Fractal

Ανάμεσα στο ανήκειν και το διαχωρίζεσθαι

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

Βάσω Σπηλιοπούλου “Ασύμβατες διαδρομές” Εκδ. Ιωλκός, 2019, σελ. 213

 

24 κεφάλαια συγκροτούν το μυθιστορηματικό σύμπαν στις Ασύμβατες διαδρομές, πρώτο μυθιστόρημα της Βάσως Σπηλιοπούλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ιωλκός. Ένα σύνθετο έργο, με την αφήγηση, ή μάλλον τις αφηγήσεις, να εστιάζουν σε τρία κεντρικά πρόσωπα. Την Άννα, καθηγήτρια σε ένα Γυμνάσιο, τον υπερήλικα πατέρα της, και τη Σοφία, συνομήλικη και παλιά φίλη της από τον καιρό των φοιτητικών τους χρόνων. Μέσα από αυτό το τρίγωνο παρελαύνει  μία πλειάδα από άλλα πρόσωπα, γονείς, εραστές, σύζυγοι, συγγενείς, φίλοι, αφεντικά, προϊστάμενοι, γείτονες ή απλοί γνωστοί, κάποιοι ακόμη παρόντες και άλλοι νεκροί ή χαμένοι από χρόνια.

 

«Πρωτόρθα στην Αθήνα δεκατριών χρονών. Έφυγα μια Κυριακή πρωί από το χωριό μου κι ήρθα να μείνω στη Γούβα, στον αδερφό μου. Για λίγο, ώσπου να βρω δουλειά. Δύσκολες τότε οι δουλειές. Προσπάθησε να με βολέψει στο μαγαζί που δούλευε, έφτιαχναν βαλίτσες, μα ήμουν ανήλικος και δεν μ’ έπαιρναν. Αν ήσουνα γραμμένος στην ΕΟΝ, κάτι γινόταν. Έτσι γράφτηκα στη Μητροπόλεως, στην Πλάκα. Πήγαινα πού και πού στις συγκεντρώσεις να με βλέπουν, έψαχνε δω κι εκεί ο αδερφός μου, κατάφερε τελικά μ’ έχωσε βοηθό λαντζέρη σε ένα μεγάλο εστιατόριο στη Σταδίου. Γαλλία το όνομά του»

 

Το πρώτο κεφάλαιο ξεκινά με μια πρωτοπρόσωπη μαρτυρία, μια χειμαρρώδη προφορική κατάθεση από τον υπερήλικα πατέρα της Άννας, για όσα είδε και βίωσε στα χρόνια της νιότης του, και στη συνέχεια, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και την μεταπολεμική Αθήνα. Έχει προηγηθεί η έντονη προτροπή της Σοφίας, φίλης της κόρης του, η οποία, παράλληλα με τη λήψη και την απομαγνητοφώνηση της μαρτυρίας του υπερήλικα, προσπαθεί να αναλύσει και στη συνέχεια να εντάξει την ιστορία του σε ένα ευρύτερο σύνολο παρόμοιων ντοκουμέντων, στα πλαίσια μιας γενικότερης έρευνάς της για εκείνη την εποχή. Ο λόγος του άντρα, σε συνδυασμό και με την αλέγκρα ιδιοσυγκρασία του, είναι γλαφυρός, ένας πραγματικός ποταμός από γεγονότα συγκλονιστικά. Οι μνήμες, οι εικόνες κι οι σκέψεις του, εναργείς και λεπτομερειακές, σκληρές και σοκαριστικά ειλικρινείς, ζωντανεύουν χάρη σε μια γειωμένη και χαμηλόφωνη αφήγηση, ενώ τα ίδια τα εξιστορούμενα: η αναγκαστική του εγγραφή στην ΕΟΝ προκειμένου να βρει δουλειά ως βοηθός λαντζέρη, οι πεζοπορίες του στην Αθήνα του τότε (από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός μέχρι το πέρασμά του από το Α’ νεκροταφείο), οι κωμικοτραγικοί αποπροσανατολισμοί του και το μεροκάματο του τάλιρου, (Μαχαιροπιρουνιάρης, έγραφε το βιβλιάριο εργασίας μου), η έκπληξή του από το νέο του περιβάλλον, η σκληρότητα και η καλοσύνη των ξένων, η κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς και η γενική επιστράτευση, ανασύρουν αυτούσια από τη λήθη της εκείνη τη δύσκολη καθημερινότητα. Ταυτόχρονα, μέσα από μια νοσταλγία (χάρη και στην χρονική απόσταση) περισσότερο συγκαταβατική παρά πικραμένη, αλλά και την απλότητα και την αμεσότητα του προφορικού βιώματος, φωτίζουν ποικιλότροπα το θολό συλλογικό ιστορικό γίγνεσθαι εκείνης της εποχής. Παράλληλα, γύρω από τον κεντρικό κορμό της αφήγησής του αναπτύσσονται και περιδινούνται δεκάδες άλλες παρένθετες, λιγότερο ή περισσότερο μικροσκελείς, μικροαφηγήσεις.

Μετά το πρώτο κεφάλαιο η μαρτυρία του γέρου διακόπτεται, για να δώσει τη σκυτάλη στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, με τον χρόνο να πηγαίνει μπροστά, στην Ελλάδα του σήμερα και της κρίσης. Ο μάρτυρας αφηγητής, το νέο παιδί που περιγελούσε τις δυσκολίες της φτώχειας και του πολέμου στήνοντας φάρσες (γεννημένος πιθανόν το 1926, αφού στη συνέχεια, το 1947, θα καλούνταν να υπηρετήσει στο τακτικό στρατό) είναι τώρα ένας άντρας σε προχωρημένο γήρας. Παρ’ όλα αυτά, χαίρει άκρας ψυχικής υγείας και δε χάνει το θάρρος του. Στον αντίποδά του, αν και μεγαλωμένη σε μικροαστικό περιβάλλον και με όλα τα καλά της ειρήνης, η κόρη του (Άννα) φαίνεται να μην μπορεί να τα βγάλει πέρα με τους προσωπικούς της δαίμονες και εφιάλτες.  Η αποτυχία της στον πρώτο φοιτητικό της έρωτα με τον Θάνο, και στη συνέχεια με έναν παντρεμένο άντρα, καθώς και η προβληματική σχέση της τόσο με την απελευθερωμένη Σοφία όσο και με τον σύντροφό της Θωμά, θα επιτείνουν το πρωτογενές αδιέξοδο και το αίσθημα της μειονεξίας από την πρώιμη  απόρριψη από τους γονείς της. Όταν η Σοφία δίνει στην Άννα το στικάκι με τις πρώτες μαγνητοφωνήσεις του υπερήλικα, η δυσφορία της τελευταίας, σε αντίθεση με τον έκδηλο ενθουσιασμό της πρώτης, είναι προφανής.

Η Σοφία θέλει και καταφέρνει να βάζει στόχους και να τους κερδίζει, όχι μόνο στον τομέα των σπουδών αλλά και εκείνον των γνωριμιών και των σχέσεων με το άλλο φύλο, ενώ η Άννα κλείνεται στον εαυτό της και παραλύει. Στο μεταξύ, η εξιστόρηση του πατέρα και οι επισκέψεις της Σοφίας στο σπίτι του συνεχίζονται. Ο αφηγητής θα γυρίσει πίσω στο χωριό του, και στη συνέχεια, για να αποφύγει έναν ανεπιθύμητο γάμο, θα βρεθεί να πολεμά στο βουνό. Πρώτα από τη μεριά των ανταρτών και κατόπιν από την αντίθετη, εκείνη των Ταγμάτων Ασφαλείας, μέχρι και τη διάλυσή τους το ’44. Σπέτσες, Γουδί, Μακρυγιάννη, η λιποταξία και από κει στο σπίτι μιας θείας του στα Προπύλαια, τα Δεκεμβριανά, οι Χίτες, το κρυφό μακελειό στον Ευαγγελισμό, το μικροεμπόριο με τις κάλτσες στην Αιόλου και την Ευριπίδου. Από τα 24 σχετικά ισόποσα κεφάλαια του μυθιστορήματος, τα μισά αφορούν το παρελθόν του άντρα, και διακρίνονται αισθητά από τα υπόλοιπα, όχι μόνο ως προς την αλλαγή στο ύφος, το περιεχόμενο και το πρόσωπο του αφηγητή, αλλά και από τους διαφορετικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες. Η ιστορία ξετυλίγεται αργά σαν πλεξούδα, με τα μονά κεφάλαια να καταγράφουν τη μαρτυρία του και τα διπλά να προχωρούν στο σήμερα και στη λεπτομερή ψυχογραφική σκιαγράφηση των δυο γυναικών. Επιπρόσθετα, με την αφήγηση του άντρα να προχωρά αντιστικτικά αλλά και παράλληλα με τη ζωή στην Ελλάδα του τώρα, οι ασύμβατες διαδρομές όλων, όχι μόνο έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται, είναι θα λέγαμε, κάτι περισσότερο από εύλογες και καταφανείς.

 

Βάσω Σπηλιοπούλου

 

Ατομισμός ή ιδεολογικός αμοραλισμός; Θύτης ή θύμα; αναρωτιέται η Σοφία προσπαθώντας να διεισδύσει στη ψυχή του μάρτυρα, σε μια εξαιρετική αντιπαράθεση  των απόψεών του με εκείνες ενός άλλου αντάρτη, του Σώζου, στο 4ο κεφάλαιο (σελ. 40). Από τη μία κρατάει την υπερφορτισμένη αυτοβιογραφία του ιδεολόγου αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού, και από την άλλη τις ψύχραιμες αναμνήσεις ενός οδηγού τεθωρακισμένου του Εθνικού Στρατού, που δεν είναι άλλος από τον νεαρό τότε σε ηλικία, πατέρα της Άννας.

Σώζος

Πάθαμε κι εμείς ό,τι έπαθε ο Κολοκοτρώνης και η παρέα του. Έτσι μας εξανάγκασαν να γίνει ο εμφύλιος.

Τανκίστας

 Θα πάμε άδοξα σαν τον Κολοκοτρώνη, λέγαμε εμείς οι Πελοποννήσιοι. Κολοκοτρώνης πήγε άδοξα.

 

Σώζος

 Στη φυλακή, ένας αντάρτης, γύρισε μια μέρα από το επισκεπτήριο με δάκρυα στα μάτια. Είχε έρθει ένας απ’ τα αδέρφια του και του ζήτησε να κάνει χαρτί για την περιουσία. Μια και δεν είχαν παιδιά, να μην την πάρει η γυναίκα του. Αυτόν, πρώτα τον εκτέλεσαν τα αδέρφια του και μετά το απόσπασμα του φασισμού.

Τανκίστας

 Κι όπως βαδίζαμε στη λίμνη, είχα γράμμα σήμερα από τον πατέρα μου, είπε ο Τριαντάφυλλος κι έσκισε τον φάκελο. Ύστερα γύρισε, μου κούναγε με νόημα τα δυο δάχτυλα. Δεν καταλάβαινα. Είχε σκοτωθεί ο αδερφός του ο μικρότερος, ελεύθερος σκοπευτής στους αντάρτες. Κι η περιουσία έμενε στους δυο. Τον σιχάθηκα.

 

Σώζος

Πίστευα σ’ αυτή την ιδέα. Θα έκανα τα πάντα γι’ αυτήν.

Τανκίστας

 Αν μας έλεγαν, αυτοί είναι κομμουνιστές να τους σκοτώσετε, θα το κάναμε. Η διαταγή ήταν διαταγή.

 

Σώζος

 Δεν μετανιώνω για ό,τι έκανα, την αχαριστία του κόσμου βαθμολογώ.

Τανκίστας

 Δεν μετανιώνω. Απλά σήμερα τα βλέπω διαφορετικά.

 

Διαβάζοντας το βιβλίο της Βάσως Σπηλιοπούλου, και μένοντας στη μαρτυρία του υπερήλικα, αναρωτιόμαστε αν είναι τα ίδια τα πολιτικά τεκταινόμενα που καθορίζουν το βλέμμα ενός λογοτέχνη ή αν ο τρόπος που αυτός τα προσλαμβάνει εξαρτάται περισσότερο από τις μεταβολές της συλλογικής συνείδησης και την κοινωνική μνήμη. Άραγε, υπάρχει κοινωνική μνήμη; Μέσα από ποιο βλέμμα κατέγραψαν οι Έλληνες πεζογράφοι τα γεγονότα  της δεκαετίας του ’40, και πρωτίστως, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τις μετέπειτα αιματηρές διενέξεις; Μερικά από τα πιο εμβληματικά μυθιστορήματα της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας αναφέρουν και διαχειρίζονται με διάφορους τρόπους τα γεγονότα εκείνης της εποχής, με την εμφύλια σύρραξη και τις μετέπειτα αντανακλάσεις της να αποτελούν τον κύριο μοχλό της θεματικής τους ∙ όπως για παράδειγμα, ο Άρης Αλεξάνδρου με Το κιβώτιο, ο Στρατής Τσίρκας με τις Ακυβέρνητες πολιτείες, ο Αλέξανδρος Κοτζιάς με την Αντιποίηση αρχής αλλά και μετεγενέστεροι αυτών (Θανάσης Βαλτινός, Η κάθοδος των εννέα, Ορθοκοστά, και Μισέλ Φάις, Πορφυρά γέλια). Προς τι όμως μία ακόμη λογοτεχνική κατάθεση; Διατρέχοντας την πεζογραφική παραγωγή των τελευταίων εβδομήντα χρόνων, και προσεγγίζοντας τα κείμενα όχι μόνο σε σχέση με τη λογοτεχνική τους αξία αλλά και ανεξάρτητα από αυτήν, ως απλές μαρτυρίες, πολλοί μελετητές ομολογούν ότι βρίσκονται ακόμη στο σκοτάδι. Με δεδομένη τη σημασία αυτής της διαπίστωσης, η γραφή της Σπηλιοπούλου, κινούμενη ανάμεσα επινόησης και πραγματικής μαρτυρίας, έρχεται να φωτίσει με τον δικό της  τρόπο αυτό το σκοτάδι, μέσα από την κατάθεση ενός ανθρώπου, που, όπως χαρακτηριστικά μας λέει η ίδια, με γνώμονα την επιβίωσή του, πέρασε από τον βρασμό του πολέμου και της στέρησης και κατάφερε να φτάσει στο παρόν, αλλάζοντας ιδεολογικές μάσκες χωρίς να χάσει την ανθρωπιά του, ούτε όμως και την ρεαλιστική επαφή του με την πραγματικότητα.

Ο υπερήλικας ήρωας (ή αντιήρωας) στις Ασύμβατες διαδρομές, ακόμη και ενταγμένος σε κάποια ομάδα (όπως και οι περισσότεροι ήρωες μυθιστορημάτων στην ελλαδική μετανεωτερικότητα των δεκαετιών μετά την μεταπολίτευση), στην ουσία κινείται περιχαρακωµένος στο εγώ του, άλλοτε ως μοναχικός καβαλάρης και άλλοτε ως ταλαίπωρος οδοιπόρος, και πάντα έξω από τα πλαίσια κάποιας συνειδητής συλλογικότητας.

 

 

Προσπάθησα, μας εξομολογείται η ίδια η συγγραφέας, να μιλήσω, πλάγια και χαμηλόφωνα, για τη συλλογική μνήμη του τόπου, αλλά και για τους διχασμούς που μας ταλανίζουν μέχρι σήμερα, συχνά με τρόπο υπόγειο, γεννώντας στις επόμενες γενιές νευρώσεις, αδιέξοδα, φαντασιώσεις κι ενοχές, πολλές φορές μεγαλύτερες από εκείνες που ένιωσαν αυτοί που βίωσαν γυμνά τα γεγονότα. Άποψη και πολλών μεταγενέστερων συγγραφέων, με προεξέχοντες εκείνους της λεγόμενης γενιάς του ’70.

Νεορεαλιστικό και πολυπρισματικό, το έργο της Σπηλιοπούλου συνεπαίρνει και καθηλώνει τον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες του. Αποτελεί, θα λέγαμε, μια ενδιαφέρουσα ιστορική και λογοτεχνική μαρτυρία του σύγχρονου ελλαδικού χώρου, με τη γραφή να αποτυπώνει εκ του σύνεγγυς και με άριστη γλωσσική συνέπεια, σκηνικά, διαλόγους, αλλά και τις αλλεπάλληλες μνημονικές παλινδρομήσεις των υποκειμένων, ακόμη κι όταν αυτές εκφέρονται πλάγια, μέσα από έναν, στο μεγαλύτερο μέρος του ενδοδιηγηματικό, τριτοπρόσωπο αφηγητή. Με άψογη δομή και ροή, ο λόγος της πετυχαίνει τους στόχους του στο ακέραιο, επίτευγμα αξιοθαύμαστο για μια συγγραφέα που κάνει την πρώτη της εμφάνιση στον δύσκολο χώρο της λογοτεχνίας, και μάλιστα, σε μια φόρμα και ένα είδος τόσο απαιτητικό όσο αυτό του μυθιστορήματος.

 

 

Η Βάσω Σπηλιοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φυσικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και, ταυτόχρονα, θέατρο στη θεατρική σχολή Σταυράκου. Τη διετία 2000-2002, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Διαπανεπιστημιακό πρόγραμμα του Καποδιστριακού, στο τμήμα «Βασική και Εφαρμοσμένη Γνωσιακή Επιστήμη». Ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top