Fractal

Αυτά που είπα στην παρουσίαση για τα “Αστικά Δύστυχα”

Της Βάλιας Τσιριγώτη // *

 

 

 

 

Δημήτρης Γκιούλος: «Αστικά Δύστυχα», ποιητική συλλογή, εκδόσεις Θίνες

 

 

Έφερε ο καθένας στη μεγάλη πόλη

λίγη απ’ την αγριότητα

του χωριού του

Ε, και δεν είναι να παίζεις

μ’αυτά τα πράγματα

Και να πως φτάσαμε εδώ σήμερα

να ζούμε σε μιαν αχανή επαρχία

Έτσι ξεκινάει το βιβλίο του Δημήτρη και ίσως στα αλήθεια έτσι να ξεκινούν όλα.

Με το άστυ, με την πόλη.

Σκεφτόμουν πολύ τι να πω για ένα βιβλίο που θα μπορούσε να είναι χρονογράφημα της γενιάς μου. Πάντα κάπως με βασανίζει το τι να πω όταν είναι να μιλήσω για ένα βιβλίο σε άλλους, έτσι σκεφτόμουν πως μια από τις αγαπημένες μου θεματικές, μια και λένε πως είναι καλό να ξεκινάμε με όσα μας αρέσουν, είναι  ο έρωτας και η πολιτική, αλλά πιο πολύ κι από τον έρωτα είναι ο θάνατος και η δυστυχία, επειδή τα θεωρώ και τα δύο μαλακία όταν συμβαίνουν.

Και η ποίηση, όπως αυτή του Δημήτρη, είναι μια οδός, ένας δρόμος, να σταθούμε πάνω της και να κρατηθούμε από κάπου για να αντέξουμε.

Η σχέση μου με αυτό το βιβλίο -γιατί με τα βιβλία είναι κάπως όπως με τους ανθρώπους, συναντιέσαι μαζί τους. Και είτε κοιμάσαι μαζί τους για μια νύχτα, είτε περάσεις μαζί τους ένα απόγευμα για καφέ, περιπλέκεται η ιστορία τους με τη δική σου- η σχέση μου λοιπόν με αυτό το βιβλίο ξεκινάει ένα μεσημέρι στη Σόλωνος. Γνωρίστηκα με τα Αστικά Δύστυχα περίπου στο ύψος της Ασκληπιού, όπου μια γυναίκα που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν γραμμένη στο κινητό μου με κεφαλαία γράμματα ως ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΓΚΙΟΥΛΟΥ, μου έδωσε το βιβλίο λέγοντας μου κάτι σαν ΑΣΤΙΚΑ ΔΥΣΤΥΧΑ για λίγη ευτυχία.

Και το κράτησα αυτό, γιατί αλήθεια η αστική δυστυχία χτίζει ή υπερθεματίζει στιγμές ευτυχίας μέσα στα πιο καφκικά μέρα. Όπως να ακούς αντάρτικα μέσα στα νοσοκομεία, την επιθυμία να είμαστε όπως το ποίημα Μπόνι και Κλάιντ, να κλέψουμε καμιά τράπεζα.

Γύρισα λοιπόν στην γυναίκα που από ΕΚΔΟΤΡΙΑ ΓΚΙΟΥΛΟΥ απέκτησε όνομα στην ιστορία μου, ένα όνομα που μοιάζει με παραμύθι από κάποια άλλη χώρα, Ζιζή Σαλίμπα, και την ρώτησα «θα είστε και εσείς στη βιβλιοπαρουσίαση;» και εκείνη μου απάντησε «Μα είμαι η εκδότρια!».

Και ήταν αλήθεια ανακουφιστικό, γιατί ήθελα να της πω ξέρετε είμαστε εκείνα τα παιδιά που οι γονείς μας δούλευαν και δεν προλάβαιναν να έρθουν να μας δουν στις γιορτές, θα το καταλάβαινα αν λείπατε, είμαστε μαθημένα στις απουσίες ή αλλιώς:

 

Συλλέκτης

Χρόνια τώρα

συλλέγω απώλειες

Η συλλογή

εκτίθεται

πάνω μου

Δεν είχα διαβάσει όμως ακόμα το βιβλίο για να της απαντήσω με το ποίημα και καθώς κατηφόριζα, έκανα το παιχνίδι που κάνω όταν παίρνω ένα βιβλίο ποίησης. Έβαλα το δάχτυλο μου στην πρώτη τυχαία σελίδα, για να δω αν αυτό που θα βρω, μου ταιριάζει.

Και έλεγε:

Πράγματα που με στοιχειώνουν

Οι ανώνυμοι ομαδικοί τάφοι

Οι επώνυμες δημοσκοπήσεις

Το «περίπου» στην ίδια πρόταση με το

«ο αριθμός των θυμάτων»

Η ακρίβεια της στατιστικής

Τα σύνορα και οι έλεγχοι

Οι ανεξέλεγκτοι δίπλα μου

Το στρώμα που χωράει έναν και

κοιμούνται τρεις

Το στρώμα που χωράει δύο και το

γεμίζει η μοναξιά του ενός

Οι εκκωφαντικές τελείες

Τα αποσιωπητικά

Το ταβάνι που έγινε τετράδιο

Ο ουρανός που έγινε ταβάνι

(Και: ) Oι προθέσεις που ποτέ

δε θα΄ ναι αρκετές

 

 

Αυτές οι προθέσεις που ποτέ δεν θα είναι αρκετές, αυτή η πρόταση, κατάφερε να χωρέσει αυτή τη συνειδητοποίηση του μετέωρου χώρου της γενιάς και της τάξης μου, για όλα αυτά που δε θα προφτάσουμε. Για όσα δε θα γίνουν ποτέ. Ο Δημήτρης χωράει μέσα σε αυτό το βιβλίο τις ρίζες των εαυτών μας και τη μήτρα της αστικής δυστυχίας μας: εμφύλιος, ιστορία, τα οικογενειακά τραπέζια, αλλά κυρίαρχα πιάνει κουβέντα με τα θρυψαλλάκια που απομένουν όταν σπάει για πάντα η παιδικότητα. Ακροβατεί πάνω στο σχοινί της ενηλικίωσης και αρχίζει να κάνει πλάκα με την ματαίωση του εαυτού, με την ανημπορία μας να καταφέρουμε τα πάντα.

Όπως:

Ταξική πάλη κι αηδίες

Όλο και συχνότερα

το παρελθόν αναπολώ

Δέκα χρονών με σκέφτομαι

φούσκες με τις μύξες μου να κάνω

και να γελάω

ή

Δεν έμαθα να δένω τα κορδόνια μου

Γελάς, κοροϊδεύεις

μα εγώ

έτσι αντιστέκομαι

Κι ακόμα να το καταλάβεις

Ή

Γυρνώντας απ’τη δουλειά

έπιασε να με σφίγγει η γάμπα μου

Τότε μονάχα συνειδητοποίησα πως δε θα γίνω μεγάλος μπαλαδόρος

κι ήταν αρκετά στενάχωρη η στιγμή

ακόμα κι αν δεν το θέλησα ποτέ

πραγματικά

να κλωτσώ με μαεστρία το τόπι

Είναι πολλά όσα θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμα, αλλά θα κρατήσω για το τέλος αυτό που ήταν πιο σημαντικό για εμένα σε αυτή τη φάση της ζωής μου, γιατί κάθε βιβλίο το διαβάζεις αλλιώς, ανάλογα την εποχή που διανύεις μέσα σου.

Διάβασα πρόσφατα κάπου πως όταν καταφέρεις να αστειευτείς με το τραύμα σου, τότε το τραύμα σου παύει να είναι τραύμα. Δεν νομίζω καθόλου πως αυτό είναι αλήθεια. Μα εκτιμώ πολύ στον Δημήτρη, πως αυτό το επιχειρεί πολύ γνήσια στο βιβλίο του. Διανύοντας μια εποχή με τεράστιες απώλειες και κάμποσο θάνατο, κάποιες φορές μου αρέσει να μοιράζομαι μια ιστορία, από αυτά τα ανέκδοτα της αρχαιότητας, που λέει πως ο Χρύσιππος ο Σολεύς, κάποια στιγμή έδωσε σε ένα καημένο γαϊδούρι λίγο κρασί και έκατσε να το παρακολουθεί μεθυσμένο να προσπαθεί να φάει κάτι σύκα. Και παρακολουθώντας το μεθυσμένο γαϊδούρι πέθανε κυριολεκτικά στα γέλια. Εννοώ όντως πέθανε από την ίδια του τη μαλακία. Προφανώς έπαθε ανακοπή καρδιάς, αλλά πέθανε γελώντας, ενώ κάποιοι άλλοι λένε πως ίσως πέθανε γελώντας από ένα αστείο που είπε ο ίδιος.

Σκέφτομαι πολύ συχνά πως θα ήταν πολύ ωραίο οι άνθρωποι να πεθαίναμε από τα γέλια ή γελώντας, μα η αλήθεια είναι πως αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια στη ζωή. Είμαι σίγουρη λοιπόν πως απόψε, όλοι, όλα, όλες, μπορούμε να συνδεθούμε στο εξής: υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος στη ζωή του καθένα μας και της καθεμίας μας που αναγκαστήκαμε να τον αποχαιρετιστούμε βίαια και που απόψε θα θέλαμε να είναι εδώ, μα δε θα μπορέσει ποτέ να είναι. Σίγουρα όλοι έχουμε τουλάχιστον ένα άνθρωπο που μπορεί να ζει αλλά εμείς δε θα ξαναζήσουμε μαζί του και ακόμα περισσότερο, κάποιοι σίγουρα έχουμε έναν άνθρωπο που δε θα ξαναζήσει ποτέ. Για αυτούς, για εκείνους που κάποιες νύχτες θα θέλαμε να είναι εδώ, θα διαβάσω το τελευταίο ποίημα.

 

Δημήτρης Γκιούλος

 

26.06.17

 

Αργά
Μαρτυρικά
Έχω παραλύσει
Την κοιτώ
Μιλάμε
Την φροντίζω
Της βρέχω τα χείλη,
δεν μπορεί να πιει
Κοιτώ τους όρους
Αυξάνω τη μορφίνη
Της έβαλα να ακούσει μουσική με τ’ ακουστικά μου

Αντάρτικα φυσικά

Γελάω
Της διαβάζω τα νέα
Της φέρνω βιβλία
Παγωτά που την ανακουφίζουν
Παγωτά γιαούρτι

Χωρίς ζάχαρη

Χριστιανική θυσία λες και
Ρουφά στιγμές σαν σφουγγάρι
Παθητικά
Έχω γίνει πρώτος πληθυντικός
Φωνάζω τις νοσοκόμες για τον καθετήρα μας
Ή που λερωθήκαμε
Που δεν στεκόμαστε όρθιες
Της εξηγώ ότι δεν είναι ρεζίλι αυτό
Φυσικά και δεν είναι ρεζίλι αυτό

Άλλοι έρπουν όρθιοι
Της λέω ψέματα να κάνει κουράγιο
Πως θα βγούμε σύντομα
και πρέπει να μην κλαίω μπροστά της
Να το παίζω πως όλα καλά
Να βρω μανιέρα
Έχασα μάνα και βρήκα μανιέρα
Δεν σταματώ τα λογοπαίγνια
Είναι η πρώτη γραμμή άμυνας
Όποιος δεν το χει καταλάβει, τίποτα δεν κατάλαβε
Κι αυτή παίζει πως δεν τα χει καταλάβει όλα
Η μάνα μου, μανιέρα
Ήρθε και την είδε και ψυχολόγος
σιγά τη βοήθεια
Αυτά κάνω
και μετά πάω σπίτι
και θέλω να είμαι εκεί
Και ξεσπάω
Δεν πληκτρολογούνται όλα
Φαίνονται ηλίθια
Λίγες ώρες μετά φεύγει και εγώ είμαι εκεί
Μόλις έχω επιστρέψει
Είμαστε όλοι εκεί
Κι αυτή ένα μικροσκοπικό πια παράπονο
που έμεινε μισό
Που κράτησε τον πόνο
Που κράτησε οκτώ μήνες παρά

Την άλλη φορά που φτάσαμε κοντά, ευχόμουν να πεθάνει στο χειρουργείο
Να μην υποφέρει άλλο
Και περίμενα μόνος μου σε μια παγωμένη αίθουσα αναμονής με τριανταδύο βαθμούς Κελσίου
Και χάρηκα για κείνες τις μετέπειτα στιγμές διαύγειας και ευτυχίας
Και έλεγα στον εαυτό μου πόσο μαλάκας είναι που δεν ξέρει ευχές να κάνει
Και τώρα ξανά εκεί
Και βάζω συνεχεία αντισηπτικό
Το σιχαίνομαι το νοσοκομείο
Και θέλω να το βγάλω όλο αυτό από πάνω μου
Το δέρμα μου σιχαίνομαι πια
Κι έχω χάσει το χρόνο και δεν ξέρω που είναι η γραμμικότητα να την περπατήσω
Και βγάζω φωτογραφίες, το μόνο που μ’ ανακουφίζει
Και το πρωί μίλησα με το γραφείο τελετών
πήγα εκεί
Και μου είπαν να με πάρουν μαζί
Με τη νεκροφόρα
Βόλτα Βουλγαρία
Κι αν θέλουμε τα χρυσά της δόντια
Και εγώ τα κέρασα,
τα άφησα πουρμπουάρ
Δεν ήξερα πως είχε χρυσά δόντια
Και την επόμενη φορά που πήγα
ήταν κάπως σαν την πρώτη
αλλά αυτοί είχαν τη μάνα μου
και εγώ δεν την είχα
Και την τρίτη φορά
πήρα τη μάνα μου αλλά σε βάζο
Και δεν ήμουν ποτέ καλός στα παζλ
Να συναρμολογήσω πίσω τη μαμά
να συναρμολογήσω τούτο το ποίημα
Να ξεχάσω πως οι άνθρωποι απογοητεύουν
αλλά να συναρμολογήσω τη μαμά
Να ρίξω νερό να φουσκώσει,
σπόρους
να την ξανακάνω μαμά
ή όποια από τις άλλες ιδιότητες είχε
Κι ας μην ήταν πια μαμά
Ας ήταν κάτι
Όχι στάχτη
Να μάθω να γράφω ποιήματα να της χαρίζω
Να μην μου μείνει μόνο το παράπονο
Ούτε παρά, ούτε πόνος να μείνει
Σαν σήμερα με γέννησε

Πρόωρα
Χτες πέθανε

Πρόωρα
Αν θες σώνει και ντε να μιλήσουμε για τέχνη
Αν θες σώνει και ντε συμβολισμούς            

 

 

// Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, τον Οκτώβρη του 2021, στην Αθήνα.

 

 

* Η Βάλια Τσιριγώτη είναι κοινωνιολόγος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top