Fractal

Δύο αυτοβιογραφικά βιβλία μνήμης

Γράφει ο Δημήτρης Καρύδας //

 

 

 

 

Βασίλης Βασιλικός «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα», εκδ. Κέδρος,

Βαγγέλης Ραπτόπουλος «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί», εκδ. Κέδρος

 

Δύο αυτοβιογραφικά βιβλία από δύο συγγραφείς που ανήκουν σε διαφορετικές γενιές κυκλοφόρησαν σχεδόν ταυτόχρονα από τις εκδόσεις Κέδρος. Το ένα ανήκει στον σπουδαιότερο εν ζωή Έλληνα πεζογράφο τον Βασίλη Βασιλικό με τον τίτλο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα» και το έτερο στον πολυγραφότατο –και νεότερο- Βαγγέλη Ραπτόπουλο με τίτλο «Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί».

Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο για ευνόητους λόγους. Το μέγεθος του έργου και το μέγεθος του ονόματος και της αξίας του Βασίλη Βασιλικού προκαλούν απλά δέος στον αναγνώστη. Όπως πολύ εύστοχα είχα ακούσει παλαιότερα: «Ο Βασιλικός έχει γράψει περισσότερα βιβλία στη ζωή του από όσα θα διαβάσει ο μέσος Έλληνας αναγνώστης σε μια ολόκληρη ζωή». Ακόμη όμως και αν κάποιος δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο του Βασιλικού αυτό το τελευταίο ενδεχόμενα αρκεί από μόνο του για να τον γνωρίσει. Η υποσημείωση ‘’οριστική αυτοβιογραφία’’ το καθιστά ακόμη πιο σημαντικό. Μέσα στις πολλές παραγωγικές δεκαετίες του ο Βασιλικός κατέθεσε και ορισμένα ακόμη βιβλία που επέχουν τη θέση τυπικής ή άτυπης αυτοβιογραφίας. Το βιβλίο είναι ακριβώς αυτό που περιγράφεται με τον οριστικό της αυτοβιογραφίας. Μνήμες, σημαντικές στιγμές της ζωής του Βασιλικού που τον σημάδεψαν για διαφορετικούς λόγους και τον συνοδεύουν μέχρι σήμερα, οι συναντήσεις του με άλλα ‘’ιερά τέρατα’’ των γραμμάτων και των τεχνών. Έχοντας υπηρετήσει την τέχνη αλλά και την πολιτική –και την δημοσιογραφία- κατά διαστήματα ο Βασιλικός αποτελεί μια κινητή δεξαμενή αστείρευτων ιδεών και εμπειριών, όντας εκτός από αναμφισβήτητα ταλαντούχος και πολυπράγμων. Η θεματογραφία αυτής της αυτοβιογραφίας καλύπτει χρονικά ένα πολύ μεγάλο εύρος: Από τη ζωή του στο εξωτερικό και την αυτοεξορία του τον καιρό της δικτατορίας στο Παρίσι. Την επιστροφή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και τα νέα δεδομένα που διαμορφώθηκαν. Με ευφυή αλλά και πολύ ρεαλιστικό τρόπο μετατρέπουν τις ιστορίες που αφηγείται ο Βασιλικός σε μικρά αυτόνομα διηγήματα, ενώ η εμφάνιση του κυρίου Μαρούλη που στην ουσία αποτελεί μια εναλλακτική μορφή του ίδιου του συγγραφέα προσθέτει το στοιχείο της μυθοπλασίας και της μυθιστορίας.

Προφανώς και αποτελεί παρασπονδία ολκής αν ασχοληθούμε με διάφορα θέματα που αφορούν την τεχνική γραφής του Βασιλικού. Είναι πρακτικά πολύ δύσκολο σε ένα τέτοιο βιβλίο να καταναλωθεί κάποιος με τα κρυμμένα μηνύματα πίσω από τις φράσεις, την αμεσότητα του Βασιλικού. Αυτά ενδεχόμενα μπορούν να απασχολήσουν επαγγελματίες κριτικούς λογοτεχνίας του μέλλοντος και όχι απλούς αναγνώστες του. Σχηματικά και χρησιμοποιώντας ένα ενδεχόμενα αδόκιμο παράδειγμα από τον χώρο του αθλητισμού: Μια προσπάθεια κριτικής προσέγγισης στην γραφή του Βασίλη Βασιλικού θα μοιάζει με προσπάθεια ερασιτέχνη χομπίστα αθλητή να βρει ατέλειες στις ντίμπλες του Λιονέλ Μέσι, στα σουτ του Λεμπρόν Τζέιμς ή στα κτυπήματα του Ρότζερ Φέντερερ. Κρατάμε λοιπόν μόνο την εξομολογητική διάθεση του Βασίλη Βασιλικού που μετατρέπει το βιβλίο σε κάτι περισσότερο και μεγαλύτερο από την οριστική αυτοβιογραφία του.

 

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Βασίλης Βασιλικός

 

Περνάμε στο δεύτερο βιβλίο ανάλογης ή παρεμφερούς λογικής το «Ο,τι καλύτερο μου έχει συμβεί» του Βαγγέλη Ραπτόπουλου. Νεότερος σε ηλικία από τον Βασιλικό δεν καταθέτει μια αυτοβιογραφία αλλά ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Γενικά γράφοντας διαθέτω ως αναγνώστης ανέκαθεν μια πολύ επιφυλακτική προσέγγιση ανάλογων προσπαθειών. Με εξαίρεση ίσως τις πρόσφατες ανάλογες προσπάθειες του Χρήστου Χωμενίδη συνήθως ένας συγγραφέας που βρίσκεται ακόμη σε παραγωγική φάση, όταν καταφεύγει στην επιλογή ενός αυτοβιογραφικού βιβλίου, το κάνει για δύο λόγους: Είτε γιατί πρέπει να έχει σταθερή παρουσία στις προθήκες των βιβλιοπωλείων με ανανεωμένες δουλειές του, είτε γιατί διανύει φάση έλλειψης έμπνευσης. Στην περίπτωση του συγκεκριμένου βιβλίου, το τελικό συμπέρασμα είναι ότι δεν ισχύει τίποτε από τα δύο προαναφερόμενα. Ο Ραπτόπουλος μας έχει συνηθίσει σε διαλείμματα ανάμεσα σε δύο μυθιστορήματα του με ανάλογες προσπάθειες που έχουν να κάνουν είτε με τη θεωρητική λογοτεχνική προσέγγιση, είτε με κείμενα διαφορετικότητας. Παρακολουθώντας τη διαδρομή του από την εποχή των πρωτόλειων δημιουργιών του όπως τα εξαιρετικά «Διόδια» θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι προτιμώ τον μυθιστοριογράφο Ραπτόπουλο. Παρόλα αυτά τα 36 κείμενα που περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελούν μικρά διαμαντάκια γραφής. Ξεκάθαρα αυτοαναφορικά σε οικογένεια, φίλους αλλά και στο μεγάλο πάθος του Ραπτόπουλου με τη συγγραφή. Ανέκαθεν ο Ραπτόπουλος τραβούσε τον δικό του προσωπικό δρόμο στο μετερίζι της Ελληνικής λογοτεχνικής. Με έξυπνες ιδέες και αρχή πρώτη ύλη, χωρίς να μπαίνει σε ένα αυστηρό συγγραφικό πλαίσιο, ενίοτε συγγραφικά προκλητικός με διαθέσεις εικονοκλάστη της γραφής. Κυρίως, όμως, για όσους διαβάσουν τα συγκεκριμένα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο κάποιος που δεν κρύβει τη διάθεση αυτοσαρκασμού αλλά και της ταυτόχρονης παραδοχής του ‘’αυτός είμαι και σε όποιον αρέσω’’. Από αυτή την αφετηρία ο Ραπτόπουλος κερδίζει το αναφαίρετο δικαίωμα να κριτικάρει και όλους τους υπόλοιπους που παίζουν ή έπαιξαν άμεσο ή έμμεσο ρόλο στη ζωή και τη διαδρομή του. Κείμενα που πολλές φορές δεν μοιάζουν να είναι γραμμένα από ένα βετεράνο της γραφής αλλά από ένα νεαρό με μπόλικη επαναστατική ή ανατρεπτική διάθεση. Με αυτό τον τρόπο και λογική τα 36 κείμενα του βιβλίου αφορούν τον Ραπτόπουλο αλλά ενδεχόμενα αφορούν και περισσότερους από όσους φανταζόταν ο συγγραφέας όταν βρισκόταν στη διαδικασία της συγγραφής τους. Μερικές πικρές αλήθειες, μπόλικη κριτική διάθεση με τη λακωνική, άμεση και ωμή πολλές φορές γραφή του Ραπτόπουλου, χωρίς λογοτεχνικές ‘’φιοριτούρες’’ αλλά με τον αναγκαίο και κατάλληλο πλούτο σε εκφράσεις. Επίσης, σε αρκετά σημεία του βιβλίου ο Ραπτόπουλος χρησιμοποιεί ένα εξαιρετικής ποιότητας χιούμορ. Και η αλήθεια είναι ότι η έλλειψη χιούμορ είναι κάτι που διακρίνει τα τελευταία 20-30 χρόνια τους mainstream ομότεχνους του που μάλλον παίρνουν πολύ πιο σοβαρά τον εαυτό τους από αυτό που αληθινά τους αναλογεί. Η επιλεκτική αυτοβιογραφία του Ραπτόπουλου δεν είναι ένα βιβλίο που θα αλλάξει τη ζωή μας αλλά είναι ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα, σίγουρα πολύ καλύτερο από ανάλογες προσπάθειες άλλων σύγχρονων του.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top