Fractal

Τον παράδεισο τον κουβαλάμε μέσα μας

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Emmanuelle Bayamack «Αρκαδία», Μετάφραση: Χαρά Σκιαδέλλη, εκδ. Πόλις

 

Ο Αρκαντύ, υποδέχεται την μικρή Φαρά και την οικογένειά της στο Liberty House, το κοινόβιο της ειρηνικής και αρμονικής ζωής που διευθύνει και τα μέλη του οποίου «ζουν με τη νοσταλγία του παραδείσου πριν από την πτώση», απολαμβάνοντας την φύση και τον ελεύθερο έρωτα.

Η νεαρή Φαρά περνά τις μέρες της κάνοντας διαρκώς παραμυθένιες ανακαλύψεις: κουνέλια, κόκκινα μανιτάρια με λευκές βούλες, μύρτιλλα και αγριοφράουλες, αφήνοντας ανεξιχνίαστα πολλά μυστήρια αλλά γοητευμένη κυριολεκτικά από τον Αρκαντύ, αφού αυτός ήταν που έσωσε την νευρασθενική μητέρα της από όλα όσα υπέφερε.

 

«Όπως και να έχει, ήμασταν ευτυχισμένοι στο Liberty House. Διάγαμε εκεί με απόλυτη ακρίβεια τον ποιμενικό βίο που μας είχε υποσχεθεί ο Αρκαντύ, με τον ίδιο τον Αρκαντύ στον ρόλο της ζωής του, εκείνον του καλού ποιμένα που συνοδεύει στη βοσκή το αθώο κοπάδι του… Δίχως τον Αρκαντύ, θα ήμασταν λιγότερο ή περισσότερο βραχυπρόθεσμα νεκροί, γιατί το άγχος υπερέβαινε τις αντοχές μας. Εκείνος μας πρόσφερε μια θαυματουργή εναλλακτική λύση στην αρρώστια, στην τρέλα, στην αυτοκτονία. Μας προστάτεψε. Μας είπε: “Μη φοβάστε”…»

 

Φτάνοντας στην εφηβεία, η Φαρά μετατρέπεται σ’ ένα οστεώδες και ογκώδες πλάσμα με οργιώδη τριχοφυΐα. Το Liberty House ωστόσο, την αποδέχεται καλοπροαίρετα αν και με ανελέητη ειλικρίνεια. Οργανώνει τη ζωή της στο κοινόβιο όσο καλύτερα μπορεί, μαθαίνει την ουσία της λέξης «εμείς», ερωτεύεται βαθιά τον μεσήλικα Αρκαντύ και παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη μεταμόρφωση του πατέρα της σ’ ένα εντελώς διαφορετικό άτομο, το οποίο επικοινωνεί πλέον με τους ανθρώπους μόνο μέσα από την συναισθηματική ερμηνεία των λουλουδένιων συνθέσεων που δημιουργεί.

 

«Σιγά- σιγά το μπουκέτο καταλήγει να μοιάζει περισσότερο με ιατρική συνταγή παρά με απόπειρα επικοινωνίας με το αγαπημένο πρόσωπο: ροζ ανθεμίδες για τον παρεξηγημένο εραστή, κίτρινες κορεόψεις για τον δύστυχο αντίζηλο, σκυλάκια σε όλα τα χρώματα για εκείνον που επιθυμεί να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. Με τις βασανισμένες ψυχές, η γλυκύτητα και η υπομονή του πατέρα μου κάνουν θαύματα, και ένα πλήθος κατακλύζει τον πάγκο του κάθε Κυριακή…. Τελικά βρήκε τον δρόμο του και μια νέα πηγή εσόδων για το Liberty House…»

 

Η Φαρά λαχταρά να εμπνεύσει παθιασμένα συναισθήματα, μια έντονη για εκείνη προτίμηση μακριά από τη δίχως θέρμη στοργή που της προσφέρουν τα μέλη της αδελφότητας, λαχταρά τον έρωτα. Μέχρι που της αποδεικνύεται περίτρανα πως δεν είναι ούτε αγόρι ούτε κορίτσι. Μυείται στον έρωτα από τον Αρκαντύ, μαθαίνει να ζει με την απροσδιόριστη σεξουαλική της ταυτότητα και νιώθει ευτυχισμένη, με την καρδιά της σε πλήρη αρμονία «με τον παλμό του καλοκαιριού και τα ύψη των ουρανών». Ώσπου στον ολόδικο της κήπο της Εδέμ, εμφανίζεται το φίδι που θα σημάνει το τέλος της αθωότητας. Ένας πανέμορφος μετανάστης φτάνει στο κοινόβιο και φαίνεται να κυκλοφορεί άνετα μεταξύ τους, αν και απρόσκλητος, κλέβοντας από τα υπάρχοντά τους, διαταράσσοντας τις ζωές και την ηρεμία τους. Πολύ σύντομα θα αποδειχθεί ο κανόνας που θέλει μια ομάδα να συσπειρώνεται γύρω από τα συμφέροντά της σχηματίζοντας κοινό μέτωπο απέναντι σ’ αυτόν που θεωρεί εχθρό.

Έρχεται όμως η στιγμή που η Φαρά αισθάνεται προδομένη και απογοητευμένη απ’ ό,τι νιώθει ως διπροσωπία και αποφασίζει να εγκαταλείψει το κοινόβιο, καθώς αισθάνεται πως η κυρίαρχη στο Liberty House φράση, «omnia vincit amor» βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την ουσία της, πως η αγάπη δεν νικάει τα πάντα τελικά, είναι αδύναμη και σβήνει όσο γρήγορα γεννιέται αν και δεν πεθαίνει εύκολα.

 

Emmanuelle Bayamack Tam

 

Εγκαθίσταται στην κοντινή μικρή πόλη, στο σπίτι της συνομήλικης Μωρίν και προσπαθεί να εναρμονιστεί με τους νέους ρυθμούς και την τροπή που παίρνει η ζωή της. Οι ώρες της δεν συνθέτονται πια από απραξία και στοχασμό, συλλογική ζωή, κηρύγματα ή συνεδρίες εξάντλησης της λύπης. Κατακλύζεται από υπερβολικά πολλές εικόνες και μουσικές, μίλια μακριά από την γαλήνη ενός κοινόβιου που δεν ήθελε στους κόλπους του καμιά σχεδόν μορφή τεχνολογίας. Δεν περνά παρά λίγος καιρός και η παλιά της ζωή επανεμφανίζεται ακάλεστη για να την τρυπήσει σαν αγκάθι αιχμηρό. Ασφυκτιά, νιώθει την ανάγκη να φύγει, να χαθεί στους δρόμους μιας μεγαλούπολης. Τα σχέδιά της ωστόσο δεν πραγματοποιούνται αφού ένας απροσδόκητος θάνατος θα την σαρώσει με την απέραντη οδύνη του, αφήνοντάς της μοναδική κληρονομιά την αγάπη και την υπέροχη συνείδηση πως τελικά, τον παράδεισο τον κουβαλάμε μέσα μας. Και τότε, όλα αλλάζουν από την αρχή.

Η μαγείρισσα Φιορεντίνα με την σκληρή καρδιά, η υπέργηρη Νταντά που παραμένει πιστή στις χάρες του μακιγιάζ και δαπανά μέρος της μεγάλης περιουσίας της στη συντήρηση του φαλανστηρίου, ο υπερφίαλος Βίκτωρ με «τον γκροτέσκο αλλά άκακο λικνισμό» που έχει μετατρέψει το παγόνι σε τοτέμ του, οι γονείς της Φαρά των οποία η ευγένεια τούς καθιστά αδύναμους, η καλλιτέχνης Τζούελ της οποίας τα έργα αποπνέουν σχιζοφρένεια, όλοι μεστά δομημένοι ήρωες, ξεπηδούν από τις σελίδες αυτού του λογοτεχνικού καλειδοσκοπίου. Η Bayamack  καταφέρνει αριστοτεχνικά να συνδυάσει τον λυρισμό και την ολοζώντανη σημερινή αργκό, με απόλυτη διαύγεια και νεύρο αλλά και με αρκετές δόσεις καυστικών «μικροδηγμάτων», σκιαγραφώντας έτσι τον σύγχρονο κόσμο, τις συζητήσεις, τους θυμούς, τις εμμονές και τις συγκρούσεις μας,  αφήνοντας συχνά, κάπου στο βάθος, να αντηχούν οι φωνές των αγαπημένων της συγγραφέων. Μέσα από την Φαρά, η Bayamack σαρκάζει τις εκπτώσεις των αξιών και τον κακώς εννοούμενο πολιτισμό και φαίνεται να αγκαλιάζει τρυφερά το ανδρόγυνο πλάσμα, να καταρρίπτει τα όρια μεταξύ φυσιολογικού και παθολογικού. Ο δε Αρκαντύ, όπως η ίδια η συγγραφέας έχει δηλώσει, είναι ένας ήρωας που συχνά επαναλαμβάνεται στα έργα της, ένας χαρακτήρας γεμάτος αγάπη άνευ όρων.

Με λόγο πυκνό, πότε μεθυστικά φιλήδονο, πότε χιουμοριστικό, τρυφερό και σκληρό ταυτόχρονα, η συγγραφέας μιλά για την αγάπη, την ευτυχία, την οικογένεια, τις σχέσεις όλων των ειδών, τον καταναλωτισμό και την τεχνοκρατία, εξερευνά την σεξουαλικότητα, το διαφορετικό, τα όρια της ελευθερίας και της κριτικής σκέψης αλλά κυρίως αναζητά την χαμένη αθωότητα. Ένα ειδυλλιακό όραμα ποιμενισμού και αρμονίας είναι η «Αρκαδία», ένας ποιητικός χώρος που συνδυάζει το πλούσιο φυσικό μεγαλείο και την ουτοπία μιας ιδανικής κοινωνίας, μια χαμένη εδεμική μορφή ζωής, σε αντίθεση με την προοδευτική φύση των υλικών επιθυμιών. Βρήκα σοφά επιλεγμένο τον τίτλο του βιβλίου, που είναι και το όνομα του κύριου ήρωα, καθώς και γοητευτική την άποψη περί διαφορετικότητας του εξωφύλλου.

Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο μυθιστόρημα με πολιτικές και φιλοσοφικές αλληγορίες, ένας ύμνος στην ελευθερία που συνήθως προορίζεται για άτομα που δεν ξέρουν τι να την κάνουν, μια ωδή στην διαφορετικότητα και την κριτική σκέψη, που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα. Ξεχωριστή μνεία αξίζει κατά τη γνώμη μου στην εξαιρετική  μετάφραση της Χαράς Σκιαδέλλη, η οποία αποδίδει το λόγιο, αισθησιακό ή αργκό – όπου χρειάζεται – ύφος της συγγραφέως με πιστότητα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top