Fractal

Η ποιητική της ήττας

Γράφει ο Αντώνης Χαριστός //

 

Ελένη Ελεονώρα Τσιαντούλα: «Δακρυσμένος γιαλός», Ποιητική συλλογή, εκδ. Όστρια, Αθήνα 2020

 

Η ποιητική συλλογή της Ελένης Ελεονώρας Τσιαντούλα με τίτλο «Δακρυσμένος γιαλός» δομείται σε τρία επάλληλα επίπεδα. Επίπεδα τα οποία εικονίζονται τόσο στην αυτονομία των θεματικών τους (μία ενιαία θεματική με υποκατηγορίες) όσο και στον αυτο-προσδιορισμό της προσέγγισης μέσα από το τρίπτυχο ύλη (σώμα), μνήμη και απώθηση/άρνηση. Η τελευταία, θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα μίας ολικής δέσμευσης με τον παράγοντα χρόνο ως υποκείμενη αιτία συναισθηματικής ήττας, ενώ ταυτόχρονα η απώθηση μεταφέρει τον έτερο συνομιλητή της συναισθηματικής αυτής πρόληψης στο πλαίσιο μίας γνωστικής διεργασίας μεταφορών από το Εγώ στο ετεροπροσδιοριζόμενο εκάστοτε έτερο-Εγώ. Τα επάλληλα αυτά επίπεδα τα οποία διαποτίζουν την ενιαία θεματική εκκινούν από το συνδετικό στοιχείο του έρωτος, ως εφαλτήριο μία πολύπλευρης ανάγνωσης των ουσιαστικών ανθρωπίνων σχέσεων, όπως οι τελευταίες δομούνται στα προσφιλή αιτήματα για ατομική αναγνώριση. Ατομική αναγνώριση και όχι εγωιστική ανάγνωση του έρωτος συνεπάγεται η ποιητική πρόκληση/πρόσκληση της ποιήτριας. Η τελευταία, παράλληλα με την αποτύπωση στιγμιαίων απολαύσεων της μνήμης ως συνοδοιπόρου μίας τονικής επανάληψης αισθήσεων, θέτει το βασικό ερώτημα για την ουσία και την αξία του έρωτος ως φαντασιακής θέσπισης των ανθρωπίνων σχέσεων. Υπογραμμίζω την έννοια της φαντασιακής/ονειρικής θεώρησης του έρωτος όχι ως επίκεντρο της ποιητικής της Ελένης Ελεονώρας Τσαντούλα αλλά ως συνδετικό κρίκο αυτής. Το επίκεντρο οφείλει να μετατοπιστεί από τον έρωτα στον άνθρωπο. Εκεί εντοπίζω την αξία της απάντησης την οποία καταγράφει η δημιουργός. «Στο ημίφως γυαλίζει η μορφή σου/Αντανακλάται η απουσία σου στα τρεμάμενά μου χείλη» (σελ. 27) και το πρώτο επίπεδο της υλικότητας των μορφών έχει ήδη χαραχθεί.

Σε αυτή την προσέγγιση η ποιήτρια δομεί την εικόνα μίας προοπτικής σφιχτά δεμένης με την συμβατική έννοια της αποδοχής. Η μορφή του έτερο συνομιλητή αποκτά χαρακτήρα και ταυτότητα μίας ολικής κατάφασης στη ζωή μέσω του έρωτος. Είναι η στιγμή της σταθερής αναπαραγωγής των μοτίβων της κοινωνικής πραγματικότητας. Η διαφοροποίηση, ωστόσο, της ποιήτριας έρχεται στην διπλή όψη/αποκάλυψη της ίδιας αυτής συμβατικής πραγματικότητας. Στην τελευταία καθρεφτίζεται ο θρίαμβος της σύνδεσης όσο και ο θρίαμβος της άρνησης, της αποδόμησης. Σε αυτό το σημείο ο λόγος ως αλήθεια των πραγμάτων μετασχηματίζεται σε λόγο ως αποδέκτη της άρνησης με καταφατικό ορίζοντα. «Όταν στον ψίθυρο ακούω τα πυροτεχνήματά σου» (σελ. 28) και η αποδόμηση έχει λάβει το χρίσμα της ανασύνθεσης της υποκειμενικότητας. Διότι, στον έρωτα η υποκειμενικότητα εξαντλείται, υποτάσσεται και εκμηδενίζεται. Η συνείδηση μετατρέπεται σε όχημα διαφυγής απ’ την πραγματικότητα. Στην αντιστροφή της πορείας το άτομο εξαϋλώνεται μέσα από την ήττα την οποία βιώνει εμπειρικά. Είναι η αποφασιστική στιγμή της ποιήτριας. Η ίδια αντιμετωπίζει την ήττα ως νίκη των αισθήσεων σε μία συνειδητή διαπάλη ψευδαίσθησης και εξωτερικής αντικειμενικότητας. Η απώλεια μετριέται σε στιγμές απόλαυσης δίχως ορίζοντα και προεκτάσεις. Για το λόγο αυτό η ποίηση εξωτερικεύει τις απύθμενες επιθυμίες οι οποίες στο πέρας του χρόνου διατηρούν αναλλοίωτη τη δυναμική αθωότητας των συναισθημάτων. Η ατομική ήττα αναγνωρίζεται ως πρόδρομος όλων των εκφάνσεων του έρωτος αποκαλύπτοντας, ωστόσο, τον πυρήνα αυτού που δεν είναι άλλος από την διάθεση για ζωή. Και σε αυτό το επίπεδο αυτογνωσίας η ζωή καταλήγει σε μία ατέρμονη επανάληψη στιγμών προκειμένου να ζητήσει τη νομιμότητα των συνδαιτημόνων. Όπου συνδαιτημόνες ο αναγνώστης θα ερμηνεύσει εικόνες ερωτικών συντρόφων. Στην ουσία των πραγμάτων με τον όρο «συνδαιτημόνες» ενεργοποιώ τα συγκολλητικά στοιχεία μίας κοινωνικής υποκρισίας στην επιφάνεια της οποίας η ζωή εμφανίζεται ποικιλοτρόπως ως επαμφοτερίζουσα ανάμνηση ενώ στην εσωτερική δέσμευση των προσώπων εμφανίζεται ως γνωστική διεργασία συναισθημάτων.

Και από την ύλη/μορφή του έρωτος περνάμε στο δεύτερο και τρίτο επίπεδο τα οποία συμπλέκονται μεταξύ τους με τρόπο διαλεκτικό. Από την άρνηση περνάμε στη θέση του νέου προτάγματος και από την άρνηση αυτού στην επαναδιατύπωση των όρων και των ορίων αποδοχής της πραγματικότητας. «Διαβαίνει πρόστυχα τα κόκκινα λικνίσματα της κοροϊδίας/Και ύστερα συκοφαντεί τη λοιδορία της καρδιάς» (σελ. 51) είναι ο συγκλονιστικότερος στίχος της συλλογής. Μέσα του ενσωματώνεται όλη η προσέγγιση της ζωής ως στάση ευθύνης έναντι της ηθικής των λέξεων, των εικόνων και των αισθήσεων. Η υφή του λόγου σε αυτούς τους στίχους αναδεικνύει τις κοινωνικές αγκυλώσεις και την διαφορετικότητα της οπτικής σε μία πολιτική της ατομικής παρέμβασης στο δημόσιο χώρο. Διότι, ο έρωτας στην ολότητά του δεν δύναται να αφουγκραστεί την αξία των ανθρωπίνων σχέσεων παρά μόνο ως δημόσια εκδοχή της νέου τύπου προσέγγισης των εξωτερικών προδιαγραφών του λόγου. Και σε αυτή την εικονοποιία οι, εν λόγω, στίχοι μετατρέπουν την ρουτίνα της καθημερινότητας και των αποδεσμεύσεων/αφαιρέσεων τις οποίες συνοδεύουν σε αποφασιστική εναλλαγή τρόπων και ηθών πρόσμιξης των διαιρετικών επαφών ανθρώπου και εξωτερικής πραγματικότητας. Η απώλεια της ήττας επανέρχεται, η απόσβεση των αισθήσεων απορροφά την λογική των δεσμεύσεων και η ποίηση επανατοποθετεί εαυτόν στις επάλξεις της ατομικής αλήθειας.

 

 

Ελένη Ελεονώρα Τσιαντούλα

 

 

H Ελένη Ελεονώρα Τσιαντούλα είναι απόφοιτη του τμήματος Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ. MSc: επιστήμες της Αγωγής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Εργάζεται ως θεατρολόγος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και έχει εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Δακρυσμένος Γιαλός, εκδ. Όστρια, το 2020.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top