Fractal

Στιγμές αναγνώσεων του βιβλίου της Ανθούλας Δανιήλ

Γράφει η Πηνελόπη Παπαϊωάννου //

 

Ανθούλα Δανιήλ: «Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα», Εκδόσεις Βακχικόν 2020

 

Μία σταθερή ερώτηση που υπέβαλλαν στην Ανθούλα Δανιήλ οι επιμορφούμενοι εκπαιδευτικοί των πολυάριθμων σεμιναρίων, στα οποία η ίδια έχει διδάξει ανά την Ελλάδα, ήταν: «Όλα αυτά που μας είπατε μπορούμε να τα βρούμε σε ένα βιβλίο;» Στα σεμινάρια η  Δανιήλ-επιμορφώτρια  πραγματεύεται κείμενα των σχολικών μαθημάτων της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Η απάντηση της στην ερώτηση αυτή, ήταν, εκτός από το χαρίεν χαμόγελο, ότι πρόκειται για πορίσματα και αποστάγματα των μελετών και των εργασιών ολόκληρης ζωής –της δικής της και των μελετητών, των λογοτεχνών και των καλλιτεχνών του πλουσιότατου διακειμένου της (με την ευρεία σημασία), το οποίο περιέχει έργα από όλο το φάσμα των γραμμάτων και των τεχνών.

Ωστόσο, αυτό που φαινόταν δύσκολο να χωρέσει σε μία επιτομή, κατάφερε να αρθρωθεί σε ένα βιβλίο, υβριδικό ως προς το είδος, χάρη στη γλωσσική δεινότητα και το χαρισματικό επικοινωνιακό προφίλ της συγγραφέως. Το πρόσφατο βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ με τον τίτλο «Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα» έχει ως υπότιτλο τον όρο «αφήγημα». Πρόκειται για δείκτη μετριοφροσύνης, αφού το περιεχόμενο του βιβλίου συνδυάζει αναλύσεις κειμένων διαφόρων τύπων, περιγραφές τόπων, τοπίων και έργων τέχνης, αναφορές σε φωνές ραδιοφωνικών εκπομπών, αναλογίες και συγγένειες ανάμεσα σε ποιήματα, πίνακες ζωγραφικής, αθλήματα, χορογραφίες, σκηνές ταινιών, όπερες, περιπέτειες ανακάλυψης και ανάλυσης εικόνων, συμβόλων, νοημάτων, εικαστικών και λογοτεχνικών αριστουργημάτων, ιχνηλατήσεις εμπνεύσεων, υποδηλώσεων, επιδράσεων, δανείων, μετασχηματισμών εννοιών και αντιλήψεων π.χ. από την αληθινή ζωή στην ποίηση και μετά στη ζωγραφική, στη γλυπτική στο θέατρο, από τον κινηματογράφο στην κλασική γραμματεία και από εκεί στη σύγχρονη ποίηση.

Παράδειγμα πτρώτο: Η Φραντσέσκα ντα Πολέντα ή Φραντσέσκα ντα Ρίμινι, ήταν κόρη του Γκουίντο Ντα Πολέντα, επικεφαλής της οικογένειας των Ντα Πολέντα, αρχόντων της Ραβέννας. Παντρεύτηκε τον Τζαντζότο Μαλατέστα, ηλικιωμένο και χωλό, έναν ηγέτη που πολέμησε μαζί με τον αδερφό του Πάολο για τους Ντα Πολέντα στον πόλεμο εναντίον της αντίπαλης οικογένειας των Τραβερσάρι για την κυριαρχία της πόλης. Tο 1275, όταν εκείνη ήταν 15-16 χρονών, πρόδωσε τον Τζαντζότο Μαλατέστα, με τον νεώτερο αδερφό του Πάολο. O Τζαντζότο «συνέλαβε» τους εραστές και τους σκότωσε (αληθινή ζωή, Lea Nissim Rossi, Je Malatesta, Nemi, Florence 1933). Ο Δάντης Aλιγκέρι, ο μόνος μάρτυρας του συμβάντος, τοποθετεί τους εραστές στην κόλασή του, να στροβιλίζονται αιωνίως για το παράπτωμά τους, αλλά και να παραμένουν μαζί στην αιωνιότητα (ποίηση). Στο πέρασμα των δεκαετιών της αεικίνητης μελέτης της των γραμμάτων και των τεχνών, η Ανθούλα Δανιήλ ανακαλύπτει ότι η ιστορία αυτή έχει εμπνεύσει ζωγράφους, γλύπτες, μουσικούς (π.χ. Τσαϊκόφσκι, Φραντσέσκα Ντα Ρίμινι, έργο 32, συμφωνική φαντασία), σκηνοθέτες (π.χ. Ραφαέλο Ματαράτσο Πάολο και Φραντσέσκα, ταινία του 1949), γλύπτες (π.χ. Ροντέν «Το φιλί»).

Παράδειγμα δεύτερο: Μικρό κορίτσι η Ανθούλα Δανιήλ βλέπει τη χολιγουντιανή  ταινία «Ὁ Γίγας του Μαραθώνα», όπου αναπαριστώνται σκηνές από τις ιστορικές μάχες των περσικών πολέμων στις αρχές του 5ου αιώνα. Εκεί απεικονίζονται νεαροί Έλληνες με θαυμαστά κορμιά, που βουτούν στη θάλασσα πριν από τα ναυμαχία της Σαλαμίνας  για να στερεώσουν πασσάλους στον βυθό ώστε να σκίζονται οι καρίνες των αντίπαλων πλοίων. Μερικές δεκαετίες αργότερα, διαβάζει το ποίημα «Κίχλη» του Γιώργου Σεφέρη :

«Και τα παιδιά που  κάναν μακροβούτια απ᾿ τα μπαστούνια/ πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,/ σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως/μ᾿ ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη, /καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες//πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια-//ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά//προς τα χαλίκια του βυθού//οι άσπρες λήκυθοι» και σημειώνει: «Ήταν τα «παιδιά» των Ελλήνων, λοιπόν, εκείνα που έπεφταν στη θάλασσα… και έβαζαν πασσάλους στα ύφαλα των περσικών πλοίων· αυτό ήταν το «νόμισμα» και δεν το κράταγαν στα δόντια αλλά στα χέρια.» (βλ. και το άρθρο της «Τέτοιες μέρες,  2.500 χρόνια πριν, στη Σαλαμίνα», περιοδικό Περί ου, 26-9-2020). Σε μία από αυτές τις δεκαετίες των μελέτων διαβάζει επίσης:

«Έφηβε γονατιστέ… στον διάφανο βυθό / Που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις / Μ’ ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια / δαγκάνοντας σαν νόμισμα τη θάλασσα την ίδια που  / Σου ‘δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις» (Οδυσσέας Ελύτης, Ο μικρός ναυτίλος, 6). (βλ. και το άρθρο της «Μια εφηβική παλιά ανάμνηση κι ένας ώριμος στοχασμός», περιοδικό Hartismag, 10-10-2019). Με λίγα λόγια παρακολουθεί τη μετάπλαση του ιστορικού γεγονότος από το σχολικό βιβλίο, στην κινηματογραφική ταινία, στο κείμενο του Αισχύλου, στη θεατρική παράσταση, στο ποίημα.  Και έτσι συμβαίνει, με κάθε «συνάντησή» της με ένα ποιητικό ή πεζό κείμενο, έναν πίνακα, μία χορογραφία, μία σκηνή κινηματογραφικής ταινίας, θεατρικού έργου ή όπερας. Η Ανθούλα Δανιήλ ανατρέχει σε ένα διάβασμα, θέαμα ή ακρόαμα, μία αίσθηση, μία εικόνα από προηγούμενη δεκαετία της ζωής της, από την γενέθλια εποχή της μνήμης της. Όλες αυτές οι ψηφίδες εγκαταλείπουν την μοναχική αποσπασματικότητά τους, προάγονται σε συνδετικά νήματα και ερμηνευτικές συνάψεις χάρη στην εφημερεύουσα ψυχοδιανοητική ετοιμότητα και την ευρυμάθεια της συγγραφέως. Οι δεκαετίες της ζωής της γεμίζουν το «πανέρι» της με καρπούς, καθώς και με τις μεταξύ τους αναλογίες και συνδέσεις οι οποίες καταυγάζουν την περιπέτεια των εικόνων και των ιδεών που φθάνουν ως εμάς και είτε μας διαφεύγουν, επειδή δεν καταλαβαίνουμε, είτε τις υποδεχόμαστε με κάποιον θαυμασμό, παραμένοντας  αδαείς και α-πορούντες. Η απορία, η αφετηρία της φιλοσοφικής σκέψης, δηλαδή του εν κινήσει πνεύματος, είναι για την Ανθούλα Δανιήλ διαρκές μαθησιακό κίνητρο που δικαιώνει τις αναζητήσεις όλων των δεκαετιών που προηγήθηκαν και οδηγεί στο «νήμα» ενός ερμηνευτικού τέρματος των αναζητήσεων αυτών.

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

«Η ανάμνηση επιστρέφει στην πατρίδα της συγκίνησης», αναφέρει στην κριτική του ο Γιώργος Βέης, λογοτέχνης και πρέσβης επί τιμή που προλόγισε το βιβλίο. Η ανάμνηση είναι μητέρα της αλήθειας, κατά τον Πλάτωνα. Οι Μούσες ήταν τα αγλαά τέκνα της Μνημοσύνης και του Διός, σύμφωνα με την ελληνική σκέψη πολύ πριν από την εποχή του Πλάτωνα. Η κίνηση της διάνοιας και του ψυχισμού της Ανθούλας Δανιήλ είναι χαριεστάτη, αλλά και ελληνοπρεπεστάτη, όπως αποτυπώνεται και στον τίτλο του βιβλίου, παραπέμποντας στο κλασικό αγώνισμα του στίβου. Είναι αυτή ακριβώς η κίνηση που δίνει την «συγκίνηση», την πατρίδα στην οποία επιστρέφει η ανάμνηση.

Το πρώτο ρηματικό πρόσωπο αυτού του μοναδικού στο είδος του «αφηγήματος» είναι πιθανό να θεωρηθεί αυτοαναφορικό. Αυτή η θεώρηση ίσως δικαιολογείται από  την ευκολία με την οποία προβάλλονται και (αυτό)θαυμάζονται οι εαυτοί μας στα κοινωνικά δίκτυα, καθώς και από το πλήθος των εκδόσεων βιβλίων με αφηγήσεις προσωπικών συνθηκών και περιστάσεων. Όμως η Δανιήλ μεγάλωσε πριν από την εποχή των ψηφιακών δικτύων, όταν το σχολείο είχε μεγάλο ειδικό βάρος στη ζωή των παιδιών  και των εφήβων, τα σχολικά βιβλία δεν έμεναν όλη τη χρονιά κάτω από το θρανίο, αλλά, πυκνογραμμένα και απαιτητικά, μετρούσαν την ικανότητα και δοκίμαζαν την επιμέλεια των μαθητών. Την εποχή αυτή η μαθήτρια Ανθούλα Δανιήλ διάβαζε «και το παρακάτω» μάθημα, σημείωνε επιμελώς κάθε εντύπωση που με ευστοχία έβρισκε αξιόλογη και σεβόταν τις επιλογές και τις παραινέσεις των γονέων της, στους οποίους αποτίει ευλαβικά τα δέοντα, αναγνωρίζοντας τον ρόλο τους στην ανάπτυξή της, αποτελώντας έτσι ή ίδια παράδειγμα για την αξία της επιμέλειας και του σεβασμού.

Πολύ περισσότερο από τις αφετηριακές «προδιαγραφές» της (γειτονιά και σχολείο στο κέντρο της Αθήνας, συνάντηση με σημαίνουσες προσωπικότητες της εκπαίδευσης, των γραμμάτων και των τεχνών), η Ανθούλα Δανιήλ  οικοδομεί με τον κόπο της μελέτης και χαρίζει, με τη χαρακτηριστική χάρη και γενναιοδωρία της, ένα παράδειγμα παλλόμενης διάνοιας  με τη συνέργεια εκλεπτυσμένων αισθητήρων. Η επίσκεψη στη Λοζάνη την παραπέμπει στη γνωριμία του Ελύτη με τον Βενιζέλο, στον Μορίς Μπεζάρ, στη βίλα του Μπάιρον που στέγασε φιλίες με μετέπειτα δράματα. Στη Σκιάθο επιχειρεί να βρει τον «Χριστό στο κάστρο» και θα ακολουθούσε και τη διαδρομή της Φραγκογιαννούς, αν δεν φοβόταν την αντίδραση της παρέας, στη Δήλο ψηλαφίζει τα βήματα της Λητώς, τα παιδιά που παίζουν κότσια, την τοποθεσία του ταμείου της Αθηναϊκής συμμαχίας αλλά και αυτό το φως που άλλαξε τη ζωή διαμετρημάτων όπως ο Χάιντεγκερ, στη Λέρο μύρισε το νυχτολούλουδο που «διανυκτέρευε» όπως το Φωτόδενδρο του Ελύτη.

 

 

Μα και η αεικίνητη σκέψη της Ανθούλας διανυκτερεύει: κατά τη μελέτη του έργου «Ο Μικρός Ναυτίλος» προσπαθεί να αναλύσει, μεταξύ άλλων, μία φράση που τη θυμόταν σαν «κυματοσπαρμένοι αντικατοπτρισμοί», στον ύπνο της όμως «άκουσε» τον ίδιο τον ποιητή να «λέει»: όχι κυματοσπαρμένοι αλλά «κυματοστραμμένοι». Η διαφορά ανάμεσα στις λέξεις (νεολογισμοί και οι δύο) είναι ακριβώς η διαφορά ανάμεσα σε μία επιφανειακή και μία μελετημένη ανάγνωση του έργου του Οδυσσέα Ελύτη. Στραμμένη, προσανατολισμένη στο κύμα, ό,τι πιο άφθαρτο υπάρχει, κατά τον ίδιον τον ποιητή, δηλαδή στη δημιουργία μνημειακού έργου, είναι όλη η ποιητική πολιτεία του Ελύτη. Η πεμπτουσία της ποιητικής σκέψης του Ελύτη μέσα από τις δεκαετίες της πραγματείας της Δανιήλ με το έργο του, πέρασε στο υποσυνείδητὀ της και αναδύθηκε στο όνειρο. Τερματίζοντας στο «νήμα» η πραγματεία αυτή έδωσε τη διδακτορική διατριβή της με τίτλο «Ο Οδυσσέας Ελύτης ανάμεσα στις αντινομίες του καιρού του» (ΕΚΠΑ 2003). Δεν είναι τυχαίο ότι στις διαδρομές της Ανθούλας Δανιήλ αναγνωρίζονται στοιχεία από την ποιητική νοημοσύνη του Οδυσσέα Ελύτη. Η Δανιήλ σε μία παράγραφο μάς ταξιδεύει από το Παρίσι στην Πλάκα:  Ρεμπό, Πλάτων, Ζενέ, Ελύτης (Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα, σελ. 201). Ο Ελύτης σε ένα ποίημα μάς κατευθύνει από την προϊστορική Σαντορίνη στη βυζαντινή υμνογραφία: κόρη Θηρασία, Ηγησώ, Αγία Αικατερίνη (Ο Μικρός Ναυτίλος, Μυρίσαι το άριστον [XV-XXI], «XVII»).

Πιο ανταποδοτική από ταξίδι στη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες, πιο συναρπαστική από ένα «ρήγμα στον καιρό» για να γλιστρήσουμε έξω από τον χρόνο, η ανάγνωση του βιβλίου της Ανθούλας Δανιήλ μάς συντονίζει με τον ευφρόσυνο, σχεδόν θριαμβικό τόνο του, μεταγγίζοντας ενθουσιασμό και φιλομάθεια, μάς παρουσιάζει τα άφθαρτα κέρδη της φιλοκαλίας και της παιδείας η οποία «ανθρώπους βελτίους απεργάζεται» (Πλάτων, Πολιτεία 600b).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top