Fractal

Διπλός σεισμός

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Καινούρια πόλη», Εκδόσεις Πατάκη

 

Ο Μανώλης είναι ένας νεαρός διαζευγμένων γονιών, που πέρασε τα στάδια της ζωής του ανάμεσα σε τρία κράτη: Ελλάδα, Γερμανία και Σουηδία.

Γεννήθηκε κάτω από περίεργες συνθήκες, δηλαδή, ο πατέρας του δεν μπορούσε να κάνει παιδιά και η μητέρα του σκέφτηκε να ακούσει την πρόταση της αδελφής της, η οποία της πρότεινε τον άντρα της να τον δανειστεί και να κάνει παιδί μαζί του. Έτσι γεννήθηκε ο Μανώλης. Ο άντρας της αδελφής της όμως ο Παντελής, ο οποίος δεν είχε αποκτήσει αγόρι με την γυναίκα του, άρχισε να αγαπά τον Μανώλη υπερβολικά και να θέλει να κατακτήσει την Μαργαρίτα για να ζήσουν μαζί. Ο άντρας της Μαργαρίτας, ο Αναστάσης, επειδή κάτι είχε καταλάβει πήρε την οικογένειά του και πήγαν στην Γερμανία. Ωστόσο ο Μανώλης όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ήρθε στην Ελλάδα. Σπούδασε φιλολογία. Η Μαργαρίτα δεν πέρναγε καλά με τον άντρα της και μιας και ο γιος της ήταν στην Ελλάδα, τον παράτησε και γύρισε στη Θράκη στο χωριό της. Ο Παντελής τότε βρήκε την ευκαιρία και την πήρε και πήγανε στη Σαμοθράκη για να δουλέψουν στο εστιατόριο που άνοιξε. Ο Παντελής πίστευε πως και ο Μανώλης θα πήγαινε μαζί τους, αλλά ο Μανώλης επειδή δεν ήξερε ότι αυτός ήταν ο πραγματικός του πατέρας είχε παρεξηγήσει την υπερβολική αγάπη που του έδειχνε και συχνά μάλωνε μαζί του, οπότε αναγκάστηκε και πήγε στη Σουηδία, όπου έκανε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία και για να βιοπορίζεται δίδασκε ελληνικά στους Σουηδούς και συγκατοικούσε με τον Σβεν.

Η Μαργαρίτα όμως ενώ στην αρχή πέρναγε καλά με τον Παντελή, σιγά σιγά διαπίστωνε ότι αυτός γινόταν ολοένα και πιο βίαιος γιατί έπινε. Οπότε μην αντέχοντας την συμπεριφορά αυτή έγραψε στο γιο της να έρθει στην Ελλάδα για να τη βοηθήσει.

Όταν πήγε ο γιος της και θέλοντας να υπερασπιστεί την μητέρα του διαπληκτίστηκε με τον μεθυσμένο Παντελή, που τον βρήκε να κάθεται στην προβλήτα του λιμανιού και καθώς μάλωναν χωρίς να το θέλει ο Μανώλης τον έσπρωξε και ο μεθυσμένος Παντελής μην μπορώντας να στηριχθεί στα πόδια του, παραπάτησε κι έπεσε μέσα στη θάλασσα. Έντρομος ο Μανώλης παίρνει τη μάνα του και φεύγουν άρον άρον για την Αθήνα. Η μάνα του πήγε στο σπίτι της αδελφής του πατέρα της, στο Παγκράτι κι εκείνος στο σπίτι του φίλου του, του Γιώργου στην Πλάκα. Μετά από κάμποσες ημέρες διάβασαν στην εφημερίδα ότι ξεβράστηκε το πτώμα του Παντελή, όπου στα σπλάχνα του βρέθηκε πολύ αλκοόλ και πίστεψαν, ότι ήταν και η αιτία του πνιγμού του.

Η Μαργαρίτα είχε καλά βολευτεί στη θεία μέχρι και τα οικονομικά της διαχειριζόταν, όμως την είχε και σα δούλα. Ο Μανώλης έπρεπε να εργαστεί. Δεν ήταν εύκολο να βρει δουλειά και γι’ αυτό ο φίλος του ο Γιώργος τον σύστησε σε μια διαφημιστική εταιρεία που χρειάζονταν κάποιον να ξέρει σουηδικά, για να διαφημίσουν την Ελλάδα στη Σουηδία. Δεν ήταν αυτό που πραγματικά έψαχνε ο Μανώλης, όμως τα χρήματα ήταν καλά και δέχτηκε. Περιδιαβαίνοντας την Αθήνα για να φτάσει στην εταιρία έβλεπε όλο το χάλι των κακοποιημένων συνοικιών, με γεμάτους δρόμους από σκουπίδια, σπασμένα πλακάκια στα πεζοδρόμια, που αν δεν πρόσεχες μπορούσες να στραμπουλήξεις τα πόδια σου, κι αμέσως του έρχονταν οι εικόνες των συνοικιών της Σουηδίας, που είχαν τόση τάξη, που σ’ έπιανε απελπισία, γιατί σ’ εκείνες τις συνοικίες υπήρχε καθαριότητα, επιμέλεια, απλωσιά της φύσης, ευρυχωρία σπιτιών και γειτονιών. Περιδιαβαίνοντας καθημερινά την πόλη συναντούσε ασχήμιες, που του ενίσχυαν την απογοήτευση. Λεωφορεία ασφυχτικά γεμάτα, που έπρεπε να στριμωχτείς για να βρεις ένα χώρο να μπεις. Αφιλόξενο τοπίο, τα σπασμένα πλακάκια, αλλά οι τοίχοι και οι κολόνες γεμάτες συνθήματα και αφίσες. Μια αισθητική που δεν μπορούσες ούτε αρνητικές εκτιμήσεις να κάνεις. Παρτέρια γεμάτα μπουκάλια μπίρας και χαρτόκουτα πίτσας. Χώρια η βαβούρα από τα αυτοκίνητα που δεν σταματούσαν ποτέ, αλλά και ποτέ δεν ησύχαζε η πόλη από φωνές διαφόρων ανθρώπων τουριστών και μη.

 

Θοδωρής Γρηγοριάδης

 

Από την τηλεόραση έβλεπε μια άλλη πρωτεύουσα, που ζούσε σε δεκάδες υπόγεια και ημιυπόγεια, που είχαν πλημμυρίσει από μια αναπάντεχη βροχή και απελπισμένοι άνθρωποι προσπαθούσαν να σώσουν ένα κομμάτι από τη ζωή τους και ο Μανώλης σκεφτόταν τι τάχα ήταν αυτό που έφερε όλον αυτόν τον κόσμο στην πρωτεύουσα. Και συνεχώς αναπολούσε το ήρεμο προάστειο της Σουηδίας, όπου έμενε. Επισκεπτόταν συχνά τη μητέρα του και τη θεία του κι έβλεπε ότι η μητέρα του ήθελε όλο να βγαίνει έξω και να αγοράζει καινούρια ρούχα. Την πήγαινε τακτικά στο σινεμά και σε εστιατόρια όπου κάποια μέρα την πήγε σε ένα «έθνικ» εστιατόριο στο Μοναστηράκι, που το είχε ανοίξει ένας συμφοιτητής του Θεσσαλονικιός, με σύγχρονη κουζίνα και καλή μουσική, που μάλιστα δεν άργησε να αποκτήσει κοσμική πελατεία με πολιτικούς και διανοούμενους.

Η Μαργαρίτα από τότε σχεδόν που παντρεύτηκε με τον Αναστάση, περνούσε πολλά, έπινε και την έδερνε, ζήλευε κιόλας και αυτή δεν μπορούσε να πει τίποτα σε κανέναν γι’ αυτό από τότε είχε αρχίσει κι έγραφε γράμματα στο γιο της, που όμως δεν τα έστελνε ποτέ, αλλά τα φύλαγε στοργικά σ’ ένα κουτί με την ευχή κάποτε να πέφτανε στα χέρια του και να τα διαβάσει. Σ’ ένα τέτοιο γράμμα του εξηγούσε πώς γεννήθηκε και ποιος ήταν ο πατέρας του. Τώρα στην Αθήνα εξακολουθεί να του γράφει όσα δεν μπορεί να του πει, για το πόσο κουράζεται με τη θεία, που την πλένει, την περιποιείται κι εκείνη δεν είναι ευχαριστημένη και όλο γκρινιάζει, αν θελήσει να βγει έξω για λίγο.

Ο γιος της με τα χρήματα που έβγαλε, γιατί βρήκε και άλλες παρόμοιες δουλειές, πήρε ένα αυτοκίνητο και όταν πήγε να της το δείξει και να την πάει βόλτα, εκείνη ζήτησε να την πάει να δει την Τρούμπα στον Πειραιά. Όταν πήγαν εκεί, απογοητεύτηκαν από τα κλειστά μαγαζιά, τα λίγα μπαρ με μισάνοιχτες πόρτες, άπλυτα πεζοδρόμια με σκουπίδια, κάποια παλιά ξενοδοχεία και ναυτιλιακές εταιρείες. Η επιθυμία της το να πάει εκεί ήταν ένα προσκύνημα γι’ αυτές τις γυναίκες που έζησαν εκεί, που γι’ αυτήν ήταν οι αληθινές γυναίκες, βγαλμένες από τη ζωή, που αγάπησαν και πόνεσαν.

Τελικά πέθανε η θεία της έγραψε όλη την περιουσία της και η Μαργαρίτα γνώρισε έναν απόστρατο αξιωματικό τον Μίμη, ο οποίος αφού την έκανε να πουλήσει τα ακίνητα που είχε, την υποχρέωσε να παίξει στο χρηματιστήριο. Ήταν η εποχή της άνθισης του χρηματιστηρίου και η εποχή όπου η Ελλάδα θα ανελάμβανε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Ο κόσμος στην Ελλάδα είχε ξεσηκωθεί. Παντού σκαμμένα έργα, οι δρόμοι πλημμυρισμένοι από τις απεργίες, γιατί καταλάβαινε ο λαός ότι οι Ολυμπιακοί θα στοίχιζαν όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον. Καίγονταν αυτοκίνητα, δακρυγόνα έπεφταν σε πολλές γειτονιές και ιδιαίτερα στα Εξάρχεια. Τα χρήματα που είχαν βάλει ο Μίμης και η Μαργαρίτα ήταν πολλά εκατομμύρια, όμως η απληστία του Μίμη δεν τ’ ακουμπούσε, γιατί ήθελε να πολλαπλασιάζονται συνέχεια. Δυστυχώς μετά οκτώ μήνες έχασαν τα πάντα. Εξαιτίας αυτού ο Μίμης έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε και η Μαργαρίτα αφού έμεινε χωρίς σπίτι εξαφανίστηκε και μάταια την έψαχνε ο γιος της και η αστυνομία.

Ο Μανώλης βρήκε τα γράμματα και διαβάζοντάς τα κατάλαβε πόσο δυνατή και θαυμαστή γυναίκα ήταν. Καθώς διάβαζε τα γράμματα αισθάνθηκε τον δυνατό σεισμό που είχε επίκεντρο την Πάρνηθα κι έτρεξε γρήγορα να σωθεί, γιατί το σπίτι γκρεμιζόταν. Έφευγε να σωθεί, αλλά αισθανόταν ότι αυτό που άφηνε πίσω του, ήταν μια καινούρια πόλη.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top