Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η αποτύπωση του συλλογικού τραύματος

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Κωνσταντία Σωτηρίου: “Brandy Sour”, μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια, εκδόσεις Πατάκη

 

Πρόσωπα που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το πολυτελές ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, το Μεγάλο Παλάτι της Λήδρας, χτισμένο το 1949 στο κέντρο της Λευκωσίας, για να γίνει σημείο συνάντησης της αστικής τάξης, τόσο της Κύπρου, όσο και της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς τα δωμάτιά του και οι λαμπρές σάλες του φιλοξένησαν επιφανείς προσωπικότητες από όλο τον κόσμο. Ένας χώρος που, παράλληλα με πολιτιστικά γεγονότα που είθισται να λαμβάνουν χώρα σε πολυτελή ξενοδοχεία,  συνδέθηκε και με σημαδιακές πολιτικές εξελίξεις, αφού εκεί έγιναν σημαντικές συνομιλίες για το Κυπριακό, εκεί και το δείπνο της ανακήρυξης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά αποτέλεσε και το σκηνικό για μία από τις φονικότερες μάχες στον πόλεμο του 1974, αποκτώντας έτσι συμβολικό βάρος για την ιστορία του νησιού.

Η Κωνσταντία Σωτηρίου, στο πρόσφατο μυθιστόρημά της, με τον απρόσμενο τίτλο Brandy Sour, επιλέγει το εμβληματικό αυτό κτήριο, που εγκιβώτισε στους τοίχους του πολλές αποθηκευμένες μνήμες, ανοίγει τα δωμάτιά του και τις αίθουσές του για να αφηγηθεί με τον ξεχωριστό της τρόπο τις ιστορίες του – γιατί  και τα κτήρια έχουν ψυχή και μνήμη. Μόνο φωνή δεν έχουν, έτσι απαιτούν τη συγγραφική έμπνευση αλλά, κυρίως,  την ευαισθησία για να ακουστούν. Πέρα, ωστόσο, από ένα ιστορικού χαρακτήρα ενδιαφέρον για ένα ξενοδοχείο (όσο λαμπρό) που πλέον καταρρέει εγκαταλελειμμένο, ποιο πρέπει να ήταν το έναυσμα αυτής της συγγραφικής θεματικής επιλογής; Η Κωνσταντία Σωτηρίου έχει δείξει μέχρι τώρα ιδιαίτερη ευαισθησία στις πτυχές του κυπριακού προβλήματος, θέλοντας με τη γραφή της, χωρίς εμμονές και ιδεοληψίες,  να διασώσει πρόσωπα και γεγονότα, κυρίως ό,τι ακόμη επιμένει να θυμίζει την κυπριακή τραγωδία. Έτσι, όσο κι αν φαινομενικά το θέμα της είναι το Λήδρα Παλλάς, οι ιστορίες που αφηγείται αφορούν τη ματαίωση του ονείρου για μια χώρα που ενώ ατένιζε με αισιοδοξία το μέλλον, βρέθηκε διχοτομημένη, με το πολυτελές ξενοδοχείο, νεκρό πια να αποτελεί διαχωριστικό σημείο, οδόφραγμα στη νεκρή ζώνη.

Είκοσι δύο δωμάτια/αφηγήματα, είκοσι δύο πρόσωπα (γνωστά ή όχι), είκοσι δύο φωνές, σε ένα ακόμη βιβλίο που επιλέγει την πολυφωνία, τις διαφορετικές οπτικές. Μια εξαιρετική επιλογή που διασπά τη συγγραφική «αυθεντία» της μονοφωνίας, παραχωρώντας το  βήμα να μιλήσουν τα πρόσωπα από μόνα τους – μια  αποδοχή της διαφορετικότητας που χαρακτηρίζει τη γραφή της Σωτηρίου.

Ταυτόχρονα, είκοσι δύο ποτά, με κυρίαρχο αυτό που δίνει και τον τίτλο σε όλο το βιβλίο, το Brandy Sour, το θρυλικό ποτό, που ως αφορμή του είχε τον βασιλιά Φαρούκ, στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Από εκεί και πέρα, τσάγια, κονιάκ, κουμανταρία, ζιβανία, αϊράνι, σουμάδα, λικέρ, λεμονάδα κ. α., θα αποτελέσουν αφορμή για τις αφηγήσεις, χαρίζοντας στις μνήμες την απαραίτητη γεύση, πικρή ή  γλυκιά, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις ανθρώπινες ιστορίες, σε όλη την ανθρώπινη περιπέτεια.

 

Κωνσταντία Σωτηρίου

 

Μέσα στις ιστορίες του βιβλίου, συγκλονιστική στον συμβολισμό της η ιστορία του Χασάν, του χτίστη («Έψημα – Ο χτίστης») που αναλαμβάνει την αναπαλαίωση των παλιών, των διατηρητέων κτηρίων, που έχει το χάρισμα να ακούει τι έχουν να του πουν τα σπίτια, που φορτώνεται αυτός το δικό τους άγχος είτε για σωτηρία είτε για χαμό, που γεμίζει το στόμα του άφθες που αιμορραγούν, και μόνο το γιατροσόφι, το έψημα, τον κάνει καλά. Όταν τον καλούν να δει το Μεγάλο Παλάτι, τα «ντουβάρια», όπως απαξιωτικά θα του πουν, για πρώτη φορά νιώθει πως το κτήριο σιωπά, δεν του μιλάει, δεν του λέει τι θέλει να γίνει. Και τότε παίρνει το θεραπευτικό έψημα και αλείφει μ’ αυτό τους τρυπημένους από τις σφαίρες τοίχους. Και το κτήριο νιώθει και αντιδρά, φανερώνει τη δική του ανάσα, σαν να παίρνει φωνή και μιλάει με το αίμα που το πότισε τόσα χρόνια.

 

Όταν τον παίρνουν με τη βία μακριά από το κτίριο, προλαβαίνει να κοιτάξει πίσω, βλέπει το έψημα που στάζει στο κτίριο και προσέχει για πρώτη φορά πως αυτό το πετιμέζι έχει χρώμα σκούρο κόκκινο και ταιριάζει στους τοίχους του, ταιριάζει στο αίμα του, γεμίζει με κόκκινο τις τρύπες από τις σφαίρες του, μέχρι να τις ξεπλύνει και πάλι η βροχή. (σ. 124).

 

Γιατί και τα κτήρια αργοπεθαίνουν και αιμορραγούν, όταν το κουράγιο τους τα εγκαταλείπει, όταν τα τραύματά τους σωρό. Η Σωτηρίου γι’ αυτό το διαρκές και ανεπούλωτο μέχρι τώρα τραύμα της Κύπρου γράφει, με όχημα της γραφής της το Λήδρα Παλλάς, τραύμα προσωπικό, όπως το βιώνει για την πληγωμένη της πατρίδα, αλλά και τραύμα συλλογικό, για όποιον θυμάται, θλίβεται και συμμετέχει στο δράμα της Κύπρου. Κι αν δεχθούμε ότι η λογοτεχνία έχει το δικό της μερτικό στο να μείνει ζωντανή η μνήμη και εναργής ο προβληματισμός, τότε το βιβλίο αυτό, χωρίς να παύει να αποτελεί ένα γοητευτικό στους αφηγηματικούς του τρόπους μυθιστόρημα,  επιτελεί άριστα το χρέος του ως μια ειλικρινής, συγκλονιστική κατάθεση.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top