Fractal

Σ’ έναν κόσμο ανήθικο, η αθωότητα δεν επιβιώνει

Γράφει η Μαρία Βρέντζου //

 

«Η χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ, Μετάφραση Αμαλία Τζιώτη, Νότια Κορέα, εκδόσεις Καστανιώτη, 2020, σελ. 208

 

Αλήθεια, ποια είναι αυτή η συγγραφέας από την Άπω Ανατολή που απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Booker 2016; Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη Νότια Κορέα. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της Σεούλ. «Η χορτοφάγος» γράφτηκε από το χειμώνα του 2002 μέχρι το καλοκαίρι του 2005 σε τρία κεφάλαια. Όπως παρατηρεί η λογοτέχνης «Παρόλο που κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί χωριστά και φαίνεται να λέει τη δική του ιστορία, όταν τα βάλουμε και τα τρία μαζί, η ιστορία παίρνει μια εντελώς διαφορετική μορφή και γίνεται αυτή που πραγματικά ήθελα να πω». Το ενδιαφέρον είναι πως μαθαίνουμε τα πάντα για την κεντρική ηρωίδα μέσα από την οπτική του συζύγου της, του άντρα της αδερφής της και της ίδιας της αδερφής της με τη βοήθεια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης στην πρώτη περίπτωση και της τριτοπρόσωπης αφήγησης στις άλλες δύο περιπτώσεις.

Η ΓιόνγκΧιε είναι μία λιγομίλητη νοικοκυρά, δίχως απαιτήσεις, που κάνει μια δουλειά μερικής απασχόλησης και μοιάζει να υπηρετεί υπάκουα τον σύζυγό της, έναν άνθρωπο ψυχρό, του μέσου όρου, που πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του. Αξιοσημείωτη είναι η δήλωση του ίδιου πως ήταν απολύτως φυσικό να παντρευτεί την πιο συνηθισμένη γυναίκα του κόσμου, αφού τον έκανε να νιώθει άνετα.  Κλειδί του μυθιστορήματος η εισαγωγική πρόταση η οποία λέει χαρακτηριστικά ότι «Πριν η γυναίκα μου γίνει χορτοφάγος, ποτέ μου δεν είχα σκεφτεί ότι ήταν ένα άτομο ξεχωριστό». Έτσι όλα ανατρέπονται όταν αυτή η γυναίκα ύστερα από ένα εφιαλτικό όνειρο που βλέπει, αποφασίζει δίχως λογικές εξηγήσεις να καταργήσει από το διαιτολόγιό της κρέας, ψάρι, αυγά, γάλα και οτιδήποτε άλλο προέρχεται από ζώα. Η ισορροπία του αποξενωμένου γάμου κλονίζεται ενώ αυτή η καταπιεσμένη ύπαρξη γίνεται εγωκεντρική, πεισματάρα, παράλογη και χάνει τόσο βάρος ώστε το σκελετωμένο της κορμί μοιάζει με αρρώστου. Η ευρύτερη οικογένεια ντρέπεται, ο πατριάρχης πατέρας, βετεράνος του πολέμου του Βιετνάμ, αυστηρός, άκαμπτος, οξύθυμος, την χτυπάει και προσπαθεί να την ταΐσει κρέας με τη βία. Το αποτέλεσμα; Μια απόπειρα αυτοκτονίας, η νοσηλεία της στο ψυχιατρείο και η εγκατάλειψή της από τον σύζυγό της.

Στο δεύτερο κεφάλαιο βλέπουμε τον βολεμένο στο γάμο του μεσήλικα γαμπρό της ΓιόνγκΧιε να την ποθεί ερωτικά, σε μία χρονική συγκυρία που εκείνη προσπαθεί να ανακάμψει από την απόπειρά της. Ως καλλιτέχνης της βιντεοτέχνης αρχικά τη χρησιμοποιεί ως ένα είδος νοητικής πορνογραφίας, σκιτσάροντας την. Το δυστύχημα είναι πως αυτή η εικαστική φόρμα θα γίνει πραγματικότητα και θα μετουσιωθεί σε δύο γυμνά κορμιά, ενωμένα μαζί, σε αναπαράσταση δύο αναρριχητικών φυτών και μάλιστα ενώ στο σώμα της κοπέλας δεν έχει απομείνει ίχνος πόθου. Τι είναι άραγε αυτό που οδηγεί αυτόν τον εγωκεντρικό και ανεύθυνο άντρα να γυρίσει ένα τέτοιο video art;

 

Χαν Γκανγκ

 

Στο τρίτο και τελικό κεφάλαιο η αδερφή της ΓιόνγκΧιε, γνωρίζοντας πλέον την απιστία του συζύγου της, έχει χωρίσει και επισκέπτεται την σχιζοφρενή και ανορεξική ηρωίδα στην ψυχιατρική κλινική. Επανεξετάζοντας την κοινή τους ζωή στην πατρική οικογένεια καταλήγει πως η μικρότερη σε ηλικία ΓιόνγκΧιε ήταν ουσιαστικά το θύμα των ξυλοδαρμών ενός υπερβολικά βίαιου πατέρα, που η ίδια ως μεγαλύτερη είχε μάθει να τον αντιμετωπίζει ως το παιδί που δούλευε για όλους, ένα είδος αυτοθυσιαζόμενης κόρης, πράγμα που δεν ήταν τελικά σημάδι ωριμότητας αλλά δειλίας, μία τέλεια τακτική επιβίωσης. Αυτόν τον ρόλο υιοθέτησε και στον γάμο της, συνθλίβοντας τον εαυτό της αλλά και σήμερα τη βρίσκουμε ως φροντιστή της αδερφής της, ένα άλλο είδος προστάτη και μητέρας.

Όσο για τη ΓιόνγΧιε έχει καταλήξει να ζυγίζει λιγότερο από 30 κιλά και το μόνο που επιθυμεί είναι νερό και φως, αφού βαθιά ανάγκη της είναι να επανεφεύρει τον εαυτό της ως δέντρο. Τρέλα ή πράξη παθητικής αντίστασης σε όλη αυτή την βία που έχει υποστεί από πατέρα, σύζυγο, γαμπρό, τους γιατρούς που προσπαθούν να την ταΐσουν με σωλήνα, την ίδια την κοινωνία εν τέλει, που εξαρχής την αντιμετώπιζε σαν παράξενη και τρομακτική επειδή έγινε χορτοφάγος; Το σίγουρο είναι πως μέσα από μία αβάσταχτη μοναξιά, προσπαθεί να αποδράσει, κυνηγώντας τον ίδιο τον θάνατο. Γιατί σ’ έναν κόσμο ανήθικο, η αθωότητα δεν επιβιώνει.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top