Fractal

Στάξε χρόνε απουσία. Απορητικό δοκίμιο περί Τέχνης και Χρόνου (Μέρος 2ο)

Γράφει ο Στάθης Κομνηνός // * 

              

Σημείωση : ό,τι ακολουθεί συνιστά αποσπασματική προδημοσίευση τού εν λόγω δοκιμίου για το περιοδικό FRACTAL. Το παρόν αποτελεί συνέχεια του 1ου αποσπάσματος που δημοσιεύθηκε στο Fractal :  https://www.fractalart.gr/dokimio-peri-technis-kai-chronoy/

 

 

…Αναδημιουργώ (!) το Χρόνο δια του έργου Τέχνης (π.χ. Ιλιάδα). Εκεί το παρελθόν αναβιώνει διαφωτιστικά, αναφαίνονται, έρχονται στο φως, τα ενδεχόμενα ΝΟΗΜΑΤΑ των ενεργειών και πράξεων των όντων (άλλωστε δεν έβλεπε κάτι διάφορο, κάτι άλλο, ο Αριστοτέλης… Πράξιν κάθαρσιν δια των αλλοτινών παθημάτων, των τότε… Δι εκείνων, επέρχεται η κάθαρση των ΝΥΝ ορωμένων, ορώντων, μετεχόντων κλπ). Και θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως όταν λέμε νοήματα αυτό μπορεί να εκληφθεί, σε άλλη γλώσσα (επιστημονική…), ως τα αίτια, τα αποτελέσματα, οι νόμοι, οι ενέργειες που διέπαν μια ορισμένη κίνηση/πράξη/φαινόμενο κλπ. Και έτσι, ο νυν Χρόνος πια χρησιμεύει, μεταλλεύεται, χρηματούται (γίνεται δηλαδή πράγμα, χρήμα, αλλά και δεν απάδει από το καπιταλιστικό του Νέου Κόσμου : «ο χρόνος είναι χρήμα»… αν το καλοεξετάσει κανείς) ως εμπειρική εμβίωση του διαφωτισμένου (εν τη Τέχνη) πια παρελθόντος (δηλ. ίσως όχι και κάτι απόλυτα φυσικού (!!!), αφού οι προσμίξεις της Τέχνης που έχει δεχθεί το παρελθοντικό γεγονός, είναι μεγάλες ακριβώς λόγω του Νοήματος, των αποκεκαλυμμένων πια αιτίων, που ωθούσαν τις τότε οντότητες…), που κατά τούτο και ΜΟΝΟ αφορά ΑΜΕΣΑ στο ΝΥΝ και τον εκάστοτε ρέοντα ευθύγραμμο «αντικειμενικό» Χρόνο. Λογικό, θαρρώ, είναι όλα αυτά να προϋποθέτουν ότι ο χρόνος είναι απόρροια γεγονότων, σχέσεων, κίνησης των όντων κλπ.

 

 

Κρίνω πως για να συσταθεί οιαδήποτε ερμηνεία και θέαση του Χρόνου, είναι ανάγκη να υπάρχει αντικειμενικό έδαφος αποδοχής/υποδοχής του, επί του οποίου θα αναπτυχθεί όλη η έρευνα, η ερμηνεία και η πραγμάτευση του φαινομένου του Χρόνου. Το αντικειμενικό αυτό έδαφος δεν μπορεί να είναι ψευδεπίγραφο, ούτε πεποιημένο. Δηλ. δεν μπορεί να αποτελεί μια σύμβαση ή ένα αφετηριακό αξίωμα. Μάλιστα, το αντικειμενικό αυτό έδαφος είναι εκείνο που δίδει μιαν αρχική χρονική μονάδα, όπου θα βασισθεί μια ποικίλη, ίσως, εννοιολόγηση του Χρόνου. Κατά τούτο, λοιπόν, προκύπτει το επακόλουθο ερώτημα : ο Χρόνος υπάρχει ; Αν ναι, πώς ; Υφίσταται μια αντικειμενική ύπαρξη του Χρόνου ; Ποιά και πώς ; (Μπορεί η βασική μονάδα να είναι τα χ διεσπαρμένα όντα στον χ διαστατό Κόσμο ;…).

Νομίζω δεν θα διαφωνούσε κανείς, σε όποιο επιστημονικό πεδίο κι αν βρισκόταν η διακονία του, πως η αρχή του Χρόνου, το ότι μπορούμε να κάνουμε λόγο περί χρόνου, οφείλεται στην ύπαρξη ενός γεγονότος. Από το Γεγονός αυτό εκκινεί η Ιστορία. Δηλαδή, ο Χρόνος. Ή, εν πάση περιπτώσει, η έννοια του Χρόνου στη συνείδησή μας. Έχει συντελεσθεί κάτι, έχει αρχίσει, αν προτιμάτε κάτι, καθότι για να συντελεσθεί κάτι πρέπει να υποδηλώσουμε βουλητική κίνηση, στοχοθεσία, τελεολογία κλπ. Εννοώ πως το ζήτημα της Αρχής επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να το εγκαταλείπουμε ανοημάτιστο ή, αφιλοσόφητα, αξιωματικό. Η Αρχή καταδηλώνει ένα είδους προθετικότητα, έναν σχεδιασμό που, επιτέλους, τίθεται εν αρχή. Έτσι, έχει υπάρξει μια ΠΡΑΞΗ, έχει φανερωθεί ή… καταστραφεί κάτι, έχει τελοσπάντων κάτι ΣΥΜΒΕΙ. Και έτσι αρχόμεθα του Χρόνου. Αν στρέψουμε το βλέμμα, τώρα πάλι, στη περίπτωση Kuhn και αναδιατάξουμε τη σκέψη μας ως προς τη θεώρησή του για τη φύση, τη δομή, των επιστημονικών επαναστάσεων, εν όψει πάντα του ζητήματος του Χρόνου, αυτό που φαίνεται να αξίζει, πέρα από την ορθότητα ή τη φυσιολογική προφάνεια των θέσεών του, είναι πως, συνειδητά ή ασυνείδητα, μοιάζει να δηλώνει ότι ο Χρόνος εκκινεί από μια ΠΡΑΞΗ, δηλαδή από μιαν ανατροπή, αναθεώρηση, κατάργηση, διαγραφή, ενός προϋπάρχοντος επιστημονικού κοσμοειδώλου και από μια θεμελιώδη ιδρυτική ΠΡΑΞΗ εγκαινίων ενός καινούργιου. Από εκεί, από αυτό το σημείο, ξεκινά η ΝΕΑ Επιστημονική Εποχή και συνεπώς η κουνική θεωρία μιλά, εμμέσως, για το Χρόνο. Δεν νοείται καμία θεώρηση της Ιστορίας, δεν νοείται καν Ιστορία, χωρίς τη ΠΡΑΞΗ που τα επιστημονικά επιτεύγματα υποδηλώνουν. Δηλαδή δεν νοείται Χρόνος δίχως το ΠΡΑΤΤΕΙΝ. Παρατηρώ όμως ότι ΠΡΑΤΤΕΙΝ, στην ουσία του, οντολογικά θα έλεγα, σημαίνει ΠΟΙΕΙΝ/ΠΟΙΗΣΗ. Είναι λογικό να υπάρξει μια διάκριση σ’ αυτό το Πράττειν. Να διακριθούν δύο είδη του : το καλλιτεχνικό και το επιστημονικό/φυσικό. Δηλ. εκείνο το Πράττειν που ενέχει και την υπέρβαση της συστάσεως Χρόνου ο οποίος χρησιμοποιείται από την Τέχνη για να φανερώνει, να εμφανίζει, να ΕΚΚΑΛΥΠΤΕΙ, και το πράττειν εκείνο που φαίνεται να τον συνεχίζει πειθήνια, υποτακτικά, να του προσφέρει σπονδές… Να υποκύπτει, ουσιαστικά, στη δήθεν ΦΥΣΙΚΗ αντικειμενική παρουσία του που αξιώνει μονοκρατορικές διαστάσεις. Συνεπώς, είναι νομίζω ωφέλιμο να αναρωτηθούμε τι εννοούμε λέγοντας πληρότητα στην Τέχνη και την Επιστήμη ;

 

 

Η Τέχνη (και η φιλοσοφία ;), δικαίως ή αδίκως, καταμαρτυρούσε πολλά στη φυσική οπτική αφέλεια και απομακρυνόταν με περιφρόνηση, όταν άκουγε πως διακηρύσσεται πλήρης γνώση (!) κάποιου συστήματος, ενός «αντικειμένου», να είναι γνωστές «οι ιδιότητές του, π.χ. ταχύτητα, θέση, ενέργεια, διαστάσεις κλπ»[1]. Η Τέχνη έχει αποδείξει στην προϊστορική και Ιστορική της διαδρομή πως δεν της αρκεί ο Φυσικός Κόσμος. Το τελικό προϊόν, το καλλιτέχνημα, είναι πάντα μια χ Φύση + χ μεταφυσικό (υπερφυσικό, αφύσικο, διαστροφικά φυσικό, κλπ) στοιχείο, μια «μεταλλαγμένη» φύση κατ’ ουσίαν, καθώς η Φύση είναι και το μοναδικό υλικό του έργου Τέχνης και πάνω απ’ όλα η ΜΟΝΑΔΙΚΗ γλώσσα του από καταβολής Τέχνης, παρόλα αυτά όμως ποτέ ευκλείδεια. Τα σκουλαρίκια εξέπεμπαν φωταψίες κατά Όμηρο, και τα κύματα γελούσαν κατά Αισχύλο.

 

  • 4. Ούτις ;…

Υπάρχει μια τεράστια θεολογική ερμηνευτική παράδοση (το θεολογική, επιτρέψτε μου, το χρησιμοποιώ ως συμβατικό όρο, καθόσον η λεγόμενη «πνευματικότητα» είναι φυσικώς ΜΙΑ) που σχολιάζει, μετ’ εμφάσεως και επιμόνως, την εκφραζόμενη στο διατεσσάρων Ευαγγέλιο Ιστορικότητα, την χρονικότητα του Όντος. Εκεί, προσδιορίζεται αμείλικτα η σημειακότητα του Χρόνου. Αλλά και παράλληλα χρησιμοποιούνται άκρως ενδιαφέροντα χρονικά σχήματα, χρονικά κενά και ύστεροι ερμηνευτικοί εμπλουτισμοί του χ σημειακού χρονικού παρελθόντος, που τόσο αυτό όσο και αυτά παρουσιάζουν τεράστια, πολυεπίπεδη, και άκρως αποκαλυπτική ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ (η έννοια να εκληφθεί χρονικώς). Έτσι, έχουμε την ευθύγραμμη οπτική, κατά φυσικό τρόπο, στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, με αφετηρία τον Αβραάμ (αφετηρία όμως, που ορίζεται βάσει ενός ΓΕΓΟΝΟΤΟΣ, μιας βουλητικής επιλογής, μια αξιακής προτίμησης, μιας ΠΡΑΞΕΩΣ-ΚΙΝΗΣΕΩΣ εμπιστευτικής, μιας υπαρξιακής ΕΚΛΟΓΗΣ με ΣΧΕΣΙΑΚΗ αναφορά, και ακόμη αν θέλετε, μιας διαισθήσεως (intuition κατά Poincare και Einstein…), που επιλέγει να εξέλθει από τόπο και να μεταβεί, εμπιστευόμενος, σε κάποιον άλλον, και τερματισμό (τερματισμό… εκκινήσεως (!), στα χρόνια του ευαγγελικού μηνύματος, της αποκαλύψεως της Χάριτος, που προ-ευαγγελιζόταν και προσ-έβλεπε η παρελθοντική εποχή, εκείνη της αφετηρίας, του Αβραάμ (αυτού τούτου του Dasein, ας πούμε, δηλαδή του «είμαι ο χρόνος»), τον Χριστό. Τερματισμό που δεικνύει «ο ην απ’ αρχής[2]» ! Και που η ευαγγελιζόμενη παροντική μας εν αυτώ (Insein) μετοχή, μάς μεταποιεί σ’ αυτό που ΘΑ είμαστε (zukünftigsein, με διάφορο νόημα, εδώ, από το περιεχόμενο του χαϊντεγκεριανού όρου) στο ΤΕΛΟΣ ή, κατά μία οπτική, φέρνει το ΤΕΛΟΣ από ΤΩΡΑ ΕΔΩ! Με άλλα λόγια, οι υπαρκτικές κινήσεις και τα σχεσιακά ΓΕΓΟΝΟΤΑ είναι εκείνα που κάνουν να «γεννηθεί» ο χρόνος. Στο Κατά Μάρκον, εγκαταλείπεται οποιαδήποτε χρονική θέαση και, κυρίως, ο σχολιασμός του αξονικού ευαγγελικού γεγονότος της Ενσάρκωσης του Λόγου από την ιστορική αρχή, από τη Γέννηση δηλαδή, και προτείνεται μια μεταπήδηση σε αρκετά προχωρημένο χρόνο από τον αρχικό της Γεννήσεως, σχεδόν στην ΑΡΧΗ του ΤΕΛΟΥΣ της επίγειας εμφάνισης του Λόγου, με την υπογράμμιση πως ό,τι ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΝΥΝ ήταν ΑΥΤΟ που είχαν δει βιωματικά και εκφράσει, λεκτικά, οι προφήτες. Ως ενός είδους μέτοχοι του Μέλλοντος, στο δικό τους καθέκαστον ΝΥΝ. Στο Κατά Λουκάν, η αφήγηση (ας φορτίσουμε τον όρο ενθυμούμενοι εδώ τον Λυοτάρ…)ξεκινά από το ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ την Γέννηση και υπογραμμίζει, με σαφή ονοματοθεσία σχετικά με τον καίσαρα Αύγουστο (Οκταβιανός), την ΙΣΤΟΡΙΚΗ εμπλοκή του Λόγου ή Αχρόνου, που θα εκμεταλλευτεί η παρούσα πραγμάτευσή μας. Στο κατά Ιωάννη, η θέαση ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Εκεί, ο συγγραφέας θεάται τον «χρόνο» και τα συμβαίνοντα επί των ημερών του ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ, ξεκινά μια μια αφήγηση ΠΡΙΝ το big bang (!) ας πούμε, με μια ΠΡΟΧΡΟΝΙΚΗ «εξήγηση» του παρόντος-συμβαίνοντος της Ενσαρκώσεως, ακριβώς για να θεμελιώσει το Άχρονο και Υπέρχρονό της.

 

 

Με την αρχετυπική περίπτωση Αβραάμ που προανέφερα είναι σαν να δηλώνεται ότι ο χρόνος αρχίζει με την υποκειμενικότητα. Μια υποκειμενικότητα, όμως, που είναι όλοι οι άλλοι, μια υποκειμενικότητα που είναι τέτοια διότι συν-υπάρχει, συν-διαλέγεται, συν-ομιλεί με τους Άλλους, οικοδομώντας, μ’ αυτόν αποκλειστικά τον τρόπο, το υποκείμενό της, τον εαυτό της. Ακόμη και στη μοναξιά, αν θεωρήσουμε πως υφίσταται τέτοια, η υποκειμενικότητα διαλέγεται ή σιωπά με τον εαυτό της, ΟΜΙΛΩΝΤΑΣ τη γλώσσα των Άλλων με δική της τονικότητα και ηχόχρωμα.

Υπάρχει ένα ειδικό εισέρχεσθαι στην Ιστορία, στον Χρόνο, πέραν του απλά φυσικού που συμπορεύεται, κυλά μαζί του (αν μπορεί, όντως, ποτέ να υπάρξει ένα τέτοιο) που θα το ονομάζαμε παραλλήλως-είναι ή nebenansein. Το εισέρχεσθαι αυτό επιχειρεί την ανακατασκευή του Χρόνου ή, αν προτιμούμε ριζοσπαστικούς και κάπως πιο… αδιάλλακτους όρους, της ακύρωσής του, του εκμηδενισμού του, της εξ-όντωσης του. Επιζητεί να τον αποκαλύψει ως ΟΥΤΙΣ, ως κανέναν. Ο Χρόνος δίχως αυτή την διείσδυση, επέλευση, βίαιη παρεμβολή, παραμένει αλύτρωτος, καθώς δεν έχει πρόσωπο. Παίρνει πρόσωπο και χαρακτηριστικά από την παρέμβαση του ΠΟΙΗΤΗ, γι αυτό μιλούμε για εποχές στην Ιστορία που είναι αποκλειστικά πολιτισμικά παραδείγματα, δηλαδή τροπικές παρεμβάσεις ΝΟΗΜΑΤΟΣ στην αχρωμία του Χρόνου. Ο Χρόνος γίνεται το πρόσωπο της εποχής του, δηλαδή γίνεται οι πράξεις και οι σχέσεις των ανθρώπων, γίνεται ο άνθρωπος που συνομίλησε δυναμικά και βίαια μαζί του στην καθέκαστον χρονική στιγμή της εμφανίσεώς του. Ο Χρόνος π.χ. από το 0 έως σήμερα, 2020, χαρακτηρίζεται, στο ήμισυ ας πούμε χονδρικά της υφηλίου, ως χριστιανική εποχή. ΟΛΟΣ αυτός ο Χρόνος. Εξαιτίας ενός γεγονότος, μιας ΠΡΑΞΕΩΣ που συνέβη στην αρχή, στο χρονικό 0 που είπαμε παραπάνω.

 

 

Το άκρως παράδοξο και παράξενο είναι πως ακριβώς με την ανάληψη αυτή, εκ μέρους του Χρόνου, των χαρακτηριστικών του ανθρώπου-ΠΟΙΗΤΗ και ακριβώς χάρη σ’ αυτά, ο Χρόνος καθίσταται αυτομάτως ΚΑΝΕΝΑΣ, Ούτις. Δηλώνει, εκκωφαντικά, το ανυπόστατον του, την ίδια τη σύμβασή του, την «ιδιότητα» του να «είναι» ΟΥΤΙΣ, δηλαδή δίχως γνωρίσματα, χαρακτηριστικά, ΜΟΡΦΗ, αφού καθόσον (!) δεν εισέρχεται στη ροή του ο συν-δημιουργός, ο συν-εργός, συν-Ποιητής, της Κτίσεως, ο  οποίος μπορεί να ονομάζεται Πτολεμαίος αλλά και Μένανδρος, Πλίνιος αλλά και Σενέκας, Κοπέρνικος αλλά και Μάρλοου, Αϊνστάιν αλλά και Βαλερύ, ο Χρόνος «είναι» μια άμορφη μάζα δίχως ταυτότητα. Αλλά και όταν την πάρει τη Μορφή, όταν μορφοποιηθεί και ταυτοποιηθεί και λυτρωθεί από την ανωνυμία, διακηρύσσει στεντόρεια πως δεν είναι κανείς, ως μια προσπάθεια κλήσεως περισσοτέρων ονοματοδοσιών (ΤΕΧΝΩΝ-ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ…) επ’ αυτού, ώστε να κορέσει την ακόρεστη πολυωνυμική δίψα του να γίνει (να είναι 😉 πρόσωπον, όντας όσα περισσότερα καταφέρει να καλέσει πάνω του, δηλαδή όσες πράξεις ΠΟΙΗΤΙΚΩΝ υποκειμένων βιαιοπραγήσουν επ’ αυτού, θέτοντάς του τη σφραγίδα τους… Ο Χρόνος φαίνεται να… καλεί (εκκλησία, συναγωγή) εναγωνίως στην αποκάλυψη του ΑΠΡΟΣΩΠΟΥ του δια της ΠΟΛΥΠΡΟΣΩΠΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ των άκρως υποκειμενικών χρωματισμών (Τέχνη), που κατάγουν επ’ αυτού τα ΠΟΙΗΤΙΚΑ υποκείμενα της Ιστορίας.

Στη Τέχνη η διακριτή φωνή, το ύφος, η μοναδικότητα, από κάθε της πλευρά, είναι εκείνο που επιζητείται μανιωδώς και αναγνωρίζεται με τον ίδιο τρόπο, έστω κι αν όλες αυτές οι μοναδικότητες παίρνουν κάπως τα χαρακτηριστικά μιας εποχής. Όσες πιο πολλές μοναδικότητες και προσωπικά ύφη, τόσο πιο εμφανές το ΠΟΛΥΠΡΟΣΩΠΟΝ του Χρόνου και τόσο πιο εμφανές το ουσιωδώς ΑΠΡΟΣΩΠΟΝ του, το ΟΥΤΙΣ αυτού.

            (συνεχίζεται)

 

 

__________

[1] Βλ. Αρ. Μέσκου, Η υπόθεση των λογικών κβάντων, εκδ. Αρμός, 2007, σελ.136.

[2] Βλ.Ιωαν.Α΄1.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top