Fractal

Μια “Παγίδα Θανάτου” στο “Διαμέρισμα Μηδέν”

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη // 

 

ΜΑΥΡΗ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ (BLACK BUTTERFLY, 2017)

Σενάριο: Ερβέ Κοριάν, Τζάστιν Στάνλεϊ & Μαρκ Φρίντμαν – Σκηνοθεσία: Μπράιαν Γκούντμαν

 

Ο Πολ Λόπες (Αντόνιο Μπαντέρας), ξεπεσμένος, αλκοολικός και απένταρος μεσήλικας συγγραφέας, ανήμπορος να διαχειριστεί την εγκατάλειψη από τη σύζυγό του, σε αγωνιώδη αναζήτηση έμπνευσης αλλά και αγοραστών για το σπίτι του, φλερτάρει κάπως αδέξια τη γοητευτική κτηματομεσίτρια Λόρα (Πάιπερ Περάμπο), που έχει αναλάβει την πώληση. Το αμήχανο πρώτο ραντεβού τους σε εξοχικό εστιατόριο διακόπτεται βίαια από την επίθεση ενός φορτηγατζή, με τον οποίο ο Πολ είχε τσακωθεί στον δρόμο λίγο πριν. Η κατάσταση σώζεται χάρη στην αναπάντεχη παρέμβαση του Τζακ (Τζόναθαν Ρις Μέγερς), ενός όμορφου και αινιγματικού νεαρού ταξιδιώτη που “καθαρίζει” αυτόκλητος για λογαριασμό του Πολ, ξαποστέλνοντας κακήν κακώς τον οξύθυμο οδηγό. Προκειμένου να τον ευχαριστήσει, ο Πολ του προσφέρει φιλοξενία στο σπίτι του, δίχως να θορυβείται ιδιαίτερα από τις εμφανείς εμμονές και ιδιορρυθμίες του Τζακ, ούτε από την αυθόρμητη παραδοχή του ότι έχει κάνει φυλακή. Παράλληλα, οι ειδήσεις του ραδιοφώνου και οι τίτλοι των εφημερίδων μάς ενημερώνουν για τη δράση ενός κατά συρροήν δολοφόνου γυναικών, που παραμένει ασύλληπτος και του οποίου τα θύματα δεν βρέθηκαν ποτέ. Ενώ ο Πολ βαλτώνει όλο και πιο απελπιστικά στο συγγραφικό του αδιέξοδο, ο Τζακ βάζει σκοπό να τον ξεκολλήσει, επωμιζόμενος καθήκοντα… νοικοκυράς, αναγκάζοντας τον Πολ να κόψει το ποτό και να στρωθεί στη δουλειά και δίνοντάς του ιδέες κυριολεκτικά βγαλμένες απ’ τη ζωή – και όχι, φυσικά, με τον πλέον λογικό ή πολιτισμένο τρόπο…

Αν το Οτοστόπ του Τρόμου (Ρόμπερτ Χάρμον, 1986) συναντούσε την Παγίδα Θανάτου (Σίντνεϊ Λιούμετ, 1982), το Sleuth (Τζόζεφ Λ. Μάνκεβιτς, 1972) ή/και το Misery (Ρομπ Ράινερ, 1990) και όλα μαζί κατέληγαν στο Διαμέρισμα Μηδέν (Μάρτιν Ντόνοβαν, 1988), η έκβαση θα μπορούσε να είναι κάτι παρόμοιο με τη Μαύρη Πεταλούδα, που πρωτογυρίστηκε το 2008 από τον Γάλλο Κριστιάν Φορέ (με πρωταγωνιστή τον βετεράνο ποδοσφαιριστή Ερίκ Καντονά), σε σενάριο του ολιγογράφου, γνωστότερου από τις τηλεοπτικές του συνεργασίες Ερβέ Κοριάν, στο οποίο βασίστηκε και το ομότιτλο ριμέικ – συμπαραγωγή ΗΠΑ, Ισπανίας και Ιταλίας – του 2017 από τον Μπράιαν Γκούντμαν (πρόκειται, στην ουσία, για μια αρκετά πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου σε άλλη γλώσσα, με διαφορετικούς ηθοποιούς και περιστασιακές επιμέρους “μεταποιήσεις”).

 

 

Μα όπως ένας συνδυασμός μεμονωμένων χαρακτηριστικών από ωραία πρόσωπα δεν έπεται ότι θα έχει ισάξιο αισθητικό αποτέλεσμα, έτσι και οι ασυγκάλυπτες αναφορές της Μαύρης Πεταλούδας σε κλασικούς ογκόλιθους του είδους της δεν τη γλιτώνουν εντελώς απ’ την κοινοτοπία και τη μετριότητα. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι ένα συμπαθές ψυχολογικό θρίλερ με προσεγμένη σκηνοθεσία και σχετικά ευρηματικές ανατροπές – αν μάλιστα έλειπε εκείνη η φτηνή, ακατανόητη “σφήνα” στο φινάλε της νεότερης εκδοχής από τους σεναριογράφους Τζάστιν Στάνλεϊ και Μαρκ Φρίντμαν, θα μιλούσαμε ανεπιφύλακτα για μια αξιοπρεπή, καλογυρισμένη και (κυρίως) εξαιρετικά καλοπαιγμένη ταινία, που βλέπεται άνετα και με ενδιαφέρον απ’ την αρχή ως το τέλος.

 

 

Δανεισμένος απ’ την ονομασία μιας σπανιότατης εξωτικής πεταλούδας (Delias Kristianiae) που εξαιτίας του ασυνήθιστου μαύρου χρώματός της θεωρείται σύμβολο του θανάτου, ο υπέροχος τίτλος δίνει πάσες που δυστυχώς δεν προβλήθηκαν όσο τους άξιζε, ούτε αξιοποιήθηκαν επαρκώς μέσα στην πλοκή. Η μόνη απευθείας παραπομπή στον τίτλο είναι μια σκηνή γύρω στα μισά του φιλμ, στην οποία ο Πολ παρατηρεί το αντίστοιχο τατουάζ στη γυμνή πλάτη του Τζακ – τόσο φευγαλέα ώστε εμείς οι θεατές δεν προλαβαίνουμε καν να το ξεχωρίσουμε. Ο Τζακ εξηγεί ότι απέκτησε το τατουάζ στη φυλακή, πράγμα κατεξοχήν ειρωνικό, αφού η “μαύρη πεταλούδα” υποτίθεται πως είναι άπιαστη. Σ’ αυτό ίσα ίσα το τέχνασμα της τραγικής ειρωνείας στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης – θα ήταν, επομένως, πολύ πιο λειτουργικό αν είχε επιστρατευθεί από νωρίτερα, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον καταιγισμό των εξελίξεων που θ’ ακολουθήσουν.

 

 

Εκ των υστέρων, βέβαια, είμαστε περισσότερο σε θέση να αντιληφθούμε και να συναρμολογήσουμε τις συνεχείς προειδοποιητικές αιχμές του σεναρίου – τη μανία του Τζακ, λόγου χάρη, να τακτοποιεί τα πράγματα του Πολ, να κολυμπά κάτω από απαγορευτικές καιρικές συνθήκες στην τεχνητή λιμνούλα της αυλής του, να του εμποδίζει με κάθε μέσο την επικοινωνία με τον έξω κόσμο (και ιδίως με τη Λόρα), να μελετά εξονυχιστικά ως και τα πρόχειρα προσχέδια των γραπτών του και να τον πιέζει να συμπεριλάβει αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες σ’ αυτά – οι οποίες, όμως, λοξοδρομούν και τελικά ξεχνιούνται μέσα σ’ ένα εσκεμμένο χάος παραστάσεων και πληροφοριών. Και μολονότι η τροπή που παίρνει προς το τέλος η ιστορία καταφέρνει όντως να ξαφνιάσει, ομολογώ ότι περίμενα κάτι πιο ευφάνταστο ως σοκαριστική αποκάλυψη, πόσο μάλλον ύστερα απ’ την αλυσίδα των γεγονότων που (επίτηδες) έχει οδηγήσει σε πολύ συγκεκριμένο δρόμο τις υποψίες μας για τον Τζακ.

 

 

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Μαύρης Πεταλούδας είναι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών της: με λιγότερο χαρισματικούς ηθοποιούς, οι σεναριακές αδυναμίες θα γίνονταν πιο άμεσα και πιο έντονα ορατές, υποβαθμίζοντας το σύνολο. Μα εδώ έχουμε να κάνουμε με δυο δοκιμασμένους δεξιοτέχνες της υποκριτικής, οι οποίοι δεν διστάζουν να στραπατσάρουν την εικόνα του “ζεν πρεμιέ” που τους έκανε διάσημους, ξεδιπλώνοντας με φλογερό πάθος αλλά και φινέτσα τις αντικρουόμενες ιδιοσυγκρασίες τους και κλέβοντας τον φακό ο καθένας με τον τρόπο του, σε βαθμό ώστε το υπόλοιπο καστ (ακόμα και η εντυπωσιακή Πάιπερ Περάμπο, που παίζει οριακά ρόλο “γλάστρας”) να περνά σχεδόν απαρατήρητο. Τα λίγα πρόσωπα του δράματος και οι επίσης λιγοστές τοποθεσίες, με ελάχιστες σκηνογραφικές απαιτήσεις, στις οποίες εκτυλίσσεται δίνουν την αίσθηση θεατρικής παράστασης – και τώρα που το σκέφτομαι, το τελεσφόρο των ευρημάτων του θα αναδεικνυόταν ίσως καλύτερα σε σκηνή θεάτρου απ’ ό,τι στην οθόνη, με τον δραματουργικό χρόνο και χώρο συνεπτυγμένους και τις διαπροσωπικές εντάσεις μεγιστοποιημένες, χωρίς τη μεσολάβηση μιας κάμερας που χειραγωγεί το βλέμμα και την προσοχή του θεατή, κατευθύνοντας ή αποστρέφοντάς τα κατά βούληση.

 

 

 

Στην πιο πρόσφατη εκδοχή του έργου, η αλλαγή του φινάλε με την προσθήκη μιας επιπλέον ανατροπής χαρακτηρίστηκε από μερίδα κριτικών ως “προσβλητική” για τη νοημοσύνη του κοινού. Αν και δεν θα την αποκαλούσα ακριβώς έτσι, οφείλω να αναγνωρίσω τη δικαιολογημένη τους αγανάκτηση. Διότι, εάν έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει μια διαφοροποίηση απ’ το τέλος του πρωτοτύπου, τα παραπλανητικά στοιχεία με τα οποία μας έχει βομβαρδίσει το σενάριο ως τη στιγμή των συνταρακτικών αποκαλυπτηρίων είναι ήδη τόσο αβανταδόρικα, ώστε κάποιο από αυτά θα μπορούσε ωραιότατα να χρησιμέψει ως εναλλακτική λύση, αντί για την κομπογιαννίτικη και χιλιοφορεμένη που προτιμήθηκε.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top