Fractal

Με αφετηρία την Ποίηση, μια πολύτιμη ανθολογία

Γράφει η Χριστίνα Οικονομίδου //

 

Γιάννης Αντιόχου, «Crane/Plath/Sexton, Εγχειρίδιο αυτοχειρίας», Γαβριηλίδης

 

Θα ξεκινήσω αυτό το κριτικό σημείωμα πολύ προσωπικά, γεγονός που ενδεχομένως να ξενίσει τόσο τους ανθρώπους του «χώρου» όσο και τους «απλούς» αναγνώστες. Νιώθω ωστόσο την ανάγκη να το κάνω, καθώς ολοένα και συσσωρεύεται εκατέρωθεν η αμφιβολία γύρω από τις προθέσεις και την ειλικρίνεια των όποιων κριτικών σημειωμάτων. Και ναι, θα συμφωνήσω ότι είναι απολύτως δικαιολογημένη, καθώς οι εν πολλοίς ανιδιοτελείς αλληλοϋποστηρίξεις είναι ευρύτατα διαδεδομένες.

Όμως, σε ό,τι με αφορά προσωπικά, θα ήθελα να διευκρινίσω πως καθένας απ’ τους φίλους μου αξίζει τη φιλία μου (αν υποθέσουμε ότι η φιλία μου έχει μια κάποια αξία), όχι μόνο γιατί τους αγαπώ για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο αλλά κυρίως γιατί τους θαυμάζω. [Δυστυχώς ή ευτυχώς, το πεδίο στο οποίο δικαιούμαι να εκφέρω μια κάπως έγκυρη άποψη είναι αυτό των γραμμάτων και των τεχνών, ως εκ τούτου ζητώ συγγνώμη απ’ όλους τους υπόλοιπους φίλους μου που εξαιτίας τους νιώθω εξαιρετικά ευνοημένη μεν αλλά δεν δύναμαι να υποστηρίξω/αποδείξω δημόσια αυτόν τον ισχυρισμό.]

 

Επί του προκειμένου:  Η μεταφραστική παρακαταθήκη των δημιουργών είναι σχεδόν εξίσου σημαντική με το ίδιο το έργο τους. Κάποιες φορές, ενδεχομένως και πιο σημαντική. Κι αυτό γιατί, εν πολλοίς, καλούνται να απεμπολίσουν τον ναρκισσιστικό Εγώ τους (που κι αν ακόμα δεν το αναγνωρίζουν άμεσα, το διαισθάνονται) προκειμένου ν’ αναδείξουν κάποιον άλλον δημιουργό που -ειλικρινά, βαθιά και αυθόρμητα- θαυμάζουν. Συγγενή εκλεκτικό, κατά πάσα πιθανότητα, που όμως χρειάζεται ιδιαίτερη αυταπάρνηση και ταυτοχρόνως προσωπική εμπλοκή για να καταφέρεις να μεταφέρεις σεβαστικά και αγαπητικά τη γλωσσική αναπαράσταση του σύμπαντός του και -ιδιαίτερα στην ποίηση- τον εσωτερικό ρυθμό της ποιητικής του.

Αφορμή για το κριτικό αυτό σημείωμα, η πρόσφατη μεταφραστική δουλειά του Γιάννη Αντιόχου με τίτλο «Εγχειρίδιο αυτοχειρίας», όπου μεταφράζει και σχολιάζει κριτικά, σε εκτενή εισαγωγικά σημειώματα με την διαυγή κι ευθύβολη ματιά του, ποιήματα τριών αμερικανών αυτόχειρων ποιητών: Της Σύλβια Πλαθ, της Ανν Σέξτον και του Χαρτ Κρέιν.

Έχει ήδη ασχοληθεί και με τους τρεις νωρίτερα στο βιβλίο του «Η θηριώδης μούσα» που συμπεριελάμβανε μεταφράσεις επτά αυτόχειρων αμερικανών ποιητών. Κάτι που κάνει τον αναγνώστη να σκέφτεται: «Γιατί ξανά;», «Γιατί αυτοί;». Ακόμα και πριν διαβάσει κανείς το ανά χείρας βιβλίο μπορεί να φανταστεί τον λόγο: Απλούστατα, δεν είχε “ξεμπερδέψει” μαζί τους.

[Ο ίδιος ο μεταφραστής-ποιητής αιτιολογεί στο προλογικό σημείωμά του: «Στον συγκεκριμένο τόμο διάλεξα να παραθέσω τον Χαρτ Κρέιν, τη Σύλβια Πλαθ και την Ανν Σέξτον επειδή θεωρώ πως τα ποιήματά τους έχουν έναν κοινό άξονα συσχέτισης που δεν είναι άλλος από μια θρησκευτική, μεταφυσική πίστη ριζωμένη βαθιά είτε στις εικόνες είτε στις επικλήσεις του ονόματος ενός υπερφυσικού, θεϊκού υποκειμένου. Με απλά λόγια, οι ανθολογούμενοι ποιητές τρέφουν έναν ιδιότυπο, σχεδόν προσωπικό Θεό και, ως ένα είδος διάμεσου, οι λέξεις τους αυτόνομες καταλαμβάνουν τον χώρο τους στο χαρτί δομώντας ένα ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο σύμπαν – το σύμπαν τους. ».]

 

Και, ιδιαίτερα, με τον Κρέιν. Ο οποίος και αποτελεί μια εξαιρετικά δυσπρόσιτη και εν πολλοίς ανεξερεύνητη περίπτωση ενός από τους πλέον σημαντικούς Αμερικανούς ποιητές της γενιάς του, που κατάφερε ν’ αποτυπώσει σε ρεαλιστικό και ταυτοχρόνως συμβολικό βάθος την καθημερινή  Αμερική του 20ου αιώνα και τις πάμπολλες προκλήσεις της, συνδέοντας με απαράμιλλο τρόπο το προσωπικό ιδίωμα με την ιστορική συγκυρία.

Αμετάφραστος, μέχρι στιγμής, στη γλώσσα μας, αν εξαιρέσει κανείς τη «Θηριώδη Μούσα» και κάποιες σκόρπιες δημοσιεύσεις σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, ο Χαρτ Κρέιν, γεννημένος στο Οχάιο το 1899, μαθαίνουμε πως αυτοκτόνησε τον Απρίλιο του 1932, πηδώντας από το κατάστρωμα του πλοίου με το οποίο επέστρεφε στις Ηνωμένες Πολιτείες ύστερα από διαμονή του στο Μεξικό. Στο σύντομο διάστημα του βίου του εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, τα “Λευκά Κτήρια” (1926) και την επική σύνθεση “Η Γέφυρα” (1930).

Η μνημιώδης ποιητική σύνθεσή του με τίτλο “Η Γέφυρα” -ιδιαίτερα- εκφράζει, πολύ νωρίτερα απ’ ότι οι ομόλεγές του στον παρόν τόμο, την αδιανόητη παραδοξότητα μιας επιταχυταντικής μηχανής κοινωνικών μετασχηματισμών που λειτουργεί ταυτοχρόνως με έναν αδυσώπητο μηχανισμό “κοινωνικού αυτοματισμού” (όπως συνηθίζουμε να λέμε στις μέρες μας) που χωνεύει τα πάντα μα και διακυβερνητικής συναίνεσης, σε κάθε λογής διακύβευμα.

 

Παράλληλα, οι νέες μεταφράσεις/αποδόσεις των ποιημάτων της Πλαθ και της Σέξτον, όπως και τα ενδελεχή και οξυδερκή εισαγωγικά σημειώματα στην ποιητική και των τριών, συμβάλλουν στην ολοκληρωμένη εικόνα του αναγνώστη για αυτή την χώρα-ήπειρο, που -κατά το μάλλον ή ήττον- διαφέρει από αυτήν που μέχρι εκείνη τη στιγμή πιθανότατα είχε στο νου του. Μέσ’ απ’ αυτή τη μεταφραστική και δοκιμιακή ματιά του Αντιόχου, η προχειρότητα/επιπολαιότητα της ματιάς μας δοκιμάζεται εκ νέου, καθώς, ανεξαρτήτως προθέσεων του μεταφραστή-ερμηνευτή, μάς προσφέρεται μια ολότελα νέα ανθρωπογεωγραφική αναπαράσταση. Το διάτρητο αμερικάνικο όνειρο, η φύση της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης, η απόλυτη απόγνωση που συνοψίζεται στο λίγο μας -και αποτυπώνεται με ξεχωριστό τρόπο σε κάθε διαφορετικό γεωγραφικό μήκος και πλάτος- είναι τουλάχιστον τρία από τα στοιχεία που ενώνουν τους ποιητές που επέλεξε να μας συστήσει με τον δικό του τρόπο. Ένα τέταρτο, φυσικά, είναι το ίδιο το γεγονός της αυτοχειρίας.

 

Γιάννης Αντιόχου

 

Να προσθέσουμε πως:

Η Σύλβια Πλαθ, γεννημένη το 1932 στη Μασσαχουσέτη, παντρεύτηκε το 1956 τον  Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ και έκαναν μαζί δύο παιδιά. Η μνημειώδης αυτοκτονία της το 1963 (αφήνοντας ανοιχτό το γκάζι στην κουζίνα της) ενέπνευσε και εξακολουθεί να εμπνέει εκατοντάδες δημιουργίες.

Η Αν Σέξτον, γεννημένη το 1928, επίσης στη Μασσαχουσέτη, πρόλαβε να βραβευτεί με το βραβείο Πούλιτζερ, πριν αυτοκτονήσει με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο με την Σύλβια Πλαθ (άφησε την μηχανή  του αυτοκινήτου της ανοιχτή και κλείστηκε στο γκαράζ της).

 

Όμως, ο Γιάννης Αντιόχου, δεν επιχειρεί σ’ αυτή του την προσέγγιση να συνδέσει τους τρεις αυτούς ποιητές στη βάση της ομοιοφάνειας του θανάτου τους, παρά ακριβώς να επισημάνει τις καίριες διαφορές όσο και ομοιότητες στο έργο τους. Και αν η «Θηριώδης μούσα»  είχε ως κυρίαρχο ενωτικό στοιχείο ανάμεσα στους ανθολογούμενους ποιητές την αυτοχειρία, εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς διαφορετικό. Εδώ η αφετηρία είναι τα ποιήματα και όχι το αντίστροφο.

Αναρωτιέμαι καμιά φορά, αν κάποιος από αυτούς τους ποιητές είχε επιλέξει να γεράσει, πώς θα αποτυπώναμε στις μέρες μας το έργο τους και, μαζί μ’ αυτό, κι όλων των υπολοίπων;

 

Αν αγαπάτε την ποίηση, μην αγνοήσετε αυτό το βιβλίο. Σας επιφυλάσσει πολλά δώρα, μεταξύ των οποίων:

Πρώτο δώρο, ο αμετάφραστος Κρέιν και ιδιαίτερα η «Γέφυρα του Μπρούκλιν» που λειτουργεί σαν καθρέφτης -ή και αντίλογος- απέναντι στην «Έρημη χώρα» του εκπατρισμένου Τ. Σ. Έλιοτ .

Δεύτερο δώρο, οι επιστολές του εκάστοτε δημιουργού, που φωτίζουν τόσο το έργο όσο και τις προσωπικότητές τους, μαζί και με τα σημειώματα του μεταφραστή.

Τρίτο δώρο, η ανόθευτη “απαγγελία” των στίχων που “ακούγεται” πίσω από τη μετάφραση καθώς και η ίδια η επιλογή των ποιημάτων.

 

Θα μπορούσα να συνεχίσω εσαεί, σχολιάζοντας και παραθέτοντας αναγνωστικές οδηγίες για το εν λόγω βιβλίο. Ωστόσο, δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Αυτό που με απασχολεί, πέρα απ’ το συγκεκριμένο βιβλίο, στο παρόν σημείωμα, είναι η ταυτότητα του δημιουργού σε σχέση με τα δημιουργήματα άλλων.

Ως εκ τούτου, θα ήθελα να επισημάνω γι’ ακόμα μια φορά ότι ο Γιάννης Αντιόχου είναι ένας ποιητής που πέρα από την προσωπική του κατάθεση στα ποιητικά πράγματα (που, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι και λίγη) αγωνιά, από τις απαρχές της παρουσίας του στη λογοτεχνική μας σκηνή, να μας μυήσει στις εκλεκτικές του συγγένειες.

Και είναι κάτι περισσότερο από επιμελής σ’ αυτό. Είναι επίμονος, μελετηρός, αδιανόητα ευρηματικός κι έτσι, στο τέλος καταφέρνει να μας αποκαλύψει την δική του ερμηνεία σε έργα που έχουν ποικιλοτρόπως αποδοθεί, αλλά και να μας συστήσει δημιουργούς που, ενδεχομένως, οι περισσότεροι δεν γνωρίζαμε.

 

 

Υ.Γ. Το «Εγχειρίδιο αυτοχειρίας» θα επανεκδοθεί σύντομα από τις εκδόσεις Κείμενα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top