Fractal

Μια τρυφερή ιστορία αγάπης και ανεκπλήρωτου έρωτα

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Ελένη Γκίκα «άβυσσος άβυσσον επικαλείται», εκδ. ΑΩ

 

“…Όλη μας η ζωή

σ ’ ένα Σεπτέμβρη…”

 

Για να φτάσει η ποιήτρια Ελένη Γκίκα σε τέτοιο σημείο ωριμότητας ώστε να συμμαζέψει μια ολόκληρη ζωή μέσα σε ένα μήνα – και μάλιστα Σεπτέμβρη, που σημαίνει τέλος εποχής Καλοκαιριού κι αρχή μιας άλλης εποχής, μεταβατικής από τον πραγματικό στον ποιητικό χωροχρόνο, από μια  εποχή ευωχίας στην εποχή περισυλλογής, αυτοελέγχου, εξομολογήσεων και αυτοκάθαρσης – έχει κάνει πολύν ανηφορικό δρόμο στα μυστικά μονοπάτια της ποίησης.

Την αλήθεια την αποκαλύπτουν οι λέξεις, με δεύτερη, ίσως και τρίτη ανάγνωση. Οι λέξεις είναι σύμβολα νοημάτων. Ο τίτλος της συλλογής και η τελευταία φράση, που ανοίγουν και κλείνουν τον  κύκλο ενός καθαρά συνοπτικού, συμβολικού μήνα Σεπτέμβρη, είναι τα μέσα, είναι τα εργαλεία για να ανοίξει η θύρα εισόδου στον καταφώτιστο από “θεοσκότεινο φως”, αποθησαυρισμένο μέσα της ποιητικό κόσμο. Και μέσα από έναν “διαλογικό μονόλογο” με το αγαπημένο απόν πρόσωπο, τον αιώνιο εραστή της, αποκαλύπτει τα άρρητα και τα μυστικά μιλήματα της ψυχής και του σώματος, όλα όσα για διάφορους λόγους δεν έγιναν στον εύλογο καιρό, με τέτοια αφοπλιστική άνεση που κάνει πιο ζωντανό τον εξομολογητικό της τόνο:

 

“Για όσα σ’ αγαπώ δεν είπαμε

αν είναι να τα κάνω γράμματα

δεν θα μου φτάσει μια ζωή.

Ήδη ζω με δάνεια.

[…] Διαλύουν τα σπλάχνα σου

τα ανείπωτα;

τα αβίωτα σ’ εκδικούνται τελικά;

Ποιο απ’ αυτά πληρώνουμε ακόμα;

Σε εκδικείται ό, τι δεν έζησες.

Και να το ξέρεις”.

 

“Θεοσκότεινο φως”, οξύμωρο, αινιγματικό το σχήμα. Ωστόσο, οι λέξεις από μόνες τους είναι αποκαλυπτικές. “Άβυσσος άβυσσον επικαλείται”. Η Ελένη Γκίκα, μια ταλαντούχα, αισθαντική, εξαίρετη ποιήτρια, σπουδαία πεζογράφος, με σημαντικό ποιητικό και πεζογραφικό έργο, κριτικός βιβλίων, διακεκριμένη δημοσιογράφος, αναμφισβήτητα καταξιωμένη στο χώρο των γραμμάτων και στη συνείδηση του κόσμου, αναρωτιέμαι γιατί στη συλλογή ποιημάτων που μόλις κυκλοφόρησε “παίζει” με φως και με σκοτάδι. Και η απάντηση έρχεται μέσα από την “άβυσσο” που η ποιήτρια επικαλείται· διότι χωρίς σκοτάδι, δεν υπάρχει, δεν γεννιέται φως. Όσο πιο βαθύ είναι το σκοτάδι, τόσο πιο λαμπερό προβάλλει το φως.

Αρχίζοντας από τον τίτλο του βιβλίου “άβυσσος άβυσσον επικαλείται” στο εξώφυλλο και φτάνοντας στην τελευταία φράση “θεοσκότεινο φως”, στο αυτί του οπισθόφυλλου, δύο φράσεις πολυσήμαντες, αποτελούν το περίγραμμα ενός κύκλου βιωμένης πραγματικότητας, γεγονός που βεβαιώνεται με τη φράση: “Ένας ακόμα κύκλος με θεοσκότεινο φως”, στο αφτί του οπισθόφυλλου. Τυχαίο; Καθόλου τυχαίο. Τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Οι γλώσσες των λέξεων – και είναι πολλές – λένε πάντα την αλήθεια, την “αφανέρωτη σκέψη” που παραπέμπει σε μιαν άλλη πραγματικότητα, στον αποθησαυρισμένο μέσα μας πλούτο, στον βιωμένο ποιητικό χρόνο και κόσμο. Άβυσσος, σκοτεινό πηγάδι η ζωή, την άβυσσο αναζητάει και ιδού το σωσίβιό της, το μέσο της  επιβίωσης: η Ποίηση, το “θεοσκότεινο φως!” Για να αξιωθεί να δει το φως, έπρεπε να βυθιστεί στο βαθύ πηγάδι/σκοτάδι της άγνοιας κι από κει αναζητώντας διέξοδο, να βγει στο φως της όποιας γνώσης που κάθε στιγμή της ζωής αναζητά.

Η Ελένη Γκίκα βιώνει την κάθε στιγμή. Έχει επίγνωση της μοναξιάς και της ερημίας που την περιβάλλει, γι’ αυτό είναι ριζωμένη στο χώμα, πατάει γερά στη Γη, στη Μεγάλη μητέρα Γη/Ποίηση από όπου, όπως ο Ανταίος, αντλεί δύναμη για να συνεχίσει τη ζωή της:

 

“Από τα πόδια σε βαστάει η ποίηση κάθε που σε γκρεμίζει η ζωή,

το καταφύγιο που φθονούμε,

σωσίβιο στο χάος.

Όπως κι οι ιστορίες μας.

Ένας κουβάς με κομμένο σκοινί

στο βάθος του πιο δικού μας πηγαδιού,

αλλά κι ο ίλιγγος του ύψους μάλλον

δεν είναι για τα μέτρα μας.

 

Πηγάδια ζήσαμε, πηγάδια μαρτυράμε”.

 

Ποίημα, φαινομενικά απλό, δίνει ωστόσο τους άξονες και τα μεγέθη της πείρας μιας ζωής πλήρους βιωμένης πραγματικότητας, το ουσιαστικό περιεχόμενο της ζωής που ο καθένας με τις πράξεις του δημιουργεί, με όσα έχει βιώσει και γεμίζουν τα πηγάδια, τα κενά του χωροχρόνου, και ό,τι βγαίνει στην επιφάνεια ως “θεοσκότεινο φως”: αυτό είναι το έργο της ποίησης – να εξωτερικεύει το φως που από τη δική της “άβυσσο άβυσσον επικαλείται”. Η ποιήτρια, με μια καταβύθιση στο υποσυνείδητό της, φέρνει στην επιφάνεια “θεοσκότεινο” μεν, αλλά Φως! Όλα τα απωθημένα γεγονότα, πρόσωπα αγαπημένα, έρωτες ανεκπλήρωτοι και πάθη, χαρές και λύπες έρχονται αποκαθαρμένα, ντυμένα φως και δημιουργούν προϋποθέσεις για ξεκίνημα μιας καινούργιας ζωής. Έτσι δικαιώνεται η ζωή με την ποίηση, και η ποίηση αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο: γίνεται ζωή!

 

“Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, λένε,

είναι αήττητοι

το μόνο που δεν επιθυμούσα για σένα

ήταν να σε αποκαθηλώσω

γι αυτό δεν σ’ άγγιζα.

 

Έτσι παρέμεινες νέος

κι εγώ εκείνο το κορίτσι των 18 χρόνων

που έτρεχε πίσω σου.

Το μόνο που ήθελε

ήταν να γίνει η σκιά σου·

από διακριτικότητα

χάσαμε τη ζωή μας, σου είπα.

[…]

Πρωταγωνιστές μια ιστορίας

που μάταια προσπαθεί

να χωρέσει στο μυθιστόρημα ή σ’ ένα ποίημα…”

 

Ελένη Γκίκα

 

Τόσο αφοπλιστικά απλά, τόσο γενναία! Τόσο όμορφα εκφρασμένες μεγάλες αλήθειες. Το απλό δεν είναι καθόλου εύκολο. Καμιά άλλη Τέχνη δεν μπορεί να εκφράσει τόσο πειστικά, με ευγένεια και σοβαρότητα ανεκπλήρωτα πάθη, αγάπες, έρωτες επιθυμίες. Να δημιουργήσει τόσο αληθοφανή  ατμόσφαιρα που νομίζεις πως βλέπεις δύο νέους χαριτωμένους μιας άλλης εποχής, ενός χαμένου παραδείσου, κι ένα “κορίτσι των 18 χρόνων” να μην αγγίζει “από διακριτικότητα” εκείνον του οποίου “ήθελε να γίνει η σκιά του”. Ωστόσο, εκείνη η “διακριτικότητα” τον κράτησε αλώβητο και άφθαρτο στη μνήμη της, κι αναπολώντας εκείνες τις εικόνες, ξαναζεί, μέσω της τέχνης της ποιήσεως, στον παράδεισο που έχει φυλαγμένο μέσα της. Και του μιλάει σαν να είναι κάπου εκεί και ακούει:

“…Γεράσαμε

κι ακόμα ονειρεύεται ο ένας τον άλλο”.

Και διαλέγεται μαζί του.

“…Ποια πληγή σου άραγε να ταίριαξε με την πληγή μου;

…παιδιά της αβύσσου

και οι δύο”.

Και δεν διστάζει να του υπενθυμίζει τις δικές του παραλείψεις:

“…Έτσι έσκασες στη ζωή μου

μια τεράστια φωτοβολίδα,

κομήτης  κι έσκασες στον ουρανό

ο δικός μου Ιπτάμενος Ολλανδός…

…επιλέγοντας

πάντα τον πιο επικίνδυνο  ωκεανό.

…Τώρα τρέμω αν θα σε ξαναδώ

με αυτά τα μαύρα πανιά

του Θησέα”.

Ιδού το θαύμα που κάνει η τέχνη “της “ποιήσεως”, κατά που λέει κι ο μεγάλος ποιητής.

 

Πρόκειται για μιαν άκρως συγκινητική τρυφερή ιστορία αγάπης και ανεκπλήρωτου έρωτα που κρατάει χρόνια στη μνήμη του σώματος και της ψυχής. Η μεγάλη απουσία είναι πάντα παρούσα τις ώρες που η μνήμη, το σώμα και η ψυχή βρίσκονται σε πλήρη μοναξιά, στον αποκλειστικό ποιητικό χρόνο χώρο κι αποζητούν τη θαλπωρή στην παρουσία του άλλου. Τότε η ποιήτρια, ψυχή τε και σώματι, αναθυμούμενη τον παρελθόντα χρόνο, βυθίζεται σε μιαν άβυσσο “θεοσκότεινου φωτός” κι ανασύρει από το έρεβος του απωθημένου παραδείσου μέσα της, στιγμές και γεγονότα της βιωμένης πραγματικότητας με τον αγαπημένο, τον αναντικατάστατο εραστή της. Τα περιστατικά αναδύονται μες από τη σκοτεινότητα ολοκάθαρα, γίνονται παρόν, ζώσα πραγματικότητα που καταυγάζεται από “θεοσκότεινο φως”.

Πόσες αλήθειες φανερώνει με την ευανάγνωστη, καλλιεργημένη ποιητική γραφή της, την ώριμη, δίχως γρίφους, χωρίς εξάρσεις και υπαινιγμούς, με νηφαλιότητα. Οδηγείται στην εξύψωση της ποίησής της με την ελεύθερη έκφραση των αισθημάτων και των προβληματισμών της. Και κλείνει τον κύκλο με ένα άκρως βιβλικό τόνο:

 

“…Τα μάτια σου είναι περιστέρια

στα νερά στ’ αυλάκια,

λούζονται στο γάλα

κάθονται στις γούρνες.

Τα μάγουλά σου είναι βραγιές μυριστικά

θήκες αρωμάτων.

[…]

Βλέπεις κανείς μας δεν σε κατάλαβε

πόσο άβολα ήσουν

σ’ αυτή τη σχεδόν απάνθρωπη ζωή

και πόσο καλά έκρυψε η φύση

σε μια σχεδόν θηριώδη φυσιογνωμία

μια σχεδόν χωρίς δέρμα τρυφερότητα…”

 

Η Ελένη Γκίκα, χαρακτηρίζει την πρόσφατη ποίησή της ερωτική και ανοίγει την καρδιά της να βγουν όλα τα κρυμμένα μυστικά, τα απωθημένα μιας σχέσης που παρέμεινε ανεκπλήρωτη ως ιδέα στο μυαλό, άφθαρτη ως το σημείο που ο θάνατος έκοψε το δεσμό στα δύο· και παρέμεινε για εκείνη αιώνιο ζητούμενο, έτσι ώστε ακόμα και ύστερα από 18 χρόνια ακατάλυτος και κάποτε, αφού είναι απραγματοποίητος, οδυνηρός, προσπαθεί με βαριά καρδιά να τον αποδιώξει αλλά και πάλι με βιβλική ευπρέπεια:

 

“Φύγε, αδελφιδέ μου,

και ομοιώθητι τη δρομάδι ή τω νευρώ των ελάφων

επί τα όρη των αρωμάτων”.

[…]

“‘Μεταναστεύου επί τα όρη ως στρουθίον’.

Αυτό πάντα δεν έκανες;”

καθιστώντας τον, έτσι υπεύθυνο για όσα δεν έγιναν και με παράπονο του εξομολογείται:

“Δεκαοχτώ χρόνια μετά

ακόμα και σήμερα

εξακολουθώ να σε συναντάω κάθε βράδυ…”

Και αφού

“…ό, τι ήταν να γίνει μέσα σε ένα

δυο μήνες

έγινε.

Όσο κρατάει μια αστραπή.

Όλη μας η ζωή

σ’ ένα Σεπτέμβρη”.

 

Ποίηση καθαρά ερωτική, αληθινά ερωτική με την πρωτογενή έννοια: της ορμής που φέρνει τον έναν άνθρωπο κοντά στον άλλο για όλα όσα αυτό συνεπάγεται, αλλά και προς μια ιδέα, όπως είναι η ερωτική σχέση του ανθρώπου με το Ωραίο, με τη γνώση  που “φύσει ορέγεται”, με την πατρίδα, την Τέχνη, τη θάλασσα, με τον ασκητισμό, την έρημο, με το Σύμπαν, το άπειρο, με τον Θεό.

Τι άλλο είναι η ποίηση εκτός από αλήθειες, κρυμμένες στα βάθη του εαυτού μας, που βγαίνουν άξαφνα στο φως και δίνουν νόημα στη ζωή μας και την ομορφαίνουν;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top