Fractal

Εισαγωγή στον «δομημένο υπερρεαλισμό»

Γράφει ο Αντώνης Χαριστός //
Για την Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης

 

 

Με τον όρο «δομημένο υπερρεαλισμό» αναφερόμαστε στην πολυεπίπεδη διεργασία κατασκευής τόσο της ατομικής όσο και της συλλογικής έκφρασης σε ποιητική βάση. Βασικό συνθετικό στοιχείο στην, εν λόγω, τεχνική αποτελεί η άρνηση αποδοχής δυναμικής τόσο του ονείρου όσο και του ασυνειδήτου, τα οποία αποτέλεσαν κυρίαρχο κρίκο στην ορθόδοξη εκφορά υπερρεαλισμού, γαλλικής προέλευσης. Στη δική μας αντίληψη, το όνειρο και το ασυνείδητο, τα οποία προβλήθηκαν ως εργαλεία αποδέσμευση του καταπιεσμένου ατόμου από τα πλαίσια της λογικής και της αληθοφάνειας των πραγμάτων, δεν αποτελούν παρά μόνο εκ του ασφαλούς υποκριτικές αναφορές υπεκφυγής έναντι των περιορισμών των οποίων υφίσταται καθημερινώς το δρων υποκείμενο. Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο εντάσσονται στις συνειδητές προσλήψεις του ανθρώπου μεταφράζοντας στιγμιαίες βιωματικές εμπειρίες με τρόπο ανομοιογενή και ασύνδετο. Δεν δύναται ούτε να καταλύσουν την πραγματικότητα ούτε να δημιουργήσουν μία νέα πραγματικότητα. Στόχος του «δομημένου υπερρεαλισμού» αποτελεί η ισορροπία ανάμεσα στους ασφυκτικά πολύπλευρους περιορισμούς τους οποίους αντιμετωπίζει το δρών υποκείμενο με τις βαθύτερες επιθυμίες του.

Η ποίηση σε αυτό το σημείο μετατρέπεται σε όργανο κατασκευής αυτής της ισορροπίας. Το τυχαίο και η αυτόματη γραφή ως μέθοδοι προώθησης στην συνειδητή επιφάνεια του υποστρώματος του υποσυνειδήτου καταρρίπτεται και εγκαταλείπεται οριστικώς. Ο «δομημένος υπερρεαλισμός» μεταθέτει το κέντρο βάρους της ατομικής και συλλογικής έκφρασης στη συνειδητή κατασκευή της επιθυμίας στην προοπτική εκφορά της με όρους γλωσσικής νομιμότητας. Με άλλα λόγια, η εγκατάλειψη των βασικών μεθοδολογικών αρχών τις οποίες ασπάστηκαν, αρχικά τουλάχιστον, οι Γάλλοι υπερρεαλιστές παραχωρεί τη θέση της στην αξιοποίηση της τεχνικής γλωσσικής φόρμας ως αναγκαίο μηχανισμό για την προβολή των βαθύτερων επιθυμιών. Η χρήση της γλώσσας ενισχύει και νομιμοποιεί την παρουσία των επιθυμιών στη σκέψη και την έκφραση, προτού αυτές ματαιωθούν στο πεδίο της πραγματικότητας. Είναι ο προθάλαμος για την αποκατάσταση της τάξης στην εσωτερική και εξωτερική επικοινωνία του ίδιου πεδίου αναφοράς, που δεν είναι άλλο από το άτομο.

Στην κατασκευή της έκφρασης η ποίηση αποκτά μορφολογικά χαρακτηριστικά νέων σημασιοδοτήσεων καθώς επιτρέπει, παράλληλα με την αυτονόμηση των νοημάτων, την οριοθέτηση της ανεξάρτητης εικόνας από τα συνδετικά λεκτικά σχήματα. Ειδικότερα, μία εικόνα αποκτά υλική υπόσταση στη σκέψη του ποιητή μέσα από την γλωσσική της κατασκευή, ακόμα κι αν αυτή λειτουργεί σε επίπεδο σύμβασης. Οι αντιθέσεις και οι μετωνυμίες υπονομεύονται πάραυτα καθώς η ρεαλιστική απεικόνιση της αυτονομημένης εικόνας με τη γλωσσική της προώθηση αποκτά δυναμική πέραν του στίχου στον οποίο εντάσσεται. Δεν ομιλούμε επομένως για έλλειψη ή άρνηση αποδοχής και εφαρμογής της λογικής αλληλουχίας των γλωσσικών σχημάτων. Αντίθετα, υποστηρίζουμε πως αυτονομημένες οι εικόνες στην διάκριση τους από τις εικόνες-λέξεις που προηγούνται και έπονται αυτής, διαμορφώνουν μία ολότητα με νοηματική σύνδεση.

Επί της ουσίας, ο πειραματισμός και η ελευθερία στην έκφραση δεν οδηγούν στην αποδόμηση της κυρίαρχης γλωσσικής κατασκευής αλλά προτείνουν την ορθολογικοποίηση της νοηματικής αυτονομίας των εικόνων μέσα από την δυναμική που αναπτύσσεται στο πεδίο της γλωσσικής αποτύπωσης. Για το λόγο αυτό η άποψη περί προσπάθειας εντυπωσιασμού είναι λαθεμένη. Η αυτονόμηση των εικόνων και των προεκτάσεων αυτών μέσα από τη συνολική κατασκευή του γλωσσικού οργάνου στην υποταγή του έναντι της δυναμικής που αναπτύσσει η ίδια αυτή αυτονόμηση, επιτρέπει έως και εξαναγκάζει το ποιητικό υποκείμενο να αναζητήσει το τολμηρό σφρίγος που γλώσσα διαθέτει, επιτείνοντας με αυτό τον τρόπο την αξία των λέξεων σε αντιδιαστολή με τον φτωχοποιημένο καθημερινό λόγο.

Το παράλογο όπως εικονίζεται στην σύνθεση των υπερρεαλιστικών ποιημάτων μετατρέπεται σε παράτολμο χειρισμό των λέξεων στις οποίες οι εικόνες καλούνται να ανταποκριθούν. Με άλλα λόγια, η νοηματοδότηση την οποία επιχειρεί να υπηρετήσει το ποιητικό υποκείμενο στον δομημένο υπερρεαλισμό, συντίθεται από διαφορετικές πηγές πρόσληψης της πραγματικότητας. Μία διαδικασία η οποία απαγορεύει τη χρήση ειρωνείας, χιούμορ ή συνειρμηκών σκηνών, ακριβώς επειδή αναγνωρίζει στη γλώσσα μία και μόνο λειτουργία. Αυτή του μηχανισμού κατασκευής της πραγματικότητας στα πολύπλευρα συνθετικά της σχήματα των οποίων τις εικόνες προσλαμβάνει το δρων υποκείμενο σε καθημερινή βάση.

Η περιγραφική τάση που χαρακτηρίζει τα ποιήματα υπερρεαλιστών, όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκο, π.χ. «Λίγα κοσμήματα στη χλόη. Λίγα διαμάντια στο σκοτάδι. Μα η πεταλούδα που νύκτωρ εγεννήθη μας αναγγέλλει την αυγή, σφαδάζοντας στο ράμφος της πρωίας» καταργείται στη συνολική της κατασκευή. Στη δική μας αντίληψη ο δομημένος υπερρεαλισμός υπηρετεί την πραγματικότητα στον κατακερματισμό των εικόνων στις οποίες διαθλώνται όπως στο παρακάτω απόσπασμα του ποιήματος «Εκατόμβη τυμπάνων»:

«Ημιθανείς σκευοφύλακες λαστιχένιων αιμοσφαιρίων

διατάξεως πετάλων δίχως αναισθητικό

λιπαίνουν οστεογενή φαλλικούς κρατήρες

στην πρόποση οδοντωτών ινών αίματος»

 

Η κατάσταση την οποία περιγράφει ο συντάκτης του εν λόγω ποιήματος δύναται να ειδωθεί με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορά την αυτονόμηση των λέξεων και των εικόνων που αναπαριστούν. [Ημιθανείς/ σκευοφύλακες/ λαστιχένιων/ αιμοσφαιρίων/]. Στην καταγραφή τους ανεξάρτητα από τις λέξεις που έπονται ή ακολουθούν λειτουργούν ως σημεία ρεαλιστικής απεικόνισης άνευ περιγραφών. Μοιάζουν περισσότερο με στατικές αποτυπώσεις. Η σύνδεση τους, επιτρέπει τη νοηματική άυλη επαφή μεταξύ των εικόνων στις οποίες η γλώσσα κατασκευάζει την πρόσληψη στην πολλαπλή σύνθεση της πραγματικότητας. Πρόκειται για τη διαδικασία κατά την οποία η μορφή της γραφής δεν αποτελεί πειστήριο εξωτερικής αποδοχής. Αντίθετα, είναι η τεχνική της η οποία επιτρέπει τη νοηματοδότηση να αποκτήσει δυναμική κατεύθυνση η οποία δεν ολοκληρώνεται ούτε στο δεύτερο ούτε στον τρίτο στίχο. Το σημαντικό στην διεργασία κατασκευής είναι πως η σύλληψη της ιδέας του ποιήματος έχει νοηματική απόσταση από την τεχνική έναρξη και λήξη σημασιοδότησης αυτής. Με άλλα λόγια, σκοπεύει στην στιγμιαία μηχανική παρέμβαση οριοθέτησης του πεδίου-σοκ στο οποίο η σύλληψη αποκτά οντότητα χωρίς υποχρεωτικά να απαιτείται η ένταξη της σε συνειδητά διαγράμματα ορθού λόγου.

Στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί πως η ελευθερία στην επιλογή των κατάλληλων λεκτικών σχημάτων προκειμένου να υπηρετηθεί η δύναμη των εικόνων στην αυτονομία τους, επιτρέπει έως και επιβάλλει μία αυστηρή ελεγκτική περιοχή συντεταγμένου λόγου. Το σύνολο των εικόνων εγκολπώνεται την συναισθηματικά φορτισμένη βιωματική εμπειρία του δρώντος υποκειμένου. Επομένως, η μεταφορά ως εργαλείο αναπαράστασης του ασυνειδήτου καταργείται και στη θέση της εφαρμόζεται η πόλωση των αντιθέτων στην οποία εμφιλοχωρεί η γλωσσική και όχι η ονειρική διέγερση του ποιητή. Οι αισθήσεις αδρανοποιούνται και στη θέση τους ο «δομημένος υπερρεαλισμός» αποθεώνει την γλώσσα ως τέχνη. Στόχος του εν λόγω τεχνικού εγχειρήματος η πρόκληση της νοηματικής κατάστασης του αποδέκτη αντιμετωπίζοντας τον σε ισότιμη βάση. Μία βάση ρεαλιστικής αποδοχής στο επίπεδο της συνείδησης  καθώς αναγνωρίζεται η δυναμική που περικλείεται στην αυτονόμηση λέξεων-εικόνων. Το ποιητικό θραύσμα που λειτουργεί ως άμεσο προϊόν πρόσληψης του ποιητικού δέκτη στον ορθόδοξο υπερρεαλισμό αποκτά νέα προοπτική στην αφαιρετική της όψη καθώς ο κάθε στίχος δύναται να μελετηθεί τόσο ανεξάρτητα από το ποίημα συνολικά όσο και από τους στίχους που προηγούνται και έπονται. Στο ίδιο πλαίσιο εικόνες και λέξεις δύναται να ανακτήσουν την χαμένη τους οντότητα όχι στην σύγκριση τους με τις λέξεις-εικόνες που προηγούνται ή ακολουθούν αλλά στην ανεξαρτησία τους από αυτές.

Επιβάλλεται ένα είδος συμβολοποίησης των νοημάτων με την υποταγή των εικόνων στην κατασκευή της γλώσσας. Το περίγραμμα της εικονοποιίας συνθέτει μία κινησιολογικού τύπου ένταση, κορύφωση της οποίας αποτελεί η κάθε λέξη-γλωσσικό σύμβολο χωριστά διδόμενη. Επομένως, ο σχηματισμός του ποιήματος στα πλαίσια του «δομημένου υπερρεαλισμού» βασίζεται στον εσωτερικό κορμό των νοημάτων με τις λέξεις και τη γλώσσα να καλύπτουν τεχνικά τον εξωτερικό χώρο αναφοράς του ποιητικού υποκειμένου, ρυθμίζοντας την ισορροπία εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητα.

Σε συνέχεια της θεωρητικής εισαγωγής στον «δομημένο υπερρεαλισμό» θα αναφερθούμε στο ρόλο του δρώντος ποιητικού υποκειμένου και την αποστασιοποίηση που του επιφυλάσσει το νέο ποιητικό σχήμα καθώς και την αντίληψη μας για τον μηχανισμό της ποίησης όπως αυτός αναπτύσσεται στα πλαίσια του εν λόγω θεωρητικού εγχειρήματος. Στα θεματικά όρια του «δομημένου υπερρεαλισμού» ο ποιητής αποποιείται τον συναισθηματικό-βιωματικό-εμπειρικό κόσμο ως πρώτιστη πηγή αναφορών και μεταφέρει το πεδίο αντίληψης στην αυτο-ανάλυση των συστατικών-συνθετικών στοιχείων μέσα από τα οποία προσλαμβάνεται η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας και εκπορεύονται τα συναισθήματα κλπ. Ειδικότερα, είναι το σύνολο του πλαισίου της πραγματικότητας όπως η ίδια αποσυντίθεται σε τμήματα αυτονομημένων υλικών. Το εκάστοτε τμήμα δύναται να αποτελέσει μία μερική συνθετική ύλη για συνθετότερες κατασκευές ενώ παράλληλα δεν υπονομεύεται η αυτοτελής του δυναμική. Πρόκειται ακριβώς για την ισορροπία την οποία μέσα από την μηχανιστική τεχνική του «δομημένου υπερρεαλισμού» επιχειρούμε να αναδείξουμε.

Σε επόμενο επίπεδο της ίδιας αυτής προοπτικής η εικόνα στην αυτονομία της αποκτά υλικότητα και όγκο, όχι στην αυτοτελή της παρουσία εντός του ποιητικού κορμού αλλά στην σύνδεση της με τις άλλες εικόνες που προηγούνται και έπονται. Ενώ στο πρώτο εισαγωγικό  μέρος υπογραμμίσαμε την νοηματική αποσύνδεση των εικόνων από τις αντίστοιχες που προηγούνται και έπονται τονίζεται η παράλληλη σύνδεση μέσα από την υλικότητα και τον όγκο τον οποίο οι εν λόγω εικόνες καταλαμβάνουν. Είναι η κρίσιμη τομή στον υπερρεαλισμό νέου τύπου. Η σχέση νοήματος-εικόνας με την υλικότητα της εικόνας, είναι μία σχέση αντιθετική και εν πολλοίς πολεμική. Για το λόγο αυτό η εικόνα στην αυτονομία της αναζητά διεξόδους και ενέχει τη δυναμική της θέση στη δυνατότητα ένταξης της σε άλλους στίχους του ποιήματος, γεγονός που δεν δύναται να υλοποιηθεί εάν προσεγγίζαμε την ίδια εικόνα με όρους υλικότητας-όγκου. Με άλλα λόγια, στον «δομημένο υπερρεαλισμό» το ποιητικό υποκείμενο κατασκευάζει την πραγματικότητα με υλικά των ρεαλιστικών του προσλήψεων σε νέα βάση ενισχύοντας την αποτύπωση αυτή μέσα από τη δυναμική της γλώσσας (επομένως στο σημείο αυτό υπογραμμίζουμε εκ νέου την αξία αποθέωσης που ενέχει η χρήση της γλώσσας και της ποιότητας αυτής, στην έκφραση) η οποία με τη σειρά της απελευθερώνει την προοπτική των εικόνων στις οποίες υποτάσσεται. Οι τελευταίες δεν λειτουργούν ως καθρέφτης της πραγματικότητας σε κατάτμηση αλλά ως την υπέρτατη αποτύπωση της ανθρώπινης επιθυμίες για να συμμετάσχει στην πραγματικότητα, που μέχρι πρότινος τον καταπιέζει, με όρους νέας αντίληψης. Στην προσπάθεια αυτή απαιτείται η κατασκευή της ανθρώπινης έκφρασης στον συντεταγμένο λόγο της και η έκφραση του τελευταίου στο πλαίσιο που το δρων ποιητικό υποκείμενο ορίζει. Σε κάθε ένα εκ των επιπέδων στα οποία δομείται η ποιητική έκφραση (ρεαλιστικό-υπερρεαλιστικό-δομημένου υπερρεαλισμού) διαρκώς αντιπαραβάλλεται η αυτόνομη εικόνα-νόημα με την υλικότητα της θέσης την οποία καταλαμβάνει στο ποίημα ως λεκτική αποτύπωση. Στον «δομημένο υπερρεαλισμό» το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην εικόνα-νόημα το οποίο υπηρετείται μέσα από τη γλώσσα και όχι η θέση που κατέχει το λεκτικό αποτύπωμα στον εκάστοτε στίχο. Η λέξη υποσκελίζεται από τη δύναμη των εικόνων και των νοημάτων τα οποία υπηρετεί η συνθετική γλώσσα στο σύνολο της και όχι μεμονωμένα. Είναι το τρίπτυχο γλώσσα-εικόνα-νόημα το οποίο κατασκευάζει τη νέα πραγματικότητα σε αυτόνομες προπαρασκευές έως ότου το συνολικό αποτέλεσμα διαμορφώσει τους όρους για την επιτέλεση του αντίστοιχου στόχου τον οποίο θέτει σε κίνηση το δρων ποιητικό υποκείμενο. Πρόκειται για μία μορφή ετερο-προσδιοριστικής αποσπασματικότητας στην οποία καλείται τόσο ο ποιητής όσο και ο αναγνώστης να ισορροπήσουν με μόνα βοηθητικά μέσα τη γλώσσα και την εικονοποιία.

Η εν λόγω διεργασία συμπληρώνει την επιλογή της αποστασιοποίησης του ποιητή από το εκάστοτε εικονιζόμενο συνθετικό υλικό της πραγματικότητας προκειμένου, ως εξωτερικός πλέον παρατηρητής, να αντιληφθεί τις πολύπλευρες και πολυεπίπεδες αντιστοιχίες του με τον σκοπό τον οποίο θέτει μέσα από την ποίηση. Προέκταση αυτού του είδους οπτικής αποτελεί η θεώρηση της ποίησης όχι ως μέσο έκφρασης αλλά ως οικοδόμημα ελευθερωμένης πρόσληψης της πραγματικότητας. Ένα οικοδόμημα το οποίο απαιτείται εκ των προτέρων να κατασκευαστεί στον μηχανισμό της γλώσσας προκειμένου το σύνολο των εικόνων-νοημάτων να καθοδηγήσουν την σκέψη του αναγνώστη στο κάδρο ελευθερίας έκφρασης του ποιητή το οποίο ολοκληρώνει. Επομένως, η ελευθερία έκφρασης του «δομημένου υπερρρεαλισμού» δεν οδηγεί σε μία άναρχη ερμηνείας της «ελευθερίας» αλλά προϋποθέτει τον προσδιορισμό αυτής μέσα από τα όρια και τα πλαίσια των εικόνων-νοημάτων τα οποία συμπληρώνουν την κατασκευαστική αρχή την οποία ασπάζεται ο ποιητής. Μία αρχή η οποία δεν παραγνωρίζει την «αρχή της πραγματικότητας» του S. Freud αλλά στην οποία επιχειρεί να εμφιλοχωρήσει πτυχές υποκειμενικής ερμηνείας αυτής.

Η υπέρβαση των καταπιεστικών συνθηκών που συναποτελούν την καθημερινότητα του δρώντος ποιητικού υποκειμένου δεν μετατρέπεται σε αυτοσκοπό αλλά αντιθέτως αναγνωρίζει την αξία της συμμετοχής του σκοπού στην δόμηση της νέας πραγματικότητας η οποία δεν δύναται να προσδώσει περιεχόμενο σε καμία μορφή «ελευθερίας» (ακόμη και αυτή της ελευθερίας έκφρασης) εάν πρώτα δεν νοηματοδοτήσει το δικό του ρόλο και τη σχέση του με την εκάστοτε χρήση του όρου. Επομένως, η «ελευθερία» ως αφηρημένη έννοια αλλά και ως συγκεκριμένη χρήση στην έκφραση, δεν συνεπάγεται αναρχία κανόνων, φόρμας, τεχνικής αλλά αναζητά την μετουσίωση της σε εικόνα μέσα από την αξιοποίηση των υπαρκτών δυνατοτήτων της γλώσσας. Η γλώσσα ειδικότερα αποτελεί τον προπομπό κατασκευής της ελευθερίας η οποία αποκτά εννοιακό χαρακτήρα και ταυτότητα στην κατασκευαστική επιλογή συνθετικών εικόνων του δρώντος ποιητικού υποκειμένου. Η τελική εικόνα στην αυτονομία της ερμηνεύει την όλη διεργασία στην αντίστοιχη μορφή ελευθερίας που της αναλογεί, κατά την κρίση του ποιητή.

Το τελικό αποτέλεσμα συνολικά στην πολυεπίπεδη ανάγνωση και ερμηνεία των συνθετικών του στοιχείων, διαμορφώνει τον τελικό ορισμό της «ελευθερίας έκφρασης» στην στιγμιαία αποτύπωση της. Έπειτα, όπως και σε κάθε άλλη ποιητική πειραματική δραστηριότητα, η έννοια και το περιεχόμενο της «ελευθερίας» ανασκευάζεται για να υπηρετήσει νέους σκοπούς του δρώντος ποιητικού υποκειμένου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top