Fractal

✔ Έλενα Ακρίτα: «Ήθελα να βάλω τον ήλιο της Μεσογείου στα δικά μου βιβλία»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

 

«Η γιαγιά μου είχε απίστευτη δύναμη, δεν φοβότανε τίποτα, ήταν αναρχική γυναίκα, άθεη, τότε μιλάμε, στη Μικρασία του τότε, και με εξαιρετικό χιούμορ. Και όπως συμβαίνει σε άλλες γενιές και η μάνα δίνει στην κόρη το δαχτυλίδι, εμάς, νομίζω, ότι μας έδωσε αυτό το δαχτυλίδι που ήταν η προσπάθεια να χαμογελάμε στην απελπισία».

Συναντηθήκαμε σε μεγάλο βιβλιοπωλείο, το «Τα τάπερ της Αλίκης» είχαν γεμίσει τη βιτρίνα, είχαν ξυπνήσει μνήμες και είχαν ζωντανέψει μιαν εποχή γεμάτη χρυσόσκονη που πάει έσβησε πια. Η Έλενα Ακρίτα μετά τα επιτυχημένα αστυνομικά της αποφασίζει να ξαναζωντανέψει για μας το Μινιόν, τα εμπορικά θέατρα, την Αθήνα του ’80 που πια δεν υπάρχει, και να μας αποδείξει πως πίσω από το λαμπερό νοικοκύρεμα υπήρχε, τελικά, πολλή σκοτεινιά.

«Ήταν μια εποχή απίστευτα σκοτεινή! Γι’ αυτό, άλλωστε, πάμε στα τάπερ! Στα τάπερ που αεροστεγώς κλείνουμε τη συντήρηση, τη μισαλλοδοξία, την ομοφοβία, τον τρόμο, το μπούλινγκ!» θα πει αναφερόμενη στο βιβλίο της και στην εποχή.

Και θα μιλήσει στον Φιλελεύθερο για τα πάντα: τον τίτλο της, τις τρεις ηρωίδες της, το χιούμορ, το χρονογράφημα, το διαδίκτυο, τα δεδομένα που έπαψαν να θεωρούνται αυτονόητα πια, την σημερινή εποχή που είναι σκληρή, ακραία και μοναχική: «Έπαψε να είναι δεδομένη η διεύθυνση κατοικίας, το σπίτι. Έπαψε να είναι δεδομένο το φως, το πώς πατάγαμε ένα κουμπί και άναβε. Έπαψε να είναι δεδομένο το παιδί μας να πάει σχολείο και να έχει ένα κολατσιό… Ακόμα και αυτοί που μπορεί να έχουν σπίτι, πράγματα που μπορεί να ήταν αυτονόητα, πλέον το σημείο στίξης που μπήκε μπροστά τους ήταν το ερωτηματικό. Σε όλα!»

Ωστόσο ο ήλιος της Μεσογείου θα υπάρχει σε όλα της τα βιβλία. Και στα αστυνομικά.

 

-Κυρία Ακρίτα, η λογοτεχνία είναι και Ιστορία; «Τα τάπερ της Αλίκης» θυμίζουν παλίμψηστο εποχής (κοινωνικά, πολιτικά, θεατρικά, μουσικά…)

«Τα τάπερ της Αλίκης» είναι μια τοιχογραφία της 20ετίας του 1980 (αρχίζει το ‘80 και τελειώνει τη νύχτα του μιλένιουμ) που, ενώ είναι σχετικά πολύ πρόσφατη αυτή η χρονική περίοδος, έγιναν τόσες πολλές ανακατατάξεις από το μιλένιουμ και μετά στην Ελλάδα ώστε φαίνεται σα να μιλάμε για μια εποχή μεσοπολέμου. Αυτό που προσπάθησα, λοιπόν, να αποτυπώσω και που εσύ κι εγώ το έχουμε ζήσει είναι το ποια ήταν αυτή η πόλη. Ποιοι ήταν αυτοί που την κατοικούσαν. Κάπου λέω ότι «η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» και είναι αλήθεια ότι «δεν μένει πια εδώ»! Πώς ήταν η καθημερινότητά τους, πώς ήταν τα διαμερίσματα στην Κυψέλη, τα θέατρα τότε τα λεγόμενα εμπορικά που ανθούσαν… Και μέσα από τη ζωή τριών γυναικών που είναι τρεις γενιές, μια γιαγιά, μια μάνα και μια κόρη, παρακολουθούμε τις αλλαγές αλλά και τις πολιτικές αλλαγές και τις κοινωνικές, όλα αυτά είναι ενταγμένα στην καθημερινότητα των ηρωίδων, δηλαδή, δεν είναι κάτι που το ακούμε, είναι κάτι που συμβαίνει, στον σεισμό της Καλαμάτας κάποιος ήρωας φεύγει από τη ζωή.

 

-Ποιο λογοτεχνικό είδος καθρεφτίζει καλύτερα την εποχή μας; Το νουάρ, το κοινωνικό μυθιστόρημα, το χρονογράφημα…

Δε νομίζω ότι η εποχή μας έχει ιδιαίτερα έντονο λογοτεχνικό είδος. Ανθεί το αστυνομικό, όπως ανθεί και η σκανδιναβική λογοτεχνία που είναι εξαιρετική, το ίδιο συμβαίνει και με τις σειρές τις τηλεοπτικές που έχουν αυτή την σκανδιναβική σκοτεινιά. Εγώ όταν έκανα τα δυο μου μυθιστορήματα που ήταν αμιγώς αστυνομικά, ήθελα να βάλω τον ήλιο της Μεσογείου στα δικά μου βιβλία. Σε αντιδιαστολή, αν θέλεις, με αυτό. Νομίζω ότι τα αστυνομικά πηγαίνουν και θα πηγαίνουν πάντα καλά αλλά πρόσεξε, όχι τα παλιά κλασικά, δηλαδή, στον κόσμο μας πια του είναι ξένη κι αδιάφορη η Αγκάθα Κρίστι, που εμάς μας μεγάλωσε, τα κίτρινα βιβλιαράκια, τα θυμάσαι; από το «Λυχνάρι». Τώρα έχει αλλάξει το αναγνωστικό κοινό όσον αφορά το αστυνομικό.

 

-Αλλά στο μεταξύ έχει αλλάξει και το αστυνομικό. Όλα σε πρώτο επίπεδο μοιάζουν πια να έχουν μια αστυνομική πλοκή. Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, είναι πολιτική, κοινωνική, για να καταλήξουν στο βάθος σε υπαρξιακό βάσανο.

Μα σου λέω όποιος έχει διαβάσει Ρέιμοντ Τσάντλερ που για μένα είναι ο μέντοράς μου στο αστυνομικό, ο Φίλιπ Μάρλοου… ε ναι και πάνω εκεί, και ενώ πήγαιναν εκπληκτικά τα πρώτα μου αστυνομικά κι όλοι περίμεναν μια νέα Ελσινόρη, την οποία είχα ήδη αρχίσει, είχα βρει το μέρος, τους ήρωες, ξαφνικά λέω στη μητέρα μου «μαμά, δεν θέλω να γράψω αστυνομικό, θέλω να γράψω για μια ταξιθέτρια, μια πωλήτρια στο Μινιόν και ένα κορίτσι που μεγαλώνει». Και βγήκε όχι με μια ανάσα, γιατί εμένα δεν μου βγαίνει έτσι, γιατί δουλεύω, πίστεψέ με, και το τελευταίο «και» με βασανίζει πάρα πολύ, δεν τα πολυδιαβάζω μετά τα βιβλία μου γιατί θέλω να μπω μέσα στο βιβλίο και να αρχίζω να διορθώνω με το χεράκι. Οπότε ήταν ένα τόλμημα. Δεν είναι γυναικείο μυθιστόρημα, Δεν είναι αστυνομικό μυθιστόρημα. Δεν μπαίνει σε καμία τέτοια νόρμα. Είναι τοιχογραφία.

 

-Είναι μυθιστόρημα που είναι ταυτοχρόνως και Ιστορία. Διασώζει εποχή. Η Ιστορία διασώζει νεκρούς, μάχες αλλά όχι τη ζωή, όπως έχει πει σε συνέντευξή μας ο Βασίλης Αλεξάκης, χωρίς τον Μπαλζάκ τι θα γνωρίζαμε για την δική του εποχή;

Και χωρίς τον Φλωμπέρ που είναι ο δικός μου αγαπημένος. Ήταν μεγάλο το τόλμημα και όταν το είπα στην Διόπτρα – βέβαια δεν είπαν τίποτα- φαντάζομαι ότι η καρδούλα τους πήγε στην Κούλουρη. Και εξακολουθεί να είναι ένα ρίσκο, γιατί τώρα ξεκινά το βιβλίο, μπορεί να πάει άπατο. Δεν μπορώ να σου πω, δηλαδή, αν έκανα καλά ή όχι.

 

-«Στα τάπερ της Αλίκης» δεν ταιριάζει το νουάρ; Ήταν η εποχή της αθωότητας, ήταν μια ξένοιαστη εποχή…

Καθόλου αθωότητας! Ήταν μια εποχή απίστευτα σκοτεινή! Γι’ αυτό, άλλωστε, πάμε στα τάπερ! Στα τάπερ που αεροστεγώς κλείνουμε τη συντήρηση, τη μισαλλοδοξία, την ομοφοβία, τον τρόμο, το μπούλινγκ! Είναι τα πολύχρωμα κουτάκια που έχουν αεροστεγή καπάκια. Πίσω από την εικόνα, τι ωραία, διότι την έχουμε εξωραίσει οι πάντες, κι αυτό είναι λάθος τραγικό, δεν είναι έτσι. Δεν λέω ότι σήμερα είναι καλύτερα ή χειρότερα, ήταν μια διαφορετική αντίληψη, μπορεί οι κυρίες να παίζανε κουμ καν και να πίνανε στη Φωκίωνος Νέγρη τα καφεδάκια, αλλά από πίσω υπήρχαν κόρες που τις διώχνανε γιατί πήγανε με κάποιον και μείνανε έγκυος, το ομοφυλόφιλο παιδί που δεν γινόταν αποδεκτό, η συντήρηση, οι νοοτροπίες, και αυτό πίσω από τον ήλιο της Μεσογείου που θέλω να είναι ένα σήμα κατατεθέν δικό μου, εκεί είναι και τα τάπερ για να κρύβεις τα σκοτεινά! Γιατί δεν είναι τυχαίο που κρύβει, κρύβει, κρύβει, καταστρέφοντας τη ζωή της μέχρι που πια βρίσκει τη δύναμη. Άρα όχι, είναι μια πολύ ωραία έγχρωμη φωτογραφία που όμως κρύβει πολλά.

Θυμάσαι την κλασική φωτογραφία στην Ομόνοια που είναι η Αθήνα του ’60;  Που είναι κάτι φοβερά αυτοκίνητα… Μα δεν ήταν η αλήθεια, όπως δεν ήταν και οι ταινίες του ’60!  Ήταν ό,τι πιο παραπλανητικό και ενοχοποιημένο, μπορώ να σου πω, δεν είναι αυτό που λέμε σήμερα «α τι ωραία»….

 

 

-Ήταν λίγο και το ελληνικό όνειρο που τσαλακώθηκε με την κρίση…

Και βέβαια! Επειδή πριν γίνει χειρότερο όλα δείχνουν ότι πάει να γίνει ή γίνεται πολύ καλύτερο, να θυμηθούμε και τη φούσκα, εγώ τελειώνω λίγο πριν τη φούσκα του Χρηματιστηρίου!

 

-Η κεντρική ιδέα, σε έναν σοφό τίτλο λοιπόν…

Ξέρεις, συνήθως ξεκινάω να γράφω και μετά τον βρίσκω, εδώ έγινε ανάποδα, είπα θέλω να γράψω μια ιστορία για τα τάπερ. Τι έχουν τα τάπερ. Πρώτον, μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια. Δεύτερον και κυριότερον, μπορείς να κρύψεις μέσα πράγματα και μυστικά, άρα υπάρχει η επιφάνεια, η κυρία που πουλά τάπερ για να ζήσει, και η ουσία που κρύβουμε μέσα στα τάπερ.

 

-Και είναι και οι σιγουριές μας.

Ναι, είναι τα κουτάκια μας.

 

-Πριν σκάσει η κρίση νομίζαμε ότι ξέραμε, όλα τα ξέραμε, πιστεύαμε δεν πιστεύαμε, ανήκαμε δεν ανήκαμε…

Απλά τινάχτηκαν από μόνα τους, πέταξαν τα καπάκια τους σα να είχαν ατμό.

 

-Αυτό μας έκανε η εποχή μας; Αυτό μας έκανε η κρίση; Μας έβγαλε από τα… κουτάκια μας; Έβαλε στη ζωή μας το θεώρημα ότι δεν υπάρχουν πια αυτονόητα;

Το δεύτερο που λες είναι πάνσωστο, συμφωνώ 100% ότι τίποτα απ’ όσα ήταν δεδομένα… Έπαψε να είναι δεδομένη η διεύθυνση κατοικίας, το σπίτι, έπαψε να είναι δεδομένο το φως, το πώς πατάγαμε ένα κουμπί και άναβε, έπαψε να είναι δεδομένο το παιδί μας να πάει σχολείο και να έχει ένα κολατσιό, όλα αυτά έπαψαν. Από το Καστελόριζο του Γιώργου Παπανδρέου έπαψαν όλα τα δεδομένα. Ακόμα και αυτοί που μπορεί να έχουν σπίτι, πράγματα που μπορεί να ήταν αυτονόητα, πλέον το σημείο στίξης που μπήκε μπροστά τους ήταν το ερωτηματικό. Σε όλα!

 

-Μας άλλαξε, τελικά, η κρίση; Βγήκαμε από τα κουτάκια μας;

Δεν ξέρω, βέβαια, αν βγήκαμε από αυτά τα κουτάκια και μπήκαμε σε άλλα κουτάκια. Η γνώμη μου, δηλαδή, Ελένη, είναι ότι η κρίση μας εξώθησε στα άκρα, άρα έκανε -για να το πω απλά- τους καλούς καλύτερους, και τους κακούς, χειρότερους.

Αυτό που βλέπουμε, δηλαδή, τώρα στο διαδίκτυο και οι άνθρωποι καταριούνται με ψόφο, καταριούνται με καρκίνο, θέλουν να βάλουν κρεμάλες στο σύστημα και ταυτόχρονα είναι απαθείς ή φοβισμένοι… όχι ότι πιστεύω ότι οι άνθρωποι έγιναν έτσι αλλά όλα όσα έγιναν τους έδωσαν την ευκαιρία να τα βγάλουν προς τα έξω. Είναι σαν τον ιό. Δια γυμνού οφθαλμού, δεν βλέπεις τίποτα.

 

 

-Και η όποια εξέλιξη, βέβαια, διαδικασία μοναχική…

Το αν επαναπροσδιοριστούμε ή όχι αυτό είναι μοναχική δουλειά του καθενός. Εγώ έχω γίνει καλύτερος άνθρωπος. Ασχολούμαι πιο πολύ με αυτά που ήθελα πάντα. Είμαι ακτιβίστρια με τα ζώα, με το ΛΟΑΤΚΙ κίνημα, με το περιβάλλον γιατί τα χρόνια περνάνε και θέλω να νοιώθω όλο και καλύτερα με τον εαυτό μου, έκανα δουλειά με την κατάθλιψη. Κάθε μέρα είναι μια νέα μάχη.

 

-Και δεν μασάτε τα λόγια, την άποψή σας την λέτε σταθερά, καθαρά και με πάθος από το διαδίκτυο..

Σε όποιον αρέσει.

 

-Είναι και μια υποχρέωση που γεννά το  χρονογράφημα. Τι είναι το χρονογράφημα; Η δημοσιογραφία με θέα το αιώνιο; Η διαχρονία του επίκαιρου; 

Αν αφήσω ένα μικρό αποτύπωμα στον χώρο της δημοσιογραφίας στην οποία μπήκα στα 18 μου, αυτή θα ‘θελα να είναι το χρονογράφημα. Έχω δουλέψει και δουλεύω πολύ πάνω σ’ αυτό.

 

-Το χιούμορ, είναι επανάσταση σήμερα; Αντίδραση, ίσως, στο παράλογο της ζωής; Τι είναι για σας το χιούμορ, κυρία Ακρίτα;

Λογικά, έχει πολλά στοιχεία απελπισίας. Δηλαδή, όταν μιλάω για την ηλικία μου, για τα χρόνια που περνάνε, για τις χαζομάρες που είμαι ξανθιά, νομίζω ότι είναι ένα οπλικό σύστημα αμυντικό το οποίο εμένα τουλάχιστον με βοήθησε πάρα μα πάρα πολύ. Ξέρεις υπάρχει μια συνάφεια, οι τρεις γυναίκες στο βιβλίο, η Ελένη, η Κοραλία και η Αλίκη, σε μεγάλο βαθμό έχουν στοιχεία από τη γιαγιά μου, τη μαμά μου κι εμένα. Γενικά, όχι σαν ζωή. Η γιαγιά μου, δηλαδή, είχε απίστευτη δύναμη, δεν φοβότανε τίποτα, ήταν αναρχική γυναίκα, άθεη, τότε μιλάμε, στη Μικρασία του τότε, και με εξαιρετικό χιούμορ. Και όπως συμβαίνει σε άλλες γενιές και η μάνα δίνει στην κόρη το δαχτυλίδι, εμάς, νομίζω, ότι μας έδωσε αυτό το δαχτυλίδι που ήταν η προσπάθεια να χαμογελάμε στην απελπισία.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top