Fractal

Ένα έπος έρωτος και πάθους

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Κώστας Καπετανάκης: «είμαι ο κανένας»

 

“Ένα βιβλίο αλλιώτικο από τ’ άλλα”, είναι μια φράση πολύ χρησιμοποιημένη. Ωστόσο, μόνο αυτή, η καθημερινή, η τετριμμένη φράση μπορεί να εκφράσει το ιδιαίτερο περιεχόμενό του, την ποίηση σε σχέση με τις άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες του δημιουργού: τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη χαρακτική. Φαίνεται πως στα περιθώρια αυτών προκύπτει, παρεμπιπτόντως, η ποίηση, ένα έπος, όχι ηρωικό, ένα έπος έρωτος και πάθους.

Ο καλλιτέχνης εκπαιδευτικός, δημιουργός και διευθυντής του Μουσείου Κώστας Καπετανάκης είναι ταυτισμένος με το Μουσείο του, με δυο Μουσεία του στην πραγματικότητα και να συνοδεύει το ονοματεπώνυμό του ως επιθετικός προσδιορισμός ο όρος Museo Kostao Kapetanakis.

Το βιβλίο που με απασχολεί είναι το 13ο βιβλίο του, ποιητικό αυτό, ένα εκτεταμένο έπος 291 σελίδων, αποτελούμενο από δύο ποιήματα: “Ένα σε δύο” το χαρακτηρίζει ο ίδιος. Το πρώτο, που τιτλοφορείται “Πρόλογος/ επειδή παρερμηνεύεται η τέχνη όταν ερμηνεύεται”, είναι ένα σύντομο αφηγηματικό ποίημα 7 σελίδων σε ελεύθερο στίχο, το οποίο αρχίζει με στίχους που μας γυρίζουν στην Ελληνική Μυθολογία, στην κοσμογονία, στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου, αλλά και στην επιστημονική αντίληψη της δημιουργίας του Σύμπαντος από τη στάχτη που αφήνουν οι εκρήξεις οι οποίες συμβαίνουν στο Σύμπαν (“Είμαστε αστρόσκονη/ Σύμπαν μια ιστορία χωρίς τέλος”, γράφει ο Διονύσης Π. Σιμόπουλος σε ένα από τα εξαιρετικά βιβλία του). Ο καλλιτέχνης Κώστας Καπετανάκης, απευθυνόμενος στη γυναίκα του Ελένη και σε κάθε αναγνώστη/συνομιλητή του αρχίζει την προσωπική του μυθολογία:

“Σε πλάνεψε η μαγεία της τέφρας

η αρχή του όντος

εδώ

η ιστορία σταμάτησε

 στο πανόραμα το κοσμικό

 στην απόλυτη αξία.

Στις άκρες του κόσμου.

Εδώ

το θρόισμά του

χροιά του συμπαντικού ψιθύρου

ιδέα ποιητική, η μορφολογική δομή

υφαίνει τη σύνθεση της συμφωνικής υφής

συμπυκώνει μεγαλείο και ταπεινότητα

και η ματιά

του Θεού των θεών

 πλανήθηκε όταν κατέβηκε.

 

 

Ενώ οι 9 τελευταίοι στίχοι του “Προλόγου”, παραπέμπουν στο λογότυπο των ομηρικών επών: “Ο ήλιος εβασίλευσεν…”. Ο Κώστας Καπετανάκης τον προσαρμόζει στα δικά του δεδομένα: “…όμως / το φως/είναι το αύριο της νύχτας/ Θεσπέσιος ο ύμνος/ Σοφία Ορθή/Θυμίαμα/ Φως ιλαρόν/ αγιασμένης πορφύρας/χρυσορόδινο”, για να καταλήξει εκών/ άκων στην ορθόδοξη κατανυκτική εσπερινή προσευχή/ ικεσία, ενώνοντας έτσι “τα το πριν διεστώτα”, αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία και Ορθόδοξη χριστιανική, κάνοντας μνεία του Αγίου Φωτός στον εδώ “ανέγγιχτο χρόνο[…]στις μυστικές κάμαρες”, τις λαξευτές κρύπτες, στον ελληνικό Παράδεισο.

Στο δεύτερο μέρος, από τον ελληνικό παράδεισο και το άγιο ελληνορθόδοξο χριστιανικό φως, επιστρέφει στο μύθο, στο έπος της Τροίας, στα μυθικά ανθρώπινα τοπία, μεταμορφώνεται, γίνεται περιπλανώμενος πολίτης του κόσμου, πολύπλαγκτος θαλασσοδαρμένος Οδυσσέας, υποδύεται το ρόλο του μυθικού ήρωα και δηλώνει “Είμαι ο κανένας”. Και είναι πια ο επιβάτης της σανίδας, του σκάφους για το πουθενά, ένας λαθρεπιβάτης χωρίς όνομα, άρα ανύπαρκτος, φάντασμα, σκιά.

Ο πόλεμος για “ένα φάντασμα”, για μια “Ελένη φάντασμα” τέλειωσε όπως τέλειωσε, αφήνοντας  την Τροία παρανάλωμα του πυρός, στάχτη. Μέσα  από τη στάχτη βγήκε κι ο ίδιος ο ποιητής σαν ένας άλλος, άγνωστος, ανώνυμος, πρόσωπο δίχως ταυτότητα. “Είμαι Ο Κανένας”, θαρρετά δηλώνει, όχι “Κανένας”, “Ου τις”, Τίποτας, όπως ο Οδυσσέας που για δικούς λόγους έπρεπε να είναι, όχι νεκρός, όχι αγνοούμενος, “ου τις = ουδείς”, ένα κενό. Πώς αλλιώς θα περνούσε μια υπέροχη ζωή πλάι σε μια πανέμορφη μυθική γυναίκα, μια θεά στο άντρο της και να πλαγιάζει ανέμελα με την Καλυψώ μια ολόκληρη περίοδο της ζωής του, λησμονώντας την καμένη Τροία, μια όμορφη σύζυγο έγκυο κι ένα φτωχό νησί, ώσπου κάποια στιγμή, αφού έζησε τον μεγαλειώδη έρωτα της θεάς, ξύπνησε μέσα του ο Νόστος, η νοσταλγία της πατρίδας, η γυναίκα του και το αγέννητο που άφησε πίσω του παιδί του.

Ο ποιητής Κώστας Καπετανάκης αυτοπροσδιορίζεται: “Είμαι ο Κανένας”, θέλω να με γνωρίσετε σαν τον πλέον άγνωστο, να μην βλέπετε τις αδυναμίες μου, να με ανιχνεύετε, να με γνωρίσετε σαν άγνωστο, όχι σαν ανύπαρκτο, με πρόσωπο αλλά χωρίς όνομα, άγνωστο, για να με μάθετε από την αρχή. Από τον Οδυσσέα δεν πήρε μόνο το τέχνασμα αλλά και το “αριστερό κουπί του που “γράφει με κόκκινα από το αίμα γράμματα: ‘Είμαι ο Κανένας’ ” για να διαβάσει την ιστορία του η Καλυψώ, χωρίς να μάθει το όνομά του. Να τον γνωρίσει σαν ουρανοκατέβατο, καινούργιο, νέο, αγέραστον, αειθαλή ωσότου έρθει το πλήρωμα του χρόνου, η αποκάλυψη.

 

Κώστας Καπετανάκης

 

Δημιουργεί τον δικό του ποιητικό χώρο και χρόνο, το “μαγευτικό νησί των ονείρων στην ευλογημένη του άγια θάλασσα κι από κει, από το σταθερό σημείο του κόσμου του, θα ταξιδεύει “στο ανυπέρβλητο γαλανό φως μαζί με τα σύννεφα […] επιβάτης του σύντομου χρόνου”, θα κάνει ένα μακρύ ταξίδι στο μυθικό χρόνο, με χρονικούς διασκελισμούς, θα μεταπηδάει από τα μυθικά στα ιστορικά πεπραγμένα με την Ωραία Ελένη της Σπάρτης, την ομηρική Ωραία, την Ωραία Ελένη που κατά τον Αισχύλο, ήταν: Ελέναυς, έλανδρος, ελέπτολις! Η συμφορά των πλοίων, των ανδρών, των πόλεων.

Ωστόσο, οι ανατροπές διαδέχονται η μια την άλλη: πρώτος απαγωγέας της μικρής Ωραίας ο Θησέας, έπειτα ο Πάρης που πλάγιαζε δέκα χρόνια με ένα φάντασμα κι εκείνη βρισκόταν στη χώρα του Νείλου δέσμια του βασιλιά, καθηλωμένη στον τάφο του Πρωτέα, για να μην μπορεί να την αγγίξει ο φλεγόμενος από έρωτα βασιλιάς.

Ελένη, η Ωραία Ελένη της Σπάρτης, η δόξα του Τυνδάρεω, η κούφια χαρά του Πάρη, η σύζυγος του Μενελάου, πρόσωπο αμφιλεγόμενο, πάντα συνοδευόμενη από τον επιθετικό προσδιορισμό, μόνιμο χαρακτηριστικό γνώρισμα, αιώνιο αντικείμενο του έρωτα και πόθου, απασχολεί ως κεντρική ηρωίδα το δημιουργό του ποιήματος/έπους που γράφει για χάρη της δικής του Ελένης ο “Είμαι ο Κανένας”.

Ακολουθεί τον Οδυσσέα στις περιπλανήσεις του, μαγεύεται από την ομορφιά και την αγάπη, τον μεγάλο έρωτα της θεάς Καλυψώς, για να περάσει κι από τα παλάτια της αδίστακτης αιμοβόρας, της πανέμορφης, ωστόσο, ανδροκαταλύτρας θεάς Κίρκης, κατεβαίνει στον Άδη, ελευθερώνεται από την Κίρκη και συνεχίζει το ταξίδι μόνος, όχι παλεύοντας με κύματα θεριά, με θαλάσσια τέρατα και μάγισσες, αλλά γράφοντας το δικό του έπος. Έχει τόσα πολλά να της πει, τόσα να της ιστορήσει, να καταθέσει τα πάντα στο βωμό της αγάπης, του έρωτά του. Έχει τόσα πολλά φυσικά, μυθικά, ιστορικά, ανθρώπινα τοπία να της ζωγραφίσει. Να ζωγραφίσει για χάρη της τα πιο όμορφα τοπία, να χαράξει πάνω σε στέρεα υλικά το όνομά της ίσαμε να μπορέσει να φτάσει στο νησί του και να αναδυθεί, όχι από τα κύματα μήτε από τα φυλλώματα, όπως ο Οδυσσέας στο νησί των “ευκλεών Φαιάκων”, αλλά μέσα από τη στάχτη του φονικού ηφαιστείου και να της πει: “ ‘Είμαι ο Κανένας’, εγώ που σε αναζητώ και για σένα καταθέτω την ψυχή μου ολόκληρη και σε θέλω ολόκληρη”.

 

 

Επιστρατεύει θεούς και ήρωες για να την κατακτήσει ολόκληρη. Μια για πάντα. Τελεσίδικα. Πότε φιλοσοφώντας, πότε κυνηγώντας το ποθούμενο σε πελάγη και ωκεανούς λέξεων, στίχων, συμβόλων και συμβολισμών, μέσα σε ένα χαώδες σκηνικό τόπου και χρόνου, ζωγραφίζει με λέξεις όσα δεν μπορεί να της πει με χρώματα και με ομοιώματα. Της έχει ετοιμάσει ένα απέραντο τοπίο με κάθε λογής λουλούδια, πανέμορφα πουλιά με χρώματα ωραία, τρυφερά, “ιερά χρώματα”,έναν παράδεισο για να τον ζήσουνε μαζί. Χρειάστηκε να κάνει έναν ατελεύτητο αγώνα για να φτάσει να της πει, ό, τι κι αν είναι, Γυναίκα, Μητέρα, Ερωμένη:

 

 “Σ’ αγάπησα γιατί είσαι

το μεγαλύτερο καυτό κόκκινο αυτού του κόσμου

στο γαλάζιο της θάλασσας

βαθιά ρίζα

στα σπάργανα της γης

το ωραιότερο ροζ του λουλακί

λουλούδι

στα καταπράσινα λειβάδια

του ουρανού

‘προπάντων των αιώνων’

της απροσμέτρητης μαγείας

της απεραντοσύνης του ανεκπλήρωτου έρωτα

αγνή μητέρα και αμόλυντη

ερωμένη

του άφωτου φωτός ο έσχατος παράδεισος

του αόρατου ύπατου Θεού…

 

 

Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθώ στο υπέροχο σχέδιο, έργο του ίδιου του καλλιτέχνη, που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου και είναι το πορτρέτο της κόρης, που κατά δική ομολογία, έδωσε την ψυχή της για τα παιδιά “του σπιτιού με τα ροζ παράθυρα” στο καλντερίμι, όπως και στα τρία όμοια εξαιρετικά χαρακτικά νομίσματος ΚΡΗΤΗ που κοσμούν το πάνω μέρος της σελίδας 7, και στο σπάνιο ως δυσεύρετο πλέον βιβλιόσημο που το προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό με το υπέροχο χαρακτικό του (σελ. 14)

Στο βιβλίο “είμαι ο Κανένας”, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “Ιταμος”, ο καλλιτέχνης δημιουργός του έθεσε το αποτύπωμά του ως ζωγράφος, ως γλύπτης, ως χαράκτης και ως ποιητής, δίνοντάς μας ένα πολυεπίπεδο ενδιαφέρον έπος που επιδέχεται περισσότερες της μιας αναγνώσεις και ερμηνείες.

 

 

Παλαιό Φάληρο, 15. 10. 2022

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top