Fractal

Ένα βιβλίο για την συμπόνια

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Ζαν Πωλ Ντυμπουά: «Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο», Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά, Εκδόσεις ΔΩΜΑ

 

Ο αφηγητής του μυθιστορήματός μας είναι ο Πωλ Κριστιάν Φρεντερίκ Χάνσεν με γαλλική Ιθαγένεια, γεννημένος στην Τουλούζη. Είναι μισός Γάλλος από την μητέρα του και μισός Δανός από τον πατέρα του. Η μητέρα του η Αννά Μαρζερί παντρεύτηκε στα είκοσι πέντε της και διηύθυνε έναν κινηματογράφο και  ο πατέρας του ο Γιοχάνες Χάνσεν ήταν 35 και ήταν πάστορας.

Όταν ο Πωλ ήταν στην εφηβεία πήγε με τους γονείς του στο Σκάγκεν της Δανίας, για να γνωρίσει τους συγγενείς του πατέρα του. Τελειώνοντας το λύκειο γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο στη σχολή Γεωγραφίας, όμως για κάποιους λόγους οι γονείς του χώρισαν και ο πατέρας του πήγε στον Καναδά, γιατί είχε ζητήσει διορισμό στην εκκλησία των Μεθοδιστών στο Θέιτφορντ Μάινς, στην επαρχία του Κεμπέκ και ο Πωλ τον ακολούθησε στα εικοσιένα του.

Εκείνη την εποχή το Θέιτφορντ Μάινς ήταν ένα από τα σημαντικότερα σημεία εξόρυξης λευκού αμιάντου στον κόσμο και η παραγωγή γινόταν χωρίς τύψεις παρ’ όλο που οι επιστήμονες συσχέτιζαν τα περιστατικά αμιάντωσης και καρκίνου του πνεύμονα με το ορυχείο.

Η μητέρα του γνώρισε έναν Ελβετό με τον οποίο έζησε σε ελεύθερη σχέση μέχρι τα εξήντα ένα της, όπου κατέληξε με μια εσκεμμένη υπερβολική δόση φαρμάκων. Μπορεί να μην ήταν τόσο τρυφερή με τον γιο της, όμως εκείνος την ξεχώριζε από τον πατέρα του και πίστευε πως αυτή θα ήταν ένας εξαιρετικός πατέρας, διότι ήταν δυναμική και μπορούσε να υπερνικά τα προβλήματα που παρουσιάζονταν και ν’ αποφεύγει τις κακοτοπιές, ενώ ο πατέρας του ήταν αργός και ήθελε να λύνει ένα πρόβλημα τη φορά.

Στο Θέιτφορντ ο ιερέας γρήγορα έγινε αγαπητός και αποδεκτός από τους κατοίκους, γιατί εκτός από τα λειτουργικά του καθήκοντα συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες της πόλης και μάλιστα μία φορά το μήνα έκανε ειδική λειτουργία για τους μεταλλωρύχους. Ο Γιοχάνες έμενε στο πρεσβυτέριο, ενώ ο Πωλ είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα και δούλευε σε μια εταιρεία οικοδομικών εργασιών.

Τα μεταλλωρυχεία δούλευαν ασταμάτητα και μάλιστα με δυναμίτες που τρανταζόταν όλη η περιοχή και φυσικά και τα σπίτια. Οι κάτοικοι παραπονιόντουσαν και η Εταιρεία φάνηκε να θέλει να μετατοπίσει την περιοχή με τα σπίτια σ’ έναν χώρο αδειανό, όμως  δεν το έκανε γιατί λυπήθηκε τους ανθρώπους, αλλά γιατί κάτω από τα σπίτια βρήκε κοίτασμα ανεκμετάλλευτο.

Το 1982 όμως δεν ήταν καλή χρονιά για τον πάστορα. Οι εργοδότες του τον κάλεσαν σε ακρόαση, γιατί χρωστούσε χρήματα και διαπίστωσαν πως είχε αποσπάσει χρήματα από το ταμείο της εκκλησίας. Του έδωσαν έξι μήνες διορία μέχρι να τα εξοφλήσει και απαίτησαν να παραδώσει τα κλειδιά. Το γεγονός ότι εμφανίστηκαν χρέη, ήταν γιατί ο ιερέας είχε εθιστεί στον τζόγο παίζοντας στον ιππόδρομο στην αρχή και μετά στο καζίνο, περιμένοντας πάντα πως κάποια στιγμή θα ρεφάρει και θα κέρδιζε τα ποσά που είχε χάσει ώστε να μπορέσει να τα βάλει στη θέση τους, όμως δυστυχώς τα ζάρια τον σφαγίασαν. Ο τζόγος τον είχε απορροφήσει τόσο, ώστε και τα κηρύγματά του γίνονταν στο πόδι, ώσπου κάποια μέρα ενώ έβγαζε κάποιο κήρυγμα, πριν προλάβει να φύγει από τον άμβωνα κατέρρευσε. Η νεκροφόρα μετέφερε τη σωρό του στο Σκάγκεν στη Δανία όπου και ετάφη. Η Τράπεζα και η εκκλησία διέγραψαν τα χρέη του, η εκκλησία έκλεισε κι έγινε κατοικία.

Μετά τον θάνατο του πατέρα του ο Πωλ έφυγε από την περιοχή και πήγε στο Μόντρεαλ, όπου έγινε θυρωρός σ’ ένα μεγάλο κτήριο το Excelsior με εξήντα πέντε διαμερίσματα, που όλα κατοικούντο από ιδιοκτήτες. Μέσα σε πέντε χρόνια διαμονής του, πήρε και την καναδέζικη υπηκοότητα. Επειδή ήταν πολύ καλός στη δουλειά του προήχθη σε επιστάτης του κτηρίου, όπου οι ευθύνες του είχαν μεγαλώσει. Επισκεύαζε το ο,τιδήποτε χαλούσε στα διαμερίσματα, ήταν υπεύθυνος του κήπου, της πισίνας, του γκαράζ, της εισόδου, όλα να είναι καθαρά και λειτουργικά, αλλά επιπλέον έκανε θελήματα και συμπαραστεκόταν στους ηλικιωμένους του κτηρίου.

Σε κάποια ευκαιρία γνώρισε την Γουινόνα Μαπάσε, η οποία ήταν Ινδιάνα Αλγκοκίνα από την πλευρά του πατέρα της και Ιρλανδέζα από την πλευρά της μητέρας της. Ήταν πιλότος σ’ ένα αεροσκάφος που προσγειωνόταν σε όλα τα εδάφη με διάφορα εξαρτήματα όπως για παράδειγμα πλευστήρες ή χιονοπέδιλα. Παντρεύτηκαν σύμφωνα με τα Ινδιάνικα έθιμα και έζησαν έντεκα ευτυχισμένα χρόνια μαζί. Την είχε αγαπήσει πολύ και τώρα που είχε πεθάνει εξακολουθούσε να την αγαπά. Απόκτησαν κι ένα σκυλάκι τη Νουκ που την έφερε κάποια στιγμή στο σπίτι η Γουινόνα, επειδή την βρήκε στο δρόμο πεινασμένη. Δυστυχώς η Γουινόνα σκοτώθηκε σε δυστύχημα με το αεροπλάνο της, το οποίο συνετρίβη στο νησί των Κέδρων. Το πτώμα το παρέλαβε ένας εξάδελφός της Ινδιάνος να το θάψει στα χώματα που είχε γεννηθεί η Γουινόνα.

Εντωμεταξύ στο κτήριο Excelsior άλλαξε ο πρόεδρος – ,διαχειριστής και ήταν ο Σετζουίκ, ο οποίος κατά τον Πωλ φαινόταν να ήταν άνθρωπος ύπουλος, απατεώνας με χαρακτηριστικά γυμνοσάλιαγκα. Αυτός έδειχνε να μην πολυσυμπαθεί τον Πωλ, του απαγόρευσε να κάνει μπάνιο στην πισίνα και του επέβαλε να κυκλοφορεί το σκύλο του με λουρί. Επίσης του έκανε συνεχώς ελέγχους και παραπονιόταν ότι ξόδευε πολλά χρήματα για την συντήρηση του κτηρίου, αγόραζε πολύ αλάτι για την πισίνα κι ένα σωρό άλλα παράπονα που στην ουσία ήταν μικρότητες. Τον διέταξε επίσης να σταματήσει να εξυπηρετεί τους ενοίκους, διότι αυτή δεν ήταν η δουλειά του. Απ’ ότι φάνηκε ήθελε να τον εξαναγκάσει να παραιτηθεί.

Ο Πωλ έδινε τον εαυτό του για την πολυκατοικία, δούλευε πάρα πολύ και κυρίως το χειμώνα του 2002 που έπεσε παγοθύελλα στο Μόντρεαλ και παρέλυσε την πόλη για περίπου δέκα μέρες, το οίκημα δεν είχε ούτε θέρμανση, ούτε τηλέφωνα και η περιοχή είχε βυθιστεί στο σκοτάδι. Ούτε οι ανελκυστήρες δούλευαν, οπότε ο Πωλ ανέβαινε με τα πόδια στους ορόφους για να μεταφέρει τρόφιμα που είχε αγοράσει για τους ηλικιωμένους. Η καταιγίδα είχε προξενήσει ζημιές και ο Επιστάτης είχε πολύ ταλαιπωρηθεί. Όπως ήταν βαρύς ο Χειμώνας, έτσι ακραίο ήταν και το καλοκαίρι με υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία, οπότε ο Πωλ καθώς δεν ήξερε πώς να δροσιστεί, αποφάσισε, παρ’ όλη την απαγόρευση, να μπει στην πισίνα και μάλιστα στις δύο τα ξημερώματα, ώστε να μην ενοχλήσει κανέναν. Δυστυχώς όμως ο Σετζουίκ που είδε τις κάμερες ασφαλείας, τον κάλεσε ν’ απολογηθεί μπροστά σε όλους τους ενοίκους και το πιο τρομερό που ανέφερε ήταν ότι είχε βάλει και τον σκύλο του στο ποδόλουτρο των ενοίκων. Έτσι ο Σετζουίκ του ζήτησε τη λύση της σύμβασής του και του είπε ότι μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη να παραδώσει και το σπίτι που έμενε, εφ’ όσον τον είχε απολύσει.

 

Ζαν Πωλ Ντυμπουά

 

Την επομένη το πρωί ο Πωλ καθάριζε το γκαζόν. Η Νουκ τον είχε ακολουθήσει και είχε ξαπλώσει σε μια σκιά στο γκαζόν. Όταν είδε αυτό το φαινόμενο ο Σετζουίκ, σαν μαινόμενος ταύρος χίμηξε επάνω του, φωνάζοντάς του να εξαφανίσει το παλιόσκυλό του από το γκαζόν. Τότε ο Πωλ, χωρίς καν να το σκεφτεί, έπεσε επάνω του, άρχισε να τον χτυπά, τον δάγκωσε στον ώμο και τον τράβηξε μέσα στην πισίνα, κρατώντας τον μέχρι το νερό να μπει στα πνευμόνια του. Όσοι ένοικοι το πήραν χαμπάρι, προσπάθησαν να τραβήξουν τον Πωλ για να ελευθερωθεί και ο Σετζουίκ. Δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε στο νοσοκομείο, όπου εκεί ανέκτησε τις αισθήσεις του κι έμαθε επίσης τις βλάβες που προξένησε στον Σετζουίκ. Όταν παρουσιάστηκε μπροστά στον Δικαστή Λοριμιέ, ο οποίος ζητούσε να μάθει αν είχε πρόθεση να πνίξει τον αντίπαλό του, η απάντησή του ήταν ότι δεν θυμόταν τίποτε, οπότε δεν μπορούσε να απαντήσει. Ο Δικαστής του χρέωσε απόπειρα φόνου και τον καταδίκασε σε κάθειρξη δύο ετών. Ένας από τους ιδιοκτήτες της   πολυκατοικίας ο Ριντ, ο οποίος θεωρούσε φίλο του τον Πωλ, κράτησε το σκυλάκι και όταν πέθανε το σκυλί, ο Ριντ το αποτέφρωσε για να πάρει ο Πωλ τη στάχτη του, μετά την αποφυλάκισή του.

Στις φυλακές ο Πωλ οδηγήθηκε σ ’ένα μικρό κελί, που συγκρατούμενός του ήταν ο Πατρίκ Ορτόν. Ένας γεροδεμένος γιγαντόσωμος άνδρας, που ανήκε στην ομάδα των Rock Machines, που απορροφήθηκαν από τους Bandidos και ήρθαν σε ρήξη με τους Hells Angels οι οποίοι έλεγχαν το εμπόριο των ναρκωτικών κι εμπλέκονταν σε φασαρίες και φόνους. Κάποια στιγμή κι αυτοί βρήκαν σκοτωμένους δικούς τους ανθρώπους και ήταν η αιτία να βρεθεί στις φυλακές ο Πατρίκ Ορτόν, ο οποίος κατηγορήθηκε για το φόνο ενός μέλους των Hells Angels, όμως ο γίγαντας Ορτόν υποστηρίζει πως είναι αθώος, γιατί μάλλον τον φόνο τον έκαναν οι φίλοι του, που τον υποψιάστηκαν ότι συνεργαζόταν με την αστυνομία. Ο Ορτόν λόγω των σωματικών του αναλογιών, αλλά και λόγω του ότι ανήκε στην μοτοσυκλετική μαφία, έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από τους κρατούμενους, που τον θαύμαζαν. Με τον ίδιο τρόπο, οι κρατούμενοι, συμπεριφέρονταν και στον Πωλ, επειδή έμενε στο ίδιο κελί με τον Πατρίκ.

Αυτός ο γίγαντας εκμυστηρεύτηκε στον Πωλ ότι ο πατέρας του δεν είχε μιλήσει ποτέ σ’ αυτόν και στα αδέλφια του. Ήταν καθηγητής μηχανολογίας σ’ ένα Τεχνικό Λύκειο και φαίνεται πως του άρεσε καλύτερα ν ’ασχολείται με τα ξένα παιδιά παρά με τα δικά του, οπότε δεν είχε καμία επαφή και κανένα δέσιμο με αυτόν. Η μάνα του τον αγαπούσε και αυτός την αγαπούσε, αλλά στην εφηβεία έφυγε από το σπίτι. Η αγάπη του ήταν οι μηχανές Harley και ήξερε πολλά πράγματα γι’ αυτές. Παρ’ όλο το μπόι του που οι άλλοι τον έτρεμαν, αυτός έδειχνε να είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος. Στον ελεύθερό του χρόνο προτιμούσε να ζωγραφίζει, κι έδειχνε να έχει κάποιες φοβίες σε βαθμό υστερίας, κυρίως όταν έπρεπε κάποιος να του κόψει τα μαλλιά. Κατ’ αρχάς δεν εμπιστευόταν κανέναν άλλον εκτός από τη μαμά του, τώρα όμως που είναι στη φυλακή εμπιστεύτηκε τον Πωλ, αλλά του είπε να είναι προσεκτικός, να μην ακούει τον ήχο του ψαλιδιού, γιατί παθαίνει, ιδρώνει, θέλει οπωσδήποτε να σταματήσουν και ξαπλώνει κάτω, για να του περάσει. Την πρώτη φορά δεν τα κατάφεραν, αλλά την δεύτερη τα κατάφεραν, γιατί και ο ίδιος ήταν πιο ήρεμος, αφού είχε μιλήσει με τον Διευθυντή των φυλακών, ο οποίος του είπε ότι οδηγεί  μηχανή Harley και μ’ αυτόν τον τρόπο βρήκαν έναν κώδικα επικοινωνίας.

Τα δυο χρόνια ολοκληρώθηκαν οπότε ο Πωλ αποφυλακίστηκε. Έξω από την φυλακή τον περίμενε ο φίλος του ο Ριντ, ο οποίος τον πήγε σπίτι του και του είπε να μείνει εκεί όσο ήθελε. Ο Πωλ το πρώτο που έκανε ήταν να αγοράσει κάποια βιβλία με μηχανές Harley και τα εξαρτήματά τους, τα έστειλε στον Πατρίκ να έχει να διαβάζει όσο θα είναι μέσα στη φυλακή και αφού πήρε την τεφροδόχο της σκυλίτσας του, πήρε το αεροπλάνο για να πάει στη Δανία στο Σκάγκεν για να βρει τους συγγενείς του πατέρα του.

Αυτό που έμαθε ο Πωλ από τον εγκλεισμό του αυτά τα δύο χρόνια ήταν ότι η φυλακή θάβει ζωντανούς τους ανθρώπους και η συμπεριφορά των φυλάκων είναι σαν οι φυλακισμένοι να είναι ζώα σε φάρμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top