Fractal

Διασχίζοντας τον αστερισμό των πεπερασμένων

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Κωνσταντίνα Σκουφή, «Χώμα στον αέρα». Εκδόσεις Βακχικόν. Αθήνα, 2020

 

Ως αναγνώστης, να εξομολογηθώ ότι είναι η πρώτη φορά που έρχομαι σε επαφή με το συγγραφικό έργο της Κωνσταντίνας Σκουφή, ποιητικό στην ουσία. Αλιεύοντας πληροφορίες από το διαδίκτυο, και κατά κύριο λόγο από την πολύτιμη και ανανεωμένη, προσφάτως,   βάση της biblionet, παρατηρώ πως είναι η τέταρτη ποιητική της συλλογή. Προηγήθηκαν οι συλλογές «Η αλληλεγγύη των ονείρων» (Γαβριηλίδης, 2013), η «Συγχορδία συγγνώμης» (Εκάτη, 2015) και η «Ομαιμοσύνη» (Εκάτη, 2017), πολυσέλιδες στην πλειονότητά τους, όπως και η παρούσα η οποία αριθμεί κάπου εκατό σελίδες και εξήντα μακροσκελή, στην πλειονότητά τους, ποιήματα. Το εν λόγω βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες οι οποίες επιγράφονται «Χώμα στον αέρα», «Ούτε άνθρωποι ούτε πουλιά», και «Ένα ζευγάρι άλλα χέρια».

Στο εξώφυλλο, πριν απ’ όλα, εντυπωσιάζει μια φωτογραφία του Νεοζηλανδού, από το Ώκλαντ,  Kunj Parekh. Μια ανθρώπινη χούφτα σκορπά χώμα στον αέρα, απαλό ή  εντονότερο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, από την οποία πήρε και η συλλογή τον τίτλο, ή ίσως, πιθανότατα, να επιλέχτηκε από τον φιλόδοξο και δραστήριο εκδοτικό οίκο λόγω ακριβώς του τίτλου της. Στην πρώτη ενότητα, ξεκινώντας, το βλέμμα μαγνητίζεται και το ενδιαφέρον εστιάζεται σε ένα από τα πρώτα ποιήματα, τις «Δεκαετίες μεταξύ μας», όπου η ποιήτρια διαπιστώνει κάπως περίεργα, ενοχλητικά  και λίγο επώδυνα, «… σαν ράμμα σε τομή/που σαν αλλάζει ο καιρός τραβά», πως «…οι δεκαετίες/ μεταξύ μας ασυντρόφευτες/που πέρασαν./ Ανάμεσα στα σώματα των βίων μας που παραχώθηκαν/-λώρος μακρύς-/κι όσο πληθαίνουνε πιο μακριά μας σπρώχνουνε… /… Όλο και ξεμακραίνοντας πως όσο αγνωστεύουμε/ αντί να χαλαρώνει/πιο σφιχτά/του χρόνου ο δεσμός ενώνει…». Είναι προφανής η αναφορά της Κωνσταντίνας Σκουφή στον ανίκανο χρόνο,  την απόσταση και τον όποιο δεσμό, έστω μικρής έντασης, δημιουργεί ανάμεσα στους ανθρώπους, πολύ καιρό αργότερα, ένας μακρύς ομφάλιος λώρος πλημμυρισμένος από αναμνήσεις,  νοσταλγία και περισσότερο ασφαλείς και ακριβέστερες  διαπιστώσεις,  που τον υπενθυμίζουν και φέρνουν στο προσκήνιο οι μικρές και μάλλον ανεξέλεγκτες και υφέρπουσες εφορμήσεις και τελικά εμφανίσεις ενός  ήπιου πόνου.

Μια γρήγορη διαπίστωση, διαβάζοντας το βιβλίο, είναι πως η ποιήτρια αρέσκεται στην παράθεση και χρήση ασυνήθων λέξεων, όπως το ρήμα «αγνωστεύω», για παράδειγμα,  «απειρογενές»,  «καρδιεξαντλεί», «προνίβομαι», και τόσες άλλες, ενώ όπως διαπιστώνεται  δεν λείπει  η παρουσία καινούργιων λέξεων που δημιουργούνται από ανάμιξη άλλων δύο. «… Μάλλον πάλι δειλοφυγώ… /που για καβούκι μου δεν εμπιστεύομαι/αναμφίβολα/ τον ουρανό», τελειώνει το ποίημα «Βίδες καπνού να τις πετάξω», με εμφανή την πρωινή έλλειψη και απουσία, όταν, «… τα θλιμμένα πρωινά/ στέρηση με πλακώνει…». Στην πρώτη ενότητα ο χρόνος του πρωινού, δίνει τις δέουσες απαντήσεις όσο σκληρές και αν φαίνονται κατά την διάρκεια της νύχτας. Η έννοια της όποιας απώλειας, παρούσα επίσης. «Τρεις μέρες τώρα νηστεύω τους ανθρώπους μου…», ξεκινά το ποίημα  «Νηστεία», και συνεχίζει, «όπως μια γιαγιά το λάδι της Σαρακοστής./Όπως ένα φυλλαράκι ασημίζον/κάτω από κοκκινόχωμα/μια μικρή φτυαριά/το ελαιόδεντρό του/ Προνίβομαι/για τόσες ξέχωρες ταφές/για μία και κοινή Ανάσταση». Στην όποια απώλεια, φυσικά, προηγείται το προσωπείο του πόνου, το επώδυνο παρουσιαστικό, αφού «… το πρόσωπο του πόνου από νευραλγία  πάσχει…/απ’ τους τριγμούς που επιφέρει ο φόβος/όταν πλήθη σκαθαριών στους τοίχους νυχτοπερπατούν/και δεν βρίσκουν μια νοσηλεύτρια/τα στόρια να σηκώσει…», ή με τη σειρά του «του πόνου το κεφάλι είναι κοντοκουρεμένο». Και το σώμα στο ίδιο ποίημα στα «Σκέτα μάτια», ολόκληρο «…είναι ραμμένο και καθετηριασμένο/Με μώλωπες από τις φλέβες/που στης βελόνας το βασανιστήριο έσπασαν/κι υγρά που κάτω από σεντόνια τρύπια/σαν φυγάδες στα κρυφά/σε σακουλάκια πλαστικά παροχετεύτηκαν», καταστάσεις που παραπέμπουν στο ταλαιπωρημένο και αρρωστημένο ανθρώπινο κορμί.

 

Κωνσταντίνα Σκουφή

 

Η έννοια του χρόνου, είναι πανταχού παρούσα σε όλες τις ενότητες της ποιητικής συλλογής, με πολυποίκιλες αναφορές ειδικά στο παρελθόν και, ακόμα,  σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Στο «Δίχτυ ν’ αντλεί», η ποιήτρια κάνει  μια υπέροχη ποιητική περιγραφή του θεσσαλικού κάμπου και της σιδηροδρομικής γραμμής που φτάνει γεμάτη επιβάτες στην Καλαμπάκα,  καθώς το βλέμμα πλησιάζει ολοένα και κοντύτερα τους ιερούς βράχους των Μετεώρων, κάνοντας παραλληλισμό των μοναχών της περιοχής με εκείνους της γης, κάτω χαμηλά στην απέραντη πεδιάδα!  Η όποια μοναξιά, ή μοναχική στιγμή δίπλα σε οικείους ή μέσα στο ανώνυμο και ανίκανο πλήθος, παρουσιάζεται με διάφορες μορφές και εκφάνσεις όπως για παράδειγμα στο «Το δάχτυλο της μοναξιάς», που παρουσιάζεται σαν πρόκα ατσάλινη. Είναι φανερή παντού η προσπάθεια της Κωνσταντίνας Σκουφή να πειραματιστεί και εμπνευστεί από την περιρρέουσα ή την όποια βιωματική εμπειρία ήθελε προκύψει στο άμεσο περιβάλλον της.

Από τη συλλογή δεν λείπουν οι αναφορές σε καίρια πολιτικά ζητήματα και κοινωνικά ζητήματα της χώρας μας, ιδιαίτερα για όλα εκείνα που ενέσκηψαν στα εδάφη μας τα τελευταία χρόνια από την διάχυτη ανικανότητα και τις ακόλουθες πολυποίκιλες αστοχίες των πολιτικών μας: «Για τη φτώχεια στη χώρα που πλανιέται/ποιος να φταίει;/Σαφώς/τ’ αφεντικά κι οι πλούσιοι/πολιτικοί και ξένοι…». Τελικός αποδέκτης, όπως συνήθως, ο προδομένος και τυφλωμένος, να βρίσκεται μακρυά από την πραγματικότητα, ελληνικός λαός: «…Στον βαρύ πετρόλιθο που έχει κρεμασμένο στο λαιμό/ μόνο και μόνο να επαρθεί/πως μέσα στο νερό/ελεύθερος εκείνος ανασαίνει/Κι ίσως βαθιά το εθελοπιστεύει»! Συνεχίζοντας πάλι στη δεύτερη ενότητα, στη «Βεβαίωση κοινωνικής ευαισθησίας» γινόμαστε αυτόπτες μάρτυρες της απύθμενης ταλαιπωρίας των γυναικών από τις πρώην ανατολικές χώρες, οι οποίες, λόγω των γνωστών προβλημάτων στον τόπο τους, ξεσπιτώθηκαν για ανεύρεση εργασίας στο εξωτερικό, με «…το καλσόν στα γρήγορα βαλμένο/σε κάποια τουαλέτα αεροδρομίου, σιδηροδρομικού σταθμού ή λιμανιού… να παν να βρουν το σπίτι/όπου έχουνε/απ’ την αρρώστια και την ανημπόρια προσληφθεί…». Και συνεχίζει η Κωνσταντίνα Σκουφή, αναφέροντας και βαθιά ελπίζοντας πως, «… Όλο και κάποια ποιήτρια θα παραθερίζει εκεί γύρω./Συγκινημένη απ’ τις κακουχίες τους/ σε κάποιο πόνημά της/μαυροντυμένες ηρωΐδες θα τις εμφανίσει…». Οι αρχικές αυταπάτες της νιότης και οι επιδιορθώσεις της ύστερης πείρας, πάλι, ξεδιπλώνονται νοσταλγικά στο «Εν αρχή», αφού «Γυρνώντας, πάντοτε με μάλωνε η νέα πείρα./Πως εξακολουθούσα να πιστεύω/κάθε τυχάρπαστη της νιότης αυταπάτη…».

Φυσικά η περιπλάνηση στα ποιήματα της συλλογής ανακαλύπτει περισσότερα θέματα του σύγχρονου βίου με τα οποία καταγίνεται η ευαίσθητη νεαρή ποιήτρια. Στην τελευταία ενότητα «Ένα ζευγάρι άλλα χέρια», ο έρωτας, η προσωπική χαρά και η λύπη υπαινίσσονται και εναλλάσσονται σε συνεχή απολογητικό ρυθμό: «… Και στης χαράς ακόμη τη λειότατη αφή/κάποια να εφευρίσκω/έτσι που μαζί σου ευτυχισμένη τόσο να μην είμαι/όσο χώρια σου δυστυχισμένη κείμαι…», γράφει στην «Ανυπεράσπιστη χαρά», ενώ με την ευκαιρία ενός κατοικίδιου προσπαθεί να ξαναεντοπίσει «την παλιά χαρά». Σε κάποιο άλλο, τέλος, της ίδιας ενότητας, αναγνωρίζει και συνειδητοποιεί την έννοια του φθαρτού, του πεπερασμένου, της αρχής και του τέλους  στον έρωτα: «…Αν δεν ήμουν σίγουρη/μέρα με τη μέρα ότι με ξεχνούσες/σαν ξένη γλώσσα που ’χες μάθει κάποτε/ αλλά στην τώρα χώρα σου/ποτέ δεν πρόκειται να χρειαστεί…δεν θα είχα συντριβεί…».

Η Κωνσταντίνα Σκουφή, γεννήθηκε στον Πειραιά το έτος 1983. Σπούδασε χημική μηχανικός στο ΕΜΠ και τελευταία δραστηριοποιείται και εργάζεται στο χώρο της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Μια πολυγραφότατη νεαρή ποιήτρια, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε, η οποία, αν κρίνουμε από το μέχρι τούδε συγγραφικό της έργο, έχει και μπορεί να προσφέρει πολλά στην ποιητική παραγωγή του τόπου μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top