Fractal

Διήγημα: “Δαναοί αλά κρεμ”

Γράφει ο Αργύρης Κόσκορος // *

 

 

 

 

Ήταν πλούσια η φετινή συγκομιδή σε τρόφιμα, γι’ αυτό και ο Αντιφάτης οργάνωσε δείπνο στο παλάτι του με καλεσμένη όλη την καλή κοινωνία της Τηλεπύλου, να το γιορτάσει όπως αρμόζει στην περίσταση. Δεν έλειψαν βέβαια οι πολυτέλειες, αφού η αυλή του ήταν πλαισιωμένη με τους πιο ξακουστούς μάγειρες, τις πιο μελωδικές αυλητρίδες και τις πιο λυγερές χορεύτριες· μέχρι ενός ορίου όμως, καθώς το εκλεπτυσμένο γούστο του βασιλιά δε θα επέτρεπε ποτέ η γιορτή να ξεπέσει σε μια χυδαία επίδειξη πλούτου ή σε ένα έκφυλο όργιο, κατά πως συνηθίζουν σε άλλα μέρη με ήθη κι έθιμα λιγότερο πολιτισμένα.

Κι ήταν η στιγμή που οι χαμογελαστοί ευνούχοι έφερναν σε χρυσές καλοδουλεμένες γαβάθες τ’ αχνιστά κρέατα γαρνιρισμένα με δαμάσκηνα και σάλτσα βατόμουρου, όταν κάποιος από τους αυλικούς αποφάσισε να πάρει το λόγο. «Σοφέ μας βασιλιά, χίλια χρόνια να ζήσεις! Χωρίς εσένα ποιος ξέρει πώς θα ‘χαμε καταντήσει, ίσως σαν κι εκείνους τους άγριους που μόλις χθες τόλμησαν να πατήσουν το πόδι τους στη γη μας και ζούσαν οι αχρείοι από την πειρατεία»! «Και τι πρωτόγονα που ήταν τα όπλα τους, σπάζανε τα δόρατά τους σα φρύγανα! Κι αυτά τα ξύλινα τα καραβάκια τους πώς και δε βουλιάζουνε στην πρώτη φουσκοθαλασσιά; Θα ‘χουνε κι αυτοί καμιά ντουζίνα θεούς ναυτικούς να τους παρακαλάνε, κατά πως συνηθίζουν όλοι οι άγριοι», πρόσθεσε ένας άλλος. «Και δεν υπήρχε ούτε μια γυναίκα ανάμεσά τους», τόλμησε να πει και μια από τις χορεύτριες. «Θ’ ανήκαν κι αυτοί σε κάποιον από ‘κείνους τους μακρινούς λαούς, τους απολίτιστους, που τις γυναίκες τις μαντρώνουνε στο σπίτι για να πλέκουν όλη την ώρα, να γεννοβολάνε και να θηλάζουνε σα ζώα, χωρίς ποτέ τους να χορεύουν ή να τραγουδούν, ούτε καν να βλέπει ο ήλιος το στήθος τους».

Ήταν όμως τα πιάτα τόσο λαχταριστά που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν άλλο τη φλυαρία και πιάνοντας με χάρη τα σπαθιά και τις τρίαινές τους άρχισαν να τεμαχίζουν τα τσικνισμένα κορμιά μπροστά στις γαβάθες τους και να τα μασουλάνε. Πού και πού φρόντιζαν ν’ αφήνουν στην άκρη και κόκαλα για τον Δραξ, το λύκο του παλατιού· δεν παρέλειπαν επίσης να του χαρίζουν στα κλεφτά και κάνα χάδι κάνοντάς τον να κουνά σαν παλαβός τη φουντωτή του ουρά.

 

 

 

* Ο Αργύρης Κόσκορος γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Μαρούσι. Από το 2006 ζει στη Ρόδο όπου εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου. Είναι μέλος της ομάδας δημιουργικής γραφής «Αγέρι Γραφής» του Δ.Κ.Σ.Μ.Ρ.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top