Διασώζοντας Μνήμες
Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος //
«Όσα και αν πιάσω άστρα το φεγγάρι θα θρηνεί», Σοφιάνα Παρασκευοπούλου, Εκδόσεις Βακχικόν
Η Σοφιάνα γράφει στον αγαπημένο της φίλο. Θυμίζει το κοριτσάκι με την σκιά του Ανδρέα Εμπειρίκου, οι λογισμοί της γεννιούνται στην καρδιά μιας βομβαρδισμένης συνοικίας. Θέλει τόσα πολλά να του γράψει, όμως την πιο κρίσιμη στιγμή οι σκέψεις της ταξιδεύουν, ταξιδεύουν. Όσα συγκρατεί είναι μονάχα σκόρπιες λέξεις, όσα γράφει θα ΄θελε να ΄ταν αστραπές τεθλασμένες, τα χέρια της θα προτιμούσε να είναι κλωνάρια, οι στίχοι της τρυφερά τραγουδάκια που μπορεί να κλονίσουν από τον θρόνο της μια ευαίσθητη καρδιά.
Όταν χάνεται θυμάται τόσα πράγματα, θυμάται τον άνεμο, το άπιαστο. Τότε επανέρχεται αποφασισμένη, χαράζει στις σελίδες του τετραδίου της τρυφερές λεπτομέρειες, όπως το γέλιο της και χαρταετούς. Έπειτα αρχίζει ξανά, καλέ μου φίλε, θυμάται τους εραστές που χωρίζουν δυστυχισμένοι,- έξω εκεί υπάρχουν τόσοι πολλοί από αυτό το σπάνιο είδος-, μιλά για χρόνο και κάνει συντρίμια όλα τα ρολόγια. Τραγουδά για σένα και για μένα, στήνει από το τίποτε μικρούς γκρεμούς και ομοιοκαταληξίες, τα πράγματα και τις ιδέες σμίγει εμπρός σε έναν σπουδαίο σκοπό.
Καλέ μου φίλε, καλέ μου φίλε, με το καρδιόσχημο πρόσωπό σου, για σένα τα λιτά τραγούδια που δεν φέρουν τίτλους, αφού ποτέ και κανείς δεν μετάφρασε τον κόσμο σ΄όλο του το νόημα. Καμιά φορά σκέπτεται αν το γράμμα της θα φτάσει ποτέ στον παραλήπτη του. Αν όλες αυτές οι λέξεις ήθελαν κάτι να πούν έτσι καλά βαλμένες στο χαρτί ή πρόκειται μόνο για την εφαρμογή ενός ιδιότροπου κανόνα ομορφιάς, τους είδους που συλλαμβάνουν το ένστικτο και το μυαλό, πέρα από τους κανόνες.Τότε σταματά και μια πικρή μοναξιά την πνίγει. Προλαβαίνει να διασώσει μόνο την γνώση της που οι άνθρωποι ονόμασαν ατμόσφαιρα. Όλοι του οι στίχοι κάνουν λόγο για τα χαμένα χρώματα, για όσα κρύφτηκαν στο πρώτο φως της νύχτας, για φίλους καλούς και σπασμένα φτερά. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό φορτίο εκείνο που κουβαλούν οι στίχοι της Σοφιάνας Παρασκευοπούλου. Η ίδια μοιάζει με τα νησιά που αντιστέκονται στο τέλος του καλοκαιριού.
Η μουσική και ένας κομματιασμένος Ορφέας εντός της, μεγαλωμένος όπως πάντα, όψεις της ζωής και του έρωτα που μετρούν αιώνες απόψε κατεδαφίζονται στην ποιητική συλλογή της Σοφιάνας Παρασκευοπούλου με τίτλο Όσα κι αν πιάσω άστρα, το φεγγάρι θα θρηνεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η ζωντανή ποσότητα, τότε και τώρα, εκείνο που ποτέ δεν συλλαμβάνεται μονοπωλεί το ενδιαφέρον των στίχων της ποιήτριας που με την ίδια διακριτικότητα τραγουδά την διαλυτική εποχή. Μες στα ποιήματά της μοιάζει ευτυχισμένη, περίπου ευτυχισμένη, όπως ακριβώς συνέλαβε την κατάσταση ο πρόωρα χαμένος Θανάσης Κωσταβάρας. Διαθέτει όλη την δύναμη για ν΄αφήσει πίσω της τ΄άδεια δωμάτια με τα ζωντανά, σπαραχτικά τραγούδια. Κάποτε, σε ένα φανταστικό θέατρο, εκείνο το γράμμα στον καλό της φίλο θα ανακτήσει όλες τις θεατρικές ικανότητες και σαν βροχή πάνω στις λάμπες τα λόγια θα πλέξουν. Ένα τραγούδι θα γεννηθεί και όλοι εκείνοι οι υποδόριοι ρυθμοί που κυλούν εντός της Σ. Παρασκευοπούλου ίσως μπορούν να κάνουν λιγότερο μισερά τα φεγγάρια.
Τελευταίο καρέ. Η ποιήτρια ετοιμάζεται για την μάχη. Εμπρός της ολόλευκες σελίδες και σκισμένοι χάρτες. Γύρω της η εξαντλητική εποχή των μουσώνων που κρατά δεκαετίες, κόντρα στον καιρό τα τραγούδια της, κλειδιά στα χέρια της. Τα ποιήματά της που φθάνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις Βακχικόν, διαθέτουν την χάρη των τραγουδιών. Μιλούν για εκείνο που θα μας κάνει να ζήσουμε, θυμίζουν ήρωες σαιξπηρικούς που συνεχίζουν, κάτι σπάνιο, σαν τον σοβά του σώματος του Κ. Παπαγεώργη.