Fractal

Διήγημα: “Εκείνη την άγρια νύχτα του χειμώνα. Συνέχεια και τέλος. Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα”

Της Ελένης Χωρεάνθη //

 

 

 

Εκείνη την άγρια νύχτα του χειμώνα

Συνέχεια και τέλος *

Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα

 

 

 

 

(Σύνδεση με τα προηγούμενα: “Μια οικογένεια, γυρίζοντας από την εξοχή, ενώ έβρεχε πάρα πολύ, μάζεψαν μια κουταβίτσα που την “υιοθέτησαν” και μεγάλωνε με τα δυο τους παιδιά, τη Μαρία και τον Πέτρο. Όταν η σκυλίτσα ενηλικιώθηκε το έσκασε από το σπίτι και ζούσε με τα αδέσποτα. Όμως μια νύχτα βροχερή βρέθηκε σε μια τρώγλη ετοιμόγεννη και ολομόναχη. Για καλή της τύχη, την περιμάζεψε ο κύριος Φαίδων Φιλίππου, ένας διάσημος ζωγράφος που φρόντισε και την “υιοθεσία” των κουταβιών της, εκτός από το τελευταίο κουτάβι, τον Έκτορα και την ίδια την Ιζαμπώ, ώσπου μια μέρα…”]

 

“…Ώσπου μια μέρα…χτύπησε επίμονα πολλές φορές το τηλέφωνο. Έκανε όπως τότε που έγιναν οι υιοθεσίες των κουταβιών. Ο κύριος Φαίδων εκείνη την ώρα ήταν μπροστά στο καβαλέτο του και ζωγράφιζε. Το επίμονο κουδούνισμα δεν έλεγε να σταματήσει. Άφησε τα πινέλα στη θήκη τους και σήκωσε απρόθυμα το ακουστικό.

«Παρακαλώ;» ρώτησε βιαστικά.

«Είστε ο κύριος Φαίδων Φιλίππου, ο διάσημος ζωγράφος;» ρώτησε ο Πέτρος

«Νννν…ναι. Σε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμος;» ρώτησε ευγενικά εκείνος.

«Ενδιαφερόμαστε για την Ιζαμπώ. Πρέπει να είναι το σκυλί που χάσαμε».

«Καλά, τώρα το θυμηθήκατε; Πάει τόσος καιρός από τότε που…»

«Δεν αδιαφορήσαμε. Λείπαμε οικογενειακώς στο εξωτερικό. Κάποιο σοβαρό πρόβλημα… Μόλις χθες γυρίσαμε και είδαμε την είδηση στα έντυπα που βρήκαμε στο σπίτι. Τα μάθαμε όλα, σας ευχαριστούμε».

«Ναι, όλα καλά;” ρώτησε ο κύριος Φαίδων.

“Ευτυχώς, ναι, όλα καλά, σας ευχαριστώ”.

“Πού να το φανταστώ, έτσι εξηγούνται όλα, μονολόγησε ο ζωγράφος. «Ελάτε, κύριε, να δούμε αν συμπίπτουν τα στοιχεία κι αν είναι η δική σας η Ιζαμπώ», του απάντησε κάπως απρόθυμα ο ζωγράφος.

Και κατέβασε βαριεστημένα το ακουστικό.

Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως μπορεί να αποχωριστεί την αγαπημένη του Ιζαμπώ για πάντα. Κι ένας κόμπος λύπης δέθηκε στο λαιμό του. Θύμωσε με τον εαυτό του που σήκωσε το ακουστικό. Αλλά σκέφτηκε πως θα ήταν καλύτερα και για τον ίδιο να κρατήσει το ένα σκυλί και η Ιζαμπώ να πάει στα πρώην αφεντικά της.

Την ίδια κιόλας μέρα πήγαμε στο σπίτι του ζωγράφου. Μόλις μας άνοιξε, η Ιζαμπώ ακούγοντας τη φωνή μου, τον προσπέρασε τρέχοντας ρίχτηκε πάνω μας γρυλίζοντας. Πηδούσε πότε πάνω στον ένα πότε πάνω στον άλλο με παραπονιάρικα γαυγίσματα.

«Είστε ζευγάρι;» ρώτησε ο ζωγράφος όταν πήρε σειρά από την Ιζαμπώ.

«Όχι, αδέρφια. Η Ιζαμπώ είναι το σκυλί μας».

Βιάστηκα να προλάβω την αντίδραση του Πέτρου. Ήθελα να του δείξω πως δεν την πετάξαμε στο δρόμο.

Ο κύριος Φαίδων δεν ήθελε άλλες αποδείξεις για να πειστεί, αφού το σκυλί μας αναγνώρισε. Βεβαιώθηκε πως ήταν το δικό μας σκυλί.

«Είναι ολοφάνερο πως είναι δικό σας το σκυλί. Δεν μου είναι καθόλου εύκολο να την αποχωριστώ. Με λύπη μου σας επιτρέπω να την πάρετε, με την προϋπόθεση πως θα την προσέχετε. Θα την έχετε σαν τα μάτια σας, ειδεμή θα σας την πάρω πίσω είτε με το καλό είτε με το ζόρι», μας είπε κλείνοντάς μου το μάτι. «Θα μπορούσαμε να τα πούμε κάποια στιγμή;», ρώτησε αμήχανα, απευθυνόμενος διακριτικά σε μένα.

Έγινα κατακόκκινη «σαν παραγινωμένη πιπεριά», όπως μου είπε ο αδερφός μου όταν βγήκαμε από το σπίτι του Φαίδωνα.

«Μα, φυσικά. Γιατί όχι;», του απάντησα αυθόρμητα χωρίς να ξέρω γιατί.

«Ένα τηλέφωνο;»

Εκεί έχασα το έδαφος κάτω από τα πόδια μου.

«Τηλέφωνο…», ψέλλισα μην έχοντας το κουράγιο να του απαντήσω Τι το ήθελε;

Ευτυχώς, ο Πέτρος έπιασε το μήνυμα. Του έδωσε την κάρτα μου και με έβγαλε από τη δύσκολη θέση.

«Και, για ό,τι χρειαστείτε, κύριε Φιλίππου, είμαστε στη διάθεσή σας», του είπε με νόημα ο αδερφός μου. «Άλλωστε… συγγενέψαμε, φαίνεται, με τα ζώα μας», γέλασε.

«Να μου την προσέχετε!».

«Σαν τα μάτια μας, κύριε Φαίδων!», απάντησε υπομειδιώντας ξανά ο Πέτρος.

Πήραμε την πριγκιπέσσα Ιζαμπώ μας και βγήκαμε καταχαρούμενοι στο δρόμο.

«Τυχερή», μου έδωσε μια μουλωχτή σκουντιά ο αδερφός μου μόλις στρέψαμε στη γωνία. «Ο ζωγράφος τσιμπήθηκε! Τώρα, ως μοντέλο σε θέλει ή για κάτι άλλο; Ποιος τον ξέρει τι έχει στο μυαλό του. Ίσως να έκανες την τύχη σου…»

«Πού τέτοια τύχη!» γέλασα, ανακτώντας την ψυχραιμία μου. «Λες να το έσκασε επίτηδες η Ιζαμπώ;» του απάντησα γελώντας.

«Μπορεί, όλα μπορεί να συμβούν. Μπορεί να γίνεις κι εσύ διάσημο μοντέλο. Πού ξέρεις;», έκανε ο Πέτρος πολύ σοβαρά. «Πού ξέρεις τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον, αδερφούλα», πρόσθεσε με νόημα. «Τις όμορφες όλοι τις προσέχουν, ενώ εμάς…»

«Φρόντισε η σκυλίτσα μας, βλέπεις. Σοβαρέψου τώρα, Πέτρο, μη με κάνεις ρεζίλι στους γονείς μας», του είπα μόλις μπήκαμε στο σπίτι μας.

 

Η Ιζαμπώ μπήκε στο σπίτι μας σαν κυρία, αθώα και παστρικιά. Πήδηξε στο λαιμό του πατέρα, τρίφτηκε στα πόδια της μητέρας και κάθισε κάτω κοιτάζοντάς την με τα μάτια μισόκλειστα σαν να ζητούσε συγνώμη για το παραστράτημά της. Κι όταν η μητέρα της χάιδεψε το κεφάλι, σηκώθηκε και γύρισε όλο το σπίτι μυρίζοντας κάθε γωνιά για αναγνώριση και πήγε και κουλουριάστηκε στο χώρο της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

Η ζωή πήρε πάλι το δρόμο της. Η μητέρα όμως φοβόταν μη μας το σκάσει πάλι καμιά φορά. Και αποφασίσαμε όλοι να πάει με τον πατέρα στον κτηνίατρο για στείρωση.

«Πού ξέρεις τι μπορεί να συμβεί αν η πριγκηπέσα Ιζαμπώ συναντήσει κανέναν άλλο μάγκα του σογιού της που θα της χαμογελάσει και θα της κλείσει πονηρά το μάτι… Είναι ομορφούλα και ναζιάρα!» γέλασε ο κτηνίατρος με νόημα.

Η Ιζαμπώ πέρασε με υπομονή κι αυτή την περιπέτεια. Στην αρχή έβλεπε που την πασπάτευε ο καλός εκείνος άνθρωπος με τα άσπρα γάντια και της έκανε μια τσιμπιά με βελόνα στα πισινά της. Ύστερα κοιμήθηκε τόσο, μα τόσο γλυκά! Όταν ξύπνησε, ήταν στο μικρό δωμάτιο, ξαπλωμένη στο στρώμα που κοιμόταν πάντα.

Ανασηκώθηκε λίγο, προσπάθησε να σταθεί στα τέσσερα, δεν το κατάφερε. Δεν τη βαστούσαν τα πόδια της. Κουλουριάστηκε πάλι στο στρώμα. Έκλεισε τα μάτια της και την πήρε πάλι ο ύπνος.

Κοιμόταν πολλές ώρες έπειτα. Δεν είχε διάθεση να σηκωθεί. Κοιμόταν συνέχεια με ανοιχτά μάτια και σίγουρα θα ονειρευόταν έναν άνθρωπο με άσπρα γάντια που κρατούσε ένα σωληνάκι με βελόνα. Δεν ονειρευόταν πια πως ήταν στην αλάνα, ούτε πως έτρεχε στο δρόμο με την ελπίδα πως σε καμιά απόμερη γωνιά θα την περίμενε κάποιος ωραίος του σογιού της που άκουγε στο όνομα Έκτωρ…

Δεν είχε διάθεση να τρέχει στις αλάνες. Προτιμούσε την ησυχία, τη ζεστασιά του σπιτιού και την καλοπέραση. Έμεινε για πάντα στο σπίτι των γονιών μας, Τώρα είναι πολύ ηλικιωμένη. Γερνάει, θαρρείς, μαζί με τους γονείς μας.

Όσο για τον Αίαντα, αυτόν με κανένα τρόπο και με καμιά δύναμη δεν θα τον αποχωριζόταν ποτέ ο ζωγράφος. Και για να μην το σκάσει καμιά ώρα κι ο μικρός για κατακτήσεις σε κάποια αλάνα, ακολούθησε τη συμβουλή του κτηνίατρου.

«Είναι τόσα αδέσποτα στους δρόμους και φροντίζουν για τη διαιώνιση του είδους, μην βασανίζεσαι άδικα. Αν τον χάσεις, θα κλαις με μαύρο δάκρυ, φίλε, έτσι που έχεις δεθεί μαζί του. Ο φιλαράκος έχει έντονη προσωπικότητα, είναι χαρισματικό σκυλί, σ’ έκανε εξάρτημά του. Το ξέρεις; Άντε, φέρε τον να τελειώνουμε, για να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου», του είπε.

Και τον έπεισε.

Και όντως. Ο Φαίδων, δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ τον Αίαντα. Έγινε η μασκότ, ο φίλος, ο φύλακας του ατελιέ, ο σύντροφός του, ο πιστός του ακόλουθος στα ταξίδια, στις εκθέσεις παντού.

«Εμείς μαζί θα γεράσουμε», μουρμούριζε χαριτολογώντας, κάθε φορά που ο Αίας τον υποδεχόταν όλο χαρά μόλις έμπαινε στο σπίτι.

 

*[Σκέφτομαι: Πώς θα ήταν καλύτερα: Να μείνει ο ζωγράφος αιώνιος εργένης με τον Έκτορα ή να συμβεί αυτό που υποψιαζόμαστε; Ίσως μια επίσκεψη της αδερφής του Πέτρου «για να δει τον Έκτορα, ύστερα από πρόσκληση του κυρίου Φαίδωνα Φιλίππου…]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top