Fractal

Δύο λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά και εφήβους με αναφορές στο Ολοκαύτωμα

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου //

 

 

 

Εύα Κασιάρου: «Το ξεχασμένο κλειδί», Εκδόσεις Κόκκινη Κλωστή Δεμένη

 

Κώστας Στοφόρος: «Η σπηλιά του δράκου». Εκδόσεις Κέδρος

 

Εισαγωγικοί προβληματισμοί

 

Η σχέση Λογοτεχνίας και Ιστορίας

Άραγε μπορούμε να διδαχθούμε Ιστορία μέσα από τη Λογοτεχνία; Ασφαλώς, δεν μπορούμε να ταυτίσουμε το λογοτεχνικό κείμενο με την Ιστορία, μολονότι στις απαρχές της γραμματολογικής παράδοσης τα δύο είδη ήταν περίπου αξεχώριστα. Στην πορεία, βέβαια, διαμορφώθηκαν τα διαφορετικά χαρακτηριστικά τους τόσο στους στόχους τους όσο και στους τρόπους τους. Εξακολουθεί, πάντως, να τα συνδέει η αφήγηση (σε διαφορετική κατεύθυνση και με διαφορετικό ύφος), αλλά και η χρήση πηγών για το παρελθόν, αφού η ιστορική έρευνα συνηθέστατα είναι εργαλείο του λογοτέχνη, ακόμα και στην καθαρή μυθοπλασία, καθώς τα ιστορικά στοιχεία προσδίδουν σε αληθοφάνεια και δημιουργούν το αναγκαίο πλαίσιο για την εκτύλιξη της δράσης. Γενικότερα, υπάρχει στενή σχέση, ακόμα και αλληλεπίδραση ανάμεσα στα δύο γραμματολογικά είδη, με κορύφωση το ιστορικό μυθιστόρημα.

Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να διαβάσουμε τα λογοτεχνικά κείμενα και την ιστορία παράλληλα, ώστε να γνωρίσουμε τις ανθρώπινες εμπειρίες από περισσότερες πλευρές και να κατανοήσουμε πώς τα ιστορικά γεγονότα διαμορφώνουν ατομικές ζωές και συνειδήσεις, αλλά και πώς η βιωμένη εμπειρία μετασχηματίζεται στη λογοτεχνία.

Η επινοημένη ιστορία μπορεί, εντέλει, να διδάσκει εξίσου και να αναδεικνύει τη βαθύτερη αλήθεια των γεγονότων, γιατί ακριβώς τα τοποθετεί στο μικροεπίπεδο. Καθώς η έννοια της μνήμης είναι πιο προσωπική από την έννοια της Ιστορίας, είναι πιο εύκολο να γίνει αντικείμενο της λογοτεχνίας. Είναι εκεί που αποκτά πρόσωπο οικείο, ανθρώπινες διαστάσεις, είναι εκεί που καταφέρνει να φθάσει στη γειτονιά μας και να μπει στο σπίτι μας. Και μ’ αυτή την έννοια, είναι ίσως αυτός ο προσφορότερος τρόπος να μεταφερθεί η Ιστορία και να προβληματίσει.

 

Η σχέση Ολοκαυτώματος και παιδικής – εφηβικής Λογοτεχνίας

Προφανώς, ένας συγγραφέας που γράφει για το Ολοκαύτωμα απευθυνόμενος σε παιδιά και εφήβους, βιώνει μια εσωτερική αντινομία, που προέρχεται από την ανάγκη να επιτευχθεί μια πολύ δύσκολη ισορροπία: από τη μια να προστατεύσει τον μικρό αναγνώστη από την τραυματική εμπειρία και από την άλλη να µην ωραιοποιήσει ή να μην λογοκρίνει την ιστορική αλήθεια, άρα να τον εκθέσει στο τραύμα.

Γενικά, η παιδική λογοτεχνία αποφεύγει τα θέματα τραύματος και οδύνης ή και γενικότερα τη διαχείριση του κακού (εξαίρεση αποτελούν τα λαϊκά παραμύθια, που είναι πολύ πιο τολμηρά, πλην όμως κινούνται στη σφαίρα του φανταστικού). Η δυσκολία αυτή πολλαπλασιάζεται όταν το κακό αγγίζει το αδιανόητο, όπως το συστηματικό και συνειδητό σχέδιο εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού και όχι μόνο. Η λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος, λοιπόν, υποχρεωτικά εισάγει το παιδί σε έναν κόσμο ζοφερό, όπου κυριαρχεί το αδιέξοδο και ο τρόμος, χωρίς δυνατότητα επέμβασης και αλλαγής της τύχης. Είναι, συνεπώς, μοιραία η δυσκολία του συγγραφέα ως προς το τι θα πει και πώς θα το πει, με ποιες λέξεις θα αποτυπώσει την κτηνωδία, αλλά και την οδύνη, ακριβώς επειδή αυτό το πολύ βαρύ και δύσκολο θέμα απευθύνεται σε μικρότερα ή μεγαλύτερα παιδιά.

Παρά το ότι υπάρχει και η άποψη ότι είναι απολύτως εσφαλμένη κάθε προσπάθεια να ελαφρύνει κάποιος το Ολοκαύτωμα, που είναι εξ ορισμού αδύνατο να ενταχθεί σε μια ελπιδοφόρα αφήγηση, εντούτοις η επικρατούσα αντίληψη και σύσταση είναι να αποφεύγεται η παιδαγωγική της φρίκης, καθώς θεωρείται ότι η απευθείας έκθεση στο φρικώδες συχνά μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα. Πρέπει να ακολουθούνται πιο προσεκτικά βήματα.

 

Κοινά στοιχεία των δύο βιβλίων

Σχετικά με τους παραπάνω προβληματισμούς, τα δύο βιβλία με τα οποία θα ασχοληθώ (Εύας Κασιάρου: Το ξεχασμένο κλειδί, Κώστα Στοφόρου: Η σπηλιά του δράκου) αφενός προσφέρονται για να μάθει κάποιος και Ιστορία μέσα από τη λογοτεχνία (οι συγγραφείς έχουν κάνει εκτενή ιστορική έρευνα), αφετέρου η προσέγγισή τους στο θέμα του Ολοκαυτώματος, που είναι κεντρικό, είναι προσεκτική, αποφεύγοντας την παιδαγωγική της φρίκης (κυρίως της Εύας Κασιάρου, αφού απευθύνεται σε πιο μικρά παιδιά), παρά το γεγονός ότι δεν αποκρύπτεται το φρικώδες γεγονός. Τα δύο βιβλία  έχουν, πάντως, εντυπωσιακές ομοιότητες: και στα δύο πρωταγωνιστεί μια παρέα εφήβων, κυριαρχεί η αναζήτηση ενός μυστηρίου, υπάρχει αναφορά στις εβραϊκές κοινότητες της Β. Ελλάδας, καθώς και η περιήγηση στις αντίστοιχες πόλεις (τη Θεσσαλονίκη και την Καστοριά). Είναι, επίσης, βιβλία βαθιά ανθρωπιστικά, που αναδεικνύουν αξίες σημαντικές, της φιλίας, του σεβασμού στον συνάνθρωπο, της αλληλεγγύης και της προσφοράς, και γι’ αυτό, κυρίως, προσφέρονται για την εκπαίδευση.

 

Εύα Κασιάρου

 

Εύας Κασιάρου: «Το ξεχασμένο κλειδί»

Το βιβλίο της Εύας Κασιάρου «Το ξεχασμένο κλειδί» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο ανάγνωσμα. Η συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει πολλά στοιχεία και να δημιουργήσει μια πολύπτυχη, αλλά ομαλή αφήγηση. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα και εύκολα, παρότι αγγίζει και ζοφερά ζητήματα, όπως το Ολοκαύτωμα. Αλλά, ας δούμε πρώτα το βασικό νήμα της ιστορίας.

Η ιστορία εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη με άξονα τη συνάντηση δύο εντεκάχρονων φίλων, του Χρήστου και του Μανόλη. Ο Χρήστος ζει στη Θεσσαλονίκη με τους γονείς του και υποδέχεται για το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας τον Μανόλη από την Αθήνα, με τον οποίον είχε γνωριστεί το προηγούμενο καλοκαίρι σε μια κατασκήνωση της Χαλκιδικής και έκτοτε έγιναν στενοί φίλοι, που επικοινωνούσαν τακτικά με το φέισμπουκ και το σκάιπ. Στην ιστορία, αλλά και στο σπίτι της οικογένειας, γρήγορα προστίθεται και η γιαγιά Άννα, η γιαγιά η Τουρκάλα, όπως την αποκαλεί ο Χρήστος, ένα προσωνύμιο που σχετίζεται με τις μικρασιατικές, σμυρνέικες ρίζες της και εκφωνείται, αλλά και προσλαμβάνεται, με αγάπη (τώρα πια, γιατί όταν ήταν μικρή το προσωνύμιο έπαιρνε άλλες διαστάσεις). Η γιαγιά αναγκάζεται να μεταφερθεί προσωρινά στο σπίτι της οικογένειας του γιου της, αφού το διαμέρισμά της υπέστη ζημιές από μια πυρκαγιά που ξέσπασε στον κάτω όροφο. Η γιαγιά, που πρόλαβε να βγει αλώβητη, κουβαλά μαζί της ένα παλιό γκρι παλτό, στο οποίο εν συνεχεία θα βρεθεί ραμμένο προσεκτικά ένα παλιό κλειδί. Στο σπίτι της θα βρεθεί επίσης κι ένα κιτρινισμένο τετράδιο με τίτλο «Ημερολόγιον», που ανασύρει ο μπαμπάς. Με αφορμή αυτά τα στοιχεία, που πυροδοτούν φυσικά ένα μυστήριο, το οποίο κεντρίζει την οικογένεια και κυρίως τα δύο παιδιά, που επιδίδονται σε απόπειρες επίλυσής του, εκτυλίσσεται η ιστορία. Το θέμα σχετίζεται με την τύχη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, ενώ μια δεύτερη ιστορία, στο παρελθόν αυτή τη φορά, ξετυλίγεται δίπλα σ’ αυτήν του παρόντος: ο πρώτος και πολύ δυνατός έρωτας της γιαγιάς Άννας, όταν ήταν 14 ετών, με ένα Εβραιόπουλο, τον Ιάκωβο, γείτονά της στην Άνω Πόλη, και η εξαφάνισή του στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η συγγραφέας κάνει εκτενείς αναφορές στο Ολοκαύτωμα και στην εξαφάνιση, ουσιαστικά, της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που ήταν η μεγαλύτερη κοινότητα της Ελλάδας (από τους περίπου 60.000 Εβραίους που αριθμούσε η κοινότητα τις παραμονές του πολέμου αφανίστηκε ολοσχερώς το 96%, περί τις 45.000 μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα, επέστρεψαν μόλις 1950 άτομα). Είναι αξιοπρόσεκτο  το γεγονός ότι η συγγραφέας μπορεί να περνά με απλό και απαλό τρόπο τα τραγικά γεγονότα χωρίς να καταφεύγει στη φρίκη, καθώς, επιπλέον, συνοδεύει την ιστορία της απανθρωπιάς με μια ιστορία αγάπης, μπορεί να διδάσκει χωρίς να τρομάζει.

Καθώς το βιβλίο αναφέρεται πρωτίστως σε παιδιά Δημοτικού, ηλικίας αντίστοιχης με τους πρωταγωνιστές ή και μικρότερα, το στοιχείο αυτό είναι πολύ σημαντικό, αφού δεν συνιστάται η παιδαγωγική της φρίκης, αντίθετα προτείνεται η προσέγγιση αυτού του ακραία σκληρού ζητήματος να γίνεται μέσα από ανθρώπινες ιστορίες, από την περιγραφή της καθημερινής, φυσιολογικής ζωής των Εβραϊκών οικογενειών πριν τη ναζιστική απειλή και εν συνεχεία να γίνεται αναφορά στα γεγονότα της εξόντωσης. Μάλιστα, η συγγραφέας, παρότι αναφέρεται στο Άουσβιτς, δεν κάνει λόγο για στρατόπεδα εξόντωσης, αλλά για στρατόπεδα συγκέντρωσης, όντας προσεκτική και στην ορολογία, ώστε να μην είναι τρομακτική για τα μικρά παιδιά. Από την άλλη, δεν κάνει εκπτώσεις προς την Ιστορία – και αυτό είναι όντως μια δύσκολη ισορροπία – αφού τονίζει ποικιλοτρόπως την εξαφάνιση της εβραϊκής κοινότητας, τον θάνατο των περισσότερων μελών της, όπως και της οικογένειας του Ιάκωβου, αναφερόμενη, μάλιστα, και στα κρεματόρια. Γενικότερα, η μικρή ιστορία συνδέεται με τη μεγάλη και είναι πολλά τα στοιχεία που αναφέρονται: το υποχρεωτικό κίτρινο αστέρι στο πέτο, η συγκέντρωση των Εβραίων αρρένων 18-45 ετών και οι εξευτελισμοί τους στην πλατεία Ελευθερίας τον Ιούλιο του 1942, ο σταδιακός αποκλεισμός τους από διάφορους χώρους και δουλειές της πόλης (γεγονότα τόσο ακατανόητα που προκαλούν την απορία της μικρής Άννας: «μα τι έκαναν;» – η παιδική αθωότητα εκφράζει το προφανές) και εν συνεχεία η μαζική εξαφάνιση, η ερείπωση των σπιτιών και των περιουσιών τους κ.ά. Μάλιστα, είναι τα ίδια τα παιδιά – πρωταγωνιστές που αναζητούν και μαθαίνουν το παρελθόν και την τύχη της εβραϊκής κοινότητας (υποδεικνύοντας, τρόπον τινά, ένα είδος ανακαλυπτικής μάθησης). Ταυτόχρονα, δεν υπάρχει στο βιβλίο μόνον η ιστορία των Εβραίων, που είναι η κεντρική, αλλά και το φόντο της Κατοχής, τα στρατεύματα, η πείνα, ο φόβος, μα και η μικρασιατική καταστροφή και η προσφυγιά με αφορμή την ιστορία της γιαγιάς. Το βιβλίο είναι πραγματικά ένα κλειδί, που ξεκλειδώνει σκηνές από το παρελθόν.

Το βιβλίο, βέβαια, έχει και άλλες ενδιαφέρουσες πτυχές, όπως την περιήγηση στην πόλη της Θεσσαλονίκης με αφορμή κατ’ αρχάς την επίσκεψη του μικρού Μανόλη, αλλά και άλλες ευκαιρίες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο αναγνώστης μαθαίνει, με αρκετά φυσικό τρόπο και πάντως με φυσικές αφορμές, για πολλά τοπόσημα, μνημεία και περιοχές της πόλης. Πολλές εποχές παρελαύνουν, έτσι, στο βιβλίο και πολλές ιστορίες από την Ιστορία. Από τον Λευκό Πύργο μέχρι τη Ροτόντα και την αψίδα του Γαλέριου, από το Επταπύργιο μέχρι την πλατεία Ναυαρίνου, από την πλατεία Αριστοτέλους στα Λαδάδικα και στην αγορά Μοδιάνο. Δεν λείπουν οι υπαινιγμοί για την καταστροφή αξιόλογων αρχιτεκτονημάτων, αλλά και τα θετικά σχόλια για τη ζωή και την ατμόσφαιρα της πόλης, για τη διατήρηση και ανάδειξη διαφόρων πλευρών της. Την ίδια ώρα, η σύγχρονη ζωή είναι παρούσα, τα ενδιαφέροντα των αγοριών, οι επιθυμίες τους, η διασκέδασή τους, η γλώσσα τους, η σχέση τους με την οικογένεια, σχέση χωρίς διαταραχές και συγκρούσεις. Είναι μια βαθιά τρυφερότητα που διαπερνά το βιβλίο, η οποία αγγίζει ευεργετικά τον αναγνώστη.

Γενικά, το βιβλίο της Εύας Κασιάρου διακηρύσσει την ανάγκη να επισκεπτόμαστε το παρελθόν, να μαθαίνουμε την ιστορία του τόπου μας και της πατρίδας μας, να διδασκόμαστε από αυτήν, να στεκόμαστε με αγάπη απέναντι στον συνάνθρωπο.

 

Κώστας Στοφόρος

 

Κώστα Στοφόρου: «Η σπηλιά του δράκου»

Το βιβλίο του Κώστα Στοφόρου «Η σπηλιά του δράκου» ανήκει στην εφηβική λογοτεχνία, με την έννοια ότι οι ήρωές του είναι έφηβοι και φυσικά διαβάζεται με ευχαρίστηση και δυνατότητα ταύτισης από εφήβους. Όμως, μπορεί να διαβαστεί εξίσου άνετα και από ενήλικες. Προσωπικά το διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και, επιπλέον, με αγωνία, αφού η πλοκή είναι περιπετειώδης και αστυνομική, με μπόλικες δόσεις μυστηρίου.

Ωστόσο, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι η παιδαγωγική και διδακτική του διάσταση, καθώς καταφέρνει από τη μια να ενσωματώσει πολλά και ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία και από την άλλη να διαμορφώσει στάσεις ζωής και πρότυπα συμπεριφοράς, τα οποία εκφράζονται τόσο από τους μικρούς όσο και από τους μεγάλους της παρέας.

Ας δούμε, όμως, λίγο σύντομα την ιστορία: Πρόκειται για την περιπέτεια μιας ομάδας παιδιών, που τα έχουμε ξανασυναντήσει σε άλλες περιπέτειες, σε άλλους τόπους της χώρας μας, σε προηγούμενα βιβλία του Κώστα Στοφόρου. Οι προηγούμενες περιπέτειες αναφέρονται και στο παρόν βιβλίο, αλλά καθόλου δεν χρειάζεται κάποιος να τις έχει διαβάσει για να παρακολουθήσει την εξέλιξη. Οι αναφορές, πάντως, προσθέτουν στο ρεαλισμό της αφήγησης. Πρόκειται για μια παρέα, εδώ, 8 παιδιών, που είναι συγγενείς ή και φίλοι, που βρίσκονται μαζί με τους γονείς τους ή τους παππούδες τους σε ένα αρχοντικό ξενοδοχείο της Καστοριάς, αφού κέρδισαν σε έναν διαγωνισμό. Εκεί θα γνωρίσουν από τη μια τις εκπληκτικές ομορφιές του τόπου, που περιγράφονται με ακρίβεια και αγάπη από τον συγγραφέα, και από την άλλη μια δύσκολη και επικίνδυνη περιπέτεια, δυσανάλογη με την ηλικία και τις δυνάμεις τους. Τα αγόρια  (Δημήτρης, Γιάννης, Σάββας) πηγαίνουν στην Α΄ Λυκείου, τα κορίτσια (Αντιγόνη, Ζηνοβία, Κατερίνα, αλλά και η Ρεβέκκα, η οποία προστίθεται εδώ στην παρέα) στη Β΄ Γυμνασίου, ενώ υπάρχουν και δυο μικρότερα παιδιά, ένα αγόρι (ο Ιάσονας, Α΄ Γυμνασίου) και ένα κορίτσι (η Ζωή, Δημοτικό).

Πρόκειται για παιδιά που έχουν ενδιαφέροντα, αγαπούν την περιπέτεια και τις γνώσεις, αγαπούν τη ζωή και τον έρωτα, διακρίνονται από ζωντάνια και καλή διάθεση, αξιοποιούν δημιουργικά το χρόνο τους και διψούν για νέες ανακαλύψεις. Έχουν καλά αισθήματα για τους άλλους, συμπαρίστανται και βοηθούν όπου μπορούν. Είναι ανήσυχα πνεύματα, συζητούν, ρωτούν και αναρωτιούνται. Και έχει σημασία η ποιότητα των παιδιών, το ποιόν των ηρώων.

Ο άξονας της περιπέτειας σχετίζεται με την τύχη του λεγόμενου θησαυρού των Εβραίων, που έχει χαθεί, με αιχμή ένα σπάνιο διαμάντι. Έτσι, όσον αφορά την ιστορική πλευρά, το βιβλίο αποκαλύπτει την ιστορία τής εν πολλοίς ξεχασμένης, δυστυχώς, ακμαίας κάποτε εβραϊκής κοινότητας της Καστοριάς (που αριθμούσε περί τα 1000 άτομα, από τα οποία επέζησαν τελικά μόλις 35), μέσα από τα λίγα εναπομείναντα ίχνη. Η καστοριανή εβραϊκή κοινότητα, με κατεξοχήν ελληνικό χαρακτήρα, ανάγεται στην εποχή του Ιουστινιανού, για να εμπλουτιστεί με τους Σεφαραδίτες, που ήρθαν από την Ισπανία τον 17ο αιώνα, και να αποδεκατιστεί εντέλει στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής της Καστοριάς, που ακολούθησε την ιταλική συνθηκολόγηση (αρχικά πόλη τελούσε υπό ιταλική κατοχή), με τον κατατρεγμό και την εξολόθρευσή τους από τους ναζί. Είναι ξεχωριστά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο συγγραφέας πετυχαίνει να αναδυθούν πολλές στιγμές και πτυχές του παρελθόντος, που δεν είναι τόσο γνωστές και κάποιες φορές δημιουργούν ρωγμές στην επίσημη ιστορική αφήγηση. Έτσι, αναδύεται η συνεργασία Ελλήνων με τους Γερμανούς, η κατάδοση, η υφαρπαγή της περιουσίας των Εβραίων από Γερμανούς, αλλά και Έλληνες, η αναρρίχηση σε ανώτερες θέσεις στη Γερμανία, αλλά και στην Ελλάδα, ανθρώπων που συντέλεσαν στο Ολοκαύτωμα ή η αποφυγή της τιμωρίας τους. Περιγράφεται, ιδιαίτερα, ο ρόλος του Μαξ Μέρτεν, του δήμιου της Θεσσαλονίκης, υπεύθυνου για τον διωγμό των Εβραίων και τη σύληση της περιουσίας τους, που ουσιαστικά έμεινε ατιμώρητος. Αναφέρεται, επίσης, ο σκοτεινός ρόλος ενός Καστοριανού Εβραίου, του Ζακ Αλμπάλα, που ζούσε στη Βιέννη και οργάνωσε σχέδιο παραπλάνησης, στέλνοντας υποτιθέμενα γράμματα Εβραίων που περιέγραφαν την ειδυλλιακή ζωή τους στην Πολωνία (η παραπλάνηση ήταν βασικό συστατικό του σχεδίου των ναζιστών, γενικά). Παρουσιάζεται η ιστορία της συγκέντρωσης όλου του εβραϊκού πληθυσμού στο Γυμνάσιο Θηλέων τον Μάρτιο του 1944 και οι στιγμές φρίκης που ακολούθησαν, η μεταφορά στο Άουσβιτς και η εξόντωση. Κι ακόμα, αναφέρονται οι δυσκολίες της μεταπολεμικής Ελλάδας, αλλά και το νεοναζιστικό φαινόμενο, οι νοσταλγοί του Χίτλερ και οι αρνητές του Ολοκαυτώματος στο εξωτερικό και στον τόπο μας. Επίσης, καθώς στο βιβλίο περιγράφεται και ένας έρωτας από το παρελθόν, του παππού Λευτέρη με την Εβραιοπούλα Ίλντα, αυτή τη φορά στα χρόνια του 65, δίνεται η ευκαιρία στον συγγραφέα να μιλήσει και γι’ αυτή την εποχή και να δείξει τη συνέχεια της Ιστορίας. Η ιστορία, γενικά, εγγράφεται στη λογοτεχνία, μέσα από μία σύγχρονη, ωστόσο, εξιστόρηση.

Η εξιστόρηση της Σοά γίνεται μέσα από την αφήγηση της Ρεβέκκας, μια νεαρής Εβραιοπούλας, που η παρέα γνωρίζει στην Καστοριά και με την οποίαν σύντομα γίνονται φίλοι. Η συναρπαστική αυτή αφήγηση (εντυπωσιακά ώριμη και άρτια για την ηλικία της) επιτρέπει να γνωρίσουμε την εβραϊκή ιστορία μέσα από την μικροϊστορία, από την ιστορία μιας οικογένειας, από την καθημερινότητα και τα αισθήματά τους, από μία κανονικότητα ζωής, που θεωρείται και η πρέπουσα προσέγγιση.

Γενικά, το βιβλίο επιχειρεί και καταφέρνει να ανασκάψει το παρελθόν της Καστοριάς, φέρνοντας στην επιφάνεια κρυφές πλευρές, τη διαδρομή της από την προϊστορία μέχρι σήμερα, αλλά και θρύλους, όπως αυτός που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, για τη σπηλιά του δράκου στη λίμνη, αλλά και τα Ραγκουτσάρια, το καστοριανό καρναβάλι, μολονότι ο συγγραφέας προσθέτει και δικές του εκδοχές. Ο Κώστας Στοφόρος έχει αποδυθεί σε επιτόπιες επισκέψεις και αναζητήσεις με επιμονή και με αγάπη και μας μεταφέρει με συναρπαστικό τρόπο μια σημερινή περιπέτεια με κάμποσο παρελθόν. Αυτό το διανθίζει με μια καθαρά αστυνομική ιστορία, που εμπλέκει παλιούς ναζί, χαμένους θησαυρούς, επιχειρήσεις – βιτρίνα, διεφθαρμένους κρατικούς αξιωματούχους, αλλά και εφηβικούς έρωτες και πολλά άλλα, μαζί με περιήγηση στην πόλη, ανακάλυψη των μυστικών και των μαγευτικών τοπίων της, που επιτρέπουν στον αναγνώστη, ανεξάρτητα από ηλικία, να περιδιαβαίνει με άνεση τα μονοπάτια της Καστοριανής λίμνης, να απολαμβάνει το συναρπαστικό περιβάλλον, να τσιμπολογά μαζί με τους ήρωες λαχταριστούς μεζέδες στα ουζάδικα και την ίδια ώρα να εμπλέκεται σε θανάσιμες περιπέτειες με όχι πάντοτε απολύτως αίσιο τέλος.

Γενικότερα, το βιβλίο του Κώστα Στοφόρου βοηθά νέους και μεγαλύτερους από τη μια να μάθουν Ιστορία και να προβληματιστούν πάνω στα γεγονότα και, από την άλλη, να βιώσουν πολλαπλά το λογοτεχνικό γεγονός με αισθητική απόλαυση και συγκίνηση.

Επιπλέον είναι ένα ανάγνωσμα που προσφέρεται κατεξοχήν για αξιοποίηση στην εκπαίδευση, αφού έχει και λογοτεχνικές αρετές και παιδαγωγικές προοπτικές και ιστορικές καταβολές.

 

Προτάσεις για παιδαγωγική αξιοποίηση των δύο βιβλίων

Και τα δύο βιβλία προσφέρονται για χρήση και αξιοποίηση στον σχολικό χώρο. Μπορούν να διδαχθούν ως ολόκληρα λογοτεχνικά έργα, πράγμα που είναι ζητούμενο στην εκπαίδευση – το ένα κυρίως στην πρωτοβάθμια, το άλλο κυρίως στη δευτεροβάθμια. Έχουν τη δύναμη να συμβάλουν στην ανάπτυξη προβληματισμού και στην καλλιέργεια αξιών, αλλά και να αποτελέσουν αφορμή για πολλά και ποικίλα σχόλια, για πολλές και ποικίλες δραστηριότητες.

«Το ξεχασμένο κλειδί», Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Μπορούν να γίνουν συζητήσεις, εργασίες ατομικές και ομαδικές για την Ιστορία, αλλά και για την ιστορία της αφήγησης και τους χαρακτήρες, εργασίες ανταπόκρισης και πρόσληψης, δημιουργική γραφή (συνέντευξη από τους ήρωες, τους νεότερους ή τους παλιότερους, ακόμη και από τους χαμένους, όσους έζησαν στα στρατόπεδα ή επιστολές τους ή ημερολόγιά τους, δικά τους ελεύθερα κείμενα ή ποιήματα με αφορμή το βιβλίο), ζωγραφική, δραματοποιήσεις, θεατρικές τεχνικές (παγωμένες εικόνες,  αντικείμενα του χαρακτήρα, κλπ.), αφηγήσεις από την πλευρά των αντικειμένων (παλτό, κλειδί) και πολλά άλλα. Μπορούν, φυσικά, να πάρουν συνέντευξη από τη συγγραφέα ή να της στείλουν επιστολές, όπως και στους ήρωες της ιστορίας, ίσως στη γιαγιά Άννα. Επίσης, να σκεφτούν αν θα αντιδρούσαν διαφορετικά ή πώς μια ανάλογη ιστορία θα εκτυλισσόταν στην εποχή μας, ανιχνεύοντας την επίδραση της μεγάλης ιστορίας στη ζωή των ανθρώπων.

«Η σπηλιά του δράκου», Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: Κι εδώ μπορούν να αναλυθούν οι χαρακτήρες, η πλοκή, οι συγγραφικοί τρόποι, αλλά και να συζητηθούν τα ιστορικά γεγονότα, και κυρίως αυτά που σχετίζονται με το Ολοκαύτωμα, αφού είναι ένα θέμα που ελάχιστα θίγεται στα σχολικά βιβλία, δυσανάλογα λίγο σε σχέση με την ιστορική του βαρύτητα (αν και πρέπει να ομολογήσουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει καθιερωθεί να γίνεται σχετικό αφιέρωμα στα σχολεία στην ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος, στις 27 Ιανουαρίου, συνεπώς το βιβλίο μπορεί να αξιοποιηθεί και γι’ αυτή τη μέρα). Στο πλαίσιο της ιστορικής αναζήτησης μπορούν τα παιδιά να ασχοληθούν με μελέτη πηγών, μαρτυριών, προκειμένου να διερευνήσουν και αμφιλεγόμενες ή κρυμμένες πλευρές της ιστορίας. Να επιλέξουν μια «σελίδα» του παρελθόντος που θα μελετήσουν παραπάνω, ειδικά για ζητήματα που δεν προβάλλονται στην επίσημη ιστορία.

Πέραν των παραπάνω, μπορούν οι μαθητές να κάνουν δημιουργική γραφή, για παράδειγμα, να γράψουν ένα γράμμα προς ένα πρόσωπο, π.χ. παιδί, που έφυγε με το τρένο για το Άουσβιτς είτε να γράψουν το γράμμα αυτού του παιδιού, τότε ή και σήμερα ή το γράμμα της μάνας ή ένα ημερολόγιο από το στρατόπεδο ή μια ζωγραφιά. Να γεμίσουν, επίσης, τη βαλίτσα που θα έπαιρνε μαζί του το παιδί, αυτή που χάθηκε για πάντα. Θα μπορούσε, επίσης, να αφηγηθεί την ιστορία η βαλίτσα.

Υπάρχει, από την άλλη, η δυνατότητα να ταυτιστούν με κάποιο παιδί από το βιβλίο και να γράψουν τις εντυπώσεις του από την αφήγηση της Ρεβέκκας και από την περιπέτεια του θησαυρού. Ή να τοποθετήσουν τον εαυτό τους μέσα στην ιστορία ως έναν επιπλέον χαρακτήρα, να δουν τι ενδεχομένως θα έπραττε διαφορετικά. Ή να μεταφερθούν στην εποχή του έρωτα του παππού Λευτέρη με την Εβραιοπούλα Ίλντα και να γράψουν μια αλληλογραφία με τα συναισθήματά τους μετά την επίμονη άρνηση των γονιών της κοπέλας. Ή να μεταφέρουν αυτόν τον έρωτα στο σήμερα – πώς θα εξελισσόταν;

Δραματοποιήσεις, θεατρικές τεχνικές, ρητορικές τεχνικές (π.χ. αυθόρμητος λόγος με αφορμή κάποιες λέξεις – κλειδιά του βιβλίου), γραφή ενός ποιήματος ή ελεύθερου κειμένου εμπνευσμένου από το βιβλίο, απόπειρες να γίνει κινηματογραφικό σενάριο (γραφή / περιγραφή σκηνών) και τόσα άλλα.

Πάντα, υπάρχει η δυνατότητα να συνομιλήσουν οι μαθητές με τον συγγραφέα, πραγματικά ή εικονικά, μα και να πάρουν συνέντευξη από κάποιον ήρωα του παρόντος ή του παρελθόντος.

 

Επιλογικοί προβληματισμοί

Άραγε, διδάσκει η Ιστορία;. Είναι η εκμάθησή της το κλειδί ώστε να αποφύγουμε την επανάληψη λαθών ή ολέθριων γεγονότων; Η αλήθεια είναι πως δεν είμαι σίγουρη για την απάντηση. Συχνά η Ιστορία μοιάζει να μάς διδάσκει ότι δεν διδάσκει, ότι επαναλαμβάνεται, ότι οι άνθρωποι κάνουν τα ίδια λάθη ή τα ίδια – και χειρότερα – εγκλήματα. Ίσως εδώ ταιριάζει η ρήση του  Simon Scarrow από το μυθιστόρημά του «Καρδιά από πέτρα» ότι: «Όσοι δεν κατανοούν την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Ωστόσο, όσοι την κατανοούν είναι καταδικασμένοι να παρακολουθούν ανήμποροι αυτούς που την επαναλαμβάνουν». Παρ’ όλ’ αυτά, με σιγουριά υποστηρίζω ότι η Ιστορία πρέπει να διδάσκεται και να μην επικρατεί η λήθη. Γιατί χωρίς αυτήν μένουμε δίχως ταυτότητα και δίχως απαντήσεις/εξηγήσεις. Γιατί χωρίς αυτήν δεν υπάρχουμε. Το Ολοκαύτωμα είναι το χειρότερο έγκλημα της ανθρωπότητας (για το επιπλέον λόγο ότι απαιτούσε τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων για να συντελεστεί), είναι το αδιανόητο, το ασύλληπτο. Όμως, το αδιανόητο έγινε. Κι εμείς ως δάσκαλοι, προφανώς, έχουμε καθήκον να το καταγγείλουμε και να περιφρουρήσουμε, όσο εξαρτάται από εμάς, τις στοιχειώδεις δημοκρατικές και ανθρωπιστικές αξίες, καλλιεργώντας, παράλληλα με τη διδασκαλία της Ιστορίας, που από μόνη της δεν αρκεί, στάσεις ζωής σεβασμού και αλληλεγγύης, γιατί, όπως διακήρυξε και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, «μόνο με την πίστη σε μια καθημερινή ζωή, που να μας χωράει όλους, απροκατάληπτη και δίκαιη προς όλους, μπορούμε, έστω και καθυστερημένα, να πετύχουμε αυτό που τόσο προσδοκούσαμε τον Μάιο του 1945: ένα πραγματικό ΠΟΤΕ ΠΙΑ». Κι αυτό είναι το μέγιστο μάθημα, που, μάλιστα, μπορεί να το προσφέρει η λογοτεχνία.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. Φιλολογίας, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top