Fractal

Δημήτρης Χριστόπουλος: «Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως μια αέναη σπουδή στη γλώσσα. Ένας διαρκής αγώνας με τις λέξεις. Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα, όταν μπαίνεις στο βαθύ πηγάδι της ελληνικής γλώσσας»

Συνέντευξη στη Χρύσα Φάντη //

 

Ο συγγραφέας, φιλόλογος, και κριτικός λογοτεχνίας Δημήτρης Χριστόπουλος μιλά στη Χρύσα Φάντη για το λογοτεχνικό έργο του με αφορμή την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή διηγημάτων  του Σπουδή στο κίτρινο.

Κρακ όπως κόβει το τσεκούρι στα δυο το κούτσουρο/.Κράκ όπως σφίγγει ο βρόχος στο λαιμό./Κράκ όπως βγαίνει η ψυχή/.Κράκ όπως ραγίζει το καύκαλο της χελώνας.//

Δημήτρης Χριστόπουλος, Σπουδή στο κίτρινο

 

 

-Αγαπητέ κ. Δημήτρη Χριστόπουλε. Tο 2013 προβήκατε στην έκδοση του πρώτου λογοτεχνικού έργου σας, μια αξιόλογη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο Δημόσιες Ιστορίες, από τις εκδόσεις Πηγή. Τον Ιανουάριο του 2018  επανεμφανίζεστε με μια νέα συλλογή,  το Σπουδή στο κίτρινο (Ροδακιό, 2018). Γιατί αυτή η προτίμηση στο συγκεκριμένο είδος (διήγημα) και πώς το αντιμετωπίζετε σε σχέση με το μυθιστόρημα και την ποίηση.  

Η μικρή φόρμα, ενώ έχει αξιόλογη παράδοση στη νεοελληνική πεζογραφία, συχνά αντιμετωπίζεται ως είδος «δεύτερης κατηγορίας» σε σχέση με το μυθιστόρημα και την ποίηση. Θεωρώ, όμως, πως τα όρια μεταξύ των διακριτών ειδών της λογοτεχνίας είναι συχνά πορώδη και οι διηθήσεις αισθητές. Η ποιητικότητα συναντάται συχνά στο διήγημα, π.χ. στις περιγραφές του Παπαδιαμάντη, ενώ κείμενα που θα μπορούσαν να είναι νουβέλες χαρακτηρίζονται ως μυθιστορήματα ή ως εκτενή διηγήματα.  Ωστόσο, κάθε είδος απαιτεί συγκεκριμένη πειθαρχία. Αυτό που έχει σημασία είναι η λογοτεχνία, στο σύνολό της, να αναλαμβάνει κάθε φορά τον δημόσιο ρόλο της, αυτόν του εκφραστή της κοινωνικής συνείδησης της εποχής της.

 

 

– Έχετε πει ότι οι Δημόσιες ιστορίες γεννήθηκαν σε δίσεκτους καιρούς, όταν έφτασε και γι’ αυτές το πλήρωμα του χρόνου. Κάτι ανάλογο αναφέρατε και στην πιο πρόσφατη συνέντευξή σας σχετικά με την γραφή και την έκδοση της δεύτερης συλλογής σας. Να υποθέσω ότι το Σπουδή του τίτλου έχει άμεση σχέση με τα παραπάνω;

Πολύ σωστά υποθέσατε. Αν και με τον όρο σπουδή κάποιος μπορεί να εννοεί τη βιασύνη, ωστόσο με τον ίδιο όρο αποδίδουμε και τη συστηματική, μεθοδική μελέτη ενός αντικειμένου. Η χρονική απόσταση μεταξύ των δύο συλλογών παραπέμπει, ελπίζω, στη δεύτερη σημασία.

 

-Σπουδή στο κίτρινο. Τι σημαίνει, λοιπόν, για σας αυτός ο τίτλος και με ποιο σκεπτικό τον επιλέξατε.

Μια πρόχειρη απάντηση θα ήταν πως επέλεξα τον τίτλο ενός από τα διηγήματα της συλλογής. Δεν πρόκειται, όμως, περί αυτού. Θεωρώ πως οι ποικίλες νοηματοδοτήσεις του κίτρινου χαρακτηρίζουν πολλές από τις πτυχές της καθημερινότητάς μας. Το κίτρινο παραπέμπει μεν στη νοσηρότητα, στον «κιτρινισμό», στην κίτρινη σκόνη που συχνά καλύπτει τον αττικό ουρανό και μας προκαλεί δυσφορία, παραπέμπει όμως και στη θαλπωρή, στην αισιόδοξη ενατένιση της ζωής. Όπως και η λέξη σπουδή νοηματοδοτείται διαφορετικά, ανάλογα με το περικείμενο, έτσι και το κίτρινο χρώμα παραπέμπει σε αντιφατικές σημασίες, σε οξύμωρα και, ανάλογα με τα λεκτικά σχήματα, σε παρανοήσεις και παρερμηνείες. Μια βιαστική ματιά θα σημασιοδοτούσε τον τίτλο ως «βιασύνη στο κίτρινο χρώμα». Μια πιο προσεκτική, σε «μελέτη της νοσηρότητας», μια άλλη, σε «μελέτη της θαλπωρής». Αυτό που θα ήθελα να σκεφθεί κάποιος είναι πως απαιτείται συστηματική μελέτη όλων των αποχρώσεων της ζωής μας, γιατί δεν κινούμαστε γύρω από αντιθετικά δίπολα, π.χ. «άσπρο-μαύρο», αλλά στροβιλιζόμαστε διαρκώς γύρω από ποικίλες χρωματικές αξίες. Εγώ επέλεξα τη χρωματική αξία του κίτρινου, για να εκφράσω με λέξεις αυτό που  θεωρώ πως είναι η εποχή μας.

 

 

– Στις ιστορίες σας συναντάμε εικόνες και μείξεις του δημόσιου και του ιδιωτικού, του συλλογικού και του ατομικού, του εξωτερικού και του εσώτερου, του ειπωμένου και του ανείπωτου. Πρωτίστως όμως, όπως και στo πρώτο σας έργο, η γραφή σας θίγει άμεσα, κοινωνικά και πολιτικά θέματα∙ το ζήτημα του κοινωνικού αυτοματισμού, το πάθος και η νεύρωση για κοινωνική καταξίωση και επιτυχία, οι απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς και η οικονομική και υπαρξιακή εξαθλίωση που οδηγούν στην άρνηση και τη βία∙ υπάρχει όμως και η αναζήτηση της αγάπης και η αγάπη για τη ζωή, και βέβαια, το θέμα της μοναξιάς∙ σχετική άλλωστε και η επιλογή του αποσπάσματος από το έργο του John Steinbeck στην αρχή του βιβλίου (Είμαστε ζώα μοναχικά…) και του ποιητή Μάρκου Μέσκου (Γεράσιμε Γεράσιμε πώς μείναμε μόνοι…, Μ. Μέσκος, «Ιδιωτικό Νεκροταφείο ΙV») στην προμετωπίδα του πρώτου διηγήματος της συλλογής, του Παύλου Νιρβάνα (Ξένος ο τόπος…, Π. Νιρβάνας, «Ξενητειά»).

Η γραφή είναι πρωτίστως μια επικοινωνιακή πράξη. Μοιράζεσαι. Γράφεις την ιστορία των ηρώων και των ηρωίδων σου, ωστόσο η μικροκλίμακα της δικής τους βιωτής δεν είναι παρά μια όψη την οποία εσύ φωτίζεις, της πολυπρισματικής μείζονος κλίμακας του κοινωνικού. Δεν γράφεις εν κενώ, όπως οι χαρακτήρες δεν ζουν εν κενώ.  Παράγεις λόγο όντας μόνος, εσύ και η οθόνη ή το χαρτί, αλλά με ένα μαγικό τρόπο συνυπάρχεις ταυτόχρονα με τους ήρωες και απευθύνεσαι στον ίδιο χρόνο στους αναγνώστες. Οι ήρωες νομίζουν πως είναι μόνοι, εσύ επίσης, ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, που είναι μια μοναχική διαδικασία, θεωρείς πως είναι μόνος, όμως όλοι μαζί κινούμαστε σε χρονική ασυγχρονία εντός του ίδιου χρόνου, αυτού της γραφής. Γινόμαστε κοινωνοί του· επικοινωνούμε.

 

 

-Κοινωνικά και πολιτικά τα θέματα, εστιάζοντας όμως στο ατομικό και τη λεπτομέρεια, καταφέρνετε να αποτυπώσετε με εξαιρετική ευαισθησία και ενάργεια τον ιδιαίτερο ψυχισμό και τις αντιδράσεις των ηρώων σας.

Σας ευχαριστώ για το σχόλιο. Η «σπουδή», ως μελέτη επιστημονική, των κοινωνικών και πολιτικών θεμάτων μάς παραπέμπει σε επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η πολιτική φιλοσοφία, η κοινωνική ψυχολογία, κ.ά. Ως καλλιτεχνική σπουδή, συγκεκριμένα στον χώρο της λογοτεχνίας, δεν μπορεί παρά να ερευνά, να μελετά, να «σπουδάζει» αυτά που αναφέρατε, δηλ. τον ψυχισμό και τις αντιδράσεις των χαρακτήρων στις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής τους. Συνθήκες που είναι μοναδικές για κάθε ήρωα αλλά οικείες σε όλους μας, καθώς όλοι αναζητάμε αυτά που κι εκείνοι αναζητούν (αγάπη, επικοινωνία, αποδοχή, εσωτερική γαλήνη).

 

 

-Στο Σπουδή στο κίτρινο, οι αφηγήσεις, στην πλειοψηφία τους, κινούνται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, ενώ παράλληλα αποτυπώνουν ένα στοχασμό ή αποκαλύπτουν βιώματα που τον υπερβαίνουν. Ενώ δηλαδή παρουσιάζονται ρεαλιστικά, συνομιλούν το ίδιο καλά με το υπερρεαλιστικό, το παράλογο ή το άχρονο, αγγίζοντας (ενίοτε) το υπερβατικό. 

Σας ανέφερα και πριν πως θεωρώ πορώδη τα όρια μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι διακριτά ως είδη. Ο λογοτεχνικός λόγος δεν μπορεί να είναι ένας λόγος επιστημονικός ή αναφορικός, ένας λόγος αυθεντίας ή ένας λόγος με αποκλειστική χρήση της κυριολεξίας. Δεν θα ήταν ένας λόγος τέχνης. Και στην ποίηση έχουμε πεζολογικά ποιήματα και στην πεζογραφία ποιητικές απογειώσεις του λόγου. Αρκεί όλα να γίνονται με μέτρο, χωρίς «σπουδή» (βιασύνη) αλλά με μεγάλη προσοχή και επίμονη άσκηση στον χρόνο, δηλαδή με «σπουδή» (συστηματική έρευνα).

 

-Σχεδόν σε όλα τα διηγήματα της συλλογής σας ο λόγος εμφανίζεται παραληρηματικός, ενώ τα πρόσωπα που τον εκφέρουν ταλανίζονται από ποικίλες κοινωνικές και υπαρξιακές ρηγματώσεις. Η φωνή του ήρωα ή του αφηγητή, είναι θερμή, και σε καμιά περίπτωση χαμηλών τόνων. Θα μπορούσατε, με βάση αυτό το χαρακτηριστικό ή εξ αιτίας του, να χαρακτηρίσετε τη γραφή σας καταγγελτική;

Τον όρο «καταγγελτική» γραφή τον συνδέουμε συνειρμικά με τη στρατευμένη τέχνη και τις ποικίλες εκτροπές της. Επομένως, κανένας δεν θα ήθελε η γραφή του να χαρακτηρισθεί ως «καταγγελτική», ακόμη κι αν μέσω αυτής βοά για τις εξοντωτικές συνθήκες ζωής και τα υπαρξιακά αδιέξοδα  των ηρώων του. Τι, ακριβώς, εννοούμε με τον όρο αυτό; Ήταν καταγγελτική η γραφή του Ντίκενς ή του Ουγκώ; Του Βιζυηνού ή του Βουτυρά; Νομίζω πως πρέπει να προσδιορίζουμε με σαφήνεια τους όρους πριν τους χρησιμοποιήσουμε. Το περικείμενο πάντα έχει τη σημασία του. Όπως και να έχει, θα προτιμούσα να χαρακτηρίσουν άλλοι τη γραφή μου, αφού πρώτα διαβάσουν απροκατάληπτα το βιβλίο.

 

 

– Στο διήγημα: Λερωθείτε, κάνει καλό, για παράδειγμα, η Αριάδνη λέει: Τελικά, πρόβατο ή λύκος; Δεν έχει σημασία∙ άλλοι διαλέγουν για μας. Αναρωτιέμαι: στο μίζερο και απορριπτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα και οι ιστορίες τους, πόσο υπεύθυνα μπορεί να θεωρηθούν για τις επιλογές τους;

Οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί και η σημασία τους για τις συνθήκες ζωής των υποκειμένων είναι κάτι που έχει απασχολήσει τη λογοτεχνία πολύ πριν από τη δική μου προσπάθεια. Η ελευθερία της ατομικής βούλησης είναι στο επίκεντρο του στοχασμού όχι μόνο της φιλοσοφίας αλλά και της λογοτεχνικής παραγωγής εδώ και εκατοντάδες χρόνια.  Ας αναφέρω τις ελληνικές τραγωδίες, για παράδειγμα, ή τα έργα του Σαίξπηρ. Το περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι ήρωες αυτής της συλλογής είναι το σύγχρονο περιβάλλον των αστικών κέντρων με τους ασθματικούς ρυθμούς, την ανωνυμία, την εργασιακή επισφάλεια, τις διαδηλώσεις, τις προσδοκίες, τα αδιέξοδα και τις ματαιώσεις. Είναι όμως και το ίδιο περιβάλλον που ανθίζει κάθε άνοιξη και σκορπά στον αέρα μυρωδιές νεραντζιάς και νεανικά χαμόγελα. Πόσο υπεύθυνοι, τελικά, είμαστε όλοι για  όσα μας συμβαίνουν;

 

-Στη συλλογή σας η γλώσσα είναι ρυθμική, πλούσια σε ποιητικές  μεταφορές, λεκτικά παιχνίδια και λέξεις σπάνιες ή της δημοτικής παράδοσης (όπως για παράδειγμα: ενωτίζομαι, πατατούκα, σκαπετώ, ματίζω, λάμνω, βαθύσκιωτες, αργόσυρτα, φρουμάζει, στοναχή, μισερός, μινύρισμα, γλωσσοβολώ, κουκουβίζω, αρούλισε, αχολογώ, θρασίμι, πελελός, βέλκρο, αλυχιά, ρεμπατεύω, κ.α) στίχους σύγχρονων τραγουδιών, παροιμίες, αρχαίες και λαϊκές ρήσεις ή αποσπάσματα αγαπημένων ποιητών. Τι σημαίνει για σας «σμιλεύω έναν λόγο» ή «φτιάχνω μια ιστορία»; Σε ποιους, κατά τη γνώμη σας, απευθύνεται (ή θα μπορούσε να απευθύνεται) η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία;

Η λογοτεχνία είναι πρωτίστως μια αέναη σπουδή στη γλώσσα. Ένας διαρκής αγώνας με τις λέξεις. Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα, όταν μπαίνεις στο βαθύ πηγάδι της ελληνικής γλώσσας. Εδώ δεν υπάρχουν στεγανά. Αντλείς από όλα τα στρώματα και, σαν τον αρχαιολόγο, φέρνεις στην επιφάνεια ξεχασμένους θησαυρούς που μόλις δουν το φως του ήλιου, ζωντανεύουν, σπαρταρούν στο χέρι σου, παράγοντας φρέσκιες ιδέες. Ειδικότερα, η δημοτική μας παράδοση αποτέλεσε ανέκαθεν το αστείρευτο ορυχείο της ελληνικής λογοτεχνίας. Θυμάμαι την εντύπωση που μου προκάλεσε η Οδύσσεια του Καζαντζάκη την πρώτη φορά που έπεσε στα χέρια μου. Νομίζω πως η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, αν είναι φτιαγμένη με υλικά τοπικά, μπορεί να γίνει οικουμενική. Η μεγάλη τέχνη πάντα είναι εθνική στη μορφή της.

 

 

 

-Είστε φιλόλογος, μάχιμος εκπαιδευτικός, με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο ΕΚΠΑ, και Δημιουργικής γραφής στο ΠΜΣ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Πιστεύετε ότι στα σημερινά σχολεία (δημόσια ή ιδιωτικά) τα παιδιά ασκούνται επαρκώς στην κριτική ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και τη συγγραφή; (Σημειώνω εδώ ότι έχετε αφιερώσει το Σπουδή στο κίτρινο στη μνήμη του Ν. Παρίση, ο οποίος εκτός από σημαντικός λογοτέχνης και κριτικός λογοτεχνίας ήταν ένας σπουδαίος δάσκαλος και εκπαιδευτικός).

Θα ήταν, νομίζω, άτοπο να δώσω μια αφοριστική απάντηση, να απαντήσω με ένα ξερό «ναι» ή «όχι».  Όπως σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου μας είμαστε γεμάτοι αντιφάσεις. Αυτό συμβαίνει και στην εκπαίδευση. Υπάρχουν οάσεις ακριβώς επειδή υπάρχουν και έρημοι. Να γίνω πιο σαφής, όμως. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι εξετασιοκεντρικό. Όλα κινούνται στον ρυθμό των εξετάσεων και θυσιάζονται στον βωμό των «Πανελληνίων». Επομένως, ενώ για το μάθημα της Λογοτεχνίας υπάρχουν εξαιρετικά αναλυτικά προγράμματα και αξιόλογες ανθολογίες κειμένων, τελικά βλέπουμε πως κάτι δεν πάει καλά, παρά τις πολλές και φιλότιμες προσπάθειες έντιμων και ανήσυχων συναδέλφων. «Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;». Είναι, νομίζω, πολυπαραγοντικό το πρόβλημα και κυρίως πολιτισμικό. Το ελληνικό σχολείο καλείται να καλύψει ανάγκες που δεν έχει αναγνωρίσει ως τέτοιες ούτε η ελληνική οικογένεια ούτε η ελληνική κοινωνία. Πώς να καλύψει την ανάγκη της φιλαναγνωσίας όταν τα σύγχρονα σπίτια δεν βιώνουν την ανάγκη ύπαρξης βιβλιοθήκης; Τεράστιες οθόνες τηλεόρασης στο σαλόνι και ούτε ένα βιβλίο κάπου εκεί κοντά. Πώς να ασκήσεις τα παιδιά σε κάτι που τους είναι τελείως άγνωστο από το οικογενειακό  και  το κοινωνικό τους περιβάλλον;  Κάποιος θα μπορούσε να ισχυρισθεί πως και γι’ αυτό ευθύνεται το σχολείο. Φαύλος κύκλος.

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη ενός πολύ σημαντικού ανθρώπου, του Νικήτα Παρίση, ο οποίος υπήρξε ο μέντοράς μας κι αυτός που με προέτρεψε να εκδώσω την πρώτη μου συλλογή. Ο άνθρωπος που με το παράδειγμά του στάθηκε αληθινός δάσκαλος για όλους όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν από κοντά.

 

-Μελετητές −έμπειροι στο χώρο του βιβλίου─ υποστηρίζουν ότι από τα τέλη του 2008 μέχρι σήμερα, (απ’ αρχής, δηλαδή, της κρίσης) στην εγχώρια λογοτεχνία (ποίηση, πεζογραφία) και ειδικότερα στην κατηγορία των πρωτοεμφανιζόμενων παρατηρείται ποσοτική και ποιοτική άνθηση.  Άλλοι (εξίσου έμπειροι) μιλούν για πληθώρα παραγωγής που όμως υπολείπεται σε ποιότητα, και νέους συγγραφείς που γράφουν χωρίς την απαραίτητη αρματωσιά  (το γνωστό: οι νέοι αδιαφορούν για τη γλώσσα, ή: σήμερα όλοι γράφουν αλλά κανείς δεν διαβάζει). Θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να μας παραθέτατε την δική σας εμπειρία και αντίληψη.

Όλοι γνωρίζουμε τη μείωση της παραγωγής τίτλων, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης το 2010. Έχουν γίνει σχετικές έρευνες που έχουν δημοσιευθεί. Πρόχειρα, μπορώ να θυμηθώ τα στοιχεία που είχε δημοσιεύσει πριν από λίγα χρόνια το περιοδικό «ο αναγνώστης». Η κρίση έπληξε το βιβλίο κι αυτό είναι κάτι που όσοι επισκεπτόμαστε τακτικά τα βιβλιοπωλεία μπορούμε να το διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι. Νομίζω πως η εικόνα «υπερπαραγωγής» που έχουμε οφείλεται εν πολλοίς στην εξάπλωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στον τρόπο  που ο καθένας πλέον μπορεί να προβάλλει τη δουλειά του. Επομένως, νομίζω πως είναι σε μεγάλο βαθμό παραπλανητική. Κυκλοφορούν βιβλία, όχι όμως τόσο πολλά όσα νομίζουμε, από άποψη ποσοτική. Ποιοτικά, κάποια από αυτά θα είναι εξαιρετικά, κάποια μέτρια, κάποια θα είναι προχειρογραφήματα. Νομίζω πως κάπως έτσι ήταν και πριν από λίγες δεκαετίες. Δεν ήταν όλα όσα κυκλοφορούσαν εξαιρετικά, ούτε και οι μεταφράσεις γίνονταν με την επιμέλεια που γίνονται σήμερα. Το πρόβλημα, κατ’ εμέ,  δεν είναι η κυκλοφορία πολλών βιβλίων. Μακάρι να εκδίδονταν ακόμη περισσότερα. Το πρόβλημα είναι πως είμαστε μια πολύ μικρή αγορά. Λίγοι είναι οι συστηματικοί αναγνώστες. Αυτή η δυσαναλογία τίτλων και αναγνωστών εύλογα οδηγεί σε συγχύσεις και παρερμηνείες.  Υπάρχει, βέβαια, και το φαινόμενο που αναφέρατε, δηλ.  να γράφει κάποιος που δεν είναι καν συστηματικός αναγνώστης και δεν έχει τη «σκευή» που αναφέρατε. Αυτό όμως είναι εμφανές από τις πρώτες σελίδες. Ένας έμπειρος και απαιτητικός αναγνώστης θα το αντιληφθεί αμέσως, ξεφυλλίζοντας προσεχτικά το βιβλίο πριν το αγοράσει.

 

-Ρεαλισμός, νεορεαλισμός, υπερρεαλισμός, μαγικός ρεαλισμός, μοντερνισμός, μεταμοντέρνο, νεωτερικότητα, και τέλος: πλουραλισμός στη γλώσσα, χαλάρωση στην δομή, μείξη όλων αυτών σε ένα κείμενο. Θεωρείτε ότι η τάση αυτή μπορεί τελικά να λειτουργήσει σε βάρος του βιωματικού στοιχείου και της απλότητας που παράγει αισθητική συγκίνηση, και που, χωρίς αυτή, δε νοείται  τέχνη;

Οι όποιες τεχνικές επιλέγει ο συγγραφέας υπηρετούν τις προθέσεις του. Κάθε φορά που τις μεταχειρίζεσαι όπως ο ακροβάτης στο τσίρκο για να κάνεις ασκήσεις δεξιοτεχνίας, ελλοχεύει ο κίνδυνος της πτώσης χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Οι νέοι τρόποι έκφρασης νομιμοποιούνται μόνο, όταν παράγουν κείμενο υψηλής αισθητικής συγκίνησης. Ειδάλλως, πομφόλυγες καταντούν που σκάνε εκκωφαντικά.

 

Εκτός από τη συγγραφή εκπαιδευτικών βιβλίων και την πεζογραφία, διατηρείτε το Ιστολόγιο e-Τράπεζα Λογοτεχνικών θεμάτων και έχετε ασχοληθεί επί σειρά ετών με την κριτική. Πώς βλέπετε την κριτική για την ελληνική λογοτεχνία στις μέρες μας;

Στη χώρα μας συγχέουμε συχνά τον δημοσιογράφο του λογοτεχνικού ρεπορτάζ με τον κριτικό λογοτεχνίας. Σαν ένα είδος “influencer” στον χώρο του βιβλίου. Ξεχνάμε πως η βιβλιοκριτική, πέρα από το να αξιολογεί ένα έργο, πρωτίστως εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο το υπό εξέταση βιβλίο αναδεικνύει θέματα που συμβάλλουν στη διεύρυνση των οριζόντων μας, καινοτομώντας την ίδια στιγμή ιδεολογικά και αισθητικά. Η κριτική δεν είναι σίγουρα «επιγενόμενος» λόγος κι ούτε έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται· σημαίνει ευθύνη και μάλιστα αυξημένη ευθύνη. Ένας συνεχής πνευματικός διάλογος και όχι μια μίζερη, διεκπεραιωτική δουλειά. Θυμάμαι τι έλεγε σχετικά ο Σπύρος Πλασκοβίτης: η κριτική είναι μια πνευματική λειτουργία που απαιτεί οι λειτουργοί της να συμπεριφέρονται σαν τους διψασμένους οδοιπόρους, που έχοντας σκύψει στις παλιές πηγές της γνώσης, ποτέ δεν ξεδίψασαν και εξακολουθούν ν’ αποζητούν καινούριες γεύσεις στα ρυάκια, στα ποτάμια, στις διακλαδώσεις, ξέροντας ωστόσο πως όλα κατά βάθος ξεκινούν από την ίδια πρώτη υδαταποθήκη. Η κριτική στέκεται στο ύψος της κάθε φορά που συμπεριφέρεται, όπως έχει πει και ο Π. Μπουκάλας ως ένα «ενδέχεται», ένα «πιθανώς». Κάθε φορά που προτείνοντας εκτίθεται στην κριτική των δικών της ισχυρισμών.

 

-Κάποιοι ισχυρίζονται ότι η εργασία του κριτικού παρεμποδίζει τη συγγραφή πρωτότυπου λογοτεχνικού έργου. Εσείς τι πιστεύετε;

Είναι δύο διακριτές ιδιότητες. Άλλωστε, η ίδια η γραφή δεν αποτελεί μια «αυθόρμητη» πράξη· είναι μια διαδικασία συνεχούς αυτο-κριτικής και αναθεώρησης που ερείδεται -ή οφείλει να ερείδεται- σε στέρεες θεωρητικές βάσεις.

 

-Σας ευχαριστώ θερμά, και καλοτάξιδο το βιβλίο σας!

Κι εγώ σας ευχαριστώ!

 

 

 

Σύντομο βιογραφικό:

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος ζει και εργάζεται ως φιλόλογος στον Πειραιά. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο ΕΚΠΑ και Δημιουργική Γραφή στο ΠΜΣ του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, με τίτλο «Δημόσιες Ιστορίες» κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδ. Πηγή. Η δεύτερη, με τίτλο «Σπουδή στο κίτρινο» κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2018 από τις εκδ. Το Ροδακιό. Διηγήματα, άρθρα και κριτικά σημειώματά του δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top