Fractal

Ανατομία ενός «τέρατος»… σε αναζήτηση διαφυγής

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Πωλ Μπ. Πρεθιάδο, “Είμαι το τέρας που σας μιλά”. Αναφορά σε μία Ακαδημία Ψυχαναλυτών, μετάφραση: Αναστασία Μελία Ελευθερίου, Αντίποδες, 2022, σελ. 120.

 

 

«…και πολλές φορές εκείνο που είναι αντίθετο με τη φύση καταλήγει να είναι σύμφωνο με τη φύση, όταν διατηρηθεί για κάποιο χρονικό διάστημα και αυξηθεί ως προς τον αριθμό», Θεόφραστος.

 

Το 1932 ο σκηνοθέτης ο Τοντ Μπράουνινγκ, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε γνωρίσει μια σχετική επιτυχία με τον Δράκουλα του Μπέλα Λουγκόζι, θα δώσει στις κινηματογραφικές αίθουσες την ταινία Freaks, Τέρατα. Αλλά η μεγαλοφυΐα του σκηνοθέτη και η σημασία του εγχειρήματος θα αναγνωριστούν επίσημα μονάχα έξι δεκαετίες αργότερα, όταν θα κριθεί ότι η ταινία θα πρέπει να διασωθεί και να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου (National Film Registry) της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των ΗΠΑ, για τις υψηλές ηθικές και αισθητικές αξίες που πρόβαλλε, και τούτο γιατί η διαδρομή της κάθε άλλο παρά ρόδινη υπήρξε: κατά τη διάρκεια της προβολής της πολλοί θεατές θα αισθανθούν αδιαθεσία και δυσφορία· η εταιρεία παραγωγής (Metro-Goldwyn-Mayer) αρχικά θα την απορρίψει και στη συνέχεια θα τη λογοκρίνει, περιορίζοντας τη διάρκειά της σε μόλις 64 λεπτά, και τα μέρη που κόπηκαν καταστράφηκαν ή χάθηκαν· o σκηνοθέτης μετά από αυτή την εμπειρία συνάντησε επαγγελματικές δυσκολίες, καθώς έβρισκε κλειστές πολλές από τις πόρτες στο Χόλυγουντ και δεν εργάστηκε παρά ελάχιστα· η ταινία ήταν απαγορευμένη στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι το 1964, ενώ στην Ιταλία προβλήθηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση μόλις το 1983. Κάποιες από τις κριτικές των εντύπων δεν ήταν μόνο αρνητικές, αλλά εξέφραζαν αποστροφή ή επιθετικότητα: «Όποιος θεωρεί ευχάριστη διασκέδαση αυτό το πράγμα θα πρέπει να κλειστεί στο ψυχιατρείο» (Harrison’s Reports)· «Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για αυτή την ταινία. Χρειάστηκε ένα αρρωστημένο μυαλό για να την κάνει και απαιτείται γερό στομάχι για να τη δεις» (The Kansas City Star)· «Μία προσβλητική επίθεση στα συναισθήματα, στις αισθήσεις, στο μυαλό και στο στομάχι των θεατών» (The Hollywood Reporter).

Ο σκηνοθέτης βέβαια, που είχε ζήσει μεγάλο χρονικό διάστημα στον κόσμο του τσίρκου, και συνεπώς τον γνώριζε εκ των ένδον, είχε φροντίσει να δώσει μια πρόγευση ήδη το 1927, σκηνοθετώντας την ταινία The Unknown. Αλλά τώρα μάλλον είχε τολμήσει να ανεβάσει την ίδια θεματική σε ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο. Με μία πρώτη ματιά θα μπορούσε να πει κανείς ότι επρόκειτο για μια ακόμη ταινία τρόμου, αν δεν υπήρχε η εξής –σημαντική– λεπτομέρεια. Τα «παραμορφωμένα» πλάσματα που πρωταγωνιστούσαν δεν ήταν επινοήσεις κάποιας φαντασίας στα οποία έδωσαν υπόσταση τα επιδέξια χέρια των ειδικών των σπέσιαλ εφέ και του μακιγιάζ: ήταν πραγματικά παραμορφωμένες υπάρξεις, όντα ακαθόριστου φύλου και είδους, μικροκέφαλοι και νάνοι, γυναίκες με μούσια και άνθρωποι από τους οποίους έλειπαν τα κάτω ή όλα τα άκρα, σιαμαίοι και ερμαφρόδιτοι. Με δυο λόγια ό,τι ακριβώς ήθελε να δηλώσει και ο τίτλος και ό,τι ίσως θα λέγαμε και εμείς με τη σειρά μας: Τέρατα.

Η ταινία αφηγείται –δίχως εκθειασμό ή λύπηση– τις ιστορίες σε ένα τσίρκο μιας ομάδας ανθρώπων του θεάτρου και συνιστά μια πικρή αλληγορία της «διαφορετικότητας», υποστηρίζοντας ότι συχνά το πραγματικά τερατώδες κρύβεται πίσω από την επίφαση της υποτιθέμενης «κανονικότητας» των συνηθισμένων ανθρώπων. Ο Μπράουνινγκ πραγματεύεται με ποιητική αγάπη τη διαφορετικότητα των freaks εστιάζοντας την προσοχή του στα ανθρώπινα συναισθήματά τους, προκειμένου να υπογραμμίσει ότι δεν είναι διαφορετικά από τα συναισθήματα του μέσου ανθρώπου. Αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό για τον Μπράουνινγκ, ο οποίος στην κλασική μάχη καλού-κακού ταράζει τα στερεότυπα της εποχής του (αλλά ενδεχομένως και της δικής μας), αφού στην εξέλιξη της πλοκής θα αποδειχθεί ότι τα αληθινά τέρατα είναι οι λεγόμενοι «φυσιολογικοί» άνθρωποι. Αντίθετα οι τερατόμορφοι καλλιτέχνες του freak show διαθέτουν υψηλότατο κώδικα ηθικής, συναισθηματική νοημοσύνη, τρυφερότητα, σύμπνοια και σταθερές αξίες και ο ανατριχιαστικός τρόπος με τον οποίο εκδικούνται δεν είναι παρά η απόδοση δικαιοσύνης – η κάθαρση με τη μορφή της αυτοδικίας.

Πέρα από κάθε αμφιβολία το Freaks αποτέλεσε –και ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί– μία από τις πλέον ωμές και ταυτόχρονα συγκινητικές αλληγορίες πάνω στο ζήτημα του «διαφορετικού». Ωστόσο, όπως σημειώθηκε, η υποδοχή έδειξε ότι οι κοινωνίες και οι αντιλήψεις των ανθρώπων δεν ήταν ακόμη έτοιμες να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν μια διαφορετικότητα που προκαλούσε περισσότερο φόβο και αποστροφή. Μήπως όμως οι δικές μας, οι ανεπτυγμένες, σημερινές, είναι περισσότερο «ανοιχτόμυαλες» και πρόθυμες να δεχτούν τη ριζική «ετερότητα»; Όχι και τόσο, θα υποχρεωθούμε να ομολογήσουμε, διαβάζοντας το Είμαι το τέρας που σας μιλά του φιλόσοφου και εικαστικού επιμελητή Πωλ Μπ. Πρεθιάδο.

Στις 17 Νοεμβρίου 2019 ο Πωλ Μπ. Πρεθιάδο, προσκαλείται να δώσει μια διάλεξη στο Παρίσι παρουσία 3.500 ψυχαναλυτών στο πλαίσιο συνεδρίου της «Σχολής του φροϋδικού αιτίου» –που είχε ιδρύσει ο Ζακ Λακάν το 1981– σχετικά με τη ζωή του ως ενός ανθρώπου που είχε πραγματοποιήσει τη «μετάβαση φύλου», δεδομένου ότι πρόκειται για «διεμφυλικό άντρα, με μη δυαδικό σώμα»: ο Πρεθιάδο γεννήθηκε ως Μπεατρίς –εξού και το μεσαίο «Μπ.»–, έζησε σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ως γυναίκα, αλλά, παρότι στη συνέχεια «αφομοιώθηκε στον κόσμο των αντρών, δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτό το φύλο – διότι για να αναγνωριστ[εί] πραγματικά ως άνδρας θα έπρεπε να σωπάσ[ει] και να βυθιστ[εί] μέσα στο φυσικοποιημένο μάγμα της αρρενωπότητας, κρύβοντας στην πραγματικότητα την αντισυμβατική [του] ιστορία ή το πολιτικό [του] παρελθόν» (σ. 21).

Ήδη από την έναρξή της η ομιλία του Πρεθιάδο δεν πέρασε απαρατήρητη: όταν ρώτησε αν υπήρχε στην αίθουσα κάποιος, κάποια ή κάποιο ομοφυλόφιλος/-η, διεμφυλικός/-ή ή μη δυαδικός/-ή ψυχαναλυτής/-τρια, ακολούθησε απόλυτη σιωπή, αλλά, όταν κάλεσε τους ψυχαναλυτές και τους ψυχαναλυτικούς θεσμούς να αναλάβουν τις ευθύνες τους μπροστά στον σημερινό μετασχηματισμό της επιστημολογίας του σεξ και του φύλου, το ακροατήριο διχάστηκε, άλλοι άρχισαν να ουρλιάζουν και να γιουχαΐζουν, άλλοι του ζητούσαν να φύγει, μία γυναίκα ζήτησε «να μην τον αφήσουν να μιλήσει, [γιατί είναι ο Χίτλερ]» (σ. 11)· η άλλη μισή αίθουσα χειροκρότησε. Δεδομένου ότι η ομιλία στη συνέχεια θα αναρτηθεί διαδικτυακά αλλά αποσπασματικά και συχνά με τρόπο που αλλοίωνε τα λόγια του Πρεθιάδο, ο ίδιος, προκειμένου να διευρύνει τη συζήτηση, θα λάβει την απόφαση να δημοσιεύσει το κείμενο της διάλεξης στην ολοκληρωμένη μορφή του.

Είναι ενδεικτικός ο υπότιτλος του βιβλίου, ο οποίος παραπέμπει ευθέως στην «Αναφορά σε μία Ακαδημία» (1917) του Κάφκα, «του δασκάλου όλων των μεταμορφώσεων, του καλύτερου αναλυτή των ακροτήτων που κρύβονται πίσω από το προσωπείο της επιστημονικής λογικής, αλλά και της τρέλας που περιγράφεται συνήθως ως ψυχική υγεία» (σ. 15). Εξάλλου δεν είναι λίγα τα κοινά σημεία και κυρίως το φιλοσοφικό υπόβαθρο που συνέχει τα δύο κείμενα. Ο Πρεθιάδο συγκρίνει τη θέση του με εκείνη του Κόκκινου Πέτερ, του ήρωα του Κάφκα, ενός πιθήκου που αντιγράφει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και «μετατρέπεται» σε άνθρωπο, όχι από αληθινή επιθυμία να τους μοιάσει, να γίνει ένας από τους ανθρώπους, αλλά γιατί είναι ο μόνος τρόπος που βρήκε για να βγει από το κλουβί του: αντιλαμβάνεται ότι μονάχα έτσι ίσως να τον αφήσουν ήσυχο και να επιβιώσει. Αλλά θα βγει από το ένα κλουβί για να μπει στο άλλο, σε εκείνο που ο άνθρωπος κατασκεύασε για τον εαυτό του: απεκδύεται τον πραγματικό εαυτό του, το ελεύθερο ζώο που υπήρξε, για να γίνει άνθρωπος, αυτό το ζώο που του στέρησε την ελευθερία και το οποίο με τη σειρά του κουβαλά τη φυλακή του, το δικό του κλουβί, όντας δούλος των παθών, του οικονομικού κέρδους και της στρεβλής εικόνας δύναμης και ευτυχίας. «Αλλά το πιο ενδιαφέρον στο μονόλογο του Κόκκινου Πέτερ είναι ότι ο Κάφκα δεν παρουσιάζει αυτή τη διεργασία εξανθρωπισμού ως μια ιστορία χειραφέτησης ή απελευθέρωσης από το ζωώδες, αλλά ως μια κριτική του αποικιακού ανθρωπισμού και των ανθρωπολογικών του ταξινομιών. Από τη στιγμή που αιχμαλωτίστηκε, ισχυρίζεται ο πίθηκος, δεν του δόθηκε καμία επιλογή: αν ήθελε να μην πεθάνει κλεισμένος μέσα σε ένα κλουβί ήταν υποχρεωμένος να μπει στο “κλουβί” της [κατασκευασμένης] ανθρώπινης υποκειμενικότητας» (σ. 16). Αυτός είναι και ο λόγος που ο Πρεθιάδο απευθύνεται στους ακαδημαϊκούς της ψυχανάλυσης, μέσα από το «κλουβί» του διεμφυλικού άντρα, ως ενός υποκειμένου το οποίο οι ψυχαναλυτικές διαγνώσεις τοποθετούν πέραν της νεύρωσης, στα όρια σχεδόν της ψύχωσης, καθώς το θεωρούν ανίκανο να επιλύσει το οιδιπόδειο σύμπλεγμα με αποτελεσματικό τρόπο ή δέσμιο στον φθόνο του πέους. Λαμβάνει λοιπόν τον λόγο ως «πιθηκάνθρωπος μιας νέας εποχής», ως το τέρας που οι ακαδημαϊκοί της ψυχανάλυσης δημιούργησαν με τον λόγο και τις κλινικές πρακτικές τους, ως το τέρας που επιτέλους σηκώνεται από το ντιβάνι και λαμβάνει τον λόγο, όχι όμως ως ασθενής, αλλά ως πολίτης, ως ένας τερατώδης ίσος με εκείνους (σσ. 16-17). Είναι από την ίδια θέση, εκείνη του τέρατος που ο Πρεθιάδο μιλάει στους εκπροσώπους της ψυχανάλυσης, η οποία αφού πρώτα τον φυλάκισε στη θέση του διανοητικά άρρωστου τρανς ατόμου, τώρα του επιτρέπει, αναγνωρίζοντάς τον ως διανοούμενο, να μιλήσει.

Ο Πρεθιάδο υποστηρίζει πως η φροϊδική ψυχανάλυση έθεσε στο κέντρο των κλινικών και παθολογικών θεωριών της την κανονικοποίηση της ετεροφυλόφιλης θηλυκότητας και αρρενωπότητας, εκθέτοντας τους κινδύνους της έμφυλης διαφοράς και του βιολογικού ντετερμινισμού οι οποίοι αλυσοδένουν την ταυτότητα, το φύλο και τη σεξουαλικότητα σε ένα μονάχα μέρος του σώματος: τα γεννητικά όργανα. Οτιδήποτε διαφεύγει από την πατριαρχική ετεροκανονική, καπιταλιστική και αποικιακή αναγνώριση της υποχρεωτικής ταύτισης γεννητικών οργάνων και φύλου που αποδόθηκε κατά τη γέννηση ανάγεται από την ψυχανάλυση στην παθολογία, στη δυσφορία, στην αρρώστια, στο τερατώδες. Αλλά, ρωτάει ο διεμφυλικός φιλόσοφος, τι γίνεται αν δεν είναι τόσο ξεκάθαρο ότι υπάρχουν μονάχα πέη και αιδοία; Αν υπάρχουν κορίτσια με πέος και αγόρια με κόλπο; Αν δεν υπάρχουν μονάχα δύο φύλα; Αν οι διαφορές στα γεννητικά όργανα δεν συνιστούν το αποκλειστικό κριτήριο ώστε ένα ανθρώπινο σώμα να γίνει δεκτό σε μια κοινωνική και πολιτική συλλογικότητα;

Ο Πρεθιάδο διατρέχει την προσωπική ζωή του, πάντα στην πολιτική και στην αντίπερα όχθη, από το Μπούργκος στην Ισπανία μέχρι τη λεσβιακή νεότητα της Νέας Υόρκης. Mιλάει για τη δύναμη της επιβίωσης που δεν τη χρωστάει «ούτε στην ψυχανάλυση ούτε στην ψυχολογία, αλλά αντιθέτως, στα φεμινιστικά, πανκ, αντιρατσιστικά και λεσβιακά βιβλία» (σ. 23). Μιλάει για τον εαυτό του ως άτομο που έζησε σε γυναικείο κορμί τριάντα οκτώ χρόνια, που άρχισε να προσδιορίζεται ως μη δυαδικό άτομο, για να ξεκινήσει στη συνέχεια μια διαδικασία (φυλο)μετάβασης και ένταξης –η οποία ποτέ δεν θα ολοκληρωθεί πλήρως– στον κόσμο των αντρών. Είναι μέσα από την εξιστόρηση αυτών των βιογραφικών χαρακτηριστικών που θα οδηγηθεί σε μια προσωπική αντίληψη της ελευθερίας. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι ο Πρεθιάδο μιλάει συχνά στο κείμενό του για διαφυγή και έξοδο, φροντίζοντας να ξεκαθαρίσει ότι η έξοδος δεν ταυτίζεται με την ελευθερία «Φοβάμαι ότι ίσως δεν είναι κατανοητό αυτό που εννοώ με τον όρο “έξοδος”. Χρησιμοποιώ τη λέξη με την πιο σαφή και κοινή της έννοια. Αποφεύγω με προσοχή τη λέξη ελευθερία, προτιμώ να μιλώ για έξοδο από το καθεστώς της έμφυλης διαφοράς, πράγμα που δεν σημαίνει ότι γίνεται κανείς άμεσα και ελεύθερος. Σε ό,τι με αφορά, δεν γνώρισα την ελευθερία ούτε όταν ήμουν παιδί στην Ισπανία του Φράνκο, ούτε αργότερα όταν ήμουν λεσβία στη Νέα Υόρκη και δεν τη γνωρίζω ούτε τώρα που είμαι, όπως λέγεται, ένας διεμφυλικός άνδρας» (σ. 27-28), γιατί η ελευθερία δεν χαρίζεται από τους ισχυρούς, καθώς ούτε και οι ίδιοι γνωρίζουν τι είναι: «Η ελευθερία είναι ένα τούνελ που σκάβουμε με τα χέρια μας. Η ελευθερία είναι μια πόρτα εξόδου. Η ελευθερία ‒όπως το νέο όνομα με το οποίο με αποκαλείτε σήμερα ή το ελαφρώς τριχωτό πρόσωπο που βλέπετε μπροστά σας‒ είναι κάτι που κατασκευάζεται» (σ. 29), «δεν τίθεται ζήτημα επιλογής της ελευθερίας, αλλά κατασκευής της» (σ. 35). Σκάβοντας για τον εαυτό του και για όσους αποτελούν κομμάτι αυτών των «περιθωριακών» κοινοτήτων ο Πρεθιάδο σκάβει επίσης για τις γενιές που έρχονται: «η ζωή είναι μετάλλαξη και πολλαπλότητα… τα τέρατα του μέλλοντος είναι τα παιδιά και τα εγγόνια σας» (σ. 102).

 

Πωλ Μπ. Πρεθιάδο

 

Ο Πρεθιάδο καταγγέλλει τη βία της γλώσσας του Φρόιντ και του Λακάν, τη συμμαχία της ψυχανάλυσης με τα δυτικά αποικιοκρατικά συστήματα που συνεχίζουν να καταπιέζουν το διαφορετικό, την παγκόσμια νεκροπολιτική που καταδικάζει σε θάνατο ή στην κοινωνική περιθωριοποίηση όσους αντιστέκονται στους νόμους της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας, την ελλιπή αναγνώριση των θεμελιωδών δικαιωμάτων για όποιον αποφασίζει να προβεί σε μια φυλομετάβαση, την απουσία μιας νέας επιστημολογίας που να επιτρέπει την κοινωνική και πολιτική αναγνώριση κάθε έμψυχου σώματος, δίχως η απόδοση εκείνου ή του άλλου φύλου να είναι η συνθήκη που να καθιστά εφικτή την ύπαρξή του.

Τέρατα, μεταλλαγμένοι, δυσφορικές υπάρξεις, πειραματόζωα, ζωικές παρουσίες, σώματα που μπορούμε ατιμώρητα να βιάσουμε, να διαμελίσουμε, να τροποποιήσουμε χειρουργικά. Έτσι αντιμετωπίζονται από τον ψυχαναλυτικό κόσμο όσοι διαφωνούν με τους επιβαλλόμενους κανόνες, τις υποχρεωτικές ταξινομήσεις σε cis και ετεροφυλόφιλος, οι μεσοφυλικοί, οι μη δυαδικοί. Η ψυχανάλυση εξακολουθεί να αναπαράγει τον λόγο περί τέρατος κάθε φορά που βρίσκεται μπροστά σε ένα σώμα που αντιστέκεται στις κανονιστικές έννοιές της: «Είμαι το τέρας που έχετε δημιουργήσει εσείς οι ίδιοι με τον λόγο και τις κλινικές σας πρακτικές» (σ. 17).

Το καθεστώς της έμφυλης διαφοράς εντός της οποίας χρειάζεται να σκάψουμε για να βρούμε την ελευθερία μας και πάνω στην οποία η ψυχανάλυση αρθρώνεται δεν αποτελεί μια εμπειρική και ακόμη λιγότερο μια μεταφυσική πραγματικότητα. Ο Πρεθιάδο την ορίζει περισσότερο ως μια «επιστημολογία του ζωντανού όντος, μια ανατομική χαρτογραφία, μια πολιτική οικονομία του σώματος και μια συλλογική διαχείριση των αναπαραγωγικών ενεργειών. Μια επιστημολογία ιστορική, που κατασκευάζεται στο πλαίσιο μιας φυλετικής ταξινόμησης στην εποχή της ευρωπαϊκής εμπορικής και αποικιοκρατικής ανάπτυξης, και που αποκρυσταλλώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αυτή η επιστημολογία όχι μόνο δεν είναι αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, αλλά είναι μια επιτελεστική μηχανή που παράγει και νομιμοποιεί μια συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική τάξη: την ετεροαποικιακή πατριαρχία. Όταν περιγράφω το καθεστώς της έμφυλης διαφοράς ως επιστημολογία, αναφέρομαι σε ένα ιστορικό σύστημα αναπαραστάσεων, ένα σύνολο από λόγους, θεσμούς, συμβάσεις, πρακτικές, και πολιτισμικές παραδοχές (συμβολικές, θρησκευτικές, επιστημονικές, τεχνικές, εμπορικές και επικοινωνιακές) οι οποίες επιτρέπουν σε μια κοινωνία να αποφασίζει τι είναι αληθές και να το διαχωρίζει από το ψευδές» (σσ. 61-62). Το καθεστώς της έμφυλης διαφοράς είναι επομένως ένα πολιτισμικό, οικονομικό, θρησκευτικό παράδειγμα το οποίο όμως υποβαστάζεται από μια επιστημονική γλώσσα που το επιβάλλει ως οικουμενικό, και ως τέτοιο, αν θέλει να πάψει να «αποτελεί μια τεχνολογία που κανονικοποιεί την ετεροπατριαρχία και νομιμοποιεί τη νεκροπολιτική βία, αν θέλει να γίνει μια τεχνολογία επινόησης υποκειμενικοτήτων που αντιστέκονται στη νόρμα», πρέπει να εμπλακεί σε μια κριτική σχέση ανατροφοδότησης με τις παραδόσεις της πολιτικής αντίστασης άλλων κινημάτων (σ. 112). Είναι ενδεικτικό πως ο ίδιος ο Πρεθιάδο αντλεί έμπνευση και επιχειρήματα από μορφές γνώσης, οι οποίες «συγχώνευαν τις εμπειρίες της αντίστασης, της πάλης και του μετασχηματισμού όλων εκείνων που είχαν ιστορικά υπάρξει αντικείμενα εξόντωσης, βίας και ελέγχου», τις παραδόσεις του έγχρωμου και λεσβιακού φεμινισμού, την αντιαποικιακή και μετααποικιακή κριτική, τα μεταμαρξιστικά και τα εργατικά κινήματα: «Όλη αυτή η μαθητεία με έκανε ευτυχισμένο» (σ. 33).

Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά την επιστημολογική βία της έμφυλης διαφοράς, ο Πρεθιάδο καλεί τους ψυχαναλυτές να αναζητήσουν ένα νέο παράδειγμα (εδώ είναι εμφανής η αναφορά στην έννοια του επιστημονικού παραδείγματος του Τόμας Κουν, βλ. Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων), να δημιουργήσουν μαζί μια διαφυγή – μια έννοια που παραπέμπει στη ««γραμμή διαφυγής» των Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουαταρί: «Όσοι από σας υποστηρίζετε την επιστημολογική μετάβαση, συνταχθείτε μαζί μας! Ας δημιουργήσουμε μια διαφυγή!» (σ. 113). Διαφυγή σημαίνει και αναγνώριση της ιστορικής φύσης –και άρα της περιορισμένης αξίας– των επιστημολογικών κατηγοριών που κατασκευάσαμε/επινοήσαμε συλλογικά, και που αν κάποτε υπήρξαν απαραίτητες για την επιβίωση «μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπινων ζώων, σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ασήκωτη πανοπλία που παράγει μόνο θάνατο και καταπίεση» (σ. 56), αφού έχουν αποκτήσει τον χαρακτήρα της φυσικής συνθήκης και μετατραπεί σε οντολογίες. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως όταν ταξινομούμε, σε μεγάλο βαθμό φυλακίζουμε την ποικιλομορφία της πραγματικότητας, περιορίζουμε την ιστορική ρευστότητα και μεταβλητότητα της πραγματικότητας, των όντων και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των όντων, και καταλήγουμε να φυλακιστούμε εμείς οι ίδιοι εντός των κατηγοριών, των εννοιών, των διαχωρισμών, των εργαλείων που κατασκευάσαμε· τα οποία, μολονότι κάποια στιγμή μάς επέτρεψαν να προχωρήσουμε, έχουν πλέον καταστεί ασήκωτα βαρίδια.

Σήμερα λοιπόν που ακόμη και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όχι καμιά «τρανσοαδερφολεσβιακή αναρχοφεμινιστική οργάνωση, δηλώνει ότι “το φύλο, που ορίζεται κατά κανόνα ως αρσενικό και θηλυκό, αποτελεί μια κοινωνική κατασκευή η οποία ποικίλλει ανάλογα με την κουλτούρα και την εποχή”» και ότι υπάρχουν κουλτούρες οι οποίες χρησιμοποιούν μη δυαδικές σεξουαλικές και έμφυλες ταξινομίες, πιο ρευστές και πιο περίπλοκες από τη δυτική νεωτερική ταξινομία, αποδέχεται τη μη παθολογική βιωσιμότητα των διαφορετικών τρόπων με τους οποίες βιώνεται το φύλο και εκφράζεται η σεξουαλικότητα, «αναγνωρίζει την αυθαίρετη και μη φυσική διάσταση της δυαδικής ταξινομίας με βάση την οποία λειτουργούν οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί στη Δύση και ανοίγει την πόρτα όχι μόνο σε μια αναδιατύπωση των όρων αυτών σε τοπικό επίπεδο, αλλά και σε μια πιο ουσιαστική αναθεώρηση του παραδείγματος της έμφυλης διαφοράς» (σ. 99), ο συγγραφέας θέτει στο κοινό του το ερώτημα: Ο ψυχαναλυτικός κόσμος θα πρέπει να επιμένει στα παραδείγματα και στα ερμηνευτικά σχήματα του παρελθόντος; Καλεί έτσι τους ψυχαναλυτές να προχωρήσουν σε μια αλλαγή παραδείγματος, «στην ανάδειξη μιας μεταλλαγμένης ψυχανάλυσης, που θα αντιστοιχεί στη μετάλλαξη του παραδείγματος την οποία βιώνουμε σήμερα» (σσ. 113-114), σε μια επανάσταση ανάλογη εκείνων που προκάλεσαν ο Γαλιλαίος, σε σχέση με τον Πτολεμαίο, και ο Αϊνστάιν, σε σχέση με τη φυσική του Νεύτωνα.

Το Είμαι το τέρας που σας μιλά συνιστά ένα κάλεσμα που ο Πρεθιάδο απευθύνει στο ακροατήριο των ψυχαναλυτών, αλλά ταυτοχρόνως και σε εκείνον που τον διαβάζει: «Είναι στο χέρι σας να αποφασίσετε αν θέλετε να παραμείνετε υπερασπιστές του πατριαρχικού και αποικιοκρατικού λόγου επιβεβαιώνοντας την καθολικότητα της έμφυλης διαφοράς και της ετεροφυλόφιλης αναπαραγωγής, ή αν θέλετε να εισέλθετε μαζί με εμάς, τα μεταλλαγμένα όντα και τα τέρατα αυτού του κόσμου, σε μια διαδικασία κριτικής και επινόησης μιας νέας επιστημολογίας που θα επιτρέπει την αναδιανομή της κυριαρχίας και την αναγνώριση διαφορετικών μορφών πολιτικής υποκειμενικότητας» (σ. 107).

Δεν είναι εύκολο να κατατάξουμε το κείμενο του Πωλ Μπ. Πρεθιάδο, καθώς δεν είναι μόνο θεωρητικό, δεν είναι αποκλειστικά φιλοσοφικό και επιστημολογικό, δεν είναι ούτε αμιγώς αυτοβιογραφία, ούτε απουσιάζει το πολιτικό βάθος από τις σελίδες του. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το μήνυμα του Πρεθιάδο υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της ψυχανάλυσης, γιατί είναι βαθιά φιλοσοφικό και πολιτικό με μια έννοια που πρέπει να μας απασχολήσει γενικότερα. Και αυτό γιατί η αλλαγή παραδείγματος για την οποία κάνει λόγο, θέτοντας μετ’ επιτάσεως την αναγκαιότητά της, δεν αφορά μόνο την ψυχανάλυση· αφορά πρωτίστως τον πολιτικό-κοινωνικό λόγο ο οποίος στην πλειονότητα των περιπτώσεων μένει πιστός στις αγκυλώσεις, στα άκαμπτα ερμηνευτικά σχήματα, στις αμετάβλητες διχοτομίες, στις ξύλινες αντιλήψεις που αρνούνται –ή δεν μπορούν– να δουν τις νέες πραγματικότητες, τα αναδυόμενα υποκείμενα, τα καινοφανή ζητήματα που ζητούν επίλυση (όπως, για παράδειγμα, εκείνο των δικαιωμάτων και των μη ανθρώπινων ζωών).

Σε κάθε περίπτωση όμως το Είμαι το τέρας που σας μιλά είναι ένα βιβλίο πλούσιο σε σκέψεις και ερεθίσματα, το οποίο βρίσκει μεν στο κωμικό και το παράδοξο το κλειδί για μια κριτική της κοινωνίας που μας περιβάλλει, αλλά κλείνει με ένα κάλεσμα γεμάτο πάθος και αγάπη που ακριβώς –όπως είπαμε– δεν αφορά μόνο την ψυχανάλυση, αλλά είναι βαθύτατα πολιτικό με την ευρύτερη έννοιά του: «Στόχος μου δεν είναι η ήττα της ψυχανάλυσης και ο θρίαμβος της νευροεπιστήμης, πόσο μάλλον της φαρμακολογίας. Η αποστολή μου είναι η εκδίκηση του ψυχαναλυτικού και του ψυχιατρικού (εξίσου) “αντικειμένου” ενάντια στις θεσμικές, κλινικές και μικροπολιτικές διατάξεις που συντηρούν τη βία της έμφυλης, σεξουαλικής και φυλετικής νόρμας… [Χρειαζόμαστε] μια επαναστατική αλλαγή της ψυχανάλυσης και μια κριτική υπέρβαση των πατριαρχοαποικιακών της παραδοχών. Η μετάβαση της κλινικής προϋποθέτει μια αλλαγή θέσης: το αντικείμενο μελέτης μετατρέπεται σε υποκείμενο και αυτό που ήταν μέχρι τώρα υποκείμενο δέχεται να υποβληθεί σε μελέτη, αμφισβήτηση και πειραματισμό. Δέχεται να αλλάξει. Ο δυϊσμός υποκείμενο/αντικείμενο (τόσο σε κλινικό όσο και σε επιστημολογικό επίπεδο) εξαφανίζεται και τη θέση του παίρνει μια νέα σχέση που οδηγεί συνδυαστικά στη μετάλλαξη και στη μετατροπή στο άλλο. Το ζητούμενο θα είναι η δύναμη και η μετάλλαξη κι όχι η εξουσία και η γνώση. Το ζητούμενο θα είναι να μάθουμε συλλογικά να γιατρεύουμε τις πληγές μας, να εγκαταλείπουμε τις τεχνικές βίας και να επινοούμε μια νέα πολιτική αναπαραγωγής της ζωής σε όλο τον πλανήτη» (σσ. 111-112). Γιατί ο Πρεθιάδο δεν μιλάει μόνο για εκείνα των διεμφυλικών, αλλά για όλα τα σώματα που η σύγχρονη κοινωνία συνεχίζει να διαμελίζει, εκείνα των προσφύγων ή των μη ανθρώπινων ζωών. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του και ο παραλληλισμός που επιχειρεί: «Ο μετανάστης έχει χάσει το έθνος-κράτος του. Ο πρόσφυγας έχει χάσει το σπίτι του. Ο διεμφυλικός χάνει το σώμα του. Όλοι τους διασχίζουν σύνορα. Τα σύνορα τους συγκροτούν και τους διαπερνούν. Τους λεηλατούν και τους σαρώνουν» (σ. 46). Είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που καθιστά τούτο το σύντομο κείμενο τόσο πολυδιάστατα επίκαιρο και σημείο αναφοράς ενός πολιτικού λόγου που επιθυμεί να είναι σύγχρονος, ανοιχτός, συμπεριληπτικός και όχι αποκλειστικός. Ο δρόμος είναι ανηφορικός και δύσκολος, τίποτε δεν χαρίζεται και τίποτε δεν είναι δεδομένο, παρά τις μικρές καθημερινές κατακτήσεις. Με τα λόγια του ίδιου του Πρεθιάδο: «Αν αναλογιστώ την εξέλιξή μου και το σημερινό της αποτέλεσμα, δεν μπορώ ούτε να παραπονεθώ ούτε να είμαι ικανοποιημένος. Υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν» (σ. 113).

Ξεκινήσαμε τούτο το σημείωμα με μια παλιά ταινία, και θα κλείσουμε με μια άλλη, πιο πρόσφατη, παραγωγή, την XXY (Αργεντινή, 2007), την ιστορία ενός «κοριτσιού», το οποίο γεννήθηκε με σώμα που δεν εμπίπτει στις κανονιστικές νόρμες των «αρσενικών» και «θηλυκών» σωμάτων, όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος, και συνεπώς θα μπορούσε να θεωρηθεί freak, τέρας. Όταν ο πατέρας θα τη/τον ρωτήσει να διαλέξει το αρσενικό ή το θηλυκό (φύλο), η/ο Άλεξ θα απαντήσει: «Κι αν δεν θέλω να διαλέξω;». Ας παραχωρήσουμε λοιπόν σε αυτούς τους ανθρώπους τη δυνατότητα να επιλέξουν μόνοι τους τι θέλουν να είναι, αν θέλουν να είναι κάτι, να μην είναι τίποτε από όλα ή να είναι τα πάντα. Ας μην τους επιβάλλουμε πολιτικές και ιατρικές ταξινομήσεις και ταυτότητες, οι οποίες αύριο θα φαίνονται ξεπερασμένες ακόμη και απάνθρωπες, όπως απάνθρωπες φαντάζουν σήμερα διακρίσεις περασμένων εποχών σε βάρος αυτόχθονων, γυναικών, μη ανθρώπινων ζώων. Εξάλλου, με τα λόγια του Πρεθιάδο, «προτιμώ την καινούργια μου κατάσταση του τέρατος από εκείνη του άντρα ή της γυναίκας, διότι αυτή η κατάσταση είναι σαν ένα βήμα στο κενό, που όμως δείχνει το δρόμο προς έναν διαφορετικό κόσμο» (σ. 44).

 

 

* O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Από τις εκδόσεις Κυαναυγή κυκλοφορεί το βιβλίο του «Για μια φιλοσοφία της ζωότητας. Aπό το ανοιχτό στην απελευθέρωση των ζώων» (2021).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top