Fractal

Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να χαλάσει τη ζωή του κάποιος;

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Ζαν Πωλ Ντυμπουά «Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο» (Βραβείο Goncourt 2019), Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά, Εκδόσεις: ΔΩΜΑ

 

«Καμιά φορά μου συμβαίνει να κλείνω τα μάτια και να δοκιμάζω να αναπλάσω με το νου μου αυτούς τους βραδινούς περιπάτους στον κήπο της Εδέμ, μα κάθε απόπειρα, άγριες φωνές που ξεπετιούνται απ’ τους διαδρόμους και τα κελιά θρυμματίζουν την καρτερική και εύθραυστη αναπαράσταση που προσπαθούσε να δημιουργήσει η μνήμη μου. Τότε καταλαβαίνεις τι πάει να πει κάθειρξη. Μια συνεχής αδυναμία να ξεφύγεις, ακόμα και για μια βόλτα παρέα με τους νεκρούς».

      

Ο Πωλ Χάνσεν από πατέρα Δανό πάστορα  και μητέρα Γαλλίδα μοιράζεται το άθλιο κελί της φυλακής Μπορντώ (πολύ κοντά στο σπίτι του) του Μόντρεαλ, με τον “αγαθό” γίγαντα Πατρίκ Ορτόν, μέλος των Hell’s Angels, ερωτευμένο με τη μηχανή του.

Με μελαγχολική νοσταλγία ο Πωλ αφηγείται τη ζωή του, παράλληλα με τη ζωή μέσα στο κελί με τον Ορτόν, αναπαράγοντας με χιούμορ και ειρωνεία τις “ορτονικές” θεωρίες, επί παντός του επιστητού, τις brutal συμπεριφορές του, τους παιδιάστικους φόβους του.

 

«”Τη Βίβλο την έχεις διαβάσει;” Ήταν το τελευταίο πράγμα που θα φανταζόμουν ότι μπορούσε ποτέ να με ρωτήσει ο Πατρίκ. Όχι, εγώ, γιος πάστορα, δεν είχα διαβάσει ποτέ μου τη Βίβλο. Εκείνος όμως, πού το βρήκε αυτό το βιβλίο; 

“Μου το ‘χωσε η μάνα μου στο σάκο όταν έφευγα για την μπουζού. Μου είπε :

“Παρ’ το κακό δεν θα σου κάνει”. Διάολε, το άνοιξα πριν δέκα λεπτά και, πίστεψέ με, αυτοί οι καριόληδες δεν αστειεύονται, κι όταν την πέφτουν σε κάποιον, μα την παναγία, δεν πιάνουμε μία μπροστά τους.»

 

Ο Πωλ Χάνσεν τις ατέλειωτες ώρες μέσα στο κελί αναδεύει τις μνήμες του παρέα με τους ήδη νεκρούς αγαπημένους του. Θυμάται παιδί ακόμη, τον πατέρα του, απρόσιτο ψηλό, αλύγιστο πάστορα Γιοχάνες Χάνσεν, φερμένο από το θαμπό φως του βορρά και τους αμμόλοφους του Σκάγκεν, στην ανέμελη ζωή της Τουλούζης, πατρίδα της μητέρας του Αννά Μαρζερί, που κληρονόμησε από τους γονείς της τον κινηματογράφο Σκαργκό, όταν εκείνοι με την καινούργια Σιτροέν τους αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν το μοιραίο ταξίδι τους.

Και ενώ ο Γιοχάνες Χάνσεν ιερουργούσε, παρά την απωλεσθείσα πίστη του στην εκκλησία των Μεθοδιστών φροντίζοντας συγχρόνως την οικογενειακή εστία, η ωραία Αννά έκανε “διάσημο” τον κινηματογράφο της με τις ταινίες πρωτοπορίας που επέλεγε, την ανάμειξή της στην εξέγερση του ‘68 και τη διάθεση της αίθουσας σε συνελεύσεις.

«Χρειάστηκε χρόνος για να μικρύνει η ρωγμή που είχε χαράξει ο Μάης του ’68 στη ζωή των γονιών μου. Στα τριανταοχτώ της χρόνια, η μητέρα μου είχε μπει με φούρια σ’ αυτήν τη δίνη της Ιστορίας, την οποία ο πατέρας μου δεν είχε άλλη επιλογή παρά να παρακολουθεί αμέτοχος με σταυρωμένα χέρια.»

 

Η Αννά συμμετείχε ελάχιστα στην οικογενειακή ζωή, με εξαίρεση κάποιο ταξίδι στον βορρά, στην πατρίδα του συζύγου της. Ο Πωλ διατήρησε νωπές τις αναμνήσεις από εκείνο το ταξίδι στους αμμόλοφους του Σκάγκεν συντροφιά με τους ψαράδες συγγενείς του πατέρα του.

Η σχέση των γονιών του ήταν ψυχρή μεταξύ τους και αδιάφορη προς τον ίδιο τον Πωλ. Όταν η Αννά το παρατράβηξε ανεβάζοντας στο Σκαργκό το “Βαθύ Λαρύγγι”, ο θόρυβος γύρω από το έργο είχε δυσμενή αντίκτυπο για τον πάστορα. Η εκκλησία τον αποπέμπει από τους κόλπους της. Ο Γιοχάνες εγκαταλείπει την οικογένεια και μεταναστεύει στον Καναδά σε μια μικρή πόλη του Κεμπέκ, που όλοι ασχολούνταν με την εξόρυξη αμίαντου, πάστορας σε μια εκκλησία που έμοιαζε με ανάποδη βάρκα. 

Εκεί, στην εφηβεία του, τον επισκέφθηκε ο γιος του Πωλ, με χρήματα που κέρδισε στον ιππόδρομο. Εκεί, και ενώ όλα πήγαιναν καλά και για τους δύο, ο Πωλ χωρίς να είναι τζογαδόρος είχε την ιδέα να πάνε μία φορά στον ιππόδρομο, και εκεί ξύπνησε μια άγνωστη μέχρι τότε πτυχή του χαρακτήρα του πάστορα.

Ο Πωλ μετακομίζει στο Μοντρεάλ, βρίσκει δουλειά ως επιστάτης στο Excelsior, μία οικοδομή 68 διαμερισμάτων, αναλαμβάνει να διεκπεραιώνει κάθε εργασία που αφορά την καλή λειτουργία της από την καθαριότητα, τη θέρμανση, τη φροντίδα του κήπου, και της πισίνας, δουλειές που κάνει με ιδιαίτερη φροντίδα. Με το ίδιο νοιάξιμο φρόντιζε τους ηλικιωμένους κατοίκους των διαμερισμάτων και είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ριντ, έναν εκ των ενοίκων με ένα ιδιαίτερο επάγγελμα. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του Γουινόνα, που αγάπησε πολύ, μισή Ινδιάνα και μισή Ιρλανδή, πιλότο υδροπλάνου, που εξυπηρετούσε μεταφορές επιβατών και εμπορευμάτων, μέσω του ποταμού, και τη μικρή σκυλίτσα Νουκ, για την οποία ο Πωλ έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη.

 

«Απαλλαγμένοι από κάθε εξωτερικό καταναγκασμό, νιώθαμε ότι αιωρούμασταν στον χρόνο, απόλυτα κύριοι της ζωής μας, σκορπίζοντας σε κάθε βήμα ξενοιασιά και ευτυχία, όσο η σκυλίτσα μας έτριβε το λευκό της τρίχωμα στο βελούδινο χιόνι».

 

Ζαν Πωλ Ντυμπουά

 

Ο Πωλ μετά μια καθ’ όλα φρόνιμη ζωή βρίσκεται στη φυλακή να εκτίει μία διετή ποινή που θεωρεί δικαιολογημένη για το αδίκημα που διέπραξε σε αντίθεση με τον συγκρατούμενό του Ορτόν (μετρούσε ήδη πέντε χρόνια φυλάκισης για κατά καιρούς αδικήματα) που προσπαθεί να στοιχειοθετήσει την άποψη του μισοένοχου. Ο Ορτόν όταν ζορίζεται πολύ αρχίζει να ζωγραφίζει με τις ξυλομπογιές του.

«…τράβηξε μερικές ευθείες γραμμές, κάποιες άλλες ελαφρά σπαστές, κατόπιν κανονικές καμπύλες και ελικοειδή περιγράμματα και σαν μαθητής της σχολής του Σκάγκεν βυθίστηκε στη σιωπή σ’ ένα σύμπαν τέλειων φωτισμών, σε μια χερσόνησο όπου οι πατεράδες δεν είχαν υπάρξει ποτέ, σ’ έναν τόπο που μονάχα εκείνος γνώριζε. Κι επειδή ο κόσμος δεν γινόταν να φτιαχτεί απ’ την αρχή, εκείνος έβαζε τα δυνατά του, από παιδί ακόμα, να τον σχεδιάσει εκ νέου».

 

Ιδιαίτερα καλογραμμένο, με δομή που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, το βιβλίο του Ζαν Πωλ Ντυμπουά, είναι έξοχο, απολαυστικό!

Ο μύθος επαληθεύει τη φιλοσοφική σκέψη που γεννά ο τίτλος του.

Με χιούμορ και λεπτή ειρωνεία ο Ντυμπουά εμβαθύνει στον ψυχισμό των ηρώων του, εκμεταλλεύεται κάθε μικρή λεπτομέρεια των χαρακτήρων για να δημιουργήσει το προσωπικό σύμπαν καθενός, να εκφράσει όλο το βάθος της σκέψης και των συναισθημάτων τους, χρησιμοποιώντας μία γλώσσα μεταβαλλόμενη, από καθημερινή σε λυρική, από λαϊκή σε αθυρόστομη, απόλυτα συνδεδεμένη με αυτόν που την εκφέρει.

Ο Ντυμπουά μέσα από τον μύθο του αναδεικνύει οικουμενικά προβλήματα τριών γενεών. Ανθρώπινες συνθήκες αγάπης, πίστης, αφοσίωσης, νοιαξίματος, αγάπης για τη φύση, απιστίας, αχαριστίας, έμφυτης κακίας. Πόσο η έλλειψη αγάπης και φροντίδας μέσα στην οικογένεια επηρεάζει την ψυχική ανάπτυξη των παιδιών. Ζητήματα περιβάλλοντος στα οποία η πολιτική κωφεύει, πολιτικές ίντριγκες για την εξάρτηση ή ανεξαρτησία κρατών, ύποπτα κόλπα των ασφαλιστικών εταιριών, συνθήκες διαβίωσης μέσα στις φυλακές, όλα άρρηκτα συνδεδεμένα με τις ζωές των ηρώων του σ’ ένα μέτρο άριστο.

Η μετάφραση της Μαρίας Γαβαλά εξαιρετική!

Έχω την αίσθηση ότι πραγματικά του άξιζε το βραβείο Goncourt!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top