Fractal

 “Χρονικό του πολέμου του Σαράντα”. Η επιστράτευση.

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

 

 

 

“Χρονικό του πολέμου του Σαράντα”. Η επιστράτευση

 

“…Έτσι,  στα καλά καθούμενα ξέσπασε ο πόλεμος. Ήταν 28 Οκτωβρίου 1940. Μέσα σε μια νύχτα έγινε η επιστράτευση. Ο κόσμος κοιμούνταν ήσυχοι, ανίδεοι κι ανυποψίαστοι. Ο δάσκαλος του χωριού κάτι ήξερε. Μιλούσε για σοσιαλισμό, για ισότητα, κοινοκτημοσύνη, για δικαιοσύνη. Δεν τον κατάλαβε κανένας. Μήτε ο πατέρας μας. Κι ας ήταν του Σχολαρχείου και φίλοι με το δάσκαλο. Κι ας ξενυχτούσανε μαζί. Ο πατέρας πριν τον Αλβανικό δεν πελεκούσε ξύλα. Είχε το μαγαζάκι στο κατώι κι εκεί μαζεύονταν τα βραδάκια οι χασομέρησες του χωριού και χαρτόπαιζαν για ένα λουκούμι και πίνανε ρακί και δεν πληρώνανε γιατί δεν είχαν τίποτα να δώσουν. Πανί με πανί οι τσέπες τους. Βρομούσαν σκόρδο και κρεμμύδι τα ρουθούνια τους κι  ψείρα έκανε κλοτσοπατινάδα πάνω τους. Πέντε έξι ακαμάτηδες και ρεμπεσκέδες ήταν: Ο Αβαίος, που επαναλάμβανε σε κάθε του κουτσουρεμένη φράση το “αβαίως αβαίως, που θυμότανε λειψό το “βεβαίως”, από το στρατό και του κόλλησαν το παρανόμι, Αβαίος, ήταν ο Τεσπάντων, με το “τές πάντων”, από το τέλος πάντων, ο Λίλας, ο Παμεινώντας, ο Αλκίδας, ο Αριστείδας. Ονόματα αρχαιοελληνικά τρανταχτά, ελαφρώς μεταποιημένα!

Εκεί στο χαρτοπαίγνιο τους βρήκε η είδηση.

“Ντριννννν,,,” τα μεσάνυχτα το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, “Επιστράτευση! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο!”Εφτά λέξεις! Έτσι, με εφτά λέξεις, ξεσηκώθηκαν πανστρατιά οι Έλληνες.

Έπρεπε την αυγή, με το πρώτο φως, όλοι οι στρατεύσιμοι και οι έφεδροι να βρίσκονται στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα με προορισμό το Μέτωπο, που σήμαινε πόλεμο με την Ιταλία. Έξω έβρεχε, έπεφτε άγρια νεροποντή παρασέρνοντας τα όνειρα των ανθρώπων, τους κόπους, τη σπορά, τη συγκομιδή του κρασιού, τις απαντοχές του κόσμου. Κι ο Βοριάς αλυχτούσε, ούρλιαζε στη σκεπή   και ταρακουνούσε πόρτες και παραθύρια.

Ο πατέρας έδιωξε τους χασομέρηδες κι ανέβηκε από τη γκλαβανή στο πάνω δώμα. Η μάνα έγνεθε ακόμα πλάι στη φωτιά που είχε σβήσει.

“Γυναίκα, σήκω, πέτα τη ρόκα, ετοίμασέ μου τα σκουτιά, φεύγω για το Μέτωπο. Φανέλες, τσουράπια, σώβρακα, βάλε ό, τι υπάρχει μάλλινο”, είπε, “φεύγω πάραυτα! Ανωτάτη διαταγή!”

“Που θα πας παράωρα, χριστιανέ μ’, με τέτοιον καιρό; Κατακλυσμό ρίχνει ο Θεός! Παλάβωσες. Μεθυσμένος είσαι… Μ’ αυτά τα παλιοτόμαρα κουτσόπ’νατε. Ησύχασε, πέσε να κοιμηθείς κι αύριο έχει ο Θεός…”.

“Τι να ησυχάσω, γυναίκα μ’, πόλεμος. Έχομε πόλεμο. Πάμε ούλοι στο Μέτωπο, ξεσηκώνεται η Ελλάδα, πάμε στα ελληνοαλβανικά σύνορα…”

Πέταξε τη ρόκα η μάνα κι έπιασε το κεφάλι της.

“Πόλεμος; Τι πόλεμος είναι αυτός… Ήταν ανάγκη, Άι Νικόλα μ’, πού θα πας…”

“Φεύγω δια νυκτός. Επιστράτευση, πόλεμος, γυναίκα, έχομε πόλεμο με την Ιταλία. Εσύ τα παιδιά. Αυτό στην κοιλιά, το αγέννητο… Όπως θέλει ο Μεγαλοδύναμος. Άι, καλή αντάμωση εδώ ή στον άλλο κόσμο…”

Αυτό ήταν. Έφυγε νύχτα μες τη νεροποντή ο πατέρας, μαζί κι ο δάσκαλος, άλλος για αλλού. Έφυγαν για το μέτωπο. Μήπως ήξεραν για πού τους πήγαιναν εκείνη την ώρα; Ο πατέρας έφυγε χωρίς να μας αποχαιρετήσει. Κι ήταν τότε σαράντα έξι ακριβώς. Κι άφηνε πίσω του πέντε ζωντανά κι ένα ένα στην κοιλιά της μάνας μας. Κι ένα στα κυπαρίσσια.

Έξω έβρεχε δυνατά. Περόνιαζε ως το κόκαλο τη γη κι ως το μεδούλι των οστών της τη μάνα μας η αγωνία και ο φόβος. Η βροχή σάρωνε την πρώιμη σπορά κι ο βοριάς βρυχιόταν στις στέγες και στα παραθύρια. Ορμούσε  ως μέσα από τις χαραμάδες και ξάναβε τη φωτιά. Βροντούσε, άστραφτε, χαλούσε ο κόσμος…

Έτσι άρχισε ο πόλεμος.

 

 

***

 

Ο πόλεμος στο Μέτωπο τελείωσε, όπως τελείωσε, αλλά τα βάσανα δεν τελείωσαν, ήρθαν οι Ιταλοί, πλάκωσε η Κατοχή. Έβγαιναν και  στα ορεινά χωριά περιπολίες Ιταλών. Ένα βράδυ ήρθαν και στο δικό μας το χωριό και μπήκαν στο σπίτι μας “φιλοξενούμενοι…”

Η μάνα μας έψηνε ψωμί στη γάστρα και στο φούρνο ψηνόταν το αρνί, “να τους ταΐσουμε καλά να μην κάψουν το χωριό”, είπε σιγά στη μάνα ο πατέρας, που ήταν πρόεδρος του χωριού. Θυμάμαι πολύ καλά εκείνη τη σκηνή. Η μάνα μαγείρευε και έκλαιγε. Έξω έβρεχε πάλι όλο το βράδυ. Το ιταλικό απόσπασμα, μαζί με το φόβο και την απειλή, είχε κουβαλήσει και μια θεοσκότεινη μαυρίλα. Η μάνα έκλαιγε. Σκέπαζε με τη χόβολη τη γάστρα κι έκλαιγε. Σκούπιζε τα δάκρυά της με την ποδιά της και σκέπαζε το ψωμί στη γάστρα με τη χόβολη. Σκούπιζε τον ιδρώτα που αυλάκωνε το πρόωρα ρυτιδωμένο μέτωπό της με το μανίκι της κι έκλαιγε βουβά. Και κάπου κάπου αναστέναζε. Μπορεί να καταριόταν τη μοίρα της, τον Ιταλό, τον πόλεμο, το ληστή… Ποιος ξέρει.

Μέσα στη σάλα οι Ιταλοί σπάζανε καρύδια, έπιναν ρακί, αστειεύονταν στη γλώσσα τους και γελούσαν. Είχαν έρθει για περιπολία. Το αντάρτικο έδινε κι έπαιρνε στα βουνά. Ήταν προτού έρθουν στο σπίτι μας οι Εγγλέζοι με τις λίρες.

Η μάνα έκλαιγε στο μαγειρειό. Ο πατέρας κερνούσε αγάντα κρασί, μετά το ρακί. Στο φούρνο ψηνόταν το αρνί με τις πατάτες. Αφού ήπιανε αρκετά, ο αξιωματικός ρώτησε το διερμηνέα, έναν κοντόχοντρο Αγρινιώτη με κατακόκκινα σαν καρπουζόφετες  μάγουλα και δυο μάτια τόσα δα, ίσαμε κεφάλια από καρφιά, Κόκκινο, θαρρώ τον λέγανε:

“Πού είναι η κυρία του σπιτιού που μας περιποιείται;”

Ο Κόκκινος τον οδήγησε στο μαγειρειό. Η μάνα έκλαιγε και καταριόταν, κατακόκκινη  από την πύρα της φωτιάς.

“ Γιατί κλαίει η κυρία;” ρώτησε ο Ιταλός. “Τι έχει;”

“Εσείς τρώτε και πίνετε μες στο σπίτι μου, να του πεις, κι ο δικός μου αδερφός, ο γκαρδιακός, έναν είχα, είναι στη φυλακή στο Βραχώρ’. Μπορεί και να μη ζει. Αυτό να του πεις, αφού θέλει να μάθει”, είπε, σκουπίζοντας τα δάκρυά της.

Ο Ιταλός αξιωματικός άφησε το ποτήρι με το κρασί που κρατούσε πάνω στο τζάκι και ακούμπησε ελαφρά τη μάνα μου στην πλάτη. Γύρισε μετά στο διερμηνέα του:

“Πολύ κακό. Εμείς τρώμε, πίνουμε στο σπίτι της κυρίας και φρατέλο της να βρίσκεται στη φυλακή; Μην κλαίει. Εγώ μόλις φτάσω κάτω, δώσω αμέσως εντολή, αμέσως ελευθερώσω φρατέλο!”

Πικρογέλασε η μάνα.

“Αύριο θα  να ‘ναι αργά. Δεν θα ζει ο αδερφός μου”, είπε και ανακάτωσε τη χόβολη στη γάστρα. “Αύριο ποιος θα είναι ζωντανός”, συμπλήρωσε και σκούπισε τα δάκρυα με την ποδιά της.

Δάκρυσε ο Ιταλός. Πήρε το ποτήρι του από το τζάκι, το σήκωσε ψηλά κι έχυσε το κρασί στη φωτιά:

“Ιταλό αξιωματικό έχει καρδιά, έχει φρατέλος…, εγώ χυθεί έτσι αίμα μου, αν δεν ελευθερώσω φρατέλο. Μην κλαίει”.

Πήγε στη σάλα, έπιασε τον ασύρματο κι έδωσε εντολή να τον αφήσουν ελεύθερο τον αδερφό της μάνας μας, τον Αντρέα Πλιάτσικα. Και τον άφησαν την ίδια στιγμή. Όμως ο Αντρέας μπορεί να μην έμαθε ποτέ πώς γλύτωσε. Ο “πικρός αδερφός” της μάνας μου, ανηφόριζε ολονυχτίς για το χωριό του ολομόναχος και δεν πίστευε πως είναι ελεύθερος και ζωντανός. Έψαχνε το κεφάλι του για να βεβαιωθεί πως είναι στη θέση του. Κι η μάνα που δεν πίστευε τα λόγια του εχθρού, συνέχεια μαγείρευε όλη τη νύχτα κι έκλαιγε. Σερβίριζε κι έκλαιγε.

Ο Αντρέας σώθηκε σχεδόν από θαύμα. Η μάνα έπαιξε κορώνα γράμματα το κεφάλι της και τα τα δικά μας, των παιδιών και του πατέρα μας για τον αδερφό της, που κουβαλούσε πυρομαχικά  για τους αντάρτες του βουνού, με φορτωμένα δυο μουλάρια πράγματα δήθεν για το μαγαζί. Είχε μυηθεί στο σοσιαλισμό όσο έμεινε στη Φυλακή για το φόνο επικηρυγμένου ληστή που έκανε αμυνόμενος.  Μαζί με τα γράμματα που έμαθε, μυήθηκε στο κίνημα που ετοιμαζόταν. Τα είχε καλά και με τους χωροφύλακες. Κανέναν δεν πρόδωσε. Ήταν έντιμος και πιστός φίλος. Τον ήξερε η μάνα τον αδερφό της. Εκείνο που δεν κατάλαβε ποτέ ήταν πως ο Αντρέας “κυνηγούσε σκόρπια πουλιά” σε όλη του ζωή ώσπου έγινε κι ο ίδιος πουλί, αητός και πέταξε στα βουνά.

Έφυγε μιαν άλλη νύχτα, ποιος ξέρει από ποια ανάγκη ή απειλή, δρασκέλισε τον κόσμο που κοιμόταν βαριά τη νύχτα που πήρε την απόφαση να σμίξει με τους αντάρτες του βουνού. Κανείς δεν τον πήρε είδηση. Έξω φυσομανούσε, μάνιαζε ο καιρός. Το ποτάμι βούιζε άγρια. Εκείνος πέταξε χαρούμενος πίσω από τ’ αγριοπούλια. Ο Αντρέας ήτανε λεύτερο πουλί και ήθελε να έχει ανοιχτούς ορίζοντες. Πνιγόταν. Δεν άντεχε την καθημερινότητα. Μόνο ο πατέρας το είχε καταλάβει πως ο Αντρέας κυνηγούσε σκόρπια πουλιά, ιδέες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ και διαψεύστηκε. Αλλά έμεινε με τα πουλιά. Κι έστελνε “ανεπίδοτα γράμματα” στην αγαπημένη του με τα πουλιά.

“Αγαπημένη μου, υπομόνευε, και θα γυρίσω νικητής. Περίμενέ με στο κατώφλι της υπομονής. Σου στέλλω χαιρετίσματα, φιλιά με τα πουλιά. Ν’ ακούς που θα λαλούν τις νύχτες στη φτελιά…”

 

Ο Αντρέας δεν ξαναγύρισε. Έμεινε για πάντα στο βουνό κυνηγώντας “σκόρπια πουλιά”, τη λευτεριά, τον ήλιο, την ξαστεριά. Η μάνα έφυγε με την ελπίδα πως θα γυρίσει ο αδερφός της. Έτσι δεν έμαθε ποτέ ότι “σκοτώθηκε πολεμώντας, πως πέθανε μαζί με τα πουλιά που κυνηγούσε, μαζί με τα όνειρα, με τις ελπίδες, τον αγώνα για μια καλύτερη ζωή…

Κι έμεινε το όνομά του δυο σειρές στο βιβλίο του Αγώνα.

Πάνε από τότε τόσα χρόνια.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top