Fractal

Το αίμα ενός ποιητή

Γράφει η Μαρία Γαβαλά //

 

Boy_Meets_Girl_1984_posterΈνα κείμενο για την ταινία “Boy meets girl” – 1984 του Λεός Καράξ. Με αφορμή το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης της Ελλάδος στον Γάλλο κινηματογραφιστή Λεός Καράξ, στα πλαίσια του 8ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας, 12-26/11/2014. Το κείμενο γράφτηκε τη χρονολογία παραγωγής της ταινίας και δημοσιεύεται για πρώτη φορά.

 

Η συνάντηση με τον εαυτό στο «Η διαθήκη του Ορφέα»-1960 του Ζαν Κοκτώ.

«Συναντώ το πρόσωπο που κατασκεύασαν από μένα κι αυτό το πρόσωπο με κοιτάζει μονάχα όταν γυρίζω την πλάτη. Παραπονέθηκα στον υιοθετημένο γιο μου κι εκείνος με ειρωνεύτηκε λιγάκι.

Σεζέστ: Διατυμπανίζατε παντού πως αν τον συναντούσατε, δεν θα θέλατε ούτε να του σφίξετε το χέρι.

Ο ποιητής: Με μισεί.

Σεζέστ: Δεν έχει κανέναν λόγο να σας αγαπάει. Αρκετά τον έχουν βρίσει και δείρει στη θέση σας…

Ο ποιητής: Θα τον σκοτώσω».

Σε αυτή την σκηνή, υπάρχουν τρία πρόσωπα: ο ποιητής, ο υιοθετημένος του γιος Σεζέστ, και ο σωσίας του ποιητή.

 

Ο θάνατος του ποιητή στο «Η διαθήκη του Ορφέα» του Ζαν Κοκτώ.

Ο ποιητής πλησιάζει τη θεά Αθηνά και της προσφέρει τον αναστημένο ιβίσκο. Η θεά αρνείται το άνθος που της προσφέρει ο ποιητής. Εκείνος οπισθοχωρεί: «Συγγνώμη… Συγγνώμη». Ελάχιστα έχει απομακρυνθεί, όταν η Αθηνά στρέφει το σώμα κραδαίνοντας το ακόντιό της. Η θεά εξακοντίζει το όπλο της. Ο ποιητής περπατά, φεύγοντας. Το ακόντιο καρφώνεται στην πλάτη του, ανάμεσα στους ώμους. Μετωπικό πλάνο του ποιητή. Σηκώνει τα χέρια και πέφτει στα γόνατα, κατόπιν γέρνει στο πλάι, μουρμουρίζοντας: «Τι φρίκη… Τι φρίκη…. Τι φρίκη…» Η αιχμή έχει διαπεράσει το σώμα του και ένα μέρος του ακοντίου βγαίνει από το στήθος του. Η ταινία είναι «Η διαθήκη του Ορφέα», ο ποιητής είναι ο Ζαν Κοκτώ, το ακόντιο είναι μια κατασκευή από χαρτόνι, ο ηθοποιός Ζαν Κοκτώ φοράει έναν θώρακα από κοντραπλακέ κάτω απ’ το σακάκι του για λόγους προστασίας, η όλη σκηνή είναι μια διαβολική επινόηση, καταχθόνια, ο φόνος ένα τρυκάζ. Και όλα αυτά διότι ο ποιητής είναι απαραίτητο να πεθάνει και το αίμα του πρέπει να χυθεί. Δεν πρέπει να σταματήσει ποτέ να χύνεται, ακόμα και μετά το τέλος της ταινίας.

1c“Boy meets girl” – 1984. Ο άλλος ποιητής, ο νεότερος, που κι αυτός με τη σειρά του είναι «υιοθετημένος γιος», διαθέτοντας και σωσία επιπλέον, έχεις την αίσθηση πως κινείται συνεχώς κουβαλώντας μια τεράστια τσάντα-βαλίτσα που θυμίζει τις βαλίτσες των μάγων-ταχυδακτυλουργών και ετοιμάζεται να δώσει υπαίθρια παράσταση αλλά το μετανιώνει. Κλείνει καλά τη βαλίτσα, δεν βλέπουμε καθόλου το περιεχόμενό της, και απομονώνεται σε έναν εσωτερικό χώρο, δωμάτιο περιορισμένων διαστάσεων, με περίεργο ντεκόρ – έναν έναστρο ουρανό κολλημένο πάνω στον τοίχο, σαν ταπετσαρία, πλάι σε μια πόρτα με χαραμάδες, απ’ όπου μπαίνει μια κοφτερή λάμα φωτός… Το δωμάτιο έχει επίσης κουρτίνα που, όταν ανοίγει, αποκαλύπτει μια μεγάλη τζαμαρία που βλέπει σε ένα άλλο ντεκόρ, έναν γειτονικό χώρο, πιθανόν, αλλά που θα μπορούσε να είναι και εικόνα αναφοράς (ας πούμε απ’ την ταινία «An Affair to Remember» του Λίο ΜακΚάρεϊ), ενώ το ζευγάρι που στέκεται στον εξώστη και κοιτάζει προς τα πάνω (αλήθεια, τι κοιτάζει ακριβώς;), την κορυφή του Empire State Building ή απλώς τον έναστρο ουρανό, είναι το ζευγάρι Κάρι Γκραντ και Ντέμπορα Κερ (πιθανόν). Ή όλο αυτό που βλέπουμε απέναντι είναι ένας ου-τόπος, ή μια ψευδαίσθηση, και όχι σκηνικό… (ποιος ξέρει;)

Η ιστορία, την οποία παρακολουθούμε μες στο διαμέρισμα, γίνεται ιστορία κλειστού χώρου, περίκλειστου για την ακρίβεια, όπου απουσιάζει όμως η κλειστοφοβία (όπως συμβαίνει και στον κινηματογράφο του Ζακ Ριβέτ), και ο μάγος (εδώ μας έρχονται στον νου οι θαυμαστές καραμέλες και τα άλματα στον χωροχρόνο της ταινίας του Ριβέτ «Σελίν και Ζυλί πάνε με πλοίο») ανοίγει αμέσως τη βαλίτσα του για να μας αφήσει να δούμε, επιτέλους, τι στο καλό κουβαλάει: κομμάτια από καρό ύφασμα, ένα μαντίλι που μπορεί να έχει περισσέψει απ’ το σακάκι που φορά ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας που παρακολουθούμε, ή που μπορεί να έχει σχιστεί και κλαπεί απ’ το καρό μπουφάν ενός άλλου ήρωα (νεαρής ηλικίας) ο οποίος ονομάζεται Αντουάν Ντουανέλ και είναι το κεντρικό πρόσωπο μιας άλλης κινηματογραφικής ιστορίας, φετίχ, που φέρει τον τίτλο «Τα 400 χτυπήματα» και ανήκει σε έναν σκηνοθέτη, προσφιλέστατο σε όλους μας… Πράγματι, βρίσκουμε και άλλα θραύσματα ή κουρέλια (κλοπές φετίχ και παραβιάσεις ταμπού) από εικόνες του βωβού κινηματογράφου, από ταινίες του Μπάστερ Κήτον, του Γκοντάρ (εκείνες που βρίθουν από φλιπεράκια και από μακροσκελείς αφηγήσεις-εξομολογήσεις, μετωπικά προς την κάμερα, σε γκρο ή κοντινό πλάνο) ή από ταινίες του Φιλίπ Γκαρέλ…. Επίσης βρίσκουμε παλιές φωτογραφίες όπου συνωστίζονται μπροστά στον φακό ανοχύρωτες παιδικές ή εφηβικές στιγμές, αναγνωρίζουμε τις μαριονέτες Πιμπρενέλ και Νικολά που, από την οθόνη της τηλεόρασης, νανουρίζουν ή παρηγορούν τα λυπημένα-παρατημένα παιδάκια, στέλνοντάς τα για ύπνο. Βρίσκουμε μωρά που κλαίνε ομαδικά, σκορπισμένα σαν αντικείμενα, σε μια κρεβατοκάμαρα πλάι σε ένα σαλόνι όπου δίνεται μια δεξίωση-πάρτι σε μνήμη ενός «εντελώς πεθαμένου» αδελφού μιας γερασμένης ξανθιάς που βασανίζεται από αιμομικτικές αναμνήσεις και επιδίδεται σε υστερίες πένθους – μια κυρίας που μόλις έχει βγει από χολιγουντιανό μελό, επίσης της δεκαετίας του πενήντα… Υπάρχουν πρόσωπα-κάτοικοι της νύχτας, ενός Παρισιού που κολυμπάει στα βελούδινα, και όχι βρόμικα, νερά του Σηκουάνα, μέσα σε πυκνές μάζες σκοταδιού, απαλλαγμένου από απορρίμματα – εξαιρούνται τα ζωγραφικά τελάρα, τα ποιήματα και οι φίλοι που πρόδωσαν.

Βεβαίως, υπάρχουν και άλλοι στενοί χώροι, δωμάτια υπηρεσίας, κλιμακοστάσια, διάδρομοι: το κατάλυμα του ήρωα με το καρό σακάκι, ένα δωμάτιο σχεδόν από χαρτόνι όπου δεσπόζει ένας αλλόκοτος χάρτης του Παρισιού (αλλά που θα μπορούσε να είναι και μυστικό θησαυροφυλάκιο), πάνω στον οποίο σημειώνονται τα γεγονότα που συνέβησαν για πρώτη φορά – το πρώτο φιλί σε μια γέφυρα, η εγχείρηση κήλης στο νοσοκομείο Πιτιέ-Σαλπετριέρ, η πρώτη απόπειρα φόνου σε κάποια αποβάθρα, η πρώτη ερωτική απιστία σε μια σοφίτα… Απ’ τη βαλίτσα ξεπηδά, επίσης, η κλεφτή επίσκεψη του ήρωα στο δωμάτιο της πρώην του. Η περιγραφή (Ο σκηνοθέτης Ζαν Εστάς, εδώ, και η ταινία του «Μια βρώμικη ιστορία»; Αυτό μου έρχεται στο αυτί) μιας πορνό σκηνής (στην ηχητική μπάντα) την ώρα που ο τύπος (στην μπάντα της εικόνας) διασχίζει έναν μακρύ, λαβυρινθώδη, διάδρομο με δωμάτια υπηρεσίας εκατέρωθεν, προκειμένου να γλιστρήσει, απ’ τη χαραμάδα της πόρτας, στην πρώην του ένα ραβασάκι ή να αφήσει κάποιους κλεμμένους δίσκους της Μπαρμπαρά. Κλεμμένα φιλιά, δηλαδή… Κουρέλια συναισθημάτων, αθώων αισθήσεων ή μνησικακίας.

Τέλος, απ’ τη βαλίτσα, σκάνε μύτη, ένα κορίτσι με ρομαντικό, στοχαστικό και θλιμμένο πρόσωπο, κάτι ανάμεσα σε Όντρεϊ Χέπμπορν (στο “Funny Face”) και Τζην Σήμπεργκ (στο «Με κομμένη την ανάσα») αλλά που θα μπορούσε να είναι και η Φαλκονέτι-Ζαν ντ’ Αρκ του Ντράγερ, το οποίο μαθαίνει να χορεύει κλακέτες σαν ψευδεπίγραφη φιγούρα-φάντασμα του Φρεντ Ασταίρ, όταν δεν μας απειλεί πως θα κόψει με ψαλίδια τις φλέβες της…. Κι ένας πρωταγωνιστής που ετοιμάζεται να καταταγεί στον στρατό, επίδοξος σκηνοθέτης και alter ego του ποιητή με τη βαλίτσα, ένας τύπος κάτι ανάμεσα σε άπιαστο στοιχειό, ευλύγιστο τσιρκολάνο, αινιγματικό φασουλή ή τιμωρημένο-πεισματωμένο γυμνασιόπαιδο, όταν δεν θυμίζει τον ηθοποιό Ζαν-Πιερ Λεό (σε νεαρή ηλικία) που κι αυτός με τη σειρά του είναι υιοθετημένος γιος και σωσίας… Όπως ακριβώς κι ο περίεργος τύπος-ποιητής που έχει φτιάξει τούτη την αλλόκοτη ταινία, την οποία παρακολουθούμε άλλοτε σαν υπνωτισμένοι, άλλοτε με κομμένη τη χολή, από φόβο πως υπάρχει φόβος να δούμε όλους αυτούς τους σχοινοβάτες να κάνουν το μοιραίο στραβοπάτημα, να χάσουν την ισορροπία τους, κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη να βρεθούν ανάποδα στο κενό. Κανείς δεν πέφτει, κι αυτό είναι το ευτύχημα. Όλοι τους τα καταφέρνουν να ολοκληρώσουν την παράσταση και την επίδειξη επιτυχώς, κι εγώ δεν μένει παρά να χειροκροτήσω τους πρωταγωνιστές Ντενί Λαβάν και Μιρέιγ Περιέ (είμαι απόλυτα σίγουρη πως θα έχουν μέλλον στον κινηματογράφο), τον φωτογράφο Ζαν-Υβ Εσκοφιέ (βρήκα υπέροχη τη δουλειά του) και φυσικά τον ποιητή-σηνοθέτη του φιλμ.

2cΟ ποιητής-σκηνοθέτης Λεός Καράξ (αυτή την εντύπωση έχω, χωρίς να είμαι σίγουρη), φτιάχνοντας την ταινία “Boy meets girl” μιλάει τόσο για τη δέσμευση-υποχρέωση-στράτευση, όσο και για τη συνέχεια. Υποθέτω για ποιο λόγο ετοιμάζεται να καταταγεί στον στρατό ο ήρωας, ο οποίος μάλλον είναι καταλληλότερος για το τσίρκο παρά για το στράτευμα. Μήπως επειδή δεν μπορεί να καταταγεί στον κινηματογράφο; Μήπως επειδή δεν ήρθε η ώρα του; Μήπως νιώθει πως ακόμα δεν είναι ώριμος να χωθεί στον αληθινό κόσμο του κινηματογράφου και πρέπει να περάσει πρώτα από στρατιωτική εκπαίδευση προκειμένου να βρει και την κινηματογραφική του φόρμα; Ταινία στράτευσης λοιπόν το “Boy meets girl”, και όχι βέβαια με κείνη την εντελώς εκνευριστική και φθαρμένη σημασία που δίνεται συνήθως στον όρο στρατευμένος ή στρατεύομαι. Αλλά με τη σημασία του παίρνω τον δικό μου οπλισμό, τα δικά μου προσωπικά εφόδια-χαρίσματα και πάω να καταταγώ, να πάρω δηλαδή μέρος σ’ αυτό το φανταστικό, αλλόκοτο, θέατρο του κινηματογράφου, όπου όλα συμβαίνουν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ συνείδησης και ασυνείδητου, μεταξύ μνήμης και λήθης, μεταξύ έρωτα και θανάτου. Τούτη η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ενός προικισμένου (όσο γι’ αυτό είμαι απολύτως σίγουρη) κινηματογραφιστή είναι και μια ομολογία αποδοχής της υιοθεσίας του, χωρίς όμως και να απαιτεί φορτικά την ερμηνεία της προέλευσης της έμπνευσης ή των αναφορών του. Σίγουρα, κάποιοι προγενέστεροι δημιουργοί τον εντυπωσίασαν κι εκείνος πέρασε στην οικογένειά τους, όπου έγινε απόλυτα αποδεκτός, ως χαρισματικός γιος που είναι. Εκεί μέσα βρήκε στέγη και τροφή, καταφύγιο, δεν σταματά να το δηλώνει άλλωστε (φορτικά κάποιες φορές, κατά την ταπεινή μου άποψη) τηρώντας συνήθειες και κανόνες, πλην όμως κάνει και του κεφαλιού του, μιας κι έχει δυνατά, νεανικά, πόδια για να σταθεί στις δικές του δυνάμεις, σηκώνοντας μπαϊράκι. Η ταινία είναι ένα δείγμα του τι σημαίνει συνεχίζω με φανατισμό αυτό που άρχισαν οι άλλοι – καμιά σχέση με το επιδίδομαι σε βαρετές ασκήσεις κινηματογραφοφιλίας –, παίρνω ταυτοχρόνως κι ένα ψαλίδι και τεμαχίζω τα πάντα για να ξαναφτιάξω απ’ την αρχή το δικό μου κινηματογραφικό σύμπαν. Που είναι πλούσιο, μεστό και έχει τη δική του γοητεία. Που μιλάει για την άβυσσο της νεότητας και της εμπειρίας, για την έξοδο απ’ το σκληρό βασίλειο της παιδικότητας, για την αθωότητα και την ενοχή, για ήρωες που είναι τρομερά παιδιά, προερχόμενα από τρομερούς γονείς, για την ικανότητα του ισορροπιστή πάνω απ’ το κενό , για την αστρική και την ανθρώπινη ταυτότητα των πραγμάτων, για τη χαρούμενη και την τραγική σκηνή της ζωής…. Και κυρίως, για το πώς να κινούμαι απελευθερωμένος από το σώμα μου, να χορεύω ή να πετάω σε μια ταινία ταχυτήτων και ρυθμών, όταν δεν διασκεδάζω ρισκάροντας να χύνω το αίμα μου ως ποιητής….

 

Boy_Meets_Girl_1984_poster

 

(Το DVD κυκλοφορεί από την Ταινιοθήκη του περιοδικού «Σινεμά» με ελληνικούς υπότιτλους).

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top