Fractal

✩ Εικαστικές απεικονίσεις της Μάχης της Κρήτης και ιστορικοί προβληματισμοί

Γράφει η Στέλλα Αλιγιζάκη // *

 

 

 

Η  Μάχη της Κρήτης και η απήχησή της

 

80 χρόνια πέρασαν από τη Μάχη της Κρήτης. Πρόκειται για τη μάχη των τότε πιο «καινούργιων ανθρωποκτόνων μηχανών», το πείραμα του νέου πολέμου, για τη μάχη του β παγκοσμίου πολέμου που σε ένα νησί μόλις 8.303 km, διάρκεσε όσο η επιχείρηση κατάληψης μιας χώρας 551.500, όπως η Γαλλία  Για τη μάχη αυτή οι Βρετανοί έκριναν ότι δεν άξιζε η αποκάλυψη της αποκρυπτογράφησης των ναζιστικών μηνυμάτων, πράγμα που επηρέασε τη συζήτηση  των πολλαπλών «χαμένων ευκαιριών»[1], όσο και τα λάθη τακτικού σχεδιασμού, την ποιότητα των μάχιμων πρωταγωνιστών, [2] την ανεπάρκεια της συμμαχικής βοήθειας. [3]

 

Ο Γιώργος Σεφέρης, ο μεγάλος ποιητής και διπλωμάτης που ακολούθησε την ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο έχει εκφράσει τις δικές του ενοχές για την έκβαση της Μάχης της Κρήτης:  «Το γράφω αυτό, γιατί τώρα σε αυτήν εδώ την ξενιτιά περισσότερο από όλα με βαραίνει το πάρσιμο της Κρήτης. Ίσως όλα τα άλλα να ήταν υπερβολικά δύσκολα, να ήταν μοιραία. Το πάρσιμο της Κρήτης δεν ήταν μοιραίο.[4]δεν έγινε καμιά προετοιμασία, τίποτε• κάναμε το αντίθετο. Τέλος Απρίλη, ούτε ο δρόμος από τη Σούδα στα Χανιά δεν ήταν έτοιμος. Χάσαμε τόσους μήνες• όχι• αδιαφορήσαμε –η Κρήτη ήταν το άπιστο νησί, το κλίμα του δεν πήγαινε στο καθεστώς».Η Μαρώ το μεσημέρι έλεγε: «“Η Κρήτη, μια μεγάλη πληγή. Όλοι μας φταίμε• εσύ, εγώ, η Κυβέρνηση, οι Εγγλέζοι».

Δεν είναι ο μόνος πνευματικός άνθρωπος, που κατέγραψε την οργή και τη θλίψη του. Σε κάθε περίπτωση, οι  Κρητικοί το 1941 βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη γερμανική λαίλαπα και ανέλαβαν οι ίδιοι συνειδητά την υπεράσπιση του νησιού τους. Αν και είχαν εκ των προτέρων αφοπλιστεί μετά το αντιδικτατορικό κίνημα του 1938, αμέσως ανέλαβαν δράση. Δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν τα πολύπλοκα πολιτικοστρατιωτικά σχέδια, που φαινόταν να γνώριζε η συμμαχική στρατιωτική ηγεσία. Εκείνοι έδωσαν τον αγώνα τους αγνοώντας κατά τις κρίσιμες ημέρες της μάχης ότι το νησί τους θυσιάστηκε για τη συνολική έκβαση του πολέμου.[5] «Εμείς ξέραμε  πως γράφαμε Ιστορία!» [6],  δήλωσε  γέρος Κρητικός στο Νίκο Καζαντζάκη αργότερα.

 

Απεικόνιση του ενετικού λιμανιού των Χανίων κατά την κατοχή, όταν τοποθετήθηκαν συρματοπλέγματα. Πίνακας του ζωγράφου Γεροντίδη Γεροντάκη, δημοισιευμένος σε Ημερολόγιο της ΙΛΑΕΚ, 2004 και η σχετική σωζόμενη φωτογραφία. 

 

 

Πράγματι η μάχη για τους Κρητικούς άρχισε το Μάιο του 1941, όμως δεν τελείωσε τον Ιούνιο, αλλά 4 ολόκληρα χρόνια αργότερα και μάλιστα μετά την παράδοση του Βερολίνου. Ειδικά για την περιοχή των Χανίων είναι αξιοσημείωτο ότι οι Γερμανοί αποχώρησαν δύο μήνες μετά την επίσημη κατάπαυση του πυρός στη Γερμανία, Ιούλιο του 1945, χωρίς να σταματήσουν με την ανοχή και τη συηνεργασία των αγγλικών στρατευμάτων εκτελέσεις και βομβαρδισμούς ακόμη. [7]

 

Πίνακες του Βασίλη Ζαχαράκη, ο πρώτος δημοσιευμένος, ο δεύτερος από τη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων

 

 

Η θεματολογία και ο χαρακτήρας των έργων τέχνης των εμπνευσμένων από τη Μάχη της Κρήτης

 

Τα γεγονότα όλης της περιόδου του πολέμου και της κατοχής αποτυπώθηκαν στην τέχνη και στη λογοτεχνία, καθώς για «πρώτη φορά το ενεργό δυναμικό της πνευματικής ζωής (όπως π.χ. η γενιά του τριάντα) συνειδητοποίησε με τον πιο δραματικό τρόπο τις οριακές σχέσεις μεταξύ τέχνης και δράσης. Η βιωμένη εμπειρία όριζε τη στάση τους απέναντι στη ζωή.» [8]

Πράγματι, οι καλλιτέχνες, βαθιά επηρεασμένοι από όσα βίωναν και ανάλογα με τις τεχνοτροπικές επιλογές τους, έχουν αποτυπώσει στην τέχνη τα βιώματά τους. Το 1945 όταν ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος διέκρινε μια θαυμαστή αναβίωση του ρεαλισμού, ο Κώστας Βάρναλης και ο Άγγελος Τερζάκης συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: «Η τέχνη αναγκαστικά θα είναι ρεαλιστική».[9]   Έτσι εξηγείται γιατί αντιμετωπίστηκε με καχυποψία ο σουρρεαλισμός, ενώ ταυτοχρόνως καταδικάζονταν ο φουτουρισμός ο ντανταϊσμός και ο κυβισμός, «κινήματα άκαρπα και περαστικά» κατά το Μάρκο Αυγέρη.  [10]

Οι εμπειρίες του πολέμου σε κάθε περίπτωση σημάδεψαν τη θεματολογία και τα μηνύματα των έργων τέχνης και για πολλές επόμενες δεκαετίες. Τραγικές μνήμες, ψυχοφθόρα βιώματα, καθοριστικές εμπειρίες ζωής. Περισσότερο από ποτέ τα γεγονότα παρέσυραν στην εικαστική αποτύπωση ανθρώπους απλούς, μη γνωστούς στο ευρύ κοινό, που πιθανόν δεν θα γνωρίζαμε χωρίς τις καίριες απεικονίσεις τους. Έτσι έδωσαν το σφυγμό της εποχής και μας επιτρέπουν σήμερα να προσδιορίσουμε επί μέρους εικόνες και περιστατικά της μάχης της Κρήτης, της κατοχής και της αντίστασης, που θα έμεναν άγνωστα.

 

        Μπότης Θαλασσινός, Προσλήψεις της  μάχης της Κρήτης

 

 

Οι αλεξιπτωτιστές, η στάση των Κρητικών απέναντι στους εισβολείς: αφηγήσεις, απεικονίσεις

Στις 19 του Μάη 1941 σκοτείνιασε ο ουρανός της Κρήτης από τα γερμανικά αεροπλάνα, άρχισαν οι βομβαρδισμοί, οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν στο αεροδρόμιο του Μάλεμε, κοντά στα Χανιά, ύστερα στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο, παντού. Ένας γέρος, από ένα χωριουδάκι κοντά στο Μάλεμε, μας διηγάται:

–Ευτύς ως είδαμε τ’ αεροπλάνα, φωνάζαμε: Απάνω τους, μωρέ παιδιά! Πήραμε τ’ άρματα και χυθήκαμε.

–Ποια άρματα; ρώτησα. Είχατε άρματα;

–Πώς δεν είχαμε; μού αποκρίθηκε. Άλλοι είχαν παλιές καραμπίνες, άλλοι μαχαίρες κι όλοι είχαν ραβδιά. Την ώρα που έπεφτε ένας «ουρανίτης» ήταν ακόμα ζαλισμένος και μεις χιμούσαμε απάνω του, τον σκοτώναμε με τα ραβδιά, με τις μαχαίρες, τον ξαρματώναμε και σιγά – σιγά γέμιζε και μας η φούχτα μας πολυβόλο και περίστροφο.[11]

Η αφήγηση είναι από αυτές που τροφοδότησαν συζητήσεις για την αγριότητα των Κρητικών.  Η δικαιολογία εύλογη: «Επικρατούσε ο φόβος, δεν χωράει αμφισβήτηση. Αλλά αυτός ο φόβος έγινε θυμός. Άκου να σου πω: το σίδερο που έπεφτε και η φωτιά έκαναν την  κρητική καρδιά σκληρότερη από το ατσάλι των Γερμανών και την κρητική ψυχή πιο καυτή από τη φωτιά των Γερμανών.»  [12]  Στη μάχη συμμετείχαν και ιερωμένοι: «Εγλάκα ο παπα Σπύρος και αρπά το Γερμανό και τον έσφαξε ορθώντας. Κι’ εγίνηκε ολοκόκκινος ο παπάς. Και μας λέει: «Συγχωρέστε μου παιδιά, γιατί δεν πρέπει οι παπάδες να σκοτώνουνε. Αλλά σ’ αυτή την ώρα πρέπει να σκοτώνουμε.» [13]

«Οι Κρητικοί είναι γεννημένοι πολεμιστές. Επί αιώνες αντιστέκονταν σε ξένους εισβολείς στο νησί τους και όλοι – άνδρες και γυναίκες – θεωρούσαν την πολεμική συμπεριφορά σαν αρχικό καθήκον. Ίσως η πιο παράξενη πλευρά να ήταν οι Έλληνες παπάδες με τα ράσα τους μαζεμένα πάνω, ο σταυρός κολλημένος στη ζώνη τους, τα καπέλα τους στα κεφάλια και τα γένια τους να κυματίζουν στην αύρα. Είχαν εφόδια πυρομαχικών κρεμασμένα πάνω τους και γερμανικά όπλα στα χέρια τους.» [14]Αδάμαστες ψυχές οι Κρητικοί…Κι’ ούτε η μοίρα ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ποτέ να τους κάμουν να σκύψουν το κεφάλι.[15]

Αρκετοί ντόπιοι μάρτυρες επιμένουν ότι κύρια ευθύνη για τους φόνους αιχμαλώτων ή τους ακρωτηριασμούς (π.χ. κομπολόγια από κομμένα αυτιά) εβάρυνε τους Νεοζηλανδούς. [16]  Τρυπούσαν τα πτώματα, για να περιορίσουν τη δυσοσμία, ενέργεια που οι Γερμανοί δεν κατάλαβαν. [17]  Οι αφηγήσεις και οι απεικονίσεις σήμερα απασχολούν τους ιστορικούς:

 

Ο πίνακας του Ανουσάκη και άλλα εικαστικά έργα σχετικά με τη Μάχη της Κρήτης

 

«Όταν κατελήφθη το Καστέλι Κισάμου ο Γερμανός Διοικητής κήρυξε τους εκεί Έλληνες «ελεύθερους σκοπευτάς», άρα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αιχμάλωτοι.    Έτσι 200 κάτοικοι, ελεύθεροι σκοπευταί τουφεκίσθηκαν στην πλατεία του χωριού την πρώτη ημέρα της κατάληψής του. Οι Γερμανοί επικαλέσθηκαν ότι οι αμυνόμενοι μαχητές δεν χρησιμοποιούσαν κατάλληλα όπλα, αλλά διέπραξαν το αδίκημα να έχουν πολεμήσει χρησιμοποιώντας μαχαίρια. Επίσης είχαν σημειωθεί περιπτώσεις ακρωτηριασμού Γερμανών στρατιωτών (πέντε  κατεγράφησαν από τους Γερμανούς). [18]

Στο Καστέλι Κισάμου είχε τοποθετηθεί το 1ο Ελληνικό Σύνταγμα Πεζικού και μερικοί Νεοζηλανδοί με αποστολή την άμυνα της περιοχής και η απόκρουση θαλάσσιας απόβασης στον κόλπο της Κισάμου.Στις 8 το πρωί οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές ρίφθηκαν στον κάμπο, ένα τέταρτο πριν πέσουν στο Μάλεμε. […] Αμέσως μόλις προσεδαφίστηκαν οι Γερμανοί συγκεντρώθηκαν και άρχισαν να βάλλουν κατά των θέσεων του 1ου τάγματος.  Περίπου 200 Καστελλιανοί έσπευσαν για βοήθεια. Μια ομάδα Καστελλιανών όρμησε στο Αγρονομείο της πόλης και πήρε 30 γράδες που ήταν αποθηκευμένοι. Μάλιστα, ο νεαρός έφεδρος ανθυπίατρος Θεοχάρης Μυλωνάκης διηγείται τι συνέβαινε με τα όπλα: «Ο πατέρας μου ξετρύπωσε ένα μακρύ Μάνλιχερ που δεν το είχε παραδώσει επί Μεταξά. Ήθελε να πάει ο ίδιος να πολεμήσει. Μόνο όταν του είπα ούτι έπρεπε να πάω στην υπηρεσία μου άοπλος, μου το έδωσε. Στις τσέπες του σακακιού μου έβαλα 20-25 σφαίρες, που δεν ήμουν και σίγουρος αν ήταν και καλές». [19]

Η παρακάτω απεικόνιση  της Μάχης στο γραμματόσημο προέρχεται από τον πίνακα του Ιωάννη Ανουσάκη (1896 – 1981) από τον Πλάτανο Κισάμου, ο οποίος υπήρξε ιδρυτής του Αρχαιολογικού Μουσείου και της Βιβλιοθήκης Καστελλίου, δήμαρχος της κωμόπολης (1936- 1940) και ο οποίος επίσης ασχολούνταν με την αγιογραφία. [20]

 

 

Η φωτογραφία του γραμματοσήμου προέρχεται από τον πίνακα του Ιωάννη Ανουσάκη (1896 – 1981) από τον Πλάτανο Κισάμου.

 

Ο συγκεκριμένος πίνακας απεικόνισε τη μάχη του Καστελιού, «φιλοδοξώντας να αποδώσει στοιχεία της πολεμικής δράσης. Υπάρχουν όμως επίσης πολλές ανάλογες απεικονίσεις  με πιο γενικό χαρακτήρα, συχνά μεταγενέστερες, που δεν ανάγονται υποχρεωτικά σε συγκεκριμένα γεγονότα. Ο πίνακας με βρακοφόρο-μαγκουροφόρο-μαχαιροφόρο πάνω από το πτώμα Γερμανού. Δεν διευκρινίζεται εάν τον έσφαξε ή τον εξουδετέρωσε με τη μαγκούρα του…

Συχνές είναι επίσης οι απεικονίσεις των χαρακτικών, που φιλοτεχνήθηκαν από διαφορετικούς καλλιτέχνες για συγκεκριμένα βιβλία.

 

Χαρακτικά του λαικού καλλιτέχνη Αλ. Δρουδάκη

 

 

Μεγάλα γεγονότα, όπως η καταστροφή της Καντάνου συγκίνησε το μεγάλο Έλληνα χαράκτη Α. Τάσσο και βρίσκεται σήμερα στο σχετικό επαρχιακό μουσείο της περιοχής.

 

                                    Α. Τάσσος, Η καταστροφή της Καντάνου

 

Στο Κοντομαρί η εκτέλεση των πατριωτών δίνει την αφετηρία της αναπαράστασης του Κρητικού από το Γιώργο Κουνάλη.

 

Γιώργου Κουνάλη, Κρητικός στο Κοντομαρί.       Βασίλη Ζαχαράκη , Η Εκτέλεση.

 

 

Ο εμπρησμός του Σκηνέ επρόκειτο να αναπαρασταθεί σε μεγάλη επιτόπια τοιχογραφία από το ζωγράφο Βασίλη Ζαχαράκη. Τα τραγικά βιώματα της κατοχής σημάδεψαν ανεξίτηλα την ψυχή του καλλιτέχνη και αποδόθηκαν με έντονα εξπρεσσιονιστικέςπαραμορφώσεις , που αποδίδουν τη φρίκη και τον τρόμο του πολέμου, συμβολοποιούν την ανθρώπινη θλίψη και την ατμόσφαιρα  της ναζιστικής κατοχής.

 

Βασίλης Ζαχαράκης , Ο εμπρησμός του Σκηνέ. (Πίνακας από την ιδιωτική συλλογή Μιχάλη Γρηγοράκη).

 

Σε αντιπαραβολή των εικαστικών εκφράσεων των Ελλήνων καλλιτεχνών, που μερικές φορές έχουν αφετηρία αδιάψευστες προσωπικές μαρτυρίες του πολέμου και της κατοχής, αξίζει να δει κανείς αντίστοιχες γερμανικές αποτυπώσεις, όπως έχουν αναρτηθεί διαδικατυακά στο Γερμανικό Ιστορικό Μουσείο του Βερολίνου.

 

             Γερμανική απεικόνιση του αγώνα των Κρητικών από διαδικτυακή ανάρτηση του Γερμανικού Μουσείου

O πίνακας του Πέτρου Βλαχάκη

Ένας από τους χαρακτηριστικότερους πίνακες της μάχης της Κρήτης είναι και ο πίνακας του Πέτρου Βλαχάκη (που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης) και  απεικονίζει μια πραγματική στιγμή από την μάχη τού Γαλατά και τον Αντώνη Φυντικάκη να επιτίθεται με πέτρα σε έναν Γερμανό που μόλις είχε σκοτώσει έναν συναγωνιστή του τον Μανώλη Θεοδωράκη.

 

   Ο πίνακας του Π. Βλαχάκη

 

Ο Κρητικός που σκότωσε Γερμανό αλεξιπτωτιστή με μια πέτρα και έγινε σύμβολο της μάχης της Κρήτης, εξέφρασε σε πολλές περιπτώσεις συμβολικά την αυθόρμητη αντίσταση των χωρικών. Ο πίνακας είναι ρεαλιστική απεικόνιση της σκηνής που είδε ο ζωγράφος Πέτρος Βλαχάκης[21]  και θεωρήθηκε επιβεβαίωση της φιλοσοφίας και της ηθικής των Κρητικών.

Η μοναδική κρητική γενναιότητα θαυμάζεται από τους συμμάχους: «Ήταν υπέροχο το θέαμα να βλέπει κανείς χωρικούς όλων των ηλικιών να ζητούν όπλα και μόνον όπλα. Το ηθικόν των Κρητών είναι αδύνατο να περιγραφτεί». (Ταξίαρχος Σώλσμπουργκ Τζόουν του Επιτελείου του Στρατηγού Φρέϋμπουργκ). «Έξι χιλιάδες αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν από τα ραβδιά και τις μαχαίρες». [22] Όμως για τους Γερμανούς ναζιστές ο πόλεμος ήταν αδήρητος : «Την πρώτη ημέρα ναζί δολοφόνησαν 20 ασθενείς και ένα γιατρό βρετανικού στρατιωτικού νοσοκομείου στην ύπαιθρο, υποχρέωσαν τους άλλους ασθενείς να παίξουν το ρόλο ασπίδας για τη διάσωσή τους.»  [23] Ωστόσο, ακόμη και σήμερα υποκινεί ιστορικούς προβληματισμούς για την «ηθική» του πολέμου. Πολύ περισσότερο τότε προκαλούσε μεγάλη ανησυχία και αποτροπιασμό:

«Επειδή σε διάφορα χωριά οι Κρητικοί κακοποίησαν Γερμανούς στρατιωτικούς, όταν δε βρίσκονται οι ένοχοι, θα καίγεται ολόκληρο το χωριό”. Ο Μπραΐμης ήταν άγιος μπροστά τους, κι εμείς τ’ αποσπόρια εκείνων που πολέμησαν τον Μπραΐμη• κολασμένοι».[24] , γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. Ο γνωστός Γερμανός ιστορικός που επανέφερε πριν λίγα χρόνια το θέμα της συζήτησης στους ιστοριοογραφικούς και όχι μόνο διαλόγους συνέλεξε στοιχεία που αποτυπώθηκαν τόσο στη λογοτεχνία και στη λαϊκή παράδοση όσο και στις εικαστικές προσλήψεις , που η ελληνική πλευρά υπερπρόβαλλε ήδη από την επόμενη μέρα της κατοχής και της αελευθέρωσης.

Το θέμα πήρε ιδεολογικές διαστάσεις, αλλά συζητήθηκε και σε χώρους άσχετους με την ακαδημαϊκή και την επιστημονική έρευνα. Εδώ δεν πρόκειται να διερευνήσουμε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, όμως δεν πρέπει να ερμηνεύεται άσχετα από τη συναισθηματική φόρτιση των συνθηκών ενός πρωτόγνωρου πολέμου, στον οποίο εφαρμόστηκαν με κυνισμό από μέρους των κατακτητών τα εξιλαστήρια αντίποινα και η απάνθρωπη ναζιστική αρχή της συλλογικής ευθύνης. [25]

Το μόνο αναμφισβήτητο είναι ότι η Μάχη της Κρήτης εξακολούθησε να εμπνέει πολλά χρόνια μετά διαφορετικές περιπτώσεις καλλιτεχνών και απλών ανθρώπων. Η μουσική έκφραση ενδεικτικά αναφέρεται στα παραδείγματα των δημοσιευμένων έργων του Δημήτρη Καψωμένου και του Ιωάννη Μανιουδάκη:

 

 

Αλλά και πολύ νεότεροι άνθρωποι, προπαντός παιδιά αφουγκράζονται τις προσωπικές αφηγήσεις των γεροντότερων και τις απαθανατίζουν σε έργα , που κάθε χρόνο εκθέτονται σε σχετικές εκθέσεις με αφορμή την ιστορική επέτειο.

 

Το έργο δημοσιεύτηκε σε Ετήσια Έκδοση του Δήμου Χανίων, αφιερωμένη στα 50χρονα της Μάχης της Κρήτης το 1991. Ζωγραφίστηκε από τη δεκάχρονη τότε μαθήτρια Ιουλία Σοφιανού.

 

Μέσω των εικαστικών προσλήψεων γίνονται αντιληπτές ποικίλες διαστάσεις των  ιστορικών γεγονότων, που οι ιστορικοί και οι μεταγενέστεροι γενικότερα οφείλουν να διερευνήσουν και να φιλτράρουν με κατάλληλο τρόπο, για να σκιαγραφήσουν τη δική τους πνευματική δημιουργία.

Το πιο μεγάλο δίλημμα, μετά το τέλος του πολέμου  ήταν τα μνημεία που είχαν στήσει οι ίδιοι οι Ναζιστές. Το «Κακό Πουλί», οι επιγραφές της Καντάνου και των Φλωρίων…«Οι πόλεμοι της μνήμης άρχισαν την ημέρα που ο β παγκόσμιος πόλεμος τελείωσε. Από τότε δεν έχουν σταματήσει» [26], έγραψε ο βρετανός ιστορικός Τ. G. Ash. Γι’ αυτά, όμως, θα γίνει λόγος σε άλλο κείμενο.

 

 

 

——————————————————–

 

 

[1] Χ. Φλάϊσερ , σ. 508.

[2] Αν και οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν πολυπληθέστερες, δεν πέτυχαν την αποτελεσματική περιφρούρηση του νησιού. Β. Μανουσάκη, «Η εξέλιξη των επιχειρήσεων …, σ.80.

[3] «Κατά τη γνώμη μου», έγραψε ο  Freyberg , «η εκστρατεία της Κρήτης ουδέποτε ήταν βέβαιη» Ι. Mc D.G.Stewart, Η μάχη…, τ. 2, σ. 197.

[4] Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές. Ίκαρος, Αθήνα 1992, τ. 3, σ. Όπου παραπάνω, σ. 303.

[5] Βασίλης Μανουσάκης, «Η εξέλιξη των επιχειρήσεων κατά τη μάχη της Κρήτης και οι συνέπειές της», στον τόμο 70 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, Ε – Ιστορικά, Μάιος 2011, έκδοση της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σ. 42 – 43. Κ. Ν. Χατζηπατέρας – Μ. Σ. Φαφαλιού, Ημέρες Κρήτης 1941. Αθήνα, Ευσταθιάδης, 1992, σ. 13,14, 31, 32,33,

[6] Κ. Ν. Χατζηπατέρας – Μ. Σ. Φαφαλιού, όπου παραπάνω , σ. 397 – 398, Αναδημοσίευση κειμένου του  Νίκου Καζαντζάκη.

[7] Είναι γνωστό ότι η περιοχή των Χανίων απελευθερώθηκε τελευταία από όλη την  Ευρώπη. Ο Χ. Φλάϊσερ μιλάει για ιδιότυπη αγγλογερμανική συγκυριαρχία. Βλ. Χάγκεν Φλάισερ, «Η μάχη της Κρήτης» στο Κρήτη Ιστορία και πολιτισμός, τ. 2, έκδοση ΤΕΔΚ Κρήτης, Ηράκλειο 1988, σ. 519. Είσης βλ. Σταύρος Ν. Βλοντάκης, Η οχυρά θέσις Κρήτη. Αθήνα 1976.

[8]Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Μαρτυρίες για την πολιτιστική ζωή στα χρόνια της κατοχής και της αντίστασης», στο Χ. Φλάισερ (επιμέλεια), Κατοχή – Αντίσταση 1941 – 1944 . Τα Νέα/ ιστορία, 2010, σ. 175.

[9]Ευγένιος Δ. Μαθιόπουλος, «Οι εικαστικές τέχνες στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1940 – 1944», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τ. Γ2, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2007, σ.291.

[10] Όπου παραάνω, σ. 292. Βέβαια, μεγάλοι καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Μπράκ δεν άλλαξαν τις μορφικές τους αναζητήσεις στη διάρκεια της κατοχής.  Ο Εγγονόπουλος δεν βγήκε από το ατελιέ του στην οδό Κυψέλης ούτε στις πιο σκληρές συγκρούσεις των Δεκεμβριανών. Ευγένιος Δ. Μαθιόπουλος, όπου παραπάνω, σ.289,299.

[11] Νίκου Καζαντζάκη, «Κρήτη, νησί μου», Χανιά 1941 – 1991, Ετήσια έκδοση του Δήμου Χανίων, σ. 68. Αναδημοσίευση από Π. Παναγιωτούνη (επιμέλεια), Ανθολογία Λογοτεχνικών Κειμένων έπους 1940 – 1941. Εκδ. Δωδεκάτη Ώρα , Αθήνα 1964.

[12]Αφήγηση του Γιώργου Τζιτζίκα, (23 ετών τότε), στον τόμο 70 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, Ε – Ιστορικά, Μάιος 2011, έκδοση της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σ. 130.

[13]Αφήγηση του Λευτέρη Γαρεφαλάκη, στον τόμο 70 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, Ε – Ιστορικά, Μάιος 2011, έκδοση της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σ. 142.

[14] Αναφορά του Αυστραλού λοχαγού Τράβερς, στον τόμο 70 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, Ε – Ιστορικά, Μάιος 2011, έκδοση της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σ. 188.

[15] Νίκου Καζαντζάκη, όπου παραπάνω.

[16] Χάγκεν Φλάισερ, όπου παραπάνω, σ.512, σημ. 8.

[17]Αντώνης Σανουδάκης – Σανούδος, «Τα γερμανικά αντίποινα της μάχης της Κρήτης»,  στον τόμο 70 χρόνια από τη Μάχη της Κρήτης, Ε – Ιστορικά, Μάιος 2011, έκδοση της Εφημερίδας Ελευθεροτυπία, σ. 98.

[18]Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, «Φωτιά και τσεκούρι», Ελλάς 1946 – 1949 και τα προηγηθέντα. Το Βήμα, Βιβλιοθήκη, 2009, σ. 82.

[19] www.mixanitouxronou.gr/ti-dichni-o-pinakas-apo-ti-machi-tis-kritis-pou-egine-grammatosimo-i-thriliki-proti-anametrisi-me-tous-germanous-alexiptotistes-sto-kasteli-kisamou/

[20] Όπου παραπάνω.

[21]www.mixanitouxronou.gr/o-kritikos-pou-skotose-germano-alexiptotisti-me-mia-petra-ke-egine-simvolo-tis-machis-tis-kritis-o-thrilikos-pinakas-pou-zografise-o-telefteos-tis-machis-tou-galata-chanion-vinteo

[22] Όπου παραπάνω, σ. 67.

[23]Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, «Φωτιά και τσεκούρι», Ελλάς 1946 – 1949 και τα προηγηθέντα. Το Βήμα, Βιβλιοθήκη, 2009, σ. 79.

[24]Γιώργος Σεφέρης, όπου παραπάνω, ημερομηνία ημερολογιακής αφήγησης 29 Μαΐου.

[25] Χ. Φλάισερ, όπου παραπάνω , σ. 512, 515.

[26]Χάγκεν Φλάϊσερ, «Εισαγωγή» , στο Χ. Φλάισερ (επιμέλεια), Κατοχή – Αντίσταση 1941 – 1944 . Τα Νέα/ Ιστορία, 2010, σ. 16.

 

 

 

*Στέλλα Αλιγιζάκη, φιλόλογος – ιστορικός

Γενικά Βιογραφικά : γεννήθηκε στα Χανιά, όπου και διαμένει επαγγελματικά ασχολούμενη με τη φροντιστηριακή εκπαίδευση από το 1986 έως σήμερα.

Σπουδές: Προπτυχιακές σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ και μεταπτυχιακές στο Τμήμα Ιστορίας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.   

Κοινωνική δράση: Έχει διατελέσει Πρόεδρος της Ιστορικής Λαογραφικής και Αρχαιολογικής Εταιρείας Κρήτης (ΙΛΑΕΚ, 1994-1996), Πρόεδρος σε συνδικαλκιστικούς  φορείς της φροντιστηριακής εκπαίδευσης (2005 – 2012) και μέλος ΔΣ διαφόρων πολιτιστικών φορέων.  Σήμερα είναι Γραμματέας του Δ.Σ. του Συλλόγου Φίλων του Ιστορικού Αρχείου Κρήτης.

Επιστημονικά ενδιαφέροντα – συγγραφικό έργο: σε βιβλία και κείμενά της ασχολείται με την κρητική και ελληνική ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα. Βιβλία της έχουν εκδοθεί από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος», από την Ιστορική Λαογραφική και Αρχαιολογική Εταιρεία Κρήτης και από άλλους φορείς, ενώ κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε πολλές συλλογικές επιστημονικές εκδόσεις. Από βιβλία της έχουν ζητηθεί θέματα πηγών στο μάθημα της Ιστορίας κατεύθυνσης στις πανελλήνιες εξετάσεις (2012, 2017).

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top