Fractal

Δύο σημαντικές λογοτεχνικές στιγμές από μία διακεκριμένη ακαδημαϊκό

Γράφει η Μένη Πουρνή //

 

Η  καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Τασούλα Τσιλιμένη πέρα από το πολύ αξιόλογο και αναγνωρισμένο ακαδημαϊκό της έργο στον χώρο των παιδαγωγικών επιστημών, έχει ασχοληθεί επιτυχημένα και με την λογοτεχνία για μεγάλους και παιδιά. Όσον αφορά την λογοτεχνία ενηλίκων, έχει εκδώσει τα τελευταία χρόνια μία σειρά από αξιοπρόσεκτες ποιητικές συλλογές και συλλογές διηγημάτων.

Σε αυτή την παρουσίαση θα μιλήσουμε για δύο πρόσφατα έργα της, την ποιητική συλλογή Η αφωνία του απογεύματος (2021) από τις εκδόσεις Μανδραγόρας και την συλλογή διηγημάτων Το κουμπί και άλλες ιστορίες (2017) από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 

 

Τασούλα Τσιλιμένη «Η αφωνία του απογεύματος» (2021), εκδ. Μανδραγόρας

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Τασούλας Τσιλιμένη Η αφωνία του απογεύματος χωρίζεται σε δύο μέρη με τους υπότιτλους Βλέμματα και Μονογραφίες.  Το ύφος είναι λιτό, προσεγμένο και άμεσο. Κυριαρχεί το στοιχείο της εικονοποιίας και της οικειότητας. Το πρώτο μέρος είναι εκείνο που περιέχει τον μεγαλύτερο αριθμό ποιημάτων. Το ποίημα που υποδέχεται τον αναγνώστη με τον τίτλο Ανεμο-Λόγιο περιγράφει μία πολύ οικεία εικόνα για τον Έλληνα αναγνώστη, εκείνη της ακρογιαλιάς ενός κυκλαδίτικου νησιού ένα καλοκαιρινό βράδυ. Η εικόνα αυτή φιλτράρεται στον νου ενός ερωτευμένου νέου, καθώς αντικρίζει την νύχτα το αγαπημένο γυμνό σώμα που κοιμάται δίπλα του. Έτσι, δημιουργεί ένα ανεμολόγιο του ταξιδιού της μεταξύ τους αγάπης, ώστε να διαλυθούν όσα τους χωρίζουν.

Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής Αδέσποτα εντυπωσιάζει ο τρόπος που η ποιήτρια ενσωματώνει στον ποιητικό λόγο μία τυπική εικόνα της αστικής ζωής, μίας ομάδας αδέσποτων σκυλιών να περπατά στον δρόμο για να εξιστορήσει την σύντομη ερωτική ιστορία ενός ζευγαριού, σαν την σύντομη ευτυχισμένη ζωή, που ίσως είχαν τα αδέσποτα, πριν καταλήξουν να ζουν στους δρόμους έρμαια της τύχης με την παρέα των άλλων μελών της αγέλης, σαν φίλοι πια:

Κι ήταν μπροστά θαρρώ στον Ευαγγελισμό

που αγκαλιαστήκαμε

και ύστερα χωριστήκαμε

Έτσι όπως πάντα υπήρξαμε

Δύο φίλοι.

(σελ. 10)

 

Το Μικρό καλοκαιρινό ξεκινά με μία αίσθηση ματαίωσης και μοναξιάς με τη αναζήτηση του παρήγορου βλέμματος του αγαπημένου, η οποία, αν τελικά θα αποδειχθεί μία ψευδαίσθηση, δεν παύουμε ποτέ να το αναζητούμε κι ας γυρίσουμε πάλι πίσω σαν τα περιστέρια των περιστερώνων της Τήνου.  Αντίθετα, στη Γυμνή αλήθεια η προσφορά του ερωτευμένου προς το έτερον ήμισύ του είναι άδολη και ολοκληρωτική μέσα από ένα σαγηνευτικό χορό των επτά πέπλων ως άλλη Σαλώμη.

Το ποίημα Στη  μέθη του εγώ σου συνιστά μια σύντομη κινηματογραφική μελέτη ενός ερωτευμένου ζευγαριού που, καθώς κλείνει η πόρτα του ασανσέρ παραδίδεται στον ερωτικό του πόθο αποκλεισμένο στον μικρόκοσμό του φτάνει σε πρωτόγνωρα ύψη ηδονής, μέσα από τις αναμνήσεις του ενός:

Εντέλει, ίσως σκέφτομαι

το σώμα που βαθειά θυμάται

στον ουρανό να αφήσω να εκτιναχθεί…

(σελ. 19)

Το ομότιτλο ποίημα της συλλογής μεταφέρει ξανά τις μελαγχολικές εντυπώσεις ενός απογεύματος την βεράντα την ώρα της δύσης που οι ακτίνες του ήλιου αντανακλούν στα τζάμια της μπαλκονόπορτας. Ο ποιητικός αφηγητής αποχαιρετά όλες τις προσδοκίες της ζωής του που αποδείχτηκαν μάταιες. Οι χαμένες υποσχέσεις, που παρομοιάζονται πολύ επιτυχημένα με τους χαρταετούς της Καθαράς Δευτέρας πιασμένους στα ηλεκτροφόρα καλώδια, τον βασανίζουν προκαλώντας του θλίψη γιατί κάποιοι έκαναν τις λέξεις να χάσουν εντελώς την αξία τους.

Το δεύτερο μικρότερο μέρος με τις Μικρογραφίες περιέχει ολιγόστιχα ποιήματα με θεματικά μοτίβα από την φύση, το ζωικό βασίλειο, την ζωή. Το ύφος της γραφής είναι και εδώ λιτό και άμεσο πότε με την μορφή ενός χάικου και άλλοτε με την κλασική μορφή ενός ποιήματος:

Το πιο ακριβό δόλωμα στα χείλη

Το χαμόγελό σου.

(σελ. 40)

 

Έπεσε ο ήλιος

Πληγωμένα γόνατα

Στο τέλος της ημέρας.

(σελ. 43)

Η τελευταία ποιητική συλλογή της Τασούλας Τσιλιμένη χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, σαφήνεια και μία ενδιαφέρουσα ιστορία σε κάθε ποίημα που αφορούν άμεσα τον σύγχρονο αναγνώστη συλλαμβάνοντας τον παλμό και της ανησυχίες της εποχής. Η λεπτομέρεια από τον πίνακα της Βασιλικής Πανταζή που κοσμεί το εξώφυλλο συμπληρώνει αρμονικά το άψογο αποτέλεσμα της συλλογής.

 

 

Τασούλα Τσιλιμένη «Το κουμπί και άλλες ιστορίες» (2017), εκδ. Καστανιώτη

Δεκατρία διηγήματα από την ζωή των περασμένων δεκαετιών από την ελληνική επαρχία και συγκεκριμένα την περιοχή της Θεσσαλίας περιλαμβάνει η συλλογή διηγημάτων της Τασούλας Τσιλιμένη με τίτλο Το κουμπί και άλλες ιστορίες (2017) από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Η  συγγραφέας μέσα από ολιγοσέλιδες ιστορίες κατορθώνει να συμπυκνώσει την ατμόσφαιρα μίας ολόκληρης εποχής, εξαιρετικά οικείες στον αναγνώστη, καθώς έχει τύχει να ακούσει ανάλογες προφορικές διηγήσεις στο οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον από τους μεγαλύτερους.

Στην πρώτη ιστορία Το κουμπί, από όπου προέρχεται και ο τίτλος της συλλογής, την χαρά για το ράψιμο του νέου ταγέρ μίας νέας κοπέλας και μητέρας της αφηγήτριας, σκιάζει το κουμπί που ξηλώθηκε και χάλασε την αψεγάδιαστη εμφάνιση που είχε ονειρευτεί την Καθαρά Δευτέρα.  Μερικές δεκαετίες πριν η αγορά ή το ράψιμο νέων ρούχων δεν ήταν καθόλου αυτονόητο γιατί απαιτούσε αποταμίευση για μεγάλο χρονικό διάστημα, να ταξιδέψει κανείς ως την κοντινότερη πόλη ή το κεφαλοχώρι και αρκετές επισκέψεις στον ράφτη ή την μοδίστρα. Αποτελούσε επένδυση για πολλά χρόνια και συχνά περνούσε από γενιά σε γενιά. Γι’ αυτό η μητέρα κουβαλά ως τραύμα για χρόνια το μικρό αυτό περιστατικό.

Το διήγημα Το ποτάμι είναι μία ιστορία ενηλικίωσης σε μικρογραφία. Ο νεαρός αφηγητής βλέπει με δέος το ποτάμι του χωριού του γιατί έχει ακούσει πολλές τρομακτικές αφηγήσεις. Οι γονείς δεν επιτρέπουν στα παιδιά να κατέβουν ως εκεί για να παίξουν. Αισθάνεται μεγάλη τιμή, όταν αποφασίζουν τα μεγαλύτερα παιδιά να κατέβουν ως εκεί και να τον πάρουν μαζί τους. Βρίσκουν μία βάρκα που είναι αραγμένη στην όχθη. Θέλουν να την ρίξουν στο νερό, αλλά διστάζουν. Τους θυμίζει την βάρκα του Χάροντα. Μόλις αποφασίσουν να την τραβήξουν ακούγονται οι φωνές των μανάδων τους. Γυρίζουν στα σπίτια τους βρώμικοι και βρεγμένοι. Οι μανάδες τούς μαλώνουν.  Την επόμενη μέρα το ποτάμι επιβεβαιώνει την σκοτεινή του φήμη. Μία γυναίκα του χωριού ξεβράζεται πνιγμένη.

Η αντάρα, μία διήγηση με διαστάσεις λαϊκού θρύλου, αντηχεί στο καφενείο του χωριού ένα χειμωνιάτικο βράδυ χάριν των ξένων επισκεπτών, όπως συμβαίνει μέχρι και σήμερα. Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου μία μέρα με έντονη κακοκαιρία, αντάρα, μία πεθερά ξεκινά με την νύφη και το εγγόνι της να πάνε το παιδί στο γιατρό. Λόγω κακών υπολογισμών δεν καταφέρνουν να φτάσουν στον προορισμό τους και παγώνουν από την θύελλα. Έντονες είναι οι παπαδιαμαντικές επιρροές στο διήγημα αυτό.

Ένα πολύ επίκαιρο ζήτημα αναδεικνύει το διήγημα Ο λύκος. Η φιλοξενία μίας ομάδας περιπλανώμενων μουσικών από τον καφετζή του χωριού προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα εξτρά εισόδημα είναι ο κεντρικός θεματικός πυρήνας. Η γυναίκα του γκρινιάζει στην αρχή, αλλά τελικά συμφωνεί. Τα πράγματα πηγαίνουν εξαιρετικά καλά και ο επικεφαλής της κομπανίας δείχνει ιδιαίτερη αδυναμία στην μικρή κόρη του καφετζή. Την Κυριακή που λείπουν όλοι στην εκκλησία, βρίσκει την ευκαιρία να ξεμοναχιάσει το μικρό κορίτσι.

Το κερί φέρνει έντονα στον νου εικόνες από τη ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι Νοσταλγία (1984). Ένας διανοούμενος ξεκινά να ταξιδέψει ως ένα ορεινό χωριό της Καρδίτσας για να πάρει μέρος στην κριτική επιτροπή ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού. Στην πραγματικότητα δεν θέλει να πάει, αλλά κάτι μέσα του επιμένει. Το δωμάτιο του στο ξενοδοχείο έχει θέα στην λίμνη Πλαστήρα. Πηγαίνει περίπατο στην περιοχή και θυμάται όταν ήταν παιδί στο χωριό της μητέρας του και πήγαινε με την γιαγιά του τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησία και διάβαζαν τα ονόματα των νεκρών της οικογένειας. Τις αναμνήσεις του αυτές ενισχύει  η φήμη που ακούει πως μια γυναίκα του χωριού κάνει παράξενα μνημόσυνα τα  Ψυχοσάββατα για τους νεκρούς. Την άλλη μέρα, Σάββατο του Λαζάρου, πηγαίνει στην εκκλησία. Όταν την βρίσκει κλειδωμένη, αγοράζει ένα κερί από το περίπτερο, πηγαίνει στην όχθη της λίμνης, το ανάβει και το σπρώχνει στο νερό ανάμεσα στην ομίχλη. Η σκηνή θυμίζει τη αντίστοιχη της ταινίας, όπου ο ποιητής Γκόρτσακοφ ακολουθεί το τελετουργικό του θεωρούμενου από το χωριό, Ντομένικο, διασχίζοντας την άδεια πισίνα των λουτρών κρατώντας ένα αναμμένο κερί.

Η συλλογή διηγημάτων της Τασούλας Τσιλιμένη αποτυπώνει με ευσύνοπτο και γλαφυρό τρόπο στιγμιότυπα της παλιάς ζωής που έθεσαν τις βάσεις για να μετεξελιχθεί η σημερινή κοινωνία στην σύγχρονη μορφή της. Πότε υπό το φακό της νοσταλγίας και πότε υπό το  φως της αποκρυμμένης αλήθειας προσθέτει μία ουσιαστική ψηφίδα στο αφηγηματικό σύμπαν της ελληνικής λογοτεχνίας.

 

Τασούλα Τσιλιμένη

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top