Fractal

«Δεν μπορείς να γίνεις, ό,τι δεν μπορείς να δεις»

Γράφει ο Νίκος Σαλτερής //

 

Για το βιβλίο της Andria Zafirakou: «Δίδαξε. Μπορείς; Τι χρειάζεται για να χτιστεί η επόμενη γενιά», Εκδόσεις Πατάκη, Ιούνιος 2022

 

«Δεν μπορείς να γίνεις, ό,τι δεν μπορείς να δεις».

Η καθηγήτρια εικαστικών και κλωστοϋφαντουργίας, Άντρια Ζαφειράκου, παιδί ελληνοκύπριων μεταναστών στο Λονδίνο, έγινε παγκοσμίως γνωστή το 2018, όταν τιμήθηκε με το Global Teacher Prize, γνωστό ως «Νόμπελ της διδασκαλίας».

Από την αρχή της καριέρας της επέλεξε να εργαστεί σε ένα σχολείο που λειτουργεί σε υποβαθμισμένη, πολυπολιτισμική περιοχή του Λονδίνου, τόπο εγκατάστασης μεταναστών από όλον τον Κόσμο. Σε ένα σχολείο που οι μαθητές μιλούν πάνω από εκατό διαφορετικές γλώσσες και διαλέκτους, οι συμμορίες έξω από την πόρτα του αποτελούν «κανονικότητα», ενώ οι μαθητές του στερούνται όχι μόνο όσα θεωρούνται αναγκαία για να μεγαλώσει ένα παιδί, αλλά συχνά ακόμα και την τροφή.

Σ’ αυτό το περιβάλλον, η Άντρια Ζαφειράκου, εργάστηκε για σειρά ετών έχοντας βαθιά και ουσιαστική αγάπη για το επάγγελμα του δασκάλου και πίστη στις πολλαπλές ευεργετικές επιδράσεις της Τέχνης, εξελισσόμενη η ίδια επαγγελματικά, όχι μόνο σε άριστη δασκάλα αλλά και σε σύμβουλο μαθητών του σχολείου της και μέντορα των συναδέλφων της. Δοσμένη στο έργο της από την πρώτη στιγμή, έμαθε να μαθαίνει προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, διδακτικά και συμπεριφοράς – ορθότερο τον αξεδιάλυτο συνδυασμό των δυο τους, όπως γνωρίζει κάθε καλός εκπαιδευτικός -, αφουγκραζόμενη τις ανάγκες των μαθητών και των συναδέλφων της και ανταποκρινόμενη  σ’ αυτές. Άλλοτε αναζητώντας αξιοπρεπή ρούχα για κάποιον μαθητή της ανάμεσα στα «ξεχασμένα» του σχολείου, άλλοτε επιδιορθώνοντας και πλένοντας τα δικά τους. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις ακόμα και καλώντας σε συνεπικουρία του σχολείου και των μαθητών κοινωνικές υπηρεσίες, που στην πατρίδα μας ούτε καν φανταζόμαστε ότι μπορεί να υπάρξουν, με σκοπό την προστασία των πλέον ευάλωτων μαθητών ακόμα κι από τις ίδιες τους τις οικογένειες.

Συν τω χρόνω η εμπειρία που αποκτούσε παρατηρώντας πώς μαθαίνουν οι μαθητές της, της έδωσε τη δυνατότητα να προσαρμόζει το μάθημά της τόσο στις ιδιαιτερότητες κάθε τάξης όσο και στις επιμέρους ατομικές τους ανάγκες. Έτσι, πρόσφερε και συνεχίζει να προσφέρει μέχρι σήμερα στους μαθητές της την ευκαιρία όχι μόνο να απελευθερωθούν από τα προσωπικά τους τραύματα διαμέσου της Τέχνης αλλά και να αυξήσουν την αυτοπεποίθησή τους. Δηλαδή, την απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνολική βελτίωση των σχολικών τους επιδόσεων, όπως καλά γνωρίζουμε. Τέλος, τους παρείχε ευκαιρίες να «φανταστούν» τον εαυτό τους ως ενήλικα που κερδίζει τη ζωή του, ασκώντας ένα καλλιτεχνικό επάγγελμα που αγαπά. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού είναι γνωστό ότι τα παιδιά που ζουν σε συνθήκες στέρησης και ανασφάλειας έχουν μηδενική επαφή με τις ποικίλες καλλιτεχνικές ενασχολήσεις, που εξ ορισμού αποτελούν «προνόμια» της μεσαίας τάξης.

Η πολυδιάστατη δράση της καθώς και η σχέση που απέκτησε με τους συναδέλφους της, προκάλεσε θαυμασμό για το έργο της και ενέπνευσε σεβασμό στο πρόσωπό της. Έτσι, ένας απ’ αυτούς την πρότεινε για το προαναφερόμενο βραβείο, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει. Η Άντρια ανταποκρίθηκε τελευταία στιγμή κι από τύχη στο e-mail του Ιδρύματος Βάρκεϋ, έλαβε μέρος στον διαγωνισμό και τον κέρδισε. Μαζί με την τιμητική διάκριση της καλύτερης δασκάλας στον Κόσμο για το 2018, έλαβε και το προβλεπόμενο χρηματικό έπαθλο του ενός εκατομμυρίου δολαρίων. Χρήματα που εξ αρχής είχε αποφασίσει να διαθέσει, με τον προσφορότερο τρόπο, για την ενίσχυση της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης των παιδιών που ζουν στις υποβαθμισμένες γειτονιές του Μεγάλου Βασιλείου. Και το πέτυχε δημιουργώντας τους «Φιλοξενούμενους Καλλιτέχνες» (AiR). Έναν οργανισμό που διαμέσου της διδασκαλίας φέρνει σε επαφή μαθητές με αναγνωρισμένους και φτασμένους επαγγελματικά καλλιτέχνες, ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη ζωή των παιδιών.

Γιατί, όπως γράφει στο βιβλίο της, που εξέδωσε τρία χρόνια μετά τη βράβευση, «δεν μπορείς να γίνεις ό,τι δεν μπορείς να δεις». Και τα παιδιά που ζουν μέσα στη φτώχεια, πρέπει «να δουν» τις Τέχνες και να νιώσουν στην ψυχή τους τη θέρμη του φωτός τους ώστε  να φανταστούν ότι, εφόσον έχουν ταλέντο και εργαστούν σκληρά, μπορεί να ασκήσουν καλλιτεχνικά επαγγέλματα ως ενήλικες.

Αυτή την περιπέτεια ζωής μας διηγείται η Άντρια Ζαφειράκου στο βιβλίο της. Ένα συγκλονιστικό κείμενο, με όλη τη σημασία της λέξης, όχι μόνο για τους άμεσα ενδιαφερόμενους εκπαιδευτικούς, αλλά για κάθε ευαίσθητο άνθρωπο που επιθυμεί να γνωρίσει πώς πραγματικά οφείλει να είναι ένα σχολείο, ώστε να εκπληρώσει την ουσιαστική αποστολή του: να χτίσει την επόμενη γενιά, χωρίς προκαταλήψεις και διακρίσεις των παιδιών με βάση τη φυλή, το χρώμα, την οικονομική κατάσταση και τη θρησκεία της οικογένειάς τους. Δηλαδή, ένα ουσιαστικά Δημοκρατικό Σχολείο.

Η διήγησή της κυλά αβίαστα και συναρπάζει. Στα επιμέρους κεφάλαια παρουσιάζει πραγματικές ιστορίες μαθητών της, αυτές που την έκαναν Δασκάλα, μετακινούμενη διαρκώς από την εξιστόρησή τους σε σχετικές εμπειρίες της ως μαθήτρια και παιδί μεταναστών, παραθέτοντας ταυτόχρονα τα αναγκαία στοιχεία, που στηρίζουν όσα εξιστορεί και όσα υποστηρίζει με θέρμη.

Πριν, όμως, προχωρήσουμε σε μια όσο το δυνατό ευσύνοπτη παρουσίαση των επιμέρους κεφαλαίων του βιβλίου αξίζει να σταθούμε στον Πρόλογό του.  Εκεί η Ζαφειράκου περιγράφει γλαφυρά την ημέρα επιστροφής της στο Λονδίνο μετά τη βράβευσή της. Τη συνάντησή της με την τότε Πρωθυπουργό, Τερέζα Μέυ, καθώς και τον Νικ Γκιμπ, τον υφυπουργό Σχολείων. Αυτόν που το 2013 θέσπισε το Αγγλικό Απολυτήριο (EBacc), δίνοντας έμφαση στα «βασικά» γνωστικά αντικείμενα και οδηγώντας έτσι «στην υποβάθμιση ορισμένων πιο δημιουργικών και πρακτικών μαθημάτων». Κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους ο υφυπουργός τής ζητά μια «χάρη»: να βοηθήσει την κυβέρνηση «σε μια εκστρατεία προσέλκυσης εκπαιδευτικών». Για όσους εκπαιδευτικούς έχουν δουλέψει και με πολιτικές ηγεσίες της Εκπαίδευσης, κάτι τέτοιο δεν κάνει εντύπωση. «Θυμούνται» τους δασκάλους, μόνο όταν θέλουν να τους χρησιμοποιήσουν για κάτι. Κι η Άντρια, η κόρη μεταναστών που έγινε αυτό που επιθυμούσε από μικρή, δασκάλα στο σχολείο Άλπερτον στο Μπρεντ, σ’ ένα από τα πιο υποβαθμισμένα προάστια του Λονδίνου από πάθος για την διδασκαλία και την Τέχνη, απαντά: «Θα το σκεφτώ». Γιατί παραμένει μέχρι τέλους – όπως όλοι οι εκπαιδευτικοί που ξεχωρίζουν – πιστή στους μαθητές της κι όχι στο κράτος που «προσπαθεί να με καλοπιάσει με σκοπό να δουλέψω για λογαριασμό του». Όταν αυτό, όχι μόνο «δεν έχει κάνει το παραμικρό για να βοηθήσει τα παιδιά μου [έτσι αποκαλούν τους μαθητές τους οι Δάσκαλοι σ΄ όλον τον κόσμο] στην επιτυχία τους. Αντίθετα, τους έχει στερήσει πολύ περισσότερες ευκαιρίες από όσες τους έχει προσφέρει».

Παρά τις στερήσεις, όμως, τα παιδιά και οι εκπαιδευτικοί του Άλπερτον έχουν πετύχει. Το σχολείο τους υπό την καθοδήγηση δυο φωτισμένων διευθυντών που συνεργάστηκαν με τη νέα γενιά δασκάλων – ανάμεσά τους και την Άντρια – εξελίχθηκε σε Οργανισμό που Μαθαίνει και, πλέον, είναι πιστοποιημένο ως «εξαιρετικό» από το σκληρό αγγλικό σύστημα εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων OFSTED.

Όλα αυτά τα χρόνια που δίδαξε σ΄ αυτό η Ζαφειράκου, είναι παραπάνω από βέβαια ότι συνάντησε πολλούς μαθητές που αξίζει να διηγηθεί τις ιστορίες τους, ως παιδαγωγικούς «ιδεοτύπους». Από αυτές τις ιστορίες επέλεξε, προφανώς, όσες αξιολόγησε ως σημαντικές και για την ίδια. Κάποιες απ’ αυτές είναι ιστορίες επιτυχίας ,άλλες ματαίωσης, αλλά και τα δυο συνθέτουν την πραγματικότητα της Εκπαίδευσης και διδάσκουν εξίσου τους εκπαιδευτικούς που επιθυμούν να διδαχθούν παρατηρώντας την διδακτική πράξη. Γιατί το εκπαιδευτικό επάγγελμα είναι πρωτίστως ένα πρακτικό επάγγελμα, το μαθαίνεις κάνοντάς το. Η θεωρία αποτελεί προϋπόθεση για την άσκησή του, αλλά ουδείς διδάσκει ή διαπαιδαγωγεί μόνο μ’ αυτήν.

Έτσι, στο εναρκτήριο κεφάλαιο η Άντρια μας διηγείται την ιστορία του Αλβάρο. Μια ιστορία μαθητικής επιτυχίας και, ταυτόχρονα, προσωπικής της διαμόρφωσης ως δασκάλα. Ο Αλβάρο, ήταν ένας  μαθητής με επιλεκτική αλαλία. Έφτασε  στο σχολείο και την τάξη της το Νοέμβριο του 2007, όταν ακόμα ήταν «άγουρη» δασκάλα, προερχόμενος από σχολείο ειδικής αγωγής. Όπως ήταν αναμενόμενο αισθανόταν «ξένος» στην τάξη και προσπαθούσε να περάσει απαρατήρητος έχοντας καταφύγει σε «έναν σιωπηλό κόσμο, γιατί νόμιζε πως δεν του αξίζει μια θέση στον πραγματικό». Η Άντρια δεν είχε ποτέ διδαχθεί, τι μπορούσε να κάνει μ’ έναν τέτοιο μαθητή και προς στιγμή θεώρησε ότι δεν θα τα κατάφερνε μαζί του. Μέρα τη μέρα όμως, με όπλο το ενδιαφέρον, την «αναδρομή» στη δική της σχολική ηλικία και τη συνεχή παρατήρησή του, βρήκε τις πρακτικές που απέδιδαν. Σταδιακά, ο Αλβάρο άρχισε να συμμετάσχει στο μάθημα, τα έργα του βελτιώθηκαν και τελικά κατόρθωσε να περάσει με επιτυχία τις εξετάσεις του Γενικού Πιστοποιητικού. Έτσι, όπως υπογραμμίζει η Ζαφειράκου, ο Αλβάρο «άλλαξε θεμελιωδώς τον τρόπο της σκέψης μου σχετικά με τη διδασκαλία. Ορκίστηκα ότι δεν θα κρίνω ποτέ ξανά ένα παιδί από τις πρώτες εντυπώσεις». Αλλά «θα περνούσε καιρός [ακόμα] για να μάθω τι στ’ αλήθεια κρύβεται πίσω από τα διάφορα προσωπεία που αρκετά παιδιά υιοθετούν στο σχολείο».

Ας υπογραμμίσουμε εδώ ότι, επί της ουσίας στο πρώτο και τα επόμενα κεφάλαια η συγγραφέας μας περιγράφει μια διαρκή διαδικασία αναστοχασμού των καθημερινών πρακτικών της. Κάτι τέτοιο μάλιστα, θεωρείται το ισχυρότερο εργαλείο κάθε δασκάλου που επιθυμεί να γίνει Δάσκαλος ή, όπως συνηθίζεται να λέμε στην θεωρία: «αναστοχαστικός εκπαιδευτικός».

Στη δεύτερη ιστορία της η Άντρια μας παρουσιάζει τον Μοχάμεντ, έναν γίγαντα. Ο ίδιος και η οικογένειά του – δηλαδή η μάνα του κι η αδελφή του, συχνό «οικογενειακό σχήμα» στην περιοχή – δεν μιλούν καλά αγγλικά. Τα ρούχα του Μοχάμεντ είναι άθλια κι είναι ο κλασικός  «τρόφιμος» του γραφείου συμβουλευτικής του σχολείου, αφού συχνά διαταράσσει το μάθημα. Εντωμεταξύ, η Άντρια έχει αναλάβει καθήκοντα συμβούλου των μαθητών, ως έμπρακτη απόδειξη του πάθους της για ενεργή συμμετοχή σ’ όλες τις διαστάσεις του σχολείου και της σχολικής ζωής. Ο Μοχάμεντ, όμως, πάνω και πριν απ’ όλα είναι θυμωμένος. Ζει στην απόλυτη ανέχεια, ο πατέρας τους έχει εγκαταλείψει, οι απανωτές τιμωρίες διαιωνίζουν τον φαύλο κύκλο που έχει μπει και, επιπλέον, «μπλέκει» και εκτός σχολείου. Παρά τις συνεχείς υποσχέσεις που δίνει για διόρθωση, ξανακυλά πανεύκολα στις κακές του συνήθειες και συμπεριφορές. Μέχρι που η Άντρια αποφασίζει και σχεδιάζει μια «ρήξη», με σκοπό να του δώσει πίσω τον χαμένο του αυτοσεβασμό. «Φτάνει πια αρκετά σε ανέχτηκα», του δηλώνει κι αυτός σοκάρεται. Ο δάσκαλος, όμως, που αγαπά τα παιδιά του, δεν μπορεί και δεν πρέπει να παγιδεύεται στα συναισθήματά του γι’ αυτά. «Πρέπει να κατεβάζουμε τον διακόπτη των συναισθημάτων μας, διαφορετικά το μυαλό μας θα πάθει ολοκληρωτικό βραχυκύκλωμα – και τότε πώς θα προσφέρουμε στα παιδιά μας το ασφαλές καταφύγιο που χρειάζονται». Μετά τη «ρήξη», η Άντρια πάει σε ένα πολυκατάστημα, αγοράζει από την τσέπη της καινούρια ρούχα για τον Μοχάμεντ, γυρίζει στο σχολείο και του τα προσφέρει. «Κυρία, γιατί το κάνατε αυτό για μένα; Γιατί βαρέθηκα να σε βλέπω να μπλέκεις σε μπελάδες», του απαντά. «Δεν έχεις [πια] δικαιολογίες. Έχεις τα ρούχατα υπόλοιπα είναι πάνω σου. Δεν θέλω να σε ξαναδώ στο γραφείο μου. Το κατάλαβες;». Και η «ρήξη» πετυχαίνει. Η αλλαγή της εικόνας του Μοχάμεντ φέρνει την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Γιατί οι μαθητές που έχουν κομψή εμφάνιση, έχουν και κομψούς τρόπους, μας λέει η Άντρια. Ας την ακούσουμε.

Στο τρίτο κεφάλαιο η Άντρια μας διηγείται, γιατί και πώς έγινε δασκάλα, επιλέγοντας ένα «δύσκολο» σχολείο, σε απογοήτευση των δικών της, επειδή επιθυμούσε «να κάνει τη διαφορά». Δεν έμπαινε βαριεστημένη στο επάγγελμα, αλλά με επιθυμία και φιλοδοξίες να το ασκήσει πραγματικά. Κι ας μην ξεχνάμε ότι στη Μ.Β. μόνο το 60-70% από όσους ξεκινούν να γίνουν δάσκαλοι, ασκούν τελικά το επάγγελμα. Αν και κάτι τέτοιο είναι απόλυτα λογικό και αναμενόμενο (όχι βέβαια για τη χώρα μας). Όπως μας λέει η ίδια, δεν μπορούν όλοι να γίνουν εκπαιδευτικοί και συχνά δεν πρέπει∙ για το καλό των παιδιών. Όσοι τελικά το ασκήσουν, πρέπει απαραιτήτως να διαθέτουν κατ’ ελάχιστον την ικανότητα οργάνωσης και διεξαγωγής μιας θελκτικής και αποτελεσματικής διδασκαλίας, όπου θα εμπλέκονται δυναμικά οι μαθητές τους. Αυτονόητο; Καθόλου.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, μέσα από αρκετές ιστορίες μαθητών της, η Ζαφειράκου πραγματεύεται επί της ουσίας μια σημαντικότατη διάσταση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος, που σπάνια συζητιέται από τους θεωρητικούς της Εκπαίδευσης: να κάνεις του μαθητές σου να αισθανθούν ότι είναι σημαντικοί για σένα, ανατρέποντας, εφόσον είναι αναγκαίο, όσα αυτοί αναμένουν από έναν εκπαιδευτικό. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται στην πράξη εργασία «χωρίς ωράριο», εμπλοκή και συνεργασία με τις οικογένειές τους για να αντιμετωπιστούν τα όποια προβλήματα δημιουργούνται στο σχολείο, την υπεράσπισή τους όταν αυτά είναι θύματα κακοποίησης ή παραμέλησης, ενδεχομένως και τα «στραβά μάτια» αν τα χαρτιά τους ως μετανάστες δεν είναι «νόμιμα». Όλα αυτά όμως έχουν ένα «κόστος»,  που δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν όλοι οι δάσκαλοι. Πρέπει δε να αναγνωρίσουμε ότι συχνά προκαλεί εργασιακή εξάντληση, ιδιαίτερα  σ’ όσους επιλέγουν να δοθούν κυριολεκτικά στο επάγγελμα, καθώς και επιπτώσεις στην προσωπική και την οικογενειακή τους ζωή. Γιατί, λοιπόν, να το κάνουν; Απλά επειδή «δεν βλέπουν τη διδασκαλία ως επάγγελμα αλλά, αντίθετα, ως τρόπο ζωής». Κι η αμοιβή τους;  «Ένα ασύγκριτο συναίσθημα: να ξέρεις ότι έκανες τη διαφορά, ότι ενέπνευσες έναν νέον άνθρωπο και κάνει το σωστό ή να γίνει καλύτερος. Αυτό για μας είναι το παν».

 

Andria Zafirakou

 

Στο επόμενο κεφάλαιο η συγγραφέας παρουσιάζει τρεις ιστορίες. Η πρώτη αφορά ένα δύσκολο μαθητή. Σαν κι αυτούς που, αν σου πέσουν στο τμήμα σου, οι συνάδελφοι σού εύχονται «καλή σου τύχη». Υπερκινητικός, με εναντιωματική συμπεριφορά και βαριά δυσλεξία, αδυνατεί να διαβάσει ακόμα και στην όγδοη τάξη. Δεν κάνει ποτέ την παραμικρή σχολική εργασία και η οικογένειά του δεν ανταποκρίνεται ή αδυνατεί να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις του σχολείο. Γνωστός «τύπος» μαθητή για πολλούς εκπαιδευτικούς, αλλάζει τη συμπεριφορά του, όταν αποκαλύπτεται η ικανότητά του να ζωγραφίζει εξαιρετικά και επαινείται από όλους γι’ αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Άλεξ δεν θα κάνει πισωγυρίσματα. Αυτά είναι αναπόσπαστο μέρος της εξελικτικής πορείας όλων μας, πόσω μάλλον μαθητών με προβλήματα συμπεριφοράς, όμως η ιστορία του αποτυπώνει εναργώς άλλον ένα παιδαγωγικό «νόμο»: αν δώσουμε τις ευκαιρίες σ’ ένα παιδί να ανακαλύψει, έστω ένα αντικείμενο όπου τα καταφέρνει και του αναγνωρίσουμε την επιτυχία του σ΄ αυτό, όλα θα αλλάξουν γι’ αυτόν. Όπως όλα άλλαξαν και για την Καλίντι και την Φατιμά, δύο κορίτσια που δεν μιλούσαν αγγλικά, όταν έφτασαν στο Άλπερτον, η πρώτη χωρίς καν προηγούμενη σχολειοποίηση κι η δεύτερη ως ασυνόδευτη ανήλικη από τη Συρία. Και στις δυο περιπτώσεις, η Τέχνη, που δεν έχει ανάγκη τη συγκεκριμένη γλώσσα για να εκφραστεί και να θεραπεύσει, συμβάλει αποφασιστικά ώστε και τα κορίτσια να αισθανθούν πως το σχολείο τους αποτελεί χώρο ασφάλειας και αποδοχής, με αποτέλεσμα να πετύχουν σε εξαιρετικά γρήγορο χρονικό διάστημα υψηλά επιτεύγματα.

Στο έκτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι επιδράσεις των γονεϊκών προσδοκιών οικογενειών μεταναστών στις μελλοντικές επαγγελματικές επιλογές – και συνακόλουθα την πορεία ζωής –  των παιδιών τους. Η Ζαφειράκου στο σημείο αυτό επιλέγει να παρουσιάσει δυο ιστορίες κοριτσιών που διαπρέπουν στις Τέχνες. Η πρώτη είναι της Μπινάλ, ενός κοριτσιού «με τόσο ταλέντο – [που] έκρυβε το καλλιτεχνικό της πάθος από τους γονείς της». Η Μπινάλ παρ’ ολίγον να μην πάρει το δρόμο που θα την έκανε ευτυχισμένη στη ζωή της, επειδή προς στιγμή ανταποκρίθηκε στις  προσδοκίες των δικό της κι ο λόγος είναι απλός. Όταν μια οικογένεια μεταναστεύει σε ξένη χώρα με σκοπό να πετύχει και ζει στη ανέχεια, στο φαντασιακό των γονέων η επιτυχία συνδέεται άρρηκτα με την επιθυμία τα παιδιά τους να ασκήσουν ένα «ανώτερο επάγγελμα». Μια αναδρομή στα δικά μας, βοηθά να καταλάβουμε. Οι εσωτερικοί μετανάστες τις δεκαετίες του 50 & 60 επιθυμούσαν τα παιδιά τους να γίνουν γιατροί, δικηγόροι κι όχι ζωγράφοι ή μουσικοί. Για τη δεύτερη, τη Γκίτα, αριστούχο μαθήτρια σε όλα, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Ξαφνικά χάνεται από το σχολείο τον τελευταίο χρόνο πριν το πανεπιστήμιο, γιατί οι δικοί της την παντρεύουν, σύμφωνα με τα έθιμα της χώρας καταγωγής τους. Ευτυχώς, ο γάμος δεν θα πάει καλά και το κορίτσι θα γυρίσει πίσω στο σχολείο, ζητώντας τη βοήθεια της φυσικής της συμμάχου, της καθηγήτριας των εικαστικών, ώστε να προετοιμαστεί για το πανεπιστήμιο κι η Άντρια της την προσφέρει απλόχερα. «Σήμερα είναι εικονογράφος παιδικών βιβλίων». Άλλο ένα παιδί που πήρε τη ζωή του στα χέρια του, ακουμπώντας και στηριζόμενο πάνω σ’ αυτό που πρέπει να αποτελεί εξ ορισμού τον συμπαραστάτη των παιδιών: το σχολείο.

Η πραγματικότητα όμως είναι σκληρή. Στις σχολικές αίθουσες εξελίσσονται και ιστορίες ματαίωσης των όποιων προσπαθειών των εκπαιδευτικών. Συχνά από παράγοντες που βρίσκονται εκτός σχολείου και είναι αδύνατον να ελέγξουν οι δάσκαλοι, όσο κι αν προσπαθήσουν. Μια τέτοια ιστορία μας διηγείται το έβδομο κεφάλαιο: την ιστορία της ατίθασης Τζέμμα. Ενός παιδιού «με θράσος» αλλά και μεγάλη αίσθηση δίκαιου, που θύμιζε στη Ζαφειράκου τη δική της παιδική ηλικία. Η ιστορία δείχνει ανάγλυφα ότι το ζητούμενο στα σχολεία είναι η ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών κι όχι η τυπικά επιβαλλόμενη εκ των άνω «πειθαρχία», που την καταστρέφει. Το «τέλος» της ιστορίας της Τζέμμα, όμως, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η Ζαφειράκου, μετά την παρέμβαση της αστυνομίας και τη σύλληψη της Τζέμμα, έχασε για πάντα τα ίχνη της. Παρόμοιες ιστορίες στοιχειώνουν τα όνειρα πολλών εκπαιδευτικών. Ανάμεσά τους και τα δικά μου.

Στο όγδοο κεφάλαιο τίθενται δυο σημαντικότατα προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι μόνο ένα πολυπολιτισμικό σχολείο, σαν το Άλπερτον, αλλά τα σχολεία στη δύση στο σύνολό τους: α) μέχρι ποιου σημείου γίνεται αποδεκτή η κουλτούρα των μεταναστών από το δημόσιο, δημοκρατικό σχολείο; και β) πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της ιδεολογικής  «ριζοσπαστικοποίησης» μέρους των μαθητών (ισλαμισμός/ακροδεξιά);. Η Αφσάνα, μαθήτρια με καταγωγή από το Αφγανιστάν, προσφεύγει στη βοήθεια της Άντρια, όταν η οικογένειά της μαθαίνει πως έχει σεξουαλικές σχέσεις και αποφασίζει να την ελέγξει με τους γνωστούς «τρόπους» ακρωτηριασμού του αιδοίου (παρθενοραφή, κλειτοριδεκτομή). Εδώ, μας λέει η Ζαφειράκου που λατρεύει την πολυπολιτισμικότητα,  το όριο είναι σαφές: καμιά πολιτιστική ιδιαιτερότητα, από όσες μεταφέρουν από την παλιά τους πατρίδα στην νέα οι μετανάστες, δεν μπορεί να γίνει ανεκτή, όταν θέτει σε κίνδυνο τη ζωή ενός παιδιού. Η αυτονόητη αποδοχή του πολιτισμού και ο σεβασμός των στοιχείων της ταυτότητας των μεταναστόπουλων δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να δικαιολογήσει απάνθρωπες πολιτιστικές πρακτικές. Έτσι, η απομάκρυνση της Αφγάνα από την οικογένειά της με σκοπό την προστασία της, όπως και κάθε παιδιού που κακοποιείται από την οικογένειά του εξάλλου, αναδεικνύεται σ’ ένα ακόμα καθήκον και προστίθεται στον μακρύ κατάλογο καθηκόντων του σημερινού σχολείου. Όπως καθήκον του σχολείου αποτελεί και η παραπομπή του Γιακούμπ, μαθητή με έντονη ρατσιστική συμπεριφορά, στο Πρόγραμμα Prevent. Ένα επίσημο πρόγραμμα για την αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ακροδεξιάς ριζοσπαστικοποίησης, που έχει αναπτυχθεί στα βρετανικά σχολεία και περιλαμβάνει τη μεταφορά μαθητών με παρόμοιες συμπεριφορές σε σχολικές μονάδες του.

Το ένατο κεφάλαιο πραγματεύεται άλλο ένα κορυφαίο πρόβλημα της σημερινής εποχής που όχι μόνο ακουμπά το σχολείο αλλά όλο και συχνότερα το ταρακουνά συθέμελα και γεννά μεγάλες και μικρές κρίσεις στο εσωτερικό του. Πρόκειται για τις επιπτώσεις της αλματώδους διάδοσης και χρήσης από τους μαθητές των ΜΚΔ, της ψηφιακής εικόνας και των ψηφιακών παιχνιδιών. Η Ζαφειράκου εδώ διατυπώνει πεντακάθαρα κάτι που ζουν καθημερινά οι εκπαιδευτικοί. «Ολοένα και περισσότερο, το πιο σημαντικό μέρος της δουλειάς μας καταναλώνεται στην επίλυση συγκρούσεων που ξεκινούν στα δωμάτια των παιδιών μας μέσω WhatsApp ή Facebook και στη συνέχεια εξαπλώνονται στη σχολική πραγματικότητα». Η γκάμα των σχετικών προβλημάτων και ιστοριών είναι προφανώς απέραντη, αλλά η συγγραφέας επιλέγει να μας διηγηθεί δυο. Αυτή του εθισμένου στα βιντεοπαιχνίδια Άαντεν Μοχάμεντ, που αρχικά υποστηρίζεται από τη μητέρα του, μέχρι και η ίδια να αντιληφθεί την έκταση και το μέγεθος των ζημιών που του προκαλεί ο εθισμός του και της Ραχίμπα, ενός κοριτσιού που και πάλι έφτασε στο Άλπερτον , μετά από εντολή αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος. Επειδή στο προηγούμενο, μετά το «διαμοιρασμό» βίντεο που την έδειχνε να επιδίδεται σε σεξουαλικές περιπτύξεις στις τουαλέτες με συμμαθητές της, δέχτηκε επιθέσεις από συμμαθήτριες ως «κλέφτρα αγοριών». Και στις δυο περιπτώσεις η βοήθεια της συμβούλου μαθητών Ζαφειράκου αποδεικνύεται καταλυτική. Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να δείξει για άλλη μια φορά σε γονιό πώς να θέτει όρια στο παιδί του. Στη δεύτερη να υπερασπιστεί έμπρακτα τη σωματική ακεραιότητα της Ραχίμπα, που είχε τεθεί σε κίνδυνο, κυρίως λόγω της συμπεριφοράς και των επιλογών της, αλλά κι επειδή κάθε έφηβος πλέον κυκλοφορεί με ένα smart phone στο σχολείο και μέσω αυτού κανείς δεν γνωρίζει πού «βρίσκεται» και σε τι κινδύνους εκθέτει τον εαυτό του και τους άλλους και τι ακριβώς «διαμοιράζεται» και διακινείται.

Συνταρακτικό είναι το δέκατο κεφάλαιο όπου η Ζαφειράκου μέσα από την εμπειρία της ως υπεύθυνη επαγγελματικής ανάπτυξης (ένα είδος μέντορα δόκιμων και μόνιμων εκπαιδευτικών) πραγματεύεται δυο παλιά παιδαγωγικά ερωτήματα: τι συνιστά έναν καλό δάσκαλο κι αν η διδασκαλία είναι Επιστήμη ή Τέχνη. Για να απαντήσει, πέρα από την άκρως ενδιαφέρουσα περιγραφή του συστήματος επαγγελματικής ανάπτυξης που καθιέρωσε με τη συνεργασία του δεύτερου φωτισμένου διευθυντή στο σχολείο τους, παρουσιάζει δυο περιπτώσεις. Η πρώτη αφορά στον Μάρτιν. Ο Μάρτιν ήθελε διακαώς να γίνει καλός εκπαιδευτικός, αλλά είχε πολύ δρόμο μπροστά του μέχρι τελικά να τα καταφέρει. Δρόμο που συμπεριέλαβε και την πλήρη αποτυχία, την οποία και άντεξε, γιατί αποδέχτηκε την κριτική εκπαιδευτικών ωριμότερων απ’ αυτόν. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει συχνά, γιατί «η κριτική πονάει» και πολλοί εκπαιδευτικοί την χειρίζονται χειρότερα κι από τους μαθητές τους. Στην ιστορία του Μάρτιν αναδύεται και το βασικό στοιχείο της καλής διδασκαλίας: τα παιδιά πρέπει να μαθαίνουν απ’ αυτήν. Τα υπόλοιπα είναι απλά τεχνικές και πρακτικές που κατακτά ο δάσκαλος επί το έργον. Στη δεύτερη παρουσιάζεται η περίπτωση μιας δόκιμης και πάλι νεαρής καθηγήτριας «που τα ξέρει όλα», δεν αντιλαμβάνεται, όμως, στοιχειωδώς το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται το επάγγελμα του εκπαιδευτικού και τελικά, αποφασίζει η ίδια να εγκαταλείψει το επάγγελμα∙ ευτυχώς. Επειδή δεν αντέχει άλλο, όπως δηλώνει, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι «δεν μου αρέσει να διδάσκω». Όπως σημειώνει εν κατακλείδι η Ζαφειράκου «η διδασκαλία είναι μια μορφή τέχνης, δεν μπορεί να την κάνουν όλοι∙ και επειδή είναι κάτι τόσο προσωπικό, επειδή είσαι απλώς εσύ, σχεδόν επί σκηνής, χρησιμοποιώντας την προσωπικότητά σου και τις ικανότητές σου για να πείσεις μερικά παιδιά να ερωτευτούν το αντικείμενό σου, οποιαδήποτε κριτική [για το μάθημά σου] μπορεί να εκληφθεί πολύ προσωπικά».

Στο ενδέκατο και δωδέκατο κεφάλαιο η συγγραφέας διηγείται την πορεία της προς τη βράβευση και, μετά απ’ αυτήν, τη συγκρότηση, καθώς και τα πρώτα βήματα στα σχολεία του φιλανθρωπικού οργανισμού (AiR) που δημιούργησε με τα χρήματα του βραβείου. Ταυτόχρονα, όπως ήταν αναμενόμενο, ασκεί έντονη κριτική στην περικοπή δαπανών για την Εκπαίδευση στη Μεγάλη Βρετανία και τον περιορισμό των ωρών διδασκαλίας των καλλιτεχνικών μαθημάτων. Περιορισμός που επί της ουσίας «επιβλήθηκε» στα σχολεία μετά από τις αλλαγές που επήλθαν στο Αγγλικό Απολυτήριο, όταν αυτό προσανατολίστηκε σχεδόν αποκλειστικά στα βασικά «χρήσιμα» γνωστικά αντικείμενα.

Κλείνοντας, ας σημειωθεί ότι σπάνια η ανάγνωση ενός βιβλίου δικαιώνει τα διθυραμβικά σχόλια των κριτικών σημειωμάτων που παρατίθενται στο οπισθόφυλλό του. Κάτι τέτοιο, όμως, συμβαίνει στο ακέραιο στην περίπτωση του βιβλίου της Άντρια Ζαφειράκου, που μας χάρισε ένα κείμενο, συνδυασμό εκπαιδευτικής αυτοβιογραφίας και αναστοχασμού εκπαιδευτικών πρακτικών, «ζεστό, ειλικρινές και γεμάτο πάθος». Ένα μαγικό συνδυασμό «πίστης και συμπόνιας», που «πρέπει να γίνει πηγή έμπνευσης για όλους» και «θα έπρεπε να αποτελεί υποχρεωτικό ανάγνωσμα» για κάθε νέο εκπαιδευτικό ενταγμένο στο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών τους, ένα χρήσιμο ανάγνωσμα «προσκέφαλου» για κάθε νεοεισερχόμενο στο επάγγελμα τον πρώτο καιρό της επαφής του με τη ζωντανή τάξη. Προσωπικά, «είχα [κι εγώ] πολύ καιρό να διαβάσω κάποιο βιβλίο που να μου φέρνει δάκρυα τόσο συχνά στα μάτια».

 

Υ.Γ. Το βιβλίο της Άντριας Ζαφειράκου αξίζει όσο δεκάδες ακαδημαϊκά συγγράμματα μαζί. Το υποστηρίζω επικαλούμενος τα σαράντα και χρόνια εμπειρίας μου ως δάσκαλος έδρας, διευθυντής σχολείου, σχολικός σύμβουλος, μέντορας εκπαιδευτικών, υπεύθυνος επιμόρφωσης δασκάλων και καθηγητών και επιμορφωτής συναδέλφων μου σχολικών συμβούλων. Σε ευχαριστούμε Άντρια που το έγραψες. Είχα την τύχη να διαβάσω ως φοιτητής Παιδαγωγικής Ακαδημίας, το  εμβληματικό βιβλίο του Μιχαλάκη Παπαμαύρου, «Διδαχτικές αρχές του σχολείου εργασίας: είκοσι γράμματα στον Έλληνα δάσκαλο», που έγραψε ο μεγάλος Παιδαγωγός το 1930. Συνέβαλε αποφασιστικά στα πρώτα βήματα  διαμόρφωσής μου ως δάσκαλος, σε συνδυασμό με τις σημαντικές διδακτικές ευκαιρίες που αναζήτησα και μου δόθηκαν, καθώς και τη φωτισμένη βοήθεια που έλαβα, άτυπα τότε, από εξαιρετικούς και εμπειρότερους από εμένα συναδέλφους. Είχα την ίδια τύχη να διαβάσω, ως συνταξιούχος δάσκαλος πλέον, το βιβλίο σου. Μου έδωσε την ευκαιρία να πραγματοποιήσω δεκάδες αναδρομές στη δική μου ζωή ως εκπαιδευτικός και να ξαναζήσω όλα αυτά που επιβεβαιώνουν ότι ορθά έπραξα κι έγινα δάσκαλος, άξιζε τον κόπο και αμείφθηκα πλουσιοπάροχα ως άνθρωπος γι’ αυτή μου την επιλογή. Έγραψα, «συνταξιούχος δάσκαλος», αλλά ξαναδιαβάζοντάς το, διαπιστώνω ότι έκανα λάθος. Ένας δάσκαλος δεν βγαίνει ποτέ στη σύνταξη ακόμα κι όταν πάψει να διδάσκει. Η επαγγελματική μας ιδιότητα πεθαίνει μαζί μας, γιατί αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητάς μας, ως άνθρωποι.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top