Fractal

Η αμερικανική εκδοχή της Νάπολης

Γράφει η Λεύκη Σαραντινού //

 

Heddi Goodrich, «Χαμένοι στη Νάπολη», Μετάφραση: Δήμητρα Δότση, εκδ. Κλειδάριθμος, σελ. 534

 

Ερωτική ιστορία και συγχρόνως ύμνος στην πόλη της Νάπολης αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα της Heddi Goodrich, της Αμερικανίδας που σπούδασε ξένες γλώσσες και έζησε στην πόλη αυτή επί μία δεκαετία. Να λοιπόν που μία Αμερικανίδα μπορεί εξίσου καλά με μία Ιταλίδα να μας μυήσει με το βιβλίο της στην πολύχρωμη ιταλική και, ιδίως, τη ναπολιτάνικη κουλτούρα.

Το βιβλίο με τίτλο Χαμένοι στη Νάπολη, μιλάει για ένα ζευγάρι το οποίο πραγματικά “χάθηκε” μέσα στα στενά σοκάκια και τις ατραπούς μιας πόλης σημαδεμένης από τη σκιά του Βεζούβιου.

Οι Χαμένοι στη Νάπολη είναι ο Πιέτρο, ένας φοιτητής γεωλογίας και γιος αγροτικής, φτωχής και συντηρητικής οικογένειας από την εν λόγω πόλη, και η Χέντι- ή Έντι όπως την αποκαλούν οι Ιταλοί αφού δεν προφέρουν το χ στην αρχή των λέξεων.- Η Χέντι είναι Αμερικανίδα και σπουδάζει γλωσσολογία στη Νάπολη. Μένει στην Ισπανική Συνοικία, εξίσου φτωχική με την οικογένεια του αγαπημένου της, και αφήνεται να τη συνεπάρει καθημερινά το ιδιαίτερο χρώμα του ιταλικού νότου.

Η ανέμελη φοιτητική ζωή της Χέντι, του Πιέτρο, του Γκαμπριέλε, του Λούκα, του Άντζελο και της Μαντλέν- των φίλων που περιστοιχίζουν το ζευγάρι-, συνάδει απόλυτα με το χρώμα και τη φινέτσα της πόλης. Τα στενά δρομάκια με τα απλωμένα ρούχα βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τη σκιά που ρίχνει στην πόλη ο Βεζούβιος, τις ελληνικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες, αλλά και τα πορνεία της.

“Στη Νάπολη τα πάντα είναι αδύνατα“, έτσι μας λένε οι ήρωες του βιβλίου για την πόλη με τα μαγευτικά ναπολιτάνικα τραγούδια, την πλατεία Πλεμπισίτο, το Μόντε Σαν Ρόκο, την πλατεία Μπελίνι και την εκκλησία του Σαν Τζενάρο. Το φαγητό δε, αποτελεί ένα εντελώς ξεχωριστό κομμάτι της παραμονής των φοιτητών εκεί. Η τρατορία Λα Καμπανιόλα με τα τηγανιτά καλαμαράκια, τα πανετόνε, το σαλάμι σοπρεσάτα, οι πίτσες και οι μακαρονάδες, όλα περιγράφονται εναργώς στις σελίδες του βιβλίου, ανοίγοντας την όρεξη του αναγνώστη για γευσιγνωσία και ένα ταξίδι αναψυχής στη γείτονα χώρα.

Η Νάπολη, όμως, δεν είναι μόνο όλα τα παραπάνω. Δεν είναι μονάχα τα σοκάκια και οι γεύσεις, αλλά είναι και οι παραδόσεις, η φύση και το χρώμα της πόλης: το άτακτο ξωτικό μουνατσέλο, οι μαφιόζικες συμμορίες, οι σφοδροί καύσωνες στη διάρκεια των καλοκαιριών, τα παλαιοβιβλιοπωλεία, τα μαγευτικά ηλιοβασιλέματα στη σκιά του ηφαιστείου, οι σφοδρές καταιγίδες, αλλά και οι πολλές γάτες.

“Μαζί σου νιώθω άτρωτος. Σαν τον Σούπερμαν”, διαλαλεί περιχαρής ο Πιέτρο στην αγαπημένη του, η οποία όμως δεν είναι ερωτευμένη μονάχα με εκείνον, αλλά και με την ίδια την πόλη όπου φοιτά. Η οικογένειά του Πιέτρο, πάντως, δεν νιώθει τον ίδιο με εκείνον ενθουσιασμό για την Αμερικανίδα φοιτήτρια και θα προσπαθήσει να φέρει κάθε λογής προσκόμματα στην εν λόγω σχέση.

Μετά από χρόνια οι δύο πρώην εραστές ανταλλάσσουν ηλεκτρονικά μηνύματα-αυτά παρουσιάζονται εμβόλιμα στις σελίδες του βιβλίου ανάμεσα στο κυρίως σώμα της αφήγησης- ξορκίζοντας τις αναμνήσεις τους και νοσταλγώντας την πόλη των νεανικών τους χρόνων. Η Χέντι μένει πλέον στη Νέα Ζηλανδία και έχει ξεκινήσει μια νέα ζωή, αδυνατεί, όμως, να καταχωνιάσει στο μπαούλο των αναμνήσεων τις ναπολιτάνικες νεανικές και ερωτικές αναμνήσεις της.

 

Heddi Goodrich

 

Το γεγονός ότι η συγγραφέας έχει το ίδιο όνομα με την πρωταγωνίστρια, έζησε στη Νάπολη επί μία δεκαετία και κατοικεί σήμερα στο Όκλαντ της Νέας Ζηλανδίας, μας ωθεί να σκεφτούμε πως το βιβλίο της Χαμένοι στη Νάπολη είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό. Όπως και να χει, πάντως, δύσκολα θα μπορούσε ακόμη και κάποιος γηγενής Ιταλός να μεταφέρει τόσο παραστατικά στον αναγνώστη την αίσθηση που αφήνει η Νάπολη στον επισκέπτη. Οι περιγραφές της Ισπανικής Συνοικίας, της Νάπολης και, προπάντων, του ίδιου του Βεζούβιου μιλούν από μόνες τους:

“Στην Ισπανική Συνοικία υπήρχε ένα είδος ιεραρχίας της αυλής. Στο έκτο ή έβδομο όροφο, απολαμβάναμε περίσσιο ήλιο, πανοραμική θέα, ενίοτε και θαλασσινή αύρα. Από εκείνο το ύψος, η αναρχία των στενοσόκακων συχνά αποδεικνυόταν κάτι πολύ μακρινό. Εκείνα τα εκατόν εξήντα οκτώ σκαλοπάτια ήταν μια απόδειξη της επιβίωσης των πιο δυνατών και συνάμα το δικό μας σινικό τείχος”.

“Η πόλη ήταν σαν το νερό που μου γλιστρούσε μέσα από τα χέρια, και η αγάπη μου για εκείνη με έθλιβε, ιδίως τη νύχτα. Ήταν μια μελαγχολία που δεν μπορούσα ούτε να αποβάλω ούτε να καταλάβω. Της είχα δοθεί ολόκληρη, ίσως μάλιστα προδίδοντας τον εαυτό μου, κι όμως έπειτα από τόσα χρόνια η Νάπολη με κρατούσε πάντα σε απόσταση”.

“Ο Βεζούβιος έστεκε ακόμη εκεί με το σκοτεινό του περίγραμμα κόντρα στον τεχνητά φωτισμένο ουρανό, μόνο που εγώ απέφευγα να τον κοιτάζω γιατί, ανάλογα με τη νύχτα, το ηφαίστειο μπορεί να  μου προκαλούσε δυσφορία ή ευφορία ή να με κάνει να νιώθω ασήμαντη και μόνη στο σύμπαν{…} Ο Βεζούβιος ήταν ντυμένος στο χιόνι. Όσα χρόνια έμενα στη Νάπολη και στην περιφέρειά της, σπανίως μου είχε τύχει να τον δω έτσι. Οι ακανόνιστες γραμμές της κορυφής του ήταν τυλιγμένες μ’ ένα πραγματικό, εκτυφλωτικό λευκό πέπλο, ίσως την αληθινή πηγή εκείνου του διάσπαρτου χειμωνιάτικου φωτός. Πράγματι, μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό τοπίο ήταν ο μοναδικός ήλιος, ο μοναδικό θεός. Δεν γινόταν να μην τον κοιτάξεις”.

Εκτός από την πασίγνωστη Φερράντε, επομένως, υπάρχει και η αμερικανική εκδοχή της συγγραφέως αυτής, μιας συγγραφέως που γράφει κι αυτή για τη Νάπολη και εμπνέεται από αυτήν. Και πραγματικά, διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι εκείνο που μετράει τελικά στη συγγραφή είναι η αγάπη την οποία τρέφει ο συγγραφέας για το θέμα του και την οποία αφήνει να φανεί σε κάθε σελίδα του βιβλίου του. Εδώ, λοιπόν, πέρα πάσης αμφιβολίας, η Heddi Goodrich είναι ολοφάνερο ότι κυριολεκτικά λατρεύει την πόλη αυτή της Καμπανίας, τη Νάπολη, αυτή οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν κάποτε Παρθενόπη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top