Fractal

Σαν αρωματοποιός

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Γιώργος Ρούσκας: “Χοϊκά Χάικου και Δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια” Εκδόσεις Κοράλλι 2021

 

Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής με την ύψιστη σημασία της λέξης, όχι γιατί έχει έναν πλουσιότατο εργοβιογραφικό κατάλογο που περιέχει όλα τα είδη με τα οποία μπορεί να ασχοληθεί ένας ποιητής: έξι ποιητικές συλλογές, δύο βιβλία κριτικής, ένα θεατρικό, επιμέλεια βιβλίων, συμμετοχή σε συλλογικά έργα, δύο ατομικές εκθέσεις -μία ζωγραφικής και μία κεραμικής-  μεταφρασμένος στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κριτικός στο πάνελ και  ποτέ δεν ησυχάζει, πνεύμα ανήσυχο και δημιουργικό, αλλά, γιατί πέρα από όλα αυτά διαθέτει και μια άλλη ικανότητα που λίγοι άνθρωποι έχουν. Μία ικανότητα που δεν περιγράφεται με λόγια αλλά σαν άχνα ανεβαίνει από τις σελίδες του.

Θα έλεγα, κλέβοντας τις ιδέες του, ότι «Η Φύση που φροντίζει τους θεσμούς της αγάπης έφτιαξε σύνεργα, για να ξαναβρούμε όσους μας αφήνουν: την πένα, το μελάνι, το χαρτί, όσα το χέρι χάραξε –σύμβολα της ψυχής που από μακριά λυπάται», όπως έγραψε ο Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς για το τέλος μιας εποχής, που είναι και το μότο της συλλογής. Αντικαθιστώντας «την πένα, το μελάνι, το χαρτί» με τον υπολογιστή,  έχουμε γρήγορα τα σύμβολα. Με τη ζωγραφική έχουμε την εικόνα και με την κεραμική την δημιουργία ή αλλιώς τη μετατροπή του χου και νερού σε πηλό και κεραμικό και με την ποίηση την ψυχή ….

Ο τίτλος φεύγει, όπως όλοι οι τίτλοι του Ρούσκα, από τα ευκόλως εννοούμενα και ψάχνει στις ρίζες τα ανεύρετα ή ερευνά για ηχητικά σήματα, πέρα από τα σύμβολα – Χοϊκά Χάικου και Δεπέλλιχοι-  με  το «χ» να παίζει σε τριπλή παραλλαγή. Τώρα ο ποιητής θα πλάσει τα κεραμικά του χάικου. Μας ενημερώνει εκτενώς για το είδος, ότι είναι ευσύνοπτο, δεκαεφτά συλλαβών, ποίημα (ας πούμε το ανάλογο ενός αρχαίου επιγράμματος) που έπρεπε να δίνει σύντομα την ουσία, και έρχεται από τη μακρινή Ιαπωνία. Αν, λέει ο ποιητής, μπορεί να διαβαστεί με μια αναπνοή (à pleine haleine που λένε και οι Γάλλοι) τότε εκτός από σαγηνευτικό είναι και λυτρωτικό.

Μετά ο Ρούσκας μας κάνει την ανάλυσή του, σαν αρωματοποιός. Αν το διαλύσουμε «σε αλκοόλη ή σε νερό δίνει το άρωμα, ικανό να σημαδεύει τόσο την ύπαρξη όσο και τις αναμνήσεις. Αρκούν λίγα σταγονίδια για να γεμίσει ο χώρος ευωδία, να ξεσηκωθούν οι αισθήσεις, ο χρόνος, η μνήμη».

Σαν τις συνταγές αρχαίων μάγων Ελληνοσύρων καμωμένο, λέει ο Καβάφης

Και ο Ελύτης: «Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω /λουίζα και βασιλικό /μαζί μ’ αυτά να σε φιλήσω / και τι να πρωτοθυμηθώ»(«Μαρίνα») ή ότι «από  το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε» (Ο μικρός Ναυτίλος,VIII)  ή  «πρέπει να ξέρεις ν’ αρπάξεις τη θάλασσα από τη μυρωδιά για να σου δώσει το καράβι  και το καράβι να σου δώσει τη Γοργόνα κι η Γοργόνα τον Μεγαλέξανδρο και όλα τα πάθη του Ελληνισμού»; (Ανοιχτά Χαρτιά, σ. 40). Ο Ρούσκας έπιασε καλά το νήμα, ανατρέχοντας στον αρχαίο μας δεπέλλιχο ή στον μεγάλο ποιητή μας κι  ας ήρθε το χάικου από τη μακρινή Ιαπωνία. Γιατί αυτή την ιδιότητα της λιτότητας που διακρίνει το περιεκτικότατο ποιηματάκι από την Άπω Ανατολή το φέρει μέσα του εκ κληρονομίας ο ποιητής και το ελάχιστο ανάλογο τού το παρέχει ένα μικρό θραύσμα από κίονα του Παρθενώνα που μπορεί να μας οδηγήσει  στην Ακρόπολη και σε όλο τον αρχαίο πολιτισμό και από εκεί στο σύμπαν.

Το χάικου είναι «η μικρότερη ολοκληρωμένη, πλήρως ενσωματωμένη αναφορά στο Παν», «μικρογραφία του παντός», η «συμπύκνωση του ποιητικού λόγου», και στην ελληνική φτάνουμε στη σύμπτυξη της σύμπτυξης  : σε τρεις λέξεις, όπως «έρως ανίκατε μάχαν», σε δύο, «γνώθι σαυτόν» (σε μία, Ζήθι», «υγίαινε», «χαίρε»). Η «τεχνούργηση του Όλου στη μορφή του υλικού Ελάχιστου –Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας, με άλλα λόγια.

Στο χάικου ο κανόνας απαιτεί τρίστιχη μορφή και δεκαεπτά συλλαβές.  Συχνά όμως παραβιάζεται, αλλά δεν πρέπει (μα και πρέπει, αν πρέπει να υπηρετηθεί η ουσία και όχι τα «πρέπει»). Θα μας πει κι άλλα πολλά. Εγώ θα επιλέξω να αναφέρω τον φυσιολατρικό ή φυσιοκρατικό του χαρακτήρα, οίη περ φύλλων γενεή τοιάδε και ανδρών, ας πούμε, και ας λείπουν τρεις συλλαβές…

Το χάικου είναι η εκπλήρωση του «ζεν», ως επιφοίτηση  φωτός, όπως το πρώτο γάλα της μητέρας (λοξή ματιά στην παλαιότερη συλλογή του Άυλο πύαρ) «το σοβαρό συμβάν», η «σημαντική πληροφορία», σαν «φρυκτωρία».

Και τα μεν χοϊκά είναι λέξη γνωστή. Ο «δεπέλλιχος» όμως δε απαντά στην καθημερινή   επικοινωνία ούτε στο λεξικό του Δημητράκου ούτε του Σταματάκου. Δεπέλλιχος –λέξη που εδώ για πρώτη φορά γεννιέται-  είναι ο δεκαπεντασύλλαβος. Κι έτσι με χάικου και δεπέλλιχους ήτοι με δεκαεπτασύλλαβους και δεκαπεντασύλλαβους ανοίγει ο χορός.

Το κυρίως σώμα της συλλογής χωρίζεται σε δύο ενότητες. Τα χοϊκά χάικου, η μία, και τους δεπέλλιχους, η άλλη. Κάτι που αμέσως κερδίζει το μάτι είναι η διευθέτηση των στροφών αρχιτεκτονικά τοποθετημένων στο λευκό της σελίδας. Εν είδει αστερισμών, ας πούμε αυθαιρετώντας. Κι ακόμα κάτι. Οι τίτλοι, τα ουσιαστικοποιημέμα απαρέμφατα. Μία κατάσταση ανάμεσα στη στάση και στην κίνηση.

Κοιτάζοντας προσεκτικά τα τέσσερα πρώτα. Το «λεξεύεσθαι», σαν να λαξεύεις λέξεις ή να κάνεις παιχνίδι με τις λέξεις, να πλάθεις χάικου κι αυτά να τα τοποθετείς προσεκτικά σε σχήμα αστερισμών στον ουρανό της σελίδας.

«η φράση ίδια / Χαρά Ελπίδα Πένθος/ «Ώρα του καλή!»

«ω λέξης σώμα/ πόσες παρανοήσεις / σε αρρωσταίνουν;»

 

Το «λογίζεσθαι» ένα στάδιο πέρα από τη γέννηση της λέξης, ο στοχασμός:

«φούξια σφαίρα/ το γαϊδουράγκαθο/ αχινός λιλά»

Δύο όμοια χρώματα στις άκρες, αρχή και τέλος της ζωής

 

Το «σχετίζεσθαι» : «φίλος δήθεν χθες/ σαν έρθει το συμφέρον/ αύριο εχθρός»

(οι φίλοι του άλλου πολέμου καθώς έλεγε ο Γ. Σεφέρης).

«Κρίνεις δικάζεις/ωρύεσαι χλευάζεις / σον φόβο κρύβεις»

Αλλά και «όλα σου φταίνε;/μέσα σου κάτι φταίει/ ας μην το βλέπεις»

Όλα έχουν την ερμηνεία τους και κάθε κακή συμπεριφορά από κάποια έλλειψη πηγάζει.

Το «τεχνουργείν»: «Τέχνης το βάρος/ πατημασιές αγγέλων/νύχτα στο χιόνι»  (Κάποιος Ντεμπισύ τραγουδάει εδώ «ίχνη στο χιόνι» και ο Σεφέρης βλέπει τα φύλλα της λεύκας σκιές στον άσπρο τοίχο).

Το «εράν»: «η ομορφιά της/ ως και στη σακαράκα / λάμψη προσδίδει» και «γη το κορμί σου/ θάλασσα το φουστάνι/ αέρας κόμη»

(η ομορφιά που φαίνεται δεν έχει ανάγκη διαλαλητή, κι η ομορφιά της όμορφης γυναίκας φύσης μοιάζει).

 

Γιώργος Ρούσκας

 

Και ας μπούμε για λίγο στους δεπέλλιχους. «Πρόκειται για τον αριθμό δεκαπέντε…Το ελληνικό μέτρο, στο Ελληνικό Γλωσσικό Μουσείο Μέτρων και Σταθμών, έχει βαθιά εγκοπή στο νούμερο δεκαπέντε».

Ο «δεπέλλιχος» λοιπόν είναι μια σύνθεση συλλαβών από τις λέξεις: «δε» από το δέκα, «πε» από το πεντασύλλαβος, «λλ» από το ελληνικός  και «ιχος» από το στίχος. Αν μη η ορθογραφία, το τελευταίο  στοιχείο –ιχος- παραπέμπει σε «ήχο» κι έτσι το χάικου και ο δεπέλλιχος ηχούν παρόμοια. Μια και η δέκατη πέμπτη συλλαβή παίρνει βαθιά ανάσα για να πάει στον επόμενο στίχο.

Ο δεπέλλιχος, λοιπόν, έρχεται ως το ανάλογο του δεκαεπτασύλλαβου χάικου, μόνο που εκείνο χωρίζεται σε τρία μέρη, ενώ ο δικός μας, ο ελληνικός, πάει μονορούφι την ανάσα του, αν και αυτός στην όγδοη συλλαβή κάνει μικρή στάση. Το παράδειγμα δικό μου: εγέρασα μωρέ παιδιά/ πενήντα χρόνια κλέφτης… (δημοτικό, «Ο Γερο Δήμος») και ακόμα ένα: Εκτός από τη μάνα σου/ κανείς δεν σε θυμάται (Νίκος Καββαδίας, «Θεσσαλονίκη»).

Το γεγονός όμως είναι ότι κάθε στίχος ολοκληρώνει ένα νόημα, όπως και ο δεκαεπτασύλλαβος και αυτή η συγγένεια πέρα από την μορφή συνδέει δύο αρχαίους πολιτισμούς, μέσα από ένα λιτό παραδοσιακό ποιητικό-μουσικό σχήμα, το οποίο ο Γιώργος Ρούσκας ονομάζει «διαμορφισμό».  Φυσικά ο δεκαπεντασύλλαβος δεν είναι μόνο ποιητική φόρμα αλλά και τρόπος εκφοράς του καθημερινού λόγου. Είναι ποίηση απλή, εκκινεί από τη φύση, αλλά είναι και στοχαστική. Δεν έχει ρητορικές υψιπέτειες, έχει όμως απλότητα και σοφία, γι’ αυτό τον βρίσκουμε στις παροιμίες, στα γνωμικά, στα αποφθέγματα ακόμα και στην καθημερινή απλή κουβέντα. Ο λόγος του Έλληνα είναι δεκαπεντασύλλαβος, ιαμβικός, ακριτικός, ηρωικός και κλέφτης. Ο Ρούσκας θα μας δώσει παραδείγματα δεπέλλιχου από όλες τις φάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας και πλουσιότατη βιβλιογραφία.

Τους χοϊκούς δεπέλλιχους ο ποιητής θα μας τους δώσει σε δύο στίχους, εκμεταλλευόμενος την παύση τους στην όγδοη συλλαβή.

Ανθολογώ-κορφολογώ:

«με το που ήρθες σ’ επαφή/ άλλαξ’ ο κόσμος όλος», «στη φαντασία/όσα το ξέρεις/πως δεν θα έχεις» (χάικου)  και «σφυρίζοντας τα προσπερνάς/ όσα δεν κατορθώνεις» (δεπέλλιχος).

«ο έρωτας εκλιπαρεί/ φόρτιση μπαταρίας» (δεπέλλιχος), «αν έρως είναι/ μετά την πράξη/καταλαβαίνεις» (χάικου).

 

«ίσως εσύ που ήξερες /να είσαι που δεν ξέρεις» (σαν Οιδίπους)

«σκέψου γιατί στην είσοδο /χωριού το κοιμητήρι»

«μνήμης και λήθης μεταξύ/ όριο κυπαρίσσι»

«όλων ο πλουσιότερος / ο που ερωτευμένος»

«όσο αν τρέξεις δεν μπορείς /τη σκέψη σου να φτάσεις»

 

Έτσι στοχαστικά πάνω στη ζωή, τον έρωτα  και τον θάνατο  χάικου και δεπέλλιχοι τρέχουν σε μία ευγενή σκυταλοδρομία.

Η συλλογή είναι διακοσμημένη με τα ιδιάζουσας αισθητικής και τεχνοτροπίας Σχέδια της Νεφέλης-Μαρίνας Ρούσκα στο εξώφυλλο και στις μέσα σελίδες, ενώ το οπισθόφυλλο κοσμεί το κεραμικό βιβλιόσημο και αγγειοπλαστική σφραγίδα του ποιητή, δικής του κατασκευής.

Κόσμημα όλη η συλλογή, ποιήματα, μηνύματα, νοήματα  και σχέδια.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top