Fractal

Ο Αύγουστος Κορτώ στο Εργαστήρι του συγγραφέα

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //
Φωτογραφίες: Τάκης Σπυρόπουλος //

 

Πορτρέτο. Ο Αύγουστος Κορτώ ή Πέτρος Χατζόπουλος κατά το ληξιαρχείο.

Πορτρέτο. Ο Αύγουστος Κορτώ ή Πέτρος Χατζόπουλος κατά το ληξιαρχείο.

 

Τον είπαν «Ελληνα Μαρκήσιο Ντε Σαντ». Ο Αύγουστος Κορτώ, που βραβεύτηκε ως Πέτρος Χατζόπουλος για την «Εξαφάνιση της Ντόροθι Σνοτ», συνεχίζει να γράφει απολαυστικά, ιδιοφυώς κι ακαταπαύστως.

 

Γεννήθηκε το 1979 στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε με σπουδές Ιατρικής, για ιατροδικαστής το πήγαινε, αλλά ήταν από στόφα γεννημένου συγγραφέα. Το 1999 και σε ηλικία είκοσι χρόνων κυκλοφορούσαν ταυτοχρόνως από τις Εκδόσεις Εξάντας δύο βιβλία του: «Το βιβλίο των βίτσιων» και «Ραμπαστέν». Στη συνέχεια, τα βιβλία του μας ξάφνιαζαν το ένα μετά το άλλο: «Ο γλύπτης του δρόμου» ήταν υποψήφιο για Κρατικό Βραβείο το 2003 ενώ η ταινία «Τεστοστερόνη», σε δικό του σενάριο, πήρε Γ’ βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2004. Το 2005 μετακομίζει στον Καστανιώτη κι από εκεί εκδίδει πολλά, ενώ κάνει πάμπολλες μεταφράσεις. Στο μεταξύ… ξαναγεννιέται ο αυθεντικός Πέτρος Χατζόπουλος στα παιδικά! Αποσπά το Α’ Κρατικό Βραβείο Παιδικού Βιβλίου καθώς και το Α’ Βραβείο του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου με την πρώτη, με το παιδικό αστυνομικό του «Η εξαφάνιση της Ντόροθυ Σνοτ» από τον Πατάκη, το 2003.

Το σίγουρο είναι ότι είναι «ο άνθρωπος που έγραφε πολλά», επειδή μάλλον δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και ναι, υπάρχει, μας λέει, διαδικασία γραφής… «Και την ακολουθώ ευλαβικά. Κάθε μέρα, αφού τελειώνω άλλες, μίσθιες δουλειές, κάθομαι και γράφω τουλάχιστον μία-δύο ώρες. Τις μέρες που οι συνθήκες δεν μου επιτρέπουν να γράψω τις θεωρώ χαραμισμένες. Ακόμη κι όταν γράφω, θέλω η παραγωγή να είναι συγκεκριμένη -κάτω από δύο με τρεις χιλιάδες λέξεις σημαίνει ότι κατά βάθος “το ‘ξυνα”. Πιθανώς ακούγονται (και είναι) νευρωτικά όλα αυτά, αλλά παραμένω, δεκατρία και πλέον χρόνια μετά τη γραφή των πρώτων μου κειμένων, μανιώδης γραφιάς».

Και οι συγγραφικές εμμονές του… «Πλήθος, παρόμοιες – αν όχι πανομοιότυπες – μ’ αυτές που δουλεύω εδώ και χρόνια με τον ψυχαναλυτή μου. Η μεταμόρφωση, ως αλλαγή ταυτότητας, σώματος, ψυχής. Η μητέρα και η μητρότητα. Η μουσική. Η λεπτομερής ανατομία ψυχισμού και σώματος, στη δεύτερη περίπτωση με την εμμονή του ιατροδικαστή Μanque στο άγριο, το φρικιαστικό, το ανθρώπινο μα με τρόπο ωμό και τελεσίδικο». Το βιβλίο του που γράφτηκε με τον πιο αλλόκοτο τρόπο αναγνωρίζει ότι είναι «Το “Αυτοκτονώντας ασύστολα”, τελικά. Γράφτηκε υπό συνθήκες μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης/αποφόρτισης, στη διάρκεια ενός ταξιδιού αλέ-ρετούρ με πλοίο διάρκειας 18 μαρτυρικών (αλλά και απολαυστικών) ωρών».

Τώρα, το πώς είναι όταν έρχεται η ιστορία… «Ασυγκράτητη κι απείρως ερωτεύσιμη», ομολογεί. «Μου τρώει το μυαλό συνεχώς, μέχρι να υποκύψω και ν’ αρχίσω να γράφω. Συνήθως ανθίσταμαι μια-δυο μέρες το πολύ. Την τρίτη με έχει κυριεύσει τόσο, που είμαι σαν χαμένος, οπότε συνήθως κάθομαι στον υπολογιστή, γιατί αλλιώς παύω να απαντώ σε ερωτήσεις και να επικοινωνώ με το περιβάλλον». Τελευταίο βιβλίο του και συνθήκες γραφής: «Περίεργη ιστορία», θα μας πει. «Πέρυσι ξεκίνησα να γράφω, για πρώτη φορά στη ζωή μου και χωρίς να έχω ιδέα για ποιον λόγο, ένα μυθιστόρημα φαντασίας. Ωστόσο, στην πορεία αντιλήφθηκα πως η ιστορία του δεν χωρούσε σε ένα ούτε σε δύο βιβλία, οπότε προέκυψε μια αχανής τριλογία, το δεύτερο μέρος της οποίας -ιστορικό μυθιστόρημα με στοιχεία φανταστικού, όπως ήταν και το “Δεκαέξι”- γράφω τώρα».

 

Βιβλία. Γράφει, διαβάζει, μεταφράζει. Μια ζωή. Για μια ζωή.

Βιβλία. Γράφει, διαβάζει, μεταφράζει. Μια ζωή. Για μια ζωή.

 

Στο μεταξύ «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά», κυκλοφορεί εντός των ημερών, είναι «προσωπικές ιστορίες καθημερινής παραφροσύνης, ακρότητας και αθεράπευτου πάθους ?με το φαΐ, το ποτό, τα βιβλία, τον έρωτα. Aληθινά παραμύθια πίσω και μπροστά από τα κάγκελα, εκεί όπου λικνίζονται ή αιωρούνται μικροί γοργόνοι, μεγάλες ρουφιάνες, κατά φαντασίαν ετοιμοθάνατοι, γεννημένοι τύφλα, ηλίθιοι και e-λίθιοι, άνθρωποι που μεταμορφώνονται σε γουρούνια και το αντίστροφο, καλοθελητές που παραδίδουν μαθήματα ερωτικών στάσεων, παραδιδόμενοι στη ζούγκλα της πραγματικότητας, που κάθε τόσο έρχεται για να μας δέσει φιόγκο την καρδιά μας, και μοναχά το γέλιο μπορεί να μας τον λύσει. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο πολύτιμο, πιο ιαματικό για την ψυχή, από το γέλιο: Ο,τι κι αν το προκαλεί, είναι η ύψιστη στιγμή αγάπης για τη ζωή -για τις σκοτεινές αλλά και τις φωτεινές πτυχές της».

 

“Τις μέρες που οι συνθήκες δεν μου επιτρέπουν να γράψω τις θεωρώ χαραμισμένες. Κι όταν γράφω, αν η παραγωγή είναι κάτω από δύο με τρεις χιλιάδες λέξεις, σημαίνει ότι κατά βάθος το ‘ξυνα”.

 

Μουσική. Άλλη αγάπη μεγάλη, η μουσική. Κληροδότημα της μαμάς, το πιάνο.

Μουσική. Άλλη αγάπη μεγάλη, η μουσική. Κληροδότημα της μαμάς, το πιάνο.

 

* Δημοσιεύθηκε στο Ρεπορτάζ του Έθνους

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top