Fractal

Για το Αρχαίο Ελληνικό Δράμα

Γράφει ο Βασίλειος Αράπης //

 

Φρ. Νίτσε, «Διόνυσος κατά Εσταυρωμένου. Εκλογή απ’ τα κατάλοιπα περί αρχαίου δράματος (1864-1875)», μτφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης, επιμ. Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, Αθήνα: Gutenberg, 2020

 

Ο Φ. Νίτσε (1844-1900) φέρει την ταυτότητα ενός από τους πιο μεταφρασμένους διανοητές στον ελληνικό χώρο και όχι μόνο. Το εν λόγω βιβλίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2020 συνιστώντας μια δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση, όπου η κατανομή του υλικού, σε σχέση με την πρώτη έκδοση, επεκτείνει το νήμα της αφήγησης, εμπεριέχοντας πρωτογενείς σκέψεις του Νίτσε ήδη από τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια (1864-68), φτάνοντας μέχρι και το 1888. Το γεγονός αυτό προσφέρει στους μελετητές το πλεονέκτημα της καλύτερης αποκωδικοποίησης του νιτσεϊκού στοχασμού γύρω από το φαινόμενο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Πιθανό μειονέκτημα για ορισμένους αναγνώστες ίσως αποτελεί το αυτοσχέδιο ύφος της προσωπικής του μελέτης, χωρίς παραπομπές, τα στάδια της οποίας αναπτύσσονται στο συγκεκριμένο βιβλίο υπό τη μορφή σημειώσεων, βάσει των οποίων θα ακολουθούσε η συγγραφή των μετέπειτα μεγάλων έργων του. Την ελλειπτική και αποσπασματική δομή αυτών των πρώιμων σκέψεων του Γερμανού φιλολόγου έρχεται να καλύψει η ουσιαστική σχολιασμένη επιμέλεια του Ήρκου Αποστολίδη, η οποία αναδεικνύει ευκρινέστερα την πηγαία και πειραματική γραφή του νεαρού Νίτσε. Η παρουσιαζόμενη πλήρως υπομνηματισμένη πρώιμη φιλοσοφία του Νίτσε σ’ αυτόν τον τόμο, εν μέσω επιλεγμένων δοκιμίων και ανέκδοτων σημειωματάριων, προσφέρει μια κάτοψη της πνευματικής βιογραφίας του συγγραφέα, εστιάζοντας θεματικά στη γέννηση και την πνευματική ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Το Διόνυσος κατὰ Ἐσταυρωμένου απαρτίζεται σε πρώτη φάση από τρία δοκίμια «Το αρχαίο μουσικό Δράμα», «Σωκράτης και Τραγωδία», «Η Διονυσιακή κοσμοθέαση», τα οποία υποδεικνύουν τη δημιουργική μετάβαση του Νίτσε στην ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία (1870). Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (σ. 133 κ.ε.) παρατίθενται επιστολές και αποσπάσματα από κείμενα του Νίτσε (1864-75), τα οποία συμπληρώνονται από έναν καίριο σχολιασμό με επίκεντρο τις πνευματικές και πιο συγκεκριμένα τις φιλοσοφικές του ανησυχίες της εκάστοτε περιόδου. Ο μεταφραστής της έκδοσης Β. Δουλαβέρης στο σημείωμά του ονοματίζει χαρακτηριστικά το κεφάλαιο αυτό «μηχανοστάσιο» (σ. 11), εκφράζοντας εύστοχα τον εργαστηριακό χαρακτήρα της διαμόρφωσης των βασικών προβληματισμών και διανοητικών του συλλήψεων. Η αρχιτεκτονική του βιβλίου στοιχειοθετείται επίσης από ένα απαραίτητο παράρτημα, το οποίο φωτίζει τη νιτσεϊκή αντίληψη περί Σωκράτη και Σοφιστών με την παράθεση κειμένων της περιόδου 1876-88. Ακόμα, στο ίδιο παράρτημα περιέχονται κατάλοιπα με αποφθεγματικό και αυτοσχεδιαστικό ύφος από τα σημειωματάρια της όψιμης περιόδου (1885-8) του Νίτσε. Τέλος, την κατακλείδα πλαισιώνει μια φιλολογική προσέγγιση μεταφραστή-επιμελητή, η οποία κατατοπίζει τον αναγνώστη στη διευκρίνιση βασικών όρων και βαθύτερων νοημάτων της σκέψης του Νίτσε για τη «Συνείδηση», το «Ασυνείδητο» και την «Επιστήμη».

Με έμφαση στα κεντρικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ο Νίτσε για να τεκμηριώσει τις απόψεις του, το πρώτο δοκίμιο για το αρχαίο μουσικό δράμα (σ. 41-62), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα προοίμιο της Γέννησης της Τραγωδίας, του εμβληματικού έργου που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1874.[1] Ο Νίτσε στην πραγμάτευσή του αυτήν εστιάζει στην προέλευση του Δράματος ως μία «καθολική Τέχνη», η οποία εξελίχθηκε δια μέσου των αιώνων με ένα φυσικό και αδιάκοπο τρόπο, εντούτοις πολλές φορές κλονίστηκε αισθητικά από μια αυθαίρετη καλλιτεχνική αξιοποίηση της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας υπό μια λόγια αντίληψη του είδους. Η ολιστική θεώρηση του Νίτσε για το αρχαίο ελληνικό Δράμα τοποθετεί τη Μουσική στον πυρήνα της Τραγωδίας. Αποτελεί το γενεσιουργό στοιχείο της. Φαίνεται στο σημείο αυτό μέσα από παραδείγματα και εικόνες που φέρνει ο Νίτσε, από τις εορταστικές εκδηλώσεις και παραστάσεις της αρχαίας Αθήνας, ότι ο διονυσιακός χαρακτήρας των τελετών αυτών και η έκσταση αποτελούσαν το «λίκνο του Δράματος» (σ. 49). Αφού ο Γερμανός στοχαστής εισάγει πρώτα τον αναγνώστη σε αυτήν τη διονυσιακή μέθεξη του αττικού δράματος, τονίζει έπειτα τον δεσπόζοντα ρόλο που κατέχει ο Χορός μιας δραματικής παράστασης συνάμα με την αξιοποίηση της Μουσικής. Η όρχηση, το μουσικό σκέλος γενικά, (το αριστοτελικό μέλος), είναι το συνεκτικό στοιχείο του αρχαιοελληνικού Δράματος. Η Μουσική αντιμετωπίζεται ως μια καθολική γλώσσα, η οποία συνένωνε πολλές επιμέρους Τέχνες σε μια ενιαία δράση. Με τη χρήση πολλαπλών ρυθμικών εκφραστικών μέσων αναδείκνυε το πάθος των ηρώων και κινούσε τη συμπάθεια του θεατή.

Το δοκίμιο περί Σωκράτη και Τραγωδίας οδήγησε σε μια ακαδημαϊκή σύγκρουση του Νίτσε με τους συναδέλφους του, με πιο γνωστή την δριμεία κριτική που δέχθηκε από τον Wilamowitz. Η κεντρική ιδέα που εκφράζεται από τον Νίτσε είναι η αρνητική επίδραση του «σωκρατισμού» στην Τέχνη και συγκεκριμένα στο αρχαίο ελληνικό Δράμα που μέσα του έκρυβε το ένστικτο και το «Ασύνειδο», τα οποία με τη σειρά τους δρούσαν δημιουργικά. Διευκρινίζοντας, την έννοια του «σωκρατισμού» ακολουθούσε το «Συνειδητό», δηλαδή η λογική που λειτουργούσε αποτρεπτικά στην αρχαία ελληνική δραματική ποίηση. Η τάση για μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια, γεγονός που φαίνεται κυρίως στα έργα του Ευριπίδη, ο έντονος ρεαλισμός, το παράδειγμα των ευριπίδειων προλόγων που διηγούνται εξ’ αρχής τα μέλλοντα γενέσθαι της υπόθεσης, η ρητορική, όλα αυτά εν συνόλω, που συνοψίζονται στην προσωπικότητα του Σωκράτη με την διαλεκτική της αιτιότητας που τον χαρακτήριζε, λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην ασύνειδη δημιουργική φύση της Τραγωδίας. Όπως θα φανεί στο επόμενο δοκίμιο, το αρχαίο ελληνικό δράμα δεν αντιπροσωπευόταν μόνο από μια καθαρή «Απολλώνια διαύγεια», αλλά από τη διονυσιακή έκσταση που αναβλύζει από τη μουσική, την αρμονία, την ίδια τη γλώσσα, τη μέθη και τη μεταμορφωτική της δύναμη ψυχή τε και σώματι.

 

Friedrich Nietzsche

 

Το κεφάλαιο της «Διονυσιακής Κοσμοθέασης» συνάπτεται με τον Διόνυσο ως σύμβολο, που ενώνει τους ανθρώπους μεταξύ τους, καθώς και με τη φύση, και η ανάγνωση των Βακχών αποτελεί την κρίσιμη επίδραση στη συγγραφή αυτού του δοκιμίου. Επομένως, στο σημείο αυτό, διατυπώνεται ρητά η διττή φύση της αρχαίας ελληνικής Τραγωδίας με κυρίαρχο το εννοιολογικό ζεύγμα Απολλώνιο-Διονυσιακό. Ο Νίτσε καταλήγει στην δική του εκδοχή για την προέλευση της αρχαίας ελληνικής Τραγωδίας και Τέχνης, αφού στρέφεται πρώτα στην ανάλυση ορισμένων αρχετυπικών βιωμάτων του ανθρώπου πλαισιωμένα από μια ψυχολογική και υπαρξιακή διάσταση. Η ανθρώπινη ύπαρξη ταλαντεύεται στο όνειρο και στη μέθη, στον Λόγο και στο παράλογο. Οι πρώτες λέξεις κάθε ζευγαριού δηλώνουν την Απολλώνια πλευρά, την αληθινή γνώση, το Πραγματικό, το φαίνεσθαι,[2] ενώ οι δεύτερες λέξεις εγκολπώνονται τη Διονυσιακή Τέχνη που βασίζεται στο παιχνίδι με τη μέθη και την παράφορη έκσταση. Το ερμηνευτικό σχήμα της φιλοσοφικής θεώρησης του Νίτσε θεμελιώνεται από αντιθετικές έννοιες και δίπολα, όπως το συμβατό με τον κανόνα, τους ισχύοντες κοινωνικούς θεσμούς εν αντιθέσει με την κατάργηση των θεσμών αυτών και των πάγιων μορφών (στην Τέχνη), το μέτρο και η καθαρή θέαση εν αντιθέσει με την υπερβολή, την αγριότητα, τη μέθη της χαράς ή της οδύνης και το άμετρο της Φύσης. Η Αλήθεια της ζωής που εκπροσωπείται από τον Απόλλωνα και περιέχει το αποτρόπαιο της Ύπαρξης όπως τον θάνατο, έρχεται αντιμέτωπη με το κάλλος, και εν τέλει αποδυναμώνεται από τη Διονυσιακή ομορφιά. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι το βάρος για την δημιουργία της Τραγικής Ιδέας πέφτει στον Διόνυσο, ο οποίος διοχετεύει την πρωτόγονη χαρά στην τραγική αξιοποίηση του μύθου, το υπόβαθρο του οποίου είναι ο πρωταρχικός πόνος που εξοβελίζεται εν τέλει από την άρση όλων των φραγμών μέσω της μουσικής και εν γένει του διονυσιακού πνεύματος.

Ο αναγνώστης αυτού του ολοκληρωμένου από αισθητικής και τεχνικής άποψης βιβλίου, συνδυάζοντας τα παραπάνω δοκίμια με τα σημειωματάρια του Νίτσε (σ. 133 κ.ε.), βρίσκεται στη θέση να κατανοήσει σε βάθος την πορεία της φιλοσοφικής, κυρίως, σκέψης του Νίτσε γύρω από τις ρίζες του αρχαιοελληνικού τραγικού φαινομένου και τις κινητήριες δυνάμεις του. Η αξία του τόμου μεγαλώνει, όταν αναλογιστεί κανείς ότι η πειραματική αυτή φάση της σκέψης του Νίτσε δεν είχε μετουσιωθεί ακόμα σε μια ολοκληρωμένη φιλολογική πραγματεία με τα γνωστά για την εποχή αυστηρά μεθοδολογικά κριτήρια, εντούτοις οδήγησε σε μια υπέρβαση και σε μια δημιουργική διαπλάτυνση της καθιερωμένης οπτικής για το αρχαίο ελληνικό Δράμα.

 

 

________________

[1] Ήδη το 1872 εκδόθηκε το βιβλίο της Γέννησης της Τραγωδίας από το Πνεύμα της Μουσικής.

[2] Εδώ με την έννοια της απατηλής λάμψης του Κόσμου των φαινομένων.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top