Fractal

Ο πατέρας που πάντα έφευγε. Η μητέρα που έμενε στη σιωπή της. Η αδελφή που πολεμούσε για ένα ιδανικό. Η Βολιβία, άγνωστη χώρα με ταραγμένες ημέρες…

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

 

 

Ροδρίγο Ασμπούν: “Δεσμοί στοργής” Μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη

 

Τι είναι Λογοτεχνία, άραγε;

Χρόνια και χρόνια η ερώτηση αυτή ξεπηδά μέσα από σελίδες βιβλίων που καταπίνουν τις ώρες μου και ενίοτε με κρατούν έξω απ’ όσα διαδραματίζονται μακριά από τους τοίχους τού μικρού μου γραφείου.

Πολλές φορές, η απάντηση που δίνω, διαφέρει από κάποια που είχα δώσει μια μέρα πριν. Ίσως γιατί ένα νέο βιβλίο είναι εντελώς διαφορετικό από ένα άλλο. Ίσως γιατί ένας συγγραφέας είναι μια εντελώς διαφορετική ματιά στον κόσμο και στον άνθρωπο.

Χιλιάδες συγγραφείς, χιλιάδες οπτικές ματιές τού κόσμου.

Κάθε ράχη βιβλίου στη βιβλιοθήκη κι ένα διαφορετικό σύμπαν. Να το προσεγγίζεις με την ενδεδειγμένη ευλάβεια, γιατί πώς αλλιώς μπορείς να εισέλθεις στον ιερό χώρο τής ψυχής τού συγγραφέα;

«Δεν είναι αλήθεια ότι η μνήμη είναι ένας τόπος ασφαλής. Κι εκεί τα πράγματα παραμορφώνονται και χάνονται. Κι εκεί στο τέλος απομακρυνόμαστε από τους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους», λέει η Τρίξι, μια από τις τρεις αδελφές τού μυθιστορήματος «Δεσμοί στοργής», του νεαρού Βολιβιανού συγγραφέα Ροδρίγο Ασμπούν.

Η μνήμη, λοιπόν. Μνήμη από τις ταραγμένες μέρες τής Βολιβίας, με το πρόσωπο του Τσε Γκεβάρα στο φόντο…

Μνήμη από έναν πατέρα, που η άλλη κόρη, η Χάιντι, τον θυμάται πάντα να φεύγει: «Να φεύγει, αυτό ήξερε να κάνει καλύτερα ο μπαμπάς, να φεύγει, αλλά και να επιστρέφει, σαν στρατιώτης ενός αέναου πολέμου, μέχρι να ανακτήσει τις δυνάμεις του, για να ξαναφύγει και πάλι».

Και η μνήμη τής μητέρας; Κι αυτή ζωντανή, αλλά ως ένα άλλο πορτρέτο στα εσώτερα μάτια τής Τρίξι, αφού η μητέρα Αουρέλια ζει στο περιθώριο της δράσης τού πατέρα και γενικά τής οικογένειας. Ξεριζωμένη από τη χώρα της, τη Γερμανία, η μητέρα, προβάλλει μέσα από την αφήγηση της Τρίξη, ως κραυγαλέα σιωπηλό παράπονο: «Τελευταία ονειρεύομαι το Μόναχο σχεδόν κάθε βράδυ, είπε η μαμά. Είναι σαν να ζω δυο ζωές, μια όταν είμαι ξύπνια και μια όταν κοιμάμαι. {…} Πιστεύω ότι είμαι πιο ευτυχισμένη όταν κοιμάμαι. {…} Η μαμά άναψε κι άλλο τσιγάρο. Τώρα δε με ρώτησε αν ήθελα, απλώς μου το έδωσε. Ήταν η τρίτη ρουφηξιά της ζωής μου, ύστερα ήρθε η τέταρτη και η πέμπτη και η έκτη. Θέλω να με θυμάσαι έτσι, είπε τότε. Πώς; Τη ρώτησα. Έτσι, επανέλαβε, στην κουζίνα, να καπνίζω μαζί σου τα Χριστούγεννα του ’55. {…} Ερωτεύθηκες τον μπαμπά με την πρώτη ματιά; τη ρώτησα. Από το πρώτο δευτερόλεπτο που τον είδα, αποκρίθηκε. {…} Τη ρώτησα αν τον αγαπούσε ακόμα. Άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε. {…} Κάθε μέρα περισσότερο, απάντησε η μαμά κοιτάζοντάς με ακόμη…»

Ο Ασμπούν συνθέτει ένα μυθιστόρημα εσωτερικών προβληματισμών για τους δεσμούς μιας οικογένειας που δοκιμάζονται από τον χρόνο και από την αναζήτηση της ταυτότητας του καθενός από τα μέλη της.

Ο πατέρας Χανς Ερτλ είναι ένας από τους Γερμανούς που καταφεύγουν στη Βολιβία μετά από την πτώση τού Ναζιστικού καθεστώτος. Κινηματογραφιστής στα χρόνια του Χίτλερ, προσπαθεί να στήσει μια νέα ζωή σε μια χώρα που κλυδωνίζεται από τις δικές της αντιθέσεις. Στη νέα του ζωή κυνηγά ένα όνειρο, την ανακάλυψη μιας αρχαίας πολιτείας των Ίνκας, ή μιας νέας ταυτότητας για να συνεχίσει τη ζωή του, κάτι σαν την αναζήτηση της Ιθάκης, αν και η δική του αναζήτηση δεν θα τον κάνει περισσότερο σοφό.

Το κυνήγι αυτού του ονείρου θα επηρεάσει τις ζωές όλων όσοι υπάρχουν δίπλα του. Η σύζυγος Αουράλια, οι κόρες Μόνικα, Τρίξι και Χάιντι, η ερωμένη Μπουργκλ. Μέσα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Τρίξι και της Χάιντι, θ’ αναδυθεί το πορτρέτο τής μεγαλύτερης κόρης, της Μόνικα. Είναι αυτή που θα δώσει δραματική χροιά στη μυθοπλασία, καθώς ο ανήσυχος και ανυπότακτος χαρακτήρας της {«Τίποτε δεν έκανε τη Μόνικα να νιώθει πιο άβολα από τη σκλαβιά. Η σκλαβιά, αυτό ακριβώς της επιβεβαίωνε πάντα την αναγκαιότητα της πάλης».}, θα την οδηγήσει στις τάξεις τού αντάρτικου, κάτω από την ηγετική σκιά τού Τσε Γκεβάρα, κάτι που θα επηρεάσει και τη ζωή τών άλλων, ακόμα και του συζύγου μιας από τις αδελφές της, του γιατρού Ράινχαρντ, που μονολογεί, συντροφιά με τη μοναξιά και του ουίσκι του: «Ναι, κάθε βράδυ, με το ουίσκι στο χέρι, προσγειώνομαι απαρέγκλιτα στο παρελθόν και κυρίως στη Μόνικα, που εμφανίστηκε λίγο αργότερα και που για μένα συμπυκνώνει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον εκείνα τα χρόνια: η Μόικα θυμωμένη ή ευτυχισμένη, να τα αμφισβητεί όλα, η Μόνικα να κλαίει ή να φιλάει ή να βογκάει ή να κάθεται απλώς ασάλευτη, η Μόνικα όπως ήταν προτού γίνει αυτό που έγινε. {…} Ναι, το μόνο που έχει σημασία τώρα είναι εκείνη, το παραγνωρισμένο κορίτσι, η χαοτική και επαναστάτρια έφηβη, η γυναίκα που αργότερα άλλαξε στόχο κι έγινε πλέον ασυγκράτητη, η γυναίκα που κατέληξε να κάνει κακό στον εαυτό της και στους άλλους…»

 

Ροδρίγο Ασμπούν

 

Η Μόνικα, λοιπόν. Η παρουσία της διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα και γίνεται – μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων – ο κεντρικός του άξονας. Η σύγκρουσή της με τον πατέρα της είναι καθοριστική. Έτσι κι αλλιώς στα δικά της μάτια εκείνος αντιπροσώπευε το παλιό, τον κόσμο τής παρακμής, της εκμετάλλευσης, της ανελευθερίας, της καταπίεσης:

«Λακέ των ισχυρών, αηδιαστικέ φασίστα, ήταν το τελευταίο που είπε η Μόνικα (στον πατέρα της) προτού πάει στην κάμαρά της να πάρει τα κλειδιά, τον σάκο και το ρεβόλβερ και φύγει χωρίς να χαιρετήσει.

»Εκείνες οι στιγμές θα τον ακολουθούσαν σε όλη του τη ζωή. Ξανά και ξανά, επίμονα, θα τις αναπαρήγαγε στον νου του: Η αγαπημένη του κόρη να τον βρίζει, ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου της να χάνεται μακριά.

»Η επόμενη φορά που την είδε ήταν σε μία αφίσα στη Λας Πας. Ο στρατός πρόσφερε εκατό χιλιάδες πέσος για εκείνη, ζωντανή ή νεκρή».

Σχεδόν τηλεγραφική, η γραφή τού Ασμπούν, συγκλονίζει. Άλλωστε μέσα σε εκατόν πενήντα, περίπου, σελίδες λέει όσα κάποιος άλλος συγγραφέας ίσως θα ήθελε χίλιες σελίδες. Για τον Ασμπούν αρκούν οι εκατόν πενήντα. Κάποιες φορές τα σημαντικά μπορούν να ειπωθούν και με μια μόνο φράση.

Το αποκορύφωμα της δράσης τής Μόνικα είναι μια τρομοκρατική ενέργεια: Η δολοφονία τού πρόξενου της Βολιβίας στο Αμβούργο. Ο συγγραφέας, σε ρόλο αφηγητή, απευθύνεται στη σκιά τής Μόνικα, περιγράφοντας τη σκηνή:

«Έχεις κοιμηθεί μόνο δυο ώρες, αλλά δεν είσαι κουρασμένη… Νίκη ή θάνατος! Γράφεις σ’ ένα κομματάκι χαρτί που σκίζεις από κάποιο περιοδικό. Το κρύβεις μέσα στην περούκα κι ύστερα την προσαρμόζεις ξανά με προσοχή και σκέφτεσαι τον Ίντι (ο αντάρτης σύντροφος του Τσε, και σύντροφός της). {…} Μέσα σου είσαι ψυχρή σαν πάγος, ευάλωτη σε κάνει μόνο ο χρόνος αναμονής. Μπαίνεις στο προξενείο στις δέκα παρά πέντε, στην ατμόσφαιρα αιωρείται μια μυρωδιά καπνού και το γλυκερό άρωμα της γραμματέως. Εκείνη σε θυμάται, λέει: …ο πρόξενος δε θα αργήσει… Σε βοηθάει να σκέφτεσαι τα ακρωτηριασμένα χέρι του Τσε, το κατακρεουργημένο κορμί του Ίντι, το γουρούνι τον Τότο Κιντανίγια, τον κατεξοχήν υπεύθυνο και για τα δυο εγκλήματα επί υπουργίας του. Ανασαίνεις βαθιά μια, δυο, τρεις φορές. Εκπνέεις, ανασαίνεις ξανά. Ύστερα ανασηκώνεις το βλέμμα και τον βλέπεις: το μουστακάκι του, τις φαβορίτες του, το χαμόγελό του. Έρχεται προς το μέρος σου με το χέρι απλωμένο στον αέρα, σε χαιρετάει. Σηκώνεσαι όρθια, βγάζεις το Colt Cobra και πυροβολείς τρεις φορές, σημαδεύοντας το κεφάλι του».

Και οι επιπτώσεις όλων αυτών; Θα τις αφηγηθεί στον μονόλογό της η μια από τις αδελφές της, η Τρίξι, που στη σκέψη της, η τύχη τής Μόνικα, παίρνει τον χαρακτήρα εμμονικού εφιάλτη:

«Ανάμεσα στους Γερμανούς είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι πίσω από κάποια τρομοκρατικά χτυπήματα που είχαν συμβεί εκείνους τους πρώτους μήνες στην πόλη κρυβόταν η Μόνικα. Εξαιτίας αυτού άλλαξαν τη συμπεριφορά τους απέναντί μας, μας απέφευγαν.

{…}

»Για τον μπαμπά τα πράγματα ήταν χειρότερα. {…} Είπε ότι είχε ζήσει κάτι παρόμοιο μετά τον πόλεμο, ότι και τότε τον είχαν κάνει να νιώσει σαν μίασμα, ότι κι εκείνη την εποχή τού έκλειναν τη μια πόρτα μετά την άλλη…

{…}

Καμιά φορά αισθανόμουν ότι η Μόνικα με κατασκόπευε, ότι κάποιες μέρες με ακολουθούσε…

{…}

Μου έλειπε η ζωή μας όπως ήταν πριν από μερικά χρόνια, τότε που μόλις είχαμε φτάσει στη Βολιβία και όλα ήταν καινούργια για μας. Μου έλειπε η μαμά, εξακολουθούσε να μου λείπει.

{…}

Δεν ήξερα πώς να πιαστώ από την πραγματικότητα… Η πραγματικότητα ήταν οι άνθρωποι που συνευρίσκονταν και αναπαράγονταν και που με τον τρόπο αυτό επέτρεπαν στα ψέματα του κόσμου να αναπαράγονται κι αυτά».

Η Μόνικα και η μοίρα τής Βολιβίας. Η Μόνικα και η μοίρα τής οικογένειάς της. Εκείνη εξαφανισμένη στη ζούγκλα, με την αδελφή της να βασανίζεται από ερωτηματικά: «Να αγωνιστεί ενάντια σε ποιον, ήταν το δεύτερο που αναρωτήθηκα, ενάντια σε ποιους, διάβολε, να αγωνιστεί στα βάθη τής ζούγκλας».

Κλείνοντας το «Δεσμοί στοργής» είχα μια κάποια απάντηση στην αρχική μου ερώτηση για το «Τι είναι Λογοτεχνία, άραγε;»…

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top