Fractal

Αρμενία – Μια βασανισμένη χώρα

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Μετά την εν πολλοίς αναμενόμενη, αλλά εκρηκτική, κατάρρευση της παντοδύναμης πάλαι ποτέ σοβιετικής αυτοκρατορίας και την αναγέννηση του ανεξάρτητου Αρμενικού κράτους, η Δημοκρατία της Αρμενίας κατάφερε να αναδυθεί ως η τελευταία ενσάρκωση της επιμονής των Αρμενίων να συνεχίσουν την πορεία τους ως κυρίαρχο πλέον έθνος. Από τα περίπου τρία εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν στη χώρα σήμερα, το 95% περίπου είναι στην εθνικότητα Αρμένιοι, ενώ υπάρχουν και μερικές μειονότητες, όπως Ρώσοι, Κούρδοι, Έλληνες και Ασσύριοι που θεωρούν την πολύπαθη Αρμενία πατρίδα και σπίτι τους. Δύο τρίτα των κατοίκων της, διαβιούν σε αστικές περιοχές, ενώ περίπου το ένα τρίτο σε αγροτικές κοινότητες. Η πολυσύχναστη και ταχέως αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα, το Ερεβάν φιλοξενεί σήμερα πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους. Φυσικά ο συνολικός πληθυσμός των Αρμενίων σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζεται σε δέκα περίπου εκατομμύρια, αριθμός που περιλαμβάνει βεβαίως τις πολυπληθείς κοινότητες που βρίσκονται αναπτυγμένες στη Ρωσία, τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή.

Η Αρμενία βρίσκεται σε μια πολιτιστική, ιστορική, θρησκευτική διασταύρωση, στο σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, στο νότιο τμήμα της Υπερκαυκασίας. Εκτείνεται σε 29.743 τετραγωνικά χιλιόμετρα, περίπου το μέγεθος του Βελγίου, με την ορεινή της έκταση να επικεντρώνεται πέριξ της κοιλάδας Αραράτ, την καρδιά του αρμενικού έθνους από τους βιβλικούς ήδη χρόνους. Ο αρχαίοι γεωγράφοι αποκαλούσαν την ορεινή Αρμενία, το ‘’Νησί των βουνών’’, ή ‘’Κορυφή της Μικράς Ασίας’’. Πράγματι αν παρατηρήσει κάποιος το μέσο υψόμετρο της χώρας, θα διαπιστώσει ότι  κυμαίνεται περίπου 1800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

 

Συνηθισμένη θέα της αρμενικής ενδοχώρας.

 

Σήμερα, η χώρα είναι παντελώς ηπειρωτική, δεδομένου ότι δεν διαθέτει θαλάσσια διέξοδο, ούτε πλωτές οδούς, σε αντίθεση, όμως, με την ιστορική Αρμενία, η οποία την εποχή του βασιλιά Τιγράνη του Μέγα (140-55 π.Χ.) εκτεινόταν από την Κασπία μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα και είχε πάνω από δέκα φορές το τρέχον μέγεθος της σημερινής Δημοκρατίας. Η Αρμενία έχει σύνορα με τη Γεωργία στο Βορρά, με την Τουρκία προς τα δυτικά και νότια, με το Αζερμπαϊτζάν προς τα ανατολικά και νοτιοδυτικά και με το Ιράν στα νότια. Τα τοπία της Αρμενίας προσφέρουν απεριόριστη ομορφιά, και είναι ενδιαφέρον ότι όλοι οι τύποι εδαφών εκπροσωπούνται εδώ. Έρημοι, ημιέρημοι, ξερές στέπες, δάση, ψηλές βουνοκορφές, εύφορες κοιλάδες, γραφικοί σχηματισμοί της γης, κίονες από γρανίτη, γλυπτά σκαλίσματα στους βράχους, καταρράκτες. Περισσότερα από διακόσια ποτάμια και ρέματα διασχίζουν ολόκληρη την Αρμενία, με  απότομες πτώσεις και ορμητικά ρεύματα. Γραφικά φαράγγια και εκατοντάδες θεραπευτικές ιαματικές πηγές, που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τη σύνθεση και τη θερμοκρασία.

 

Κατατοπιστικό σκιαγράφημα της Κεντρικής Αρμενίας.

 

Η λίμνη Σεβάν (Sevan) αποτελεί τη μεγαλύτερη δεξαμενή νερού στην Αρμενία, αντιπροσωπεύοντας το 5% της συνολικής έκτασης της χώρας. Μυθική, γιγαντιαία και  επιβλητική, η λίμνη αυτή βρίσκεται σε ύψος 2000 μέτρων πάνω από τη θάλασσα, στο κεντρικό τμήμα της Αρμενίας. Μια  από τις μεγαλύτερες ορεινές λίμνες γλυκού νερού στον κόσμο, η λίμνη Σεβάν προσφέρει στους επισκέπτες μια σειρά από ευκαιρίες για αναψυχή, πέρα από την εκπληκτική της θέα και τον πλούτο της σε αρχαιολογικά και ιστορικά μνημεία. Τα ποτάμια της Αρμενίας οδηγούνται σε δύο μεγάλες υδάτινες αρτηρίες του Νοτίου Καυκάσου, τις λεκάνες απορροής του ποταμού Κούρα (Kura) στο βορρά και το ποταμού Αράξου (Araks) στο νότο.

 

Η ελκυστική λίμνη Σεβάν, σε υψόμετρο 2000 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

 

Το υπέδαφος φιλοξενεί κοιτάσματα από σίδηρο, χαλκό, βωξίτη, ασήμι, ψευδάργυρο, ημιπολύτιμους λίθους, ελαφρόπετρα, μάρμαρο, ασβεστόλιθο, βασάλτη, γρανίτη, ηφαιστειακή πέτρα, ενώ μικρότερα ποσά από χρυσό, διαμάντια και λευκόχρυσο βρίσκονται κάτω από το έδαφος της Αρμενίας. Αν και έχουν εντοπισθεί κοιτάσματα πετρελαίου, η γεωλογία της περιοχής καθιστά την λήψη τους, δύσκολη και δαπανηρή υπόθεση. Αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ότι μόνο το ένα τρίτο του εδάφους της είναι καλλιεργήσιμο, και αυτό λόγω της τεράστιας και συνεχούς προσπάθειας εκ μέρους του γηγενούς πληθυσμού της. Γι’ αυτό και λένε πολλοί χαρακτηριστικά ότι οι Αρμένιοι βγάζουν το ψωμί τους στύβοντας κυριολεκτικά την πέτρα. Ο θρύλος λέει ότι, όταν οι Αρμένιοι ήρθαν στο Θεό και τον ρώτησαν για το κομμάτι τους γης που τους αναλογούσε, όλα τα καλά τεμάχια της γης είχαν ήδη διανεμηθεί, κι’ έτσι ο Θεός αναγκαστικά τους έδωσε τα αποφάγια, τουτέστιν γη γεμάτη αφιλόξενες και κοφτερές πέτρες.

Οι Αρμένιοι, ήταν αρχαίος λαός που ζούσε σε αρχαία γη, άμεσοι απόγονοι του Ιάφεθ, γιού του Νώε. Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της γης του Αραράτ, οι Αρμένιοι, υιοθέτησαν τον Χριστιανισμό ως κρατική θρησκεία της Αρμενίας, καθώς δημιούργησαν το αρμενικό αλφάβητο, το  οποίο και τους  παρακίνησε την ανάπτυξη της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και των επιστημών.  Ενώ το αρμενικό κράτος άντεξε τις ξένες εισβολές, την κυριαρχία και τους κατακτητές στο πέρασμα των αιώνων, ο πληθυσμός συνέχισε να κατοικεί στις ορεινές περιοχές της Μικράς Ασίας, με επίκεντρο γύρω από το όρος Αραράτ, το εθνικό σύμβολο της Αρμενίας και σημείο ανάπαυσης της Κιβωτού του Νώε. Αυτή η συνεχής παρουσία σταμάτησε δυστυχώς, όταν το νεοτουρκικό καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προχώρησε στην πρώτη γενοκτονία του εικοστού αιώνα εναντίον των Αρμενίων πολιτών της, αρχής γενομένης από το 1915, με  αποτέλεσμα, η πλειοψηφία του αρμενικού λαού είτε θανατώθηκε, είτε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις πατρογονικές του εστίες και να καταφύγει σε γειτονικές χώρες ή να βρει  καταφύγιο σε ότι απόμεινε από την Αρμενία, τη Σοβιετική Δημοκρατία της Αρμενίας, η οποία μετά την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, έδωσε τη θέση της στη σημερινή Δημοκρατία της Αρμενίας. Παρά τη διασπορά του πληθυσμού και τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης, οι Αρμένιοι συνεχίζουν να διατηρούν ισχυρούς πολιτιστικούς, θρησκευτικούς και ιστορικούς δεσμούς, διατηρώντας εντυπωσιακά τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις της πατρίδας τους.

Οι γλωσσολόγοι διατείνονται ότι πριν από 5.000-7.000 χρόνια, η πρώτη Ινδο-ευρωπαϊκή γλώσσα θρυμματίστηκε σε διαλέκτους, μεταξύ των οποίων ήταν και αυτή των Αρμενίων, ένας ξεχωριστός κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Πριν από τη δημιουργία του αρμενικού αλφαβήτου, οι Αρμένιοι χρησιμοποιούσαν αραμαϊκούς και ελληνικούς χαρακτήρες. Οι πρώτοι Αρμένιοι εκκλησιαστικοί αναζητούσαν τη γνώση και τη σοφία κυρίως στην ασσυριακή και στη ελληνική γλώσσα. Όταν η Αρμενία έγινε η πρώτη χώρα που υιοθέτησε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους της, προέκυψε ταυτόχρονα και η ανάγκη μιας γηγενούς γλώσσας με σκοπό να μεταφραστεί η Βίβλος. Ένας αφοσιωμένος λόγιος και μοναχός, ο Άγιος Μεσρώπ Μαστότς (Mesrop Mashtots, 362-440) δημιούργησε ένα ξεχωριστό αρμενικό αλφάβητο αφού ταξίδεψε σε όλη την Αρμενία να συγκεντρώσει τους ήχους της ομιλίας των Αρμενίων. Το 405 μ.Χ. εισήγαγε τους τριάντα έξι μοναδικούς χαρακτήρες που συνθέτουν και τη βάση της αρμενικής αλφαβήτου. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, προστέθηκαν δύο επιπλέον χαρακτήρες για να γραφτούν οι λέξεις που δανείστηκαν από ξένες γλώσσες. Ο Μεσρώπ Μαστότς στη συνέχεια προχώρησε στο χτίσιμο σχολείων σε ολόκληρη την Αρμενία για να διδαχτεί έτσι παντού το αρμενικό αλφάβητο, ενώ αργότερα ανέπτυξε και τα αλφάβητα των γειτονικών λαών. Η συμβολή του στην αρμενική κουλτούρα ήταν τεράστια, γιατί με την εφεύρεση του αρμενικού αλφαβήτου άνοιξε το δρόμο για την πρώτη χρυσή εποχή της Αρμενίας. Οι Αρμένιοι συγγραφείς, φιλόσοφοι, μαθηματικοί και οι επιστήμονες, βίωσαν παγκόσμια αναγνώριση, με βάση το δημιουργικό έργο του Αγίου Μεσρώπ Μαστότς.

Κατά τη διάρκεια των αιώνων, η Αρμενική γλώσσα υπέστη, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, γραμματικές και φωνολογικές αλλαγές. Τουλάχιστον τρεις διαφορετικές μορφές της αρμενικής γλώσσας είναι σε χρήση σήμερα. Η  κλασσική Αρμενική ή Γκραμπάρ (Grabar), η επιστημονική μορφή της γλώσσας που χρησιμοποιείται μέχρι και τις μέρες μας από την Αρμενική Εκκλησία, η Δυτική Αρμενική που απαντάται συνήθως στις αμερικανικές, ευρωπαϊκές και της κοινότητες της Διασποράς της Μέσης Ανατολής και η Ανατολική Αρμενική, η επίσημη γλώσσα της Δημοκρατίας της Αρμενίας και η προφορική γλώσσα των Αρμενίων στο Ιράν και στη Ρωσία. Τα ρωσικά σήμερα είναι ευρέως γνωστά στην Αρμενία, ενώ και η αγγλική κερδίζει όλο και πιο εξέχουσα θέση, ακολουθούμενη από τη γαλλική, τη γερμανική και κάποιες άλλες ανατολικές γλώσσες.

Από την αρχαιότητα, οι Αρμένιοι έχουν τιμηθεί για τις καλλιτεχνικές τους παραδόσεις, οι οποίες αντικατοπτρίζουν μια μοναδική κουλτούρα που αντανακλά και το τοπίο της χώρας. Οι όψεις της καθημερινής ζωής εκφράζονται με όλους τους καλλιτεχνικούς τρόπους, όπως κεντήματα, διακοσμητικά, γλυπτά σε πολυποίκιλους σχεδιασμούς. Η αρχιτεκτονική είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές τέχνης στην Αρμενία, όπως, για παράδειγμα, οι εκκλησίες με τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις σε τοιχογραφίες και ανάγλυφα. Η γλυπτική επίσης βρίσκεται παντού, σχεδόν σε κάθε πόλη, κωμόπολη και χωριό της Αρμενίας.

 

Γυναίκα της Αρμενίας στα μέσα του 19ου αιώνα.

 

Οι Αρμένιοι αγαπούν τη μουσική και έχουν δημιουργήσει εξαιρετικές συνθέσεις για πολλούς αιώνες. Τα Sharakans είναι παραδοσιακά Αρμενικά  λειτουργικά τραγούδια, τα οποία σήμερα βιώνουν πραγματική αναγέννηση. Φυσικά υπάρχουν και τα ανάλογα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται για να παιχτούν τα λαϊκά τους τραγούδια. Οι Σάγιατ Νόβα (Sayat Nova, 1712-1795),  Κομιτάς (Komitas, 1869-1935) και Αράμ Χατσατουριάν (Aram Khachaturian, 1903-1978) είναι από τους πιο γνωστούς μουσικούς και συνθέτες της Αρμενίας, ενώ η σύγχρονη μουσική της έρχεται με πολυποίκιλες μορφές της τζαζ και της ποπ.

Η λογοτεχνία ανέκαθεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και εθνική ταυτότητα της Αρμενίας. Πριν από την ανάπτυξη του αρμενικού αλφαβήτου κατά τον 5ο αιώνα, οι Αρμενικές ιστορίες μεταδόθηκαν από την προφορική παράδοση και με το να είναι γραμμένες σε ξένες γλώσσες. Τα αρμενικά χειρόγραφα, όμορφα διακοσμημένα με μινιατούρες, συνδυάζουν τις λογοτεχνικές και διακοσμητικές παραδόσεις της Αρμενίας. Ο Χριστιανικός πολιτισμός και η εφεύρεση του Αρμενικού αλφαβήτου από τον Μεσρώπ Μαστότς, έδωσαν νέα ερεθίσματα για την ανάπτυξη της μοναδικής πολιτιστικής παράδοσης της χώρας. Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να δει κανένας αυτή τη λογοτεχνική και καλλιτεχνική ιστορία, από το μοναδικό Ινστιτούτο Αρχαίων Χειρόγραφων Ματενανταράν (Matenadaran) το οποίο στεγάζει μια εξαιρετική συλλογή από 14.000 πλήρη τεμάχια, σε χειρόγραφα και μινιατούρες. Οι παλαιότερες περγαμηνές χρονολογούνται από τον πέμπτο και έκτο αιώνα. Η πλειοψηφία των χειρόγραφων είναι έργα έρευνας των αρχαίων μελετητών της θεολογίας, της αστρονομίας και αστρολογίας, της αλχημείας, της γεωγραφίας, κι’ ακόμα της ιστορίας, ιατρικής, ποίησης και της μουσικής. Η αρμενική ζωγραφική άνθισε κατά τον 19ο αιώνα. Σπουδαίοι καλλιτέχνες από την εν λόγω περίοδο, είναι ο ζωγράφος των πορτραίτων Χάκομπ Χοβνατανιάν (Hakob Hovnatanian, 1806-1881) και ο καλλιτέχνης των θαλασσινών τοπίων Ιβάν Αϊβαζόφσκι (Ivan Aivazovsky, 1817-1900) οι οποίοι βεβαίως συνεχίζουν να απολαμβάνουν διεθνούς αναγνώρισης. Στον εικοστό αιώνα, οι Μαρτιρός Σαριάν (Martiros Saryan, 1880-1972) και Αρσίλ Γκόρκι (Arshile Gorky, 1904-1948)  επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό μια γενιά νέων Αμερικανών καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη, ενώ οι Jean Carzou (1907-2000) και Jean Jansem (1920-2013) απέκτησαν μεγάλη  φήμη για τη ζωγραφική τους στη Γαλλία.

 

Η περιοχή του Καυκάσου και της Αρμενίας, έχουν αναφερθεί από τους μελετητές ως ο τόπος απ’ όπου προήλθε η ύφανση της κουβέρτας και των χαλιών. Οι Αρμένιοι συνεχίζουν επάξια και σήμερα αυτή την παράδοση, και μπορεί κανείς να βρει πολλά καταστήματα που ειδικεύονται σε ωραία νέα και παλιά χαλιά και μοκέτες. Οι επισκέπτες της Αρμενίας βρίσκουν, επίσης,  αρκετά ενδιαφέροντα χειροποίητα κατασκευάσματα από χρυσό, πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους. Ο οψιδιανός λίθος χρησιμοποιείται για κοσμήματα, αξεσουάρ γραφείου και διακοσμητικά αντικείμενα. Η αρμενική βιοτεχνία έχει επίσης μεγάλες επιδόσεις στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας, των κεραμικών, των μετάλλων και του ξύλου. Η Αρμενία συχνά αναφέρεται ως ένα υπαίθριο μουσείο. Οι επισκέπτες της αναλίσκονται σε  πάνω από 4.000 ιστορικά μνημεία σε όλη την Αρμενία, που καλύπτουν διάφορες περιόδους της ιστορίας της χώρας, από την προϊστορική στην Ελληνιστική εποχή και από τις πρώτες περιόδους μέχρι τη μεσαιωνική χριστιανική εποχή.

Περίπου το 95% των Αρμενίων, όπως ήδη είπαμε, θεωρούνται χριστιανοί, αφού η πίστη τους προέρχεται απευθείας από τους αποστόλους του Χριστού. Η χριστιανική πίστη έχει διαμορφώσει τόσο στενά τον αρμενικό πολιτισμό, ώστε να διαπερνά το ίδιο το τοπίο, σχεδόν σε κάθε γωνιά της χώρας. Η Αρμενία έγινε το πρώτο έθνος που διακήρυξε το Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους του, το 301 μ.Χ. Ο Χριστιανισμός εισήχθη για πρώτη φορά στην Αρμενία από τους αποστόλους Βαρθολομαίο και Θαδδαίο, τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Εκείνη την εποχή, η ειδωλολατρία ήταν εκτεταμένη και διάχυτη και ασκούνταν από τους βασιλιάδες της Αρμενίας. Οι ειδωλολατρικές πρακτικές φυσικά δεν αποθάρρυναν τους χριστιανούς ιεραποστόλους στη διάδοση του λόγου του Θεού στους Αρμένιους. Ανάμεσά τους ήταν ο Γρηγόριος ο οποίος βαφτίστηκε χριστιανός στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο Γρηγόριος ρίχτηκε σε ένα λάκκο από τον Αρμένη βασιλιά Τιριδάτη ΙΙΙ, όπου κατάφερε και επέζησε για δεκατρία χρόνια χάρη σε μια γυναίκα, η οποία τον τροφοδοτούσε κρυφά με φαγητό. Ο Βασιλιάς Τιριδάτης ερωτεύτηκε μια χριστιανή καλόγρια, την Χριπσίμε. Όταν αυτή αρνήθηκε την πρόταση του βασιλιά για γάμο, εκείνος την καταδίκασε σε θάνατο.  Στη συνέχεια, ο βασιλιάς τρελάθηκε, και η αδελφή του βασιλιά απελευθέρωσε τον Γρηγόριο από την αιχμαλωσία για να θεραπεύσει τον αδελφό της  και ο βασιλιάς ανέκτησε την ψυχική του υγεία. Ο βασιλιάς Τιριδάτης βαφτίστηκε από τον Γρηγόριο και έτσι ολόκληρο το βασίλειό του ασπάστηκε τον Χριστιανισμό το 301 μ.Χ., καθιστώντας τοιουτοτρόπως την Αρμενία το πρώτο έθνος που υιοθέτησε  τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία του κράτους του. Ο Γρηγόριος έγινε γνωστός ως ο Φωτιστής και ονομάστηκε ο πρώτος Καθολικός, ο επικεφαλής της Αρμενικής Εκκλησίας. Αφού είδε το όραμα της καθόδου του Μονογενούς Υιού, δείχνοντας μια τοποθεσία εκεί που βρίσκεται σήμερα το Ετσμιατζίν (Echmiadzin), ο άγιος Γρηγόριος ο Φωτιστής έχτισε τον καθεδρικό ναό της μητέρας της αρμενικής εκκλησίας. Στα επόμενα χρόνια, χτίστηκαν κι άλλοι ναοί κοντά στον καθεδρικό ναό Ετσμιατζίν προς τιμήν της μαρτυρικής καλόγριας Χριπσίμε και άλλων ιερών μορφών οι οποίες και αγιοποιήθηκαν. Η εκκλησία της Χορ Βιράπ  (Khor Virap), που σημαίνει βαθιά τάφρος, χτίστηκε στον τόπο της αιχμαλωσίας του Αγίου Γρηγορίου. Όταν αργότερα οι Αρμένιοι άρχισαν να ασκούν τον Χριστιανισμό, χτίστηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια, μερικά μάλιστα πάνω στα θεμέλια ειδωλολατρικών ναών. Οι καινοτόμες αρχιτεκτονικές παραδόσεις της Αρμενίας μπορεί να θεωρηθούν ως πρόδρομη κατάσταση του γοτθικού ρυθμού και μορφής. Παραδοσιακά, η Αρμενική Εκκλησία αναγνωρίζει τον Πατριάρχη της ως ηγέτη όλων των Αρμενίων. Εδρεύει βεβαίως στο Ετσμιατζίν.

 

Τέτοιοι πανάρχαιοι πετρόχτιστοι χριστιανικοί ναοί βρίσκονται σκορπισμένοι σε όλο το έδαφος της Αρμενίας.

 

Μικρές Ρωμαιοκαθολικές και Προτεσταντικές κοινότητες υπάρχουν επίσης στην Αρμενία. Φυσικά έπαιξαν ρόλο οι καθολικοί ιεραπόστολοι που βοήθησαν στον προσηλυτισμό Αρμενίων στα χρόνια της Οθωμανικής και της Περσικής αυτοκρατορίας, ενώ οι αμερικανοί  προτεστάντες ιεραπόστολοι έδρασαν  κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Ο κουρδικός πληθυσμός είναι ως επί το πλείστον Γεζίτες ή μουσουλμάνοι. Τέλος υπάρχει και μια μικρή ρωσική ορθόδοξη κοινότητα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top