Fractal

Οι εκφάνσεις του έρωτα και της ψυχής

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

 

Τζίνα Ψάρρη «Αριστερό πέταγμα», εκδ. Άνεμος, σελ. 380

 

«Εκείνη τη στιγμή που για πρώτη φορά θα πεις: “έλα τώρα, δεν έγινε και τίποτα, ας την περάσω για μια φορά την κόκκινη γραμμή που τράβηξα, ας την ονομάσω πόρτα για τον παράδεισο” είναι βέβαιο, θα το περάσεις το όριό σου ξανά και ξανά.»

 

Αριστερό πέταγμα – ένα βιβλίο για την παραφορά, την τρέλα του έρωτα, που μετατρέπεται σε ασπίδα ανοχής, όργανο εξάρτησης, πηγή ενοχών, μοχλός εκτόξευσης βαθιά βιωμένης οργής. Ένα βιβλίο-ανασκαφή στην ψυχή μιας παθιασμένα ερωτευμενης, σκεπτόμενης, πενηντάχρονης γυναίκας. Μιας γυναίκας που θυσιάζει τις αξίες της χάρη σ’ έναν έρωτα απαλλαγμένο από εγγυήσεις και σκοπιμότητες μέλλοντος. Ένα βιβλίο επίσης, για τις εξαρτήσεις, την ενδοοικογενιακή βία, αλλά και για τη φιλία, και την αφοσίωση.

Η ηρωίδα της Τζίνας Ψάρρη έχει καταχωνιάσει το χαραγμένο στο βάθος του υποσυνείδητου τραύμα της παιδικής ηλικίας, την αναγκαστική αποσιώπηση που της επέβαλε ο πατέρας της, τις ενοχές για τον θάνατο της αδελφής της, τη σωματική και ψυχική βία που είχε υποστεί ως σύζυγος και παραδίδεται με αυταπάρνηση σ’ έναν έρωτα χωρίς όρια, που κανείς δεν θα μπορούσε να προοικονομήσει την κατάληξή του.

«Ή μήπως τα μεγάλα πάθη σε παθιασμένες λύσεις καταλήγουν;»

Σύμφωνα με τους ιερείς της αρχαίας Ρώμης, το πέταγμα των πουλιών από τα αριστερά προς τα δεξιά ήταν κακός οιωνός.

Ένα τέτοιο πέταγμα είναι από την πρώτη σελίδα του βιβλίου, η ζωή της Χριστίνας.

Η συγγραφέας με λογοτεχνικό βερμπαλισμό, βάθος σκέψης, ποιητική διάθεση, και πλούσιο λυρισμό, αναλύει τα γεμάτα ερωτικό πάθος αλλά και οργισμένες εσωτερικές αναρωτήσεις συναισθήματα της ηρωίδας της, ξετυλίγοντας αργά, λεπτομερειακά, τη συνέχεια της ζωής της. Πρόκειται για την Χριστίνα, την ηρωίδα που μας σύστησε με το πρώτο βιβλίο της “Μέχρι το πέμπτο σκαλοπάτι”.

«Έχω μια βίβλο προσχήματα στη φαρέτρα μου. Προσχήματα που ο κάθε επαίσχυντος δολοφόνος θα μπορούσε να επιστρατεύσει».

Η ηρωίδα από την πρώτη σελίδα του βιβλίου ομολογεί το έγκλημα που διέπραξε.

«Η ίδια με συνέλαβα επ’ αυτοφόρω, δε χρειάζονται χειροπέδες», δηλώνει, και νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί την ιστορία με τη μοναδική της κόρη. Μια εξομολόγηση χωρίς το αίτημα της συγχώρεσης, χωρίς να θέλει να δικαιολογήσει τον εαυτό της, τη ροπή της στη δυστυχία, την εμμονή με τον θάνατο που “φόρεσε κατάσαρκα”, από τα παιδικά της χρόνια. Όσο κι αν οργή της από την αδικία έγινε χείμαρρος που αποδόμησε τη σκέψη της, αισθάνεται ότι αυτό δεν είναι δικαιολογία. Αφηγείται λεπτό προς λεπτό, μέρα προς μέρα, όλα αυτά που συνέβησαν από τότε που έπαψε να είναι αρχαιολόγος, παντρεμένη με τον Βασίλη, μάνα, από τότε που χώρισε και αγάπησε με πάθος τον Αντώνη. Κακοποιημένη σεξουαλικά από την παιδική ηλικία από τον θείο της, είχε καταχωνιάσει μέσα της το τραύμα. Σ’ αυτό προστέθηκε η λεκτική και σωματική κακοποίηση και από τους συντρόφους της. Με τον χωρισμό τη βοήθεια των φίλων, του ψυχολόγου και της απασχόλησής της στην βιβλιοθήκη του μικρού τόπου της εξοχικής της κατοικίας της κατάφερε να ορθοποδήσει. Όμως η ζωή κυλάει ανορθόδοξα, και ο πρώην εραστής της, ο Αντώνης επανεμφανίζεται στη ζωή της. Το πάθος γι’ αυτόν μεγεθύνεται, η ανταπόκρισή του την φθάνει στο απόγειο συναισθηματικής φόρτισης. Πάσχει εξάλλου από “εκ γενετής προσήλωση” αντέχει και ανέχεται το κάθε τι από τους ανθρώπους που αγαπάει. Γι αυτό μιλάει στην κόρη της, ο εαυτός της είναι παράδειγμα προς αποφυγήν.

Περίοδοι ψυχικών αναβρασμών διαδέχονται μέρες γαλήνης, ερωτικού πάθους, κατανόησης, αναπτέρωσης του ηθικού της. Και πάλι από την αρχή.

Όσο εγώ πάλευα να φύγω, τόσο εκείνος με έσφιγγε στην αγκαλιά του. Με φιλούσε στο πρόσωπο, στον λαιμό, παντού όπου μπορούσε. Τα στόματά μας σε ανελέητη μάχη, πάλη μέχρι θανάτου. Μ’ αγκάλιαζε σα να ήθελε να με σώσει πριν βουλιάξω στις σκοτεινιές του μυαλού μου».

Ο χρόνος κυλάει και μόνο η δική της προσήλωση αργεί να φθαρεί, φθείρεται ο ίδιος ο εαυτός της ψυχικά, πονάει από τις παλινωδίες, τη λεκτική βία, τις απιστίες – αυτές που φαντάζεται και αυτές που ταυτοποιεί- οργίζεται, και η οργή αυτή φέρνει στην επιφάνεια τα παρελθόντα τραύματα, ζητάει εκδίκηση, για ό,τι την πλήγωσε από την παιδική της ηλικια.

Στη σχέση της με τον Αντώνη δεν είναι μόνοι. Το αλκοόλ είναι ο τρίτος παράγοντας που του υπαγορεύει αλλόκοτες συμπεριφορές, λεκτικές αποδομήσεις της γυναίκας που υποτίθεται αγαπάει. Εκείνη υποφέρει, ωστόσο τον θέλει κάθε τώρα, αδημονεί για την παρουσία του, κάνει μάταιες προσπάθειες να τον ταρακουνήσει, να καταφέρει να τον βάλει στο αυλάκι της ικανοποίησης των δικών της επιθυμιών, που πιστεύει ότι είναι κοινές, κι ότι εκείνος απλά πλανάται από τα μεθύσια του. Έχει συχνά επίγνωση της αλήθειας κι ωστόσο παραμένει ζωντανός ο άκρατος πόθος της. Προσπαθεί να εκμαιεύσει τις αιτίες των συναισθηματικών διακυμάνσεών του, να ερμηνεύσει τους δισταγμούς και τις εξάρσεις του, ενώ παλεύει να βρει απαντήσεις στα ερωτήματα που τη βασανίζουν, γι’ αυτό εισβάλλει στα έγκατα των συναισθημάτων της, για να προσδιορίσει τις βαθύτερες σκέψεις της, να ανασυντάξει τη δομή ενός κατακερματισμένου εαυτού.

«Ξεκινούσα πάντα με γλυκομίλητη πειθώ. Όταν δεν έπιανε, περνούσα σε ήπια αντιπαράθεση και κατέληγα σε απροκάλυπτη μομφή. Τίποτα δε στάθηκε ικανό να μετακινήσει έστω και ελάχιστα το μενίρ-Αντώνη από τις πεποιθήσεις του, όποιες κι αν ήταν αυτές, απ’ όπου κι αν προερχόταν. Αφού δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνω, αποδεχόμουν πως μόνη λύση είναι η παραίτηση. Ακόμα μία φορά. Κι ύστερα ακόμα μία.»

Συμβιβάζεται με τα ψίχουλα του ερωτικού του ενδιαφέροντος, ανέχεται συχνά προσβολές και απαξιωτικές συμπεριφορές, χωρίς να φανερώνει στο φιλικό της περιβάλλον ίχνη ηττοπάθειας ακόμη και όταν αυτά είναι πασιφανή.

Αντιλαμβάνεται ότι βαδίζει πάνω στο τεντωμένο σχοινί των ονείρων της που απειλείται από μια πραγματικότητα που εξελίσσεται σε εφιάλτη, φθάνει στο σημείο, χωρίς επιστροφή, αυτοοικτιρμού, συντριβής των ονείρων της τόσο από το επώδυνο παρόν όσο και από τις μνήμες του παρελθόντος.

«Για κάθε τι που θα συμβεί ή δε θα συμβεί στο μέλλον, υπάρχει πάντα ένα είδος προοικονομίας, ένας προάγγελος. Εκ των υστέρων είναι πολύ εύκολο να δεις τα προμηνύματα ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχουν.»

 

Τζίνα Ψάρρη

 

Αρκετοί δευτερεύοντες ήρωες δίνουν αφορμή στη συγγραφέα να διευρύνει τον στοχασμό πάνω στο πεδίο των ανθρωπίνων σχέσεων, φιλικών, γονεϊκών, και αυτών, των διαφορών μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου.

«Καυτές ριπές ακίνητης λάβας εφορμούν από το παράθυρο και περικυκλώνουν το κορμί μου μέσα στο καταχείμωνο. Ασήκωτος πόνος κάθεται στο κεφάλι μου και με αναγκάζει να νιώσω όλο το βάρος των όσων συμβαίνουν. Μια σκέψη, η περισσότερο επικίνδυνη απ’ όλες, παίρνει το προβάδισμα, κατακυριεύοντας και το τελευταίο υγιές κύτταρο του εγκεφάλου που μου έχει απομείνει. Έτσι ήθελε να ζει, στα αλήθεια; Σαν μονάρχης που χαίρει εκτίμησης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συνειδητοποιήσει από πού πηγάζει αυτή η εκτίμηση; Το μόνο επιθυμητό ήταν όλα να γίνονται όπως τα θέλει; Τόσα χρόνια επένδυσης σε λάθος σεβασμό τον ανάγκασαν ν’ αναπτύξει ένα είδος ανοσίας στην αγάπη .»

Με στίχους της Αμαλίας Τσακνιά εισάγει η συγγραφέας κάθε ένα από τα 24 κεφάλαια του βιβλίου της και στη συνέχεια παραθέτει μία εκτεταμένη παράγραφο- προμετωπίδα τρόπον τινά, που προοικονομεί αυτά που έπονται, όπου αποτυπώνει υπαρξιακές ανησυχίες, που απολήγουν σ’ ένα ”φιλοσοφικό” ερώτημα, από εκείνα που επιδέχονται πολλαπλές απαντήσεις ανάλογα με την πνευματική κατάσταση του ερωτώμενου.

Η ηρωίδα της ερωτευμένη μέχρι βάθους του τελευταίου κυττάρου της ύπαρξής της, διεκδικητική, αφοσιωμένη, πιστή, διερευνητική, περνάει από ψιλό κόσκινο κάθε μηδαμινή αντίδραση του αγαπημένου της για να διεισδύσει- εξιχνιάσει τα βαθύτερα αισθήματά του και τα αίτια που τα προκάλεσαν. Η Τζίνα Ψάρρη με αξιομνημόνευτη ευρηματικότητα περιγράφει τις αμέτρητες αποχρώσεις των ψυχικών της διακυμάνσεων, με γλωσσική αισθητική, σπαραχτική ευαισθησία, κι έναν ποιητικό ενίοτε ρυθμό που κρύβεται σε αρκετά σημεία του έργου. Ο έρωτας σε άπειρες εκφάνσεις πάθους, στοργής, λατρείας, άρνησης, δυσαρέσκειας, οργής, αποδίδεται με λόγο ασθματικό που ιχνογραφεί την αγωνία και αποδίδει την ένταση των λεπταίσθητων ψυχικών διακυμάνσεων των ηρώων. Με το μέγεθος των ενοχών, την ένταση της αγάπης, του έρωτα, της εκδίκησης, του αλληλοσπαραγμού, του μίσους, του φόβου, της θλίψης, του πάθους δημιουργεί ένα μωσαϊκό ψυχικών καταστάσεων- που είναι ο άνθρωπος σε όλες του τις εκφάνσεις.

«Όσο αποδέχεσαι την εξάρτησή σου από τους άλλους, τόσο θα ζεις μέσα στον φόβο ότι κάποτε θα σ’ εγκαταλείψουν»

«Συγχωρώ δε σημαίνει ξεχνώ, ούτε δίνω άφεση. Αποδεσμεύομαι από το οδυνηρό παρελθόν σημαίνει».

Λυρικές περιγραφές της φύσης δημιουργούν κινηματογραφικές εικόνες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η βεβαρυμμένη από ένα θλιβερό παρελθόν, ένα αμφίσημο παρόν, και ένα ακίνητο – νεκρό μέλλον, ιστορία της Χριστίνας.

Το “Αριστερό πέταγμα” με τη λυρικά και ταυτόχρονα σκοτεινή, οργισμένη γραφή του, διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, χωρίς να είναι. Ο αναγνώστης καλείται να ταυτοποιήσει τον νεκρό, όχι τον δολοφόνο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top