Fractal

Διονύσιος Σολωμός: Ο ποιητής της ελευθερίας

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

 

“Δεν έχω τίποτ’ άλλο στο νου μου
πάρεξ ελευθερία και γλώσσα…”

 

 

Η γλώσσα, η πρώτη και μοναδική πολυδάπανη έγνοια του ποιητή. Κι η πατρίδα κι η ελευθερία. Αλλά πρώτα απ’ όλα η γλώσσα! Δεν είναι υπερβολή, αν πούμε πως όλη του τη ζωή την αφιέρωσε στη σπουδή της γλώσσας μας, αυτός ο σπουδαγμένος στην Ιταλία, ο θρεμμένος με ευρωπαϊκή παιδεία.

Το 1998 καθιερώθηκε ως ” έτος Σολωμού “, με τη συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από τη γέννησή του. Από την ευλογημένη, τη σημαδιακή εκείνη χρονιά, που, γύρω στις 20 Απριλίου του 1798, μια ταπεινή δούλη, μια αγράμματη, πανέμορφη Κρητικοπούλα, η Αγγελική Νίκλη,

έφερε στον κόσμο το παιδί του Ζακυνθινού άρχοντα κόμη Νικολάου Σολωμού, που του έδωσαν το όνομα Διονύσιος.

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο ανάμεσα στις 9 και 22 Απριλίου το έτος 1798. Προτού ακόμα γίνει δέκα ετών (1807), πέθανε ο πατέρας του. Το 1808 τον έστειλαν στην Ιταλία να σπουδάσει, όπως γινόταν τότε με όλα τα παιδιά των πλουσίων Εφτανησίων. Δεκαπέντε ετών έχει τελειώσει το Λύκειο και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας. Το 1818   είκοσι μόλις ετών, γυρίζει στη Ζάκυνθο και το 1823 μυείται στη Φιλική Εταιρία. Γνωρίζεται με το Σπυρίδωνα Τρικούπη ο οποίος παρότρυνε τον νεαρό αριστοκράτη, που ως τότε έγραφε ποιήματα στα ιταλικά, να γράψει ποιήματα στα ελληνικά. Έτσι η Ελλάδα κέρδισε τον μεγαλύτερο Νεοέλληνα ποιητή της!

 

Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ένα αξεπέραστο πνευματικό μέγεθος μεταξύ των μεγάλων δημιουργών της Νεοελληνικής ποιητικής πραγματικότητας. Είναι ο Δάσκαλος του Ελληνισμού. Το έργο του είναι η συνείδηση, το πάθος και το μάθος, τα θεμέλια, ο ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής γλώσσας. Της γλώσσας, που μιλιέται σ’ αυτόν εδώ τον πολύπαθο τόπο, αλλά και στα πέρατα του κόσμου η ίδια εδώ και 2500 και βάλε χιλιάδες χρόνια.

Το έργο του Σολωμού, ποιητικό και πεζό, οι στοχασμοί του, περιέχουν τον πλούτο της ζωντανής λαλιάς, της καθημερινής γλώσσας του απλού λαού. Τη χρησιμοποίησε ως εκφραστικό εργαλείο αμόλυντη κι αγνή, όπως την είχε μάθει από τη μάνα του, που τον νανούριζε με δικά της παινέματα, αρθρώνοντας τραγούδια ολόγλυκα τα όνειρά της. Είναι γεμάτο από την ομορφιά και την αγνότητα, την απλότητα, την τρυφεράδα και την αθωότητα του άδολου ελληνικού τοπίου. Η φύση είναι αθώα κι αναμάρτητη, όπως την πρώτη ώρα που βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού. Είναι η ίδια η φύση κι η ζωή της ελληνικής πραγματικότητας. Και το κάνει αυτό συνειδητά ο Σολωμός. Οι ” στοχασμοί” του δείχνουν πόσο τον απασχολούσε η γλώσσα κι η ελληνική πατρίδα.

“Σκέψου βαθειά και σταθερά (μια φορά για πάντα) τη φύση της ιδέας πριν πραγματοποιήσεις το ποίημα. Εις αυτό θα ενσαρκωθεί το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της αληθινής φύσης, η πατρίδα και η πίστις (…). Ο θεμελειώδης ρυθμός του ποιήματος ας είναι από την αρχή ως το τέλος το κοινό και το κύριο, ριζωμένα και ταυτισμένα με τη γλώσσα…”

Δάσκαλοί του, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο ίδιος, ήταν ο ΄Ομηρος:

“…Απάντεχα βαθύς ύπνος με πιάνει,

κι ομπροστά μου ένας γέροντας μου εφάνη.

(…)Τα μάτια του εστριφογύριζε σβησμένα.

Αγάλι αγάλι ασηκώθη από χάμου,

Και ωσάν νάχε το φως του ήλθε κοντά μου…”

Επίσης ο Πίνδαρος κι οι τραγικοί ποιητές, ο θησαυρός της ελληνικής οικουμένης και το χάρισμα της τέχνης και “το απόκρυφο της τέχνης” οδηγούν το χέρι του να γράψει όσα “πρώτα συλλαμβάνει ο νους κι ύστερα η καρδιά…” Είναι ο ποιητής των μικρών απλών πραγμάτων και των υψηλών, των αιώνιων ιδεών.

 

 

Ο Σολωμός ήθελε και μίλησε με τη γλώσσα του απλού λαού, δεν είναι πως δεν ήξερε ελληνικά, όπως κάποιοι σοφοί ισχυρίστηκαν. Γνώριζε βαθύτατα και εκφραζόταν καίρια, όπως μαρτυρούν οι στοχασμοί του και το πλήθος των χειρογράφων, που βρέθηκε στο Αρχείο και έχουμε στη διάθεσή μας. Τι διορθώσεις και τι επεμβάσεις έκανε στα κείμενά του! Πόσο “δούλευε” και πόσο “βασάνιζε” τα γραφτά του. Πόσο τον απασχολούσε η σωστή, η ακριβολόγα, η καίρια έκφραση. Πίστευε πως η κοινή λαλιά, με τα ζωντανά στοιχεία, μπορούσε να εκφράσει και τις πιο υψηλές συλλήψεις του μυαλού. Και το απέδειξε τόσο με τα ποιητικά, όσο και με τα πεζά κείμενά του. Εφάρμοσε στην πράξη ό,τι πίστευε για τη λειτουργία και τη λειτουργικότητα των στοιχείων της γλώσσας του λαού, δημιούργησε ένα έργο, που καλύτερό της δεν έδωσε ως τα σήμερα η ελληνική ποίηση.

Με τον ερχομό του στην Ελλάδα ο ποιητής βρέθηκε αντιμέτωπος με μια Ελλάδα ξεσηκωμένη, ανάστατη! Ο Αγώνας των Ελλήνων είχε ανάψει. Κι ήταν μόλις 23 ετών. Ερχόταν από μια ελεύθερη χώρα σε μιαν άλλη, όπου ως εκείνη τη στιγμή:

“…Ολα τα ‘σκιαζε η φοβέρα

και πλάκωνε η σκλαβιά…”

κι ο ποιητής στο μεγάλο του -πρώτο ίσως γραμμένο στα ελληνικά- ποίημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο, “΄Υμνος εις την ελευθερίαν”, ύμνησε τον Αγώνα των Ελλήνων παρακολουθώντας με πάντα ” ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια” της ψυχής του, τόσο στις στιγμές του μεγαλείου και της δόξας, όσο και των συμφορών και της αδελφοκτόνας διχόνοιας των αρχηγών, που κόστισε στο ΄Εθνος ποτάμια αίμα αδερφικό και διεθνή κατακραυγή.

Αν ο “΄Υμνος εις την ελευθερίαν”, με τις 158 στροφές, είναι η ποιητική απόδοση του τιτάνιου αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία, για ηθική και εθνική αποκατάσταση, με συμβουλές και παραινέσεις για ομόνοια και αδελφωσύνη:

“…Η διχόνοια ‘που βαστάει

                         ΄Ενα σκήπτρο η δολερή,

                          Καθενός χαμογελάει,

                          Πάρ’ το, λέγοντας, κι εσύ.

 

                       …Μην ειπούν στο σ΄οχασό τους

                          Τα ξένα έθνη αληθινά:

                          Αν μισούνται αναμεσό τους

                          δεν τους πρέπει ελευθεριά…”

με την ωδή “Εις Μάρκο Μπότσαρη”, μας μεταφέρει, μ’ ένα διασκελισμό και συναίρεση του χρόνου και του χώρου, στην Τροία και στη σκηνή του Αχιλλέα, τη στιγμή που ο Πρίαμος πήγε με δώρα ικέτης για να του δοθεί ο νεκρός τού γιου του ΄Εκτορα και γυρίζοντας:

“…Εβγήκαν μαζί της θλιμμένης

                         Τρωάδας απ’ όλα τα μέρη

                         γυναίκες, παιδάκια και γέροι,

θρηνώντας να ιδούν το κορμί

                         που χάνει γι’ αυτούς την ψυχή…”

Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, στη θανή του μεγάλου ήρωα, του ανιδιοτελή αγωνιστή, του Μάρκου Μπότσαρη, όλη η Ελλάδα θρήνησε τον ηρωικό νεκρό:

  “…Κλεισμένο δεν έμεινε στόμα

                         Απάνου στου Μάρκου το σώμα.

                         Απέθαν’ , απέθαν’ ο Μάρκος.

                         Μια θλίψη, μια άκρα βοή,

                         Και θρήνος και κλάψα πολλή…”

Ο θάνατος, επίσης, του Λόρδου Βύρωνα, του μεγάλου φιλέλληνα Άγγλου ποιητή βύθισε σε μέγα πένθος όχι μόνο το Μεσολόγγι, αλλά κι ολόκληρη την Ελλάδα, ακόμα και τη φύση, θα συγκινήσει τόσο πολύ το νεαρό ποιητή, που θα συνθέσει μιαν ακόμα μεγαλόπνοη ωδή με την οποία θα περάσει και τα μυνήματα και τις προσπάθειες του Βύρωνα να κάνει τους αγωνιστές να ομονοήσουν. Απευθυνόμενος πρώτα στην ελευθερία, θα προστάξει:

“…Λευτεριά για λίγο πάψε 

                      να χτυπάς με το σπαθί,

                      τώρα σίμωσε και κλάψε 

                      εις του Μπάυρον το κορμί…”

Αναθυμάται τις γυναίκες του Ζαλόγγου, που προτίμησαν το γκρεμό και το θάνατο από τη σκλαβιά και την ατίμωση:

“…Ταις εμάζωξε εις το μέρος 

                     του Τσαλόγγου το ακρινό

                     της ελευθεριάς ο έρως

                     και ταις έμπνευσε χορό…”  

και στη συνέχεια, ανάμεσα στ’ άλλα, θ’ αναφερθεί και στην έγνοια του Βύρωνα και στον καημό του, που οι ΄Ελληνες, μακριά από τα πεδία τωνμαχών, τρώγονταν για τα αξιώματα, τους διαμέλιζε η διχόνοια για τηνεξουσία. ΄Εβλεπε τη διχόνοια ως χειρότερο εχθρό κι από τον τύραννο, κά

τι που σαράκωνε και την ψυχή του Σολωμού:

“…Η διχόνοια κατατρέχει 

                    Την ελλάδα. Αν νικηθεί,

                   -Μα τον κόσμο που μας έχει-  

                    Τ’ όνομά σας ξαναζεί…”    

και το λέει,με τα ίδια τα λόγια του ΄Αγγλου ποιητή, που έδωσε την περιουσία του, την υγεία του και τη ζωή για την ελευθερία των Ελλήνων.

“Η καταστροφή των Ψαρών”, ποίημα που αποτελείται από μια μόνο εξάστιχη στροφή, ορθώνεται ως μια στήλη ηρωισμού, μια σπάνια δόξα του Νέου Ελληνισμού, όπως άλλωστε είναι και το ίδιο το ολοκαύτωμα του  φαλακρού αιγαιοπελαγίτικου νησιού, που ο ποιητής το είδε στην άκρα ερήμωσή του με μοναδική κινούμενη φιγούρα πάνω στις στάχτες τη δόξα,ψάχνοντας τους ηρωικούς νεκρούς, για να τους στεφανώσει με το αμάραντο στεφάνι της πολεμικής αρετής, καμωμένο από ό, τι έμεινε, μετά το πέρασμα του μαχαιριού, του τσεκουριού και της φωτιάς…

 “Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη

                     Περπατώντας η δόξα μονάχη

                     Μελετά τα λαμπρά παλικάρια

                     Και στην κόμη στεφάνι φορεί                    

                     Γεναμένο από λίγα χορτάρια

                     που είχαν μείνει στην έρημη γη”.

 

Ωστόσο, το παμμέγιστο ποίημα, και όχι μόνο του Σολωμού, αλλά και όλης της Ελληνικής ποίησης, είναι αναμφίβολα οι “Ελεύθεροι πολιορκημένοι “, ένα μεγαλόπνοο ποίημα, δοσμένο σε τρία “σχεδιάσματα”, που συνέθεσε ο ποιητής αφού πρώτα στοχάστηκε, ζύγιασε και συνδύασε όλα τα δεδομένα που είχε στη διάθεσή του. Οι σημειώσεις που συνοδεύουν τα τμήματα των στίχων και στα τρία “σχεδιάσματα” και τα πεζά μέρη, που δίνονται ως επεξηγηματικά, δείχνουν πόσο τον βασάνιζε και πόσο ο ίδιος βασάνιζε το έργο του, κάθε στίχο, κάθε λέξη! Πόσο οργανωμένη ήταν η σκέψη του πάνω στην ιδέα και στις ιδέες, οι “στοχασμοί” του, που ήθελε να εκφράσει ποιητικά.

Να σταθούμε λίγο στον τρόπο που δούλεψε ο Σολωμός το ποίημα αυτό: Ο ποιητής είναι στη Ζάκυνθο. Στην αντικρινή στεριά μια χούφτα πολεμάρχοι κι άμαχοι, κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σαθρό “τειχί”, “φράχτη” το χαρακτήρισε ο Αράπης προτού οι Μεσολογγίτες αποδείξουν πώς αγωνίζονται εναντίον του αναρίθμητου εχθρού, αποφασισμένοι να νικήσουν ή να πεθάνουν, ενώ είναι σίγουρο πως όλα έχουν χαθεί. Είναι άνοιξη. Έξω στη φύση η ζωή οργιάζει. Δέντρα, χλόη, νερά, πουλιά λουλούδια, όλα καλούν τους εξαθλιωμένους από την πείνα κι από τη λύσσα του πολέμου στη χαρά της ζωής:

“…Ο Απρίλης με τον ΄Ερωτα χορεύουν και γελούνε

        κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ ‘αρματα σε κλειούνε.

  (…)Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

       η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.

       Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει:

      ΄Οποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει…”

γιατί είναι τόσο όμορφη η ζωή, ενώ οι πολιορκούμενοι προτιμούν το θάνατο, υπερασπιζόμενοι τη γη τους. Μπροστά σ’ αυτό το πανηγύρι της ζωής στη φύση κάποια στιγμή οι ηρωες δειλιάζουν στα μάτια του ποιητή:

“…Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της…”

Οι κλεισμένοι μέσα στο κάστρο, νηστικοί και μπαρουτοκαπνισμένοι, βρίσκονται στο έσχατο ανθρώπινο όριο αντοχής.Ο ποιητής το διαισθάνεται. Και φοβάται μην τους παρασύρει το τραγούδι της ζωής:

“…Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,

        γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την ανδρεία…”

Προστάζει. Και δεν φοβάται για τους αγωνιστές. Αυτοί είναι αποφασισμένοι. Για τους αδύναμους, τους άμαχους φοβάται, που όλοι βρίσκονται ταμπουρωμένοι πίσω από το φράχτη κι αντιστέκονται. Κι η πόλη μένει στα μάτια του ποιητή, “’ομορφη, πλούσια κι άπαρτη και σεβαστή κι αγία”,  τη στιγμή που,“…Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ ΄Αγγλου, /πέλαγο μέγα πολεμά, βαρύ το καλυβάκι…”Κι όμως απόξω η ζωή στη φύση χύνεται από παντού πλημμύρα ολοζώντανη:

“…Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα ,

         χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,

         και παίρνουνε το μοσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,

         κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,

         τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια…”

Ενώ μέσα στο κάστρο στάλα νερό δεν βρίσκεται να βρέξουν το λαρύγγι τους οι πολιορκημένοι του. Ο ποιητής που ξέρει και ζει το δράμα τους, είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται να λυγίσουν: Γι’ αυτό μονολογεί,“…Ερμα ‘ν’ τα μάτια που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα…”, γιατί οι Μεσολογγίτες το έχουν αποδείξει με την επιμονή και την άρνησή τους να παραδοθούν στον εχθρό, παρασυρμένοι από τα “μάγια του τραγουδιού” της ζωής. Και:

“…Είν’ έτοιμοι στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων

         δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κι ελεύθεροι να μείνουν,

         εκείθε με τους αδερφούς, εδώθε με το χάρο…”

Όπως κι έγινε με την ηρωική έξοδο και με τα τρομερά γεγονότα που ακολούθησαν, όταν η πόλη παραδόθηκε στο μαχαίρι και στις φλόγες κιαπό τους ηρωικούς πολεμιστές μόνο διακόσιοι κατάφεραν να φτάσουν στα βουνά και να σωθούν…

 

 

Είπαν συχνά πως ο ποιητής δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο και το άφησε σε αποσπάσματα. Δεν φαίνεται από τα πράγματα να ευσταθεί αυτός ο ισχυρισμός. Ο ποιητής συνδέει τα μέρη της σύνθεσης με σημειώσεις και πεζά κείμενα, που δίνουν την εικόνα μιας αδιάσειστης ενότητας. Αλλά κι αν υποτεθεί πως είναι έτσι, αυτό που έχει κληροδοτήσει στη Νεότερη Ποίησή μας, είναι:

 “…Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου…”,

όπως λέει ο τελευταίος στίχος από ένα άλλο θαυμάσιο ποίημα, ύμνο της νιότης και της ζωής, τον ” Πόρφυρα”, όπου κι εκεί ο νεαρός Άγγλος στρατιώτης, στέκεται έκθαμβος μπροστά στην ομορφιά της φύσης, λίγο προτού τον κατασπαράξει ο Πόρφυρας, ο καρχαρίας:

“…Φύση, χαμόγελα άστραψες κι εγίνηκες δική του.

                Ελπίδα, τό ‘δεσες το νου μ’ όλα τα μάγια πόχεις.

                Νιος κόσμος όμορφος παντού χαράς και καλοσύνης…”

Αλλά το θεριό ορμά:

“…Κατά τον κάτασπρο λαιμό, που λάμπει ωσάν τον κύκνο,

                κατά το στήθος το πλατύ και το ξανθό κεφάλι,

                κατά τη μεγαλόψυχη γλυκιά πνοή της νιότης…

          (…)Πριν πάψει η μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει.

              ΄Αστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του

               Οι κόσμοι γύρου ν’ άνοιγαν κορόνες να του ρίξου…”
Ίσαμε που ο νέος :
“…Απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου…                “

 

“Ο Λάμπρος” είναι ένα μεγάλο ποίημα δραματικό, όπου ξετυλίγεται ο έρωτας, η ζωή, η παράξενη, η τραγική μοίρα δυο ανθρώπων και στη συνέχεια ο αφανισμός των παιδιών τους και των ίδιων. Ιδού ένα χαρακτηριστικό ποίημα από τη σύνθεση αυτή, με τίτλο, “Η τρέλα της Μαρίας”:

 

Ο παπάς για το γάμο όλα ετοιμάζει,

              κι είναι αναμμένα τα κεριά του γάμου.

              Ο Λάμπρος τρομασμένος τήνε κράζει:

              Σήκω, δυστυχισμένη, έλα κοντά μου…

              Εις τη φωνή του Λάμπρου ανατριχιάζει

              και παρευθύς σηκώνεται από χάμου,

              και τραγουδάει και τραγουδώντας κλαίει.

              Κι αυτός, “μην κλαις, μην τραγουδάς της λέει…

 

Ο Κρητικός, ένα επίσης ολοκληρωμένο ποίημα όπου σμίγουν οι ψυχικές δυνάμεις με τις δυνάμεις της φύσης και δίνουν εικόνες ανεπανάληπτες:

“…Μην είδατε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;

         (…)Ψηλά την είδαμε πρωί, της τρέμαν τα λουλούδια

              στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια.

             ΄Εψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,

              κι έδειχνεν ανυπομονιά για νά ‘μπει στο κορμί της.

              Ο ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος…

         (…)κι η θάλασσα, που σκίρτησε σαν το χοχλό που βράζει

         (…)σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τ’ άστρα,

         (…)κι ομπρός μου ιδού που βρέθηκε μια φεγγαροντυμένη.

             ΄Ετρεμε το δροσάτο φως στη θείκιά θωριά της,

              στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της…”         

   

Εκτός από τις μεγάλες συνθέσεις που του ενέπνευσαν σημαντικά γεγονότα της ιστορίας και της ζωής, ο Σολωμός έγραψε και σατιρικά ποιήματα και επιγράμματα, ποιήματα αφιερωμένα σε διάφορα πρόσωπα, και ποιήματα για ανθρώπους της εποχής και του τόπου του, που η μοίρα τους στάθηκε πολύ σκληρή, όπως είναι η “φαρμακωμένη”. Έγραψε ακόμα και ποιήματα πολύ τρυφερά, όπως είναι ” Η αγνώριστη”:

 

Ποια είναι τούτη

                   που κατεβαίνει

                   ασπροντυμένη

                   οχ΄το βουνό;

       

                   Τώρα που τούτη

                   η κόρη φαίνεται

                   το χόρτο γένεται

                    άνθι απαλό …”                                      

                     

                    στον ουρανό.

Και ” Η Ξανθούλα”, που την πήρε το καράβι και την πάει στην ξενιτιά κι ο ποιητής απόμεινε να κοιτάζει και να την αποχαιρετάει, όπως κι όλοι όσοι την ξεπροβόδιζαν, πώς μπορούσε να μείνει αδιάφορος, μπροστά σε μια δροσερή ομορφιά, που την έπαιρνε και την κάλυπτε η απεραντοσύνη

του νερού κι ομολογεί με θαυμαστή αφέλεια:

(…)Κι αφού πανί, μαντίλι

                   εχάθη στον αφρό,

                   εδάκρυσαν οι φίλοι,

                   εδάκρυσα κι εγώ.

                       ………………

                   Δεν κλαίγω τη βαρκούλα 

                   με τα λευκά πανιά,

                   μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα 

                   με τα ξανθά μαλλιά.

 

Ο Σολωμός δεν είναι μόνο αυτός. Είναι κι ” Η γυναίκα της Ζάκυνθος”, είναι κι “Ο διάλογος”, είναι και πολλά άλλα. Είναι ολόκληρη η Ελλάδα των μικρών και των μεγάλων πραγμάτων. Είναι ο ποιητής της χαράς και της ελπίδας. Ένας μεγάλος με νου και φρόνηση Έλληνας στοχαστής με ευρωπαϊκή παιδεία. Και διανοητικός ποιητής. Πρώτα σκεφτόταν:” Πρέπει πρώτα να συλλάβει ο νους κι ύστερα η καρδιά να αισθανθεί αυτό που ο νους συνέλαβε”. Αυτό έλεγε κι αυτό έπραττε. Και δεν είχε άλλο στο νου του “πάρεξ ελευθερία και γλώσσα”…

 

*Από τα κείμενα των συρταριών, ανέκδοτο.

 

 

Παλαιό Φάληρο, 21-11-’95, πρώτη γραφή/ 25- 6- 2020, ελαφρώς τροποποιημένο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top