Fractal

«Το να μην αισθάνεσαι τίποτε είναι άραγε και αυτό ένα συναίσθημα;»/ «Το να αισθάνεσαι όλο και περισσότερο, μοιάζει σχεδόν με πόνο….»

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«Δεσμοί στοργής» του Ροδρίγο Ασμπούν, Μετάφραση: Γεωργία Ζακοπούλου, Εκδόσεις Πατάκη

 

Μ’ ένα έργο βαθιά ανθρώπινο, γραμμένο με μία κομψότητα και μία συμπυκνωμένη  τρυφερότητα, που ισορροπεί αριστοτεχνικά στα όρια ανάμεσα στη βιογραφία, τη μυθοπλασία και την ιστορική πραγματικότητα, ο παλαιστινιακής καταγωγής, γεννημένος στη Βολιβία και κάτοικος εδώ και χρόνια των ΗΠΑ, συγγραφέας Rodrigo Ηasbún, ξεδιπλώνει μία ιστορία παράξενης ενηλικίωσης, συνταιριάζοντας τη μοναχική πορεία των μελών μίας οικογένειας προς την αναζήτηση ταυτότητας με την ιστορία μίας χώρας που ασφυκτιά κάτω από το βάρος πολιτικών και κοινωνικών αναταράξεων. Ο Rodrigo Hasbún (γεννήθηκε στην πόλη Cochabamba της Βολιβίας το 1981) έχει δημοσιεύσει δύο νουβέλες και μία συλλογή μικρών ιστοριών. Πολύ νωρίς έκανε αισθητή την παρουσία του στα γράμματα και δύο από τις μικρές του ιστορίες έχουν γυρισθεί σε ταινίες για τις οποίες συν-έγραψε το σενάριο. Το έργο του «Δεσμοί Στοργής» (2015) έχει μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες.

Άξιο τέκνο της σύγχρονης λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, ο συγγραφέας αντλεί έμπνευση από την εκκεντρική οικογένεια Ερτλ, ο αρχηγός της οποίας, Χανς, ήταν ο προσωπικός φωτογράφος του Rommel, διευθυντής φωτογραφίας των ταινιών της Leni Riefenstahl για την προπαγάνδα των Ναζί και εφευρέτης της υποβρύχιας φωτογραφίας. Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια μετακομίζει στη Βολιβία, μία κίνηση που όχι μόνο απομακρύνει την οικογένεια από τη χώρα καταγωγής της αλλά και τα μέλη της μεταξύ τους.

Στη νέα ήπειρο, ο πατριάρχης της οικογένειας μεταμορφώνεται σε έναν ριψοκίνδυνο εξερευνητή, μοιάζει με κτήνος σε αιχμαλωσία καθώς χρειάζεται απαραιτήτως ένα σκοπό απτό, μεγαλειώδη, η αναγκαιότητα για ένα νέο ξεκίνημα γίνεται σχεδόν εμμονική, η αναζήτηση της χαμένης πόλης των Ίνκα, της Παϊτιτί, μέσα στη ζούγκλα του Αμαζονίου γίνεται αυτοσκοπός. Η επίδρασή του μολυσματική, όλα τα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του, η άρρωστη σύζυγός του Αουρέλια και οι τρεις του κόρες Μόνικα, Χάιντι και Τρίξι λυγίζουν κάτω από το βάρος είτε της γοητείας του είτε της αδιαφορίας του.

Και εδώ ακριβώς αποκαλύπτονται οι βαθύτερες, ουσιαστικότερες αλήθειες του συγγραφέα, μια και το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται Οι τρεις αδελφές, καθώς πέρα και πάνω από τις πραγματικές συνθήκες, τα ιστορικά γεγονότα, τις ασταθείς και εν πολλοίς επικίνδυνες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, το εσωτερικό ταξίδι ενηλικίωσης, οι σχέσεις στοργής και η παντελής απουσία τους, η μνήμη που εξαπατά, η οικογένεια που σκορπίζει σαν τις στάχτες στον άνεμο συναποτελούν τον βασικό καμβά πάνω στον οποίο ο Rodrigo Hasbún θα κεντήσει με ακρίβεια, αισθαντικότητα και πρωτοτυπία το έργο του.

Ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου, ο συγγραφέας σηματοδοτεί την πρόθεσή του: μία ρετρό, κομψή γυναικεία φιγούρα με λευκό φόρεμα, βλέπει μπροστά της ένα, σχεδόν εκφοβιστικό, δασώδη όγκο. Στο έργο του Rodrigo Hasbún, μία άλλη γυναίκα, η Μόνικα (περισσότερο αυτή από τις υπόλοιπες αδελφές της) βρίσκεται αντιμέτωπη με το απόρθητο τείχος στοργικότητας και μνήμης. Μία γυναίκα αντιμέτωπη με την απόφαση είτε να αφεθεί στην προαιώνια φύση της είτε να βαδίσει σε έναν έρημο τόπο τέφρας και νοσταλγίας. Και, τελικά, μέσα σε αυτά τα άγνωστα, έρημα εδάφη που κατοικούνται από φαντάσματα, ξεπηδά ένα τρομακτικό κενό που πυροδοτεί όλη την υπόγεια ένταση του αφηγηματικού καμβά: «Προτού επιστρέψουμε στην κατασκήνωση, αγκαλιαστήκαμε. Ίσως αυτός να ήταν ο τρόπος μας να αποδεχτούμε την απόσταση που υπήρχε ανάμεσά μας, ο τρόπος μας να πούμε πράγματα που δεν ξέραμε πώς να τα εκφράσουμε.» (σελ. 53).

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, το μεν πρώτο ακολουθεί τις ιστορίες των κοριτσιών καθώς περνούν τα χρόνια ενώ στο δεύτερο περιγράφεται η ζωή κυρίως της Μόνικας καθώς ριζοσπαστικοποιείται και ξεκινά μία πορεία προς αυτό που θα γίνει ο απώτερος σκοπός της ζωής της. Στην πολυφωνική αφήγηση του Hasbún, κάθε κεφάλαιο αποτελεί τη φωνή ενός ξεχωριστού προσώπου, εκτός από τις τρεις κόρες, σύζυγοι και εραστές δίνουν τη δική τους οπτική, μία διαφορετική ιστορία  ακούγεται κάθε φορά. «Το να μην αισθάνεσαι τίποτε είναι άραγε και αυτό ένα συναίσθημα;» (σελ. 129) αναρωτιέται η Μόνικα ενώ ετοιμάζεται για την πιο μεγάλη αποστολή της. Η απάντηση είναι προφανής: το να αισθάνεσαι όλο και περισσότερο, σχεδόν με πόνο…. μοιάζει να της απαντά ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας στα κεφάλαια που την αφορούν δεύτερο πρόσωπο έτσι  ώστε ο εσωτερικός μονόλογος της Μόνικας να μετατρέπεται έξαφνα σε ένα διάλογο της ηρωίδας με τον αναγνώστη ή με τον δημιουργό της.

Με πρόσχημα λοιπόν την ιστορία της οικογένειας Ερτλ και την καταγραφή πραγματικών ιστορικών γεγονότων, το έργο επαναφέρει τις σταθερές αφηγηματικές αξίες του Rodrigo Hasbún: από τη μια, η δημιουργία όμορφων μα πικραμένων γυναικείων υπάρξεων, ενώ, από την άλλη, οι αρσενικοί χαρακτήρες υφίστανται, ως δορυφόροι σε τροχιά, γύρω από την ισοπεδωτική προσωπικότητα του Χανς Ερτλ. O συγγραφέας εξακολουθεί να δουλεύει πάνω στις εμμονές του: η οικογένεια, τα νήματα που είναι υφασμένα απ’ έξω και σπασμένα από μέσα, ξεριζωμός και μετανάστευση, γήρας και θάνατος, η μνήμη ως τόπος αφιλόξενος, απατηλός, τα παλιά και ακατοίκητα σπίτια ως τόπος άγονος, κενός, νεκροταφείο συναισθημάτων που αρνηθήκαμε και  λόγων που δεν έφθασαν στα χείλη, η γη ως τόπος  γόνιμος, αγκαλιάζει το ανθρώπινο κορμί με μία παρηγορητική τρυφερότητα, το θηλυκό σύμπαν (γυναίκες με υπερβολική αλλά ταυτόχρονα τραγική γοητεία), το αρσενικό στοιχείο ακραίο, είτε τρομακτικά κυριαρχικό είτε σε ρόλο κομπάρσου…..

 

Rodrigo Hasbún

 

Η αφήγηση γεμάτη από δίπολα, η ζούγκλα του Αμαζονίου δίπλα στη ζούγκλα των πολιτικών εξελίξεων όπου άνθρωποι εξεγερμένοι ενάντια σε ένα απολυταρχικό καθεστώς κατασπαράσσονται, το ταξίδι της οικογένειας από τη μία ήπειρο στην άλλη δίπλα στην αναζήτηση του εαυτού, την ανάγκη να προσδιορίσουμε το «εγώ» και να γνωρίσουμε αυτούς που πορεύονται δίπλα μας, οι δυσκολίες προσαρμογής σε έναν νέο κόσμο δίπλα στις δυσκολίες να νιώσουμε, να αγαπήσουμε, να καταλάβουμε αυτούς με τους οποίους οι δεσμοί αίματος καταλήγουν να γίνουν απλά ένα κοινό επίθετο, η αναζήτηση της χαμένης Παϊτιτί, δίπλα στην αναζήτηση χαμένων φιλιών, στιγμών μεταξύ ενός πατέρα και της κόρης του που έχει χρόνια να δει, μίας τρυφερής κουβέντας με τσιγάρο στον κήπο…..

Και δίπλα, σωρός τα  τραυματισμένα αρχέτυπα: το έπος του ήρωα που «καίγεται» από την έλλειψη ιδανικού, η επιστροφή της «άσωτης κόρης» που θάφτηκε κάτω από τα ερείπια μίας ζωής υπό το βάρος ενός ψυχικού κενού που κανείς δεν σκέφτηκε να διανύσει, η αναμονή της συζύγου-Πηνελόπης πνιγμένης σε τολύπες καπνού και σεντόνια νοσοκομείου, ο περιρρέων εμψυχωτικός, επαναστατικός ιδεαλισμός που πεθαίνει προδομένος. Σαν σελίδες ημερολογίου ή σαν ένα άλμπουμ φωτογραφιών, ξεχασμένων, κιτρινισμένων, ολοκληρωτικά χαμένων στη σιωπηλή, απατηλή τρυφερότητα της μνήμης, λόγια και σιωπές, παρουσίες και απουσίες, συναισθήματα και γεγονότα, έρχονται και φεύγουν……

Εν κατακλείδι, ο Rodrigo Hasbún με μεγάλη δεξιοτεχνία χρησιμοποιεί την ακραία συνοπτικότητα ενός πεζογραφήματος το οποίο, εν τέλει, μιλά για πολλά περισσότερα από αυτά που ο ανυποψίαστος αναγνώστης θα ανακαλύψει με μία πρώτη ματιά. Από τη μια αυτό που λέγεται με ξεκάθαρο τρόπο και από την άλλη όσα παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση, ο Rodrigo Hasbún χρησιμοποιεί την αφηγηματική του περιπλάνηση καταγράφοντας το πόσο μακριά, τελικά, μπορεί να βρίσκονται οι συνέπειες από τις αποφάσεις μας, κυρίως σε συναισθηματικό επίπεδο.

Με μία διάφανη αμεσότητα, παίζοντας μία σονατίνα με σουρντίνα, ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για τη λαχτάρα να αγαπηθούμε, για την οδύνη της ματαίωσης όταν οι συναισθηματικοί δεσμοί παραμένουν στη μνήμη ανεπανόρθωτα ζωντανοί αλλά, εντέλει, άχρηστοι, καθώς, όπως λέει η Τρίξι, δεν είναι ένα ασφαλές μέρος : «Κι εκεί τα πράγματα παραμορφώνονται και χάνονται. Κι εκεί στο τέλος απομακρυνόμαστε από τους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους.» (σελ. 148).

Αφοπλιστικό, ουσιαστικό, σύγχρονο…..

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top