάγκασαν τους Έλληνες να ξενιτευτούν∙ τι άφησαν εδώ, τι βρήκαν εκεί∙ αναφέρει τα γεγονότα που συντελούνται από την αρχή της διαμονής του εκεί μέχρι σήμερα και επισημαίνει τον γενικότερο ρόλο της παροικίας σε αυτά∙ τις προσωπικότητες που επηρέασαν και σε ποιο βαθμό τη δεύτερη πατρίδα τους∙ πού πέτυχαν και πού απέτυχαν∙ πού ομονόησαν και πού συγκρούστηκαν∙ πώς ενέταξαν σε μια ξένη κουλτούρα και γιατί διέσωσαν την πολιτιστική μας κληρονομιά∙ πώς φύτεψαν και μεγάλωσαν στην καρδιά ενός άλλου τόπου την αγάπη για την Ελλάδα και πώς αυτή την αυστραλιανή καρδιά την ένωσαν με τη δική τους. Έχουμε συνεπώς μα ιστορική ροή γεγονότων με πολύ ενδιαφέρον και σημασία.
Τα τωρινά διηγήματα αφορούν το άλλο πεδίο που αναφέραμε. Πρόκειται για δέκα ιστορίες μεταναστών με τις χαρές και τα βάσανα, τις μύχιες σκέψεις και τις συμπεριφορές, τη συνείδηση ή όχι της καταγωγής, τη βιοπάλη, την αποξένωση, την εγκράτεια και τους πειρασμούς, τις σειρήνες, τα γλέντια και τη μοναξιά τους. Κομβικές ιστορίες που κατορθώνουν να δώσουν τις βασικές αιτίες που έδιωξαν πολλούς Έλληνες στο διάστημα 1950 -1970 από την Ελλάδα και τα προβλήματα που όφειλαν να λύσουν εγκαθιστάμενοι στην Αυστραλία. «Στου Θέρμου το Γυμνάσιο» για παράδειγμα εικονογραφούνται βιώματα της μετεμφυλιακής περιόδου στην επαρχία, (ο χαφιές, οι απειλές, οι παραδόπιστοι, ο φάρος μέσα στη νύχτα Γυμνασιάρχης). Στο «Μεταξύ δύο πατρίδων» περιγράφεται η πορεία μιας οικογένεια στη Μελβούρνη, «Στη δίκη του Αργυράκη» η διαδρομή ενός νεαρού ως την παρανομία, στους «Αρραβώνες της Μαργαρίτας» το πώς αντιδρούν οι νέοι στις πατριαρχικές εντολές. Ακόμα έχουμε διηγήματα για το μπούλιvγκ ελληνόπαιδων στα σχολεία, καταδιωγμένους αντάρτες που σταδιοδρομούν διατηρώντας τον ανθρωπισμό και τη λεβεντιά τους, τα στέκια, τις μνήμες για γκρίζες συνθήκες ζωής και ηλιαχτίδες στιγμές που τις διαπερνούν, την ελληνική γλώσσα που χάνεται, τις γενιές που γκρεμίζουν τη σύνδεση με την πατρώα γη, αποκόβονται, τα κληροδοτήματα σε Ιδρύματα ώστε να ενισχυθούν στην αποστολή τους να μη χαθεί η επαφή και διακοπεί η σύνδεση.
Όλα δίνονται σε μια γλώσσα καθαρή, συγκροτημένη, ακριβή. Η εξιστόρηση δεν αφήνει κενά, Υπάρχει πυκνότητα, σαφήνεια και συντομία. Τα συναισθήματα των ηρώων εμφανίζονται μέσα από τις πράξεις τους χωρίς συγγραφικούς συλλογισμούς και λαβυρινθώδεις περιγραφές. Έργο που εντάσσεται στον σκοπό του οργανωμένα, με σύστημα και όχι τυχαία, που δείχνει σ’ ένα έθνος ανάδελφο ότι έχουμε το χρέος να εκτιμήσουμε διαφορετικά τη δύναμη του απόδημου ελληνισμού στο σύνολό του. Η αναγνώριση, με το ευχαριστώ μιας διάκρισης είναι ένα βήμα. Χωρίς να περιμένει αυτοπροτάσεις (αιτήσεις) όπως συμβαίνει τώρα. Εκεί από την Ακαδημία ακούει κανείς; Ελπίζω, καθώς τα τελευταία χρόνια στην Ακαδημία αρκετά αυτιά πλέον υπάρχουν.
* Ο Γιάννης Πλαχούρης αρθρογραφεί και γράφει ποίηση, παραμύθια και βιβλιοπαρουσίαση.