Fractal

«Ο ένδοξος θάνατος για τον συγγραφέα είναι να πεθάνει εμπνευσμένος»

Από τον Γιώργο Ρούσκα //

 

Δοκιμιακή προσέγγιση στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Αρχή», εκδόσεις Αρμός, 2021

 

Είναι «η Αρχή το ήμισυ του παντός»; Ήν εν αρχή το Ησιόδειο Χάος; O Λόγος; Είναι η αρχή της γραφής υπόσχεση για την τελείωση της έμπνευσης; Για την πλήρωση του κενού;

Πώς αλλιώς θα γινόταν η αρχή της νουβέλας της Λαδιά αν όχι από το τέλος; Έχει όμως τέλος τούτη η λεκτική δημιουργία, η οποία περιβάλλεται από έναν κύκλο νοηματικό, αφού κάθε σημείο της περιφέρειας είναι ταυτόχρονα και αρχή και τέλος;

Ποιο είναι το ανθρώπινο τέλος; Ο θάνατος. Ιδανική επιλογή για αρχή. Ιδού λοιπόν στην αρχή της νουβέλας οι Κιμμέριοι, οι κατά τον Όμηρο γειτνιάζοντες με τους νεκρούς, και μάλιστα οι δύο τελευταίοι από αυτούς, ζεύγος, φρουροί της Πύλης των νεκρών. Πύλη: Αρχή εισόδου, τέλος Εξόδου. Θέση – Αντίθεση. Όπως και: Φρουροί ένθεν, άρα ζωντανοί – νέκυες εκείθεν.

Στην πρώτη νουβέλα πανταχού παρούσα η κατά τον αείμνηστο Μαρωνίτη «αρχαιολογία» της Λαδιά (λογοτεχνικά, όχι κατά τις σπουδές), με άφθονα αρχαιόθεμα αλλά και αρχαιόμυθα (πάλι κατ’ εκείνον) και η κυρίαρχη επ’ αυτών παρασημία, πέρα από την κατακτημένη ταυτοσημία.

Μεγάλο μέρος του πεζογραφικού της σύμπαντος είναι και εδώ:

  • Πατρίδα, εδώ δε Κύπρος, με ειδική αναφορά στην Αμμόχωστο, χωρίς να την κατονομάζει
  • Όνειρο,
  • Όφις,
  • Σημείο Αναφοράς,
  • Συγγραφή ως: εμμονή, πάθος, ανάσα, εξάρτηση, λεκτικοποίηση της έμπνευσης, του τραύματος, της αγωνίας, της ενσυναίσθησης, του ονείρου, της διαίσθησης, του πόνου, της συμπόνοιας, ως φλόγα ζωής,
  • Οι αγαπημένοι της συγγραφείς, Νίτσε, Κάφκα, Ντοστογιέφσκι.

Τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται σε τούτο τον κύκλο είναι πολλά, με κεντρικό τις σχέσεις των ανθρώπων και δη τις πολύ στενές, τις στενότερες δυνατές, με δεσπόζουσα αυτή του Έρωτα. Διφυής, όπως έχει και αλλού δοκιμιακά αλλά και πεζογραφηματικά αναπτύξει, δισυπόστατος, η συγγραφέας τον μυθοπλαστουργεί εδώ στις τρεις πιο γνωστές του εκδοχές.

Η πρώτη, αφορά στον έρωτα για την Τέχνη. Ασυναγώνιστος, υπεράνω κάθε άλλου αν είναι γνήσιος. Υποφώσκων συχνά, κάποτε εκρήγνυται. Στη νουβέλα έρχεται με τη μορφή του χρέους της διατήρησης της μνήμης, το οποίο οδηγεί στον έρωτα για τη συγγραφή (όχι απλά τη γραφή) και μάλιστα μιας ραψωδίας για τους νεκρούς ενός πολέμου που οδήγησε σε κατοχή.

Η δεύτερη εκδοχή του Έρωτα στο βιβλίο, ξεκινά από τη σαρκική απόλαυση, επικεντρώνεται στην ηδονή, στο πάθος, σε όσα συντελούν στην εκπλήρωσή του. Κάποια στιγμή μπορεί να καταλήξει σε γάμο. Μπορεί να έλθει τεκνοποίηση ή να υπάρχει ατεκνία, όπως συμβαίνει και στις δύο νουβέλες. Αυτό δεν εμποδίζει τα ερωτικά παιχνίδια να  συνεχίζονται για καιρό με ευρηματικότητα. Τι γίνεται όμως όταν κάποια στιγμή όλο αυτό οδηγηθεί σε εκφυλισμό; Όταν η απόλαυση γίνεται μηχανικά; Όταν από τρέλα για συνεύρεση καταντά συνήθεια; Όταν η «επανάληψη», το «δεδομένο» και το «γνωστό» κόψουν το δέσιμο του σιροπιού;

Στην πρώτη νουβέλα το καζάνι βράζει. Όταν ο γάμος έχει περάσει στη φάση της αδιαφορίας, κατά κανόνα καθένας κλείνεται στον εαυτό του, κυριεύεται από μονοτονία, ακεφιά, ατονία. Επόμενο βήμα; Η αποφυγή παραμονής στον ίδιο χώρο. Καθώς  ο έρωτας διαχωρίζεται από την αγάπη και μετά η αγάπη, αν και όση έχει παραμείνει ή αποκτηθεί, περνά σε διαδικασία διαβαθμίσεων, τα δύο μέλη βρίσκουν εναλλακτικές διεξόδους διοχέτευσης της ενεργητικότητάς τους. Αντλούν ικανοποίηση μέσα από ενασχολήσεις, εργόχειρα, τέχνη, αθλήματα, κλπ, αργά ή γρήγορα όμως οι επιλογές που καλούνται να κάνουν είναι δύο: ή τα πάντα αφήνονται να κυλούν με σχεδόν οριζόντια ροή ως έχουν, όρα παραίτηση, ή διεκδικούνται ανατροπές, αλλαγές, ως τη λύση (με όλες τις δυνατές έννοιες του ρήματος λύω).

Τι συμβαίνει στην περίπτωση που ενώ το κατ’ όνομα πια ζεύγος είναι στο παραπάνω στάδιο, εμφανιστεί σε ένα τυχαίο συναπάντημα (είναι τίποτε τυχαίο;) στον έναν από τους δύο ο άλλος Έρωτας, αυτός της τρίτης εκδοχής; Αν έλθει απρόσμενα αυτός, ο ανεκπλήρωτος, ο καυτός όσο και καυστικός; Ο εξ’ αρχής φλογερός; Τι κάνεις όταν έρθεις αντιμέτωπος με την πρόκληση της Ομορφιάς, της νεότητας, της διαφορετικότητας, της επιβεβαίωσης, της προσμονής του αβέβαιου, της επιβεβαίωσης ότι δεν έχεις ξωφλήσει ακόμη, της απτής ελπίδας ότι έχεις χρόνο, περιθώρια για μία νέα αρχή;

Σαφώς όταν ο ένας από τους δύο είναι σε έναν γάμο, ετοιμοθάνατο ή όχι, οι δύο υποψήφιοι εραστές αντιμετωπίζουν διλήμματα εντιμότητας, ενοχικά όσο και φοβικά σύνδρομα, λάσπη με ταμπέλες μοιχείας. Πώς μπορείς να προσπεράσεις πεποιθήσεις και αρχέτυπα μυθολογικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, κοινωνικά; Πώς τη γνώμη του κόσμου; Πόσο αντίδοτο χρειάζεσαι για να αποτοξινωθείς από το δηλητήριο της στυγνής λογικής;

Στη δεύτερη νουβέλα η θεά Τύχη κάνει την εμφάνισή της. Η συγγραφέας οδηγεί την τρίτη εκδοχή του έρωτα να αγκαλιάσει με το ένα χέρι την πρώτη και με το άλλο τη δεύτερη, δημιουργώντας έτσι ένα αξεχώριστο, πασιφανώς αναμάρτητο και εντελώς απαλλαγμένο από ενοχικά σύνδρομα ερωτικό τρίο, Τέχνη-Σώμα-Φλόγα, με το ζεύγος των «πρωταγωνιστών» να βιώνει επί γης την ολοκλήρωση, την ευτυχία, την πληρότητα, την Αγάπη, κάτω από την ομπρέλα του δυνατότερου όλων, του Έρωτα για την Τέχνη, οιασδήποτε μορφής (γραφή, μουσική, ζωγραφική, γλυπτική, κλπ, αλλά και τέχνη της Αγάπης).

Στην πρώτη νουβέλα όμως συμβαίνουν πολλά. Παιχνίδια της μοίρας ή της ζωής; Επιλογές ή απλά επιθυμίες; Ω, πόσο αρέσει στους ανθρώπους το παιχνίδι! Πόσο ευχαριστιούνται να παίζουν τη γάτα με το ποντίκι! Πόσο ελκυστικό και συνάμα ερεθιστικό είναι όταν βλέπεις σπίθες έρωτα στα μάτια του άλλου αλλά εκείνος σου αντιστέκεται! Αντιστέκεται ή «παίζει»; Συνεχίζεις την πολιορκία, εκείνη κόβει γέφυρες, σου απαντά ορθολογικά μεν, αλλά  αφήνει και χαραμάδες ελπίδας. Παίζει καλά το παιχνίδι της ζωής. Θα καταφύγεις στην κολακεία; Στη μέχρι τελικής πτώσης επιμονή; Αν γίνει επανέναρξη των συναντήσεών σας, έστω και σε διερευνητικό επίπεδο, πώς θα το χειριστείς; Πώς θα έρθεις ακόμα πιο κοντά στον άλλο; Τι έμμεσους τρόπους θα χρησιμοποιήσεις; Θα φτάσεις ως και τη λατρεία κάποιων αντικειμένων από αυτά που χρησιμοποιεί, εκφράζοντας την επιθυμία απόκτησής τους; Ή έτσι νιώθεις, γιατί θέλεις με κάθε τρόπο να την έχεις κοντά σου, εκείνη ή έστω κάτι δικό της;

Προσοχή: Μήπως ο Έρως συχνά ωραιοποιεί, παραμορφώνει, παραβλέπει, φορά προσωπεία και στους δύο; Μήπως στην προσπάθειά μας να γίνουμε αρεστοί, προσφιλείς, συμβατοί με τις προσδοκίες και τα πρότυπα του άλλου, χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό;

Και τα ζητήματα που εγείρονται στο βιβλίο, συνεχίζονται με αμείωτο ενδιαφέρον.

 

Ελένη Λαδιά

 

Πόσο εύκολα μπορεί να αναχθεί ο Έρωτας, ή αυτό που νομίζουμε ότι είναι Έρωτας σε κάτι ιερό, σε θρησκεία; Ποιο είναι το όριο μεταξύ έρωτα και λατρείας; Πόσο υγιές είναι το να θεοποιείς τον άλλο, υποβιβάζοντας ταυτόχρονα –πραγματικά ή πλασματικά– τον εαυτό σου κάτωθεν εκείνου που υποτίθεται ότι είναι για σένα το παν;

Αν σου αντιστέκεται θα μετέλθεις όλα τα μέσα;  Ακόμα και πλάγιους τρόπους προσέγγισης, όπως τον παλιομοδίτικο αλλά πάντα επίκαιρο, της εύρεσης κοινών ενδιαφερόντων, ευαισθησιών, συγκινήσεων; Θα εκμεταλλευτείς την αδύνατή του στιγμή ή την όποια αδυναμία του; Τη σε χρόνο ανύποπτο ανάγκη του για ανθρώπινη επαφή; Πόσο έντιμο είναι αυτό; Πόσο ακυρώνει του Έρωτα το φως! Κι αν σου βάλει όρους; Αν βάλει όρια στην επαφή σας, ορίζοντας τον εαυτό της, άρα και το σώμα της; Θα αρκεστείς στη θέα της Γυμνής του σώματός της Ομορφιάς; Θα σεβαστείς, θα τιμήσεις το «αυτεξούσιόν» της; Αν εκείνη (ή εκείνος) κινείται ερωτικά σε επίπεδο υπεράνω του σαρκικού, αν έχει επιλέξει άλλη οργασμική, φαντασιακή, εκπληρωτική σφαίρα από τη δικιά σου, θα τολμήσεις να την ακολουθήσεις; Θα προσπαθήσεις να δεις, να αισθανθείς, να βιώσεις μαζί της, στον δικό της χωροχρόνο, ή θα εμμείνεις στη θέση σου και θα έλθει η σφραγίδα του ανέφικτου να πιστοποιήσει το τέλος; Πόσο καθορίζει η σάρκα το είναι;

Ερώτημα Ντοστογιεφσκικό, διερευνηθέν αλλού και από τη Λαδιά: Μπορεί ο Έρωτας να μετατραπεί σε Ερωτοφιλία; Σε Φιλότητα; Το τέλος τότε είναι πιο ανώδυνο, ή αν συμβεί αυτό είναι ό,τι πιο επώδυνο; Υπάρχει αληθινή Φιλότητα όταν έχει προκύψει κατ’ ανάγκη ως μία μεσοβέζικη λύση ή αν γίνει κατά Καβάφη «μια κάποια λύσις»; (ποίημα: Περιμένοντας τους βαρβάρους, γραμμένο γύρω στο 1900).

Αν με αφορμή την Τρίτη εκδοχή του  Έρωτα, κυριευμένος από τη μέθη του και αποφασισμένος να τον ζήσεις, ανακοινώσεις στο συμβατικό σου γάμο την πρόθεσή σου για διαζύγιο, είσαι έτοιμος να πληρώσεις το αντίτιμο της καθαρότητάς σου με τον πόνο του, αλλά και τον πόνο σου από τον πόνο του, από το σοκ; Θα είσαι έτοιμος να μην υποκύψεις  σε εκβιασμούς, χειριστικές συμπεριφορές, ξεσπάσματα οργής ή ειρωνείας; Θα έχεις δουλέψει μέσα σου αρκετά τα «πρέπει να», «έχεις υποχρέωση»,  «μήπως να»; Θα δώσεις και στους δύο σας τον αναγκαίο χρόνο συνειδητοποιήσεων, ξεκαθαρισμάτων, απολογισμών; Θα είσαι έτοιμος να αμυνθείς στις επιθέσεις του αν φτάσει να χρησιμοποιεί ακόμη και δικά σου μέσα ή επιχειρήματα, προκειμένου να επιτύχει το επιθυμητό; Πόσο απέχει το επιθυμητό εκείνης από το δικό σου; Πόσο το επιθυμητό είναι και ωφέλιμο, φωτεινό ή συμβατό με την υγεία της σχέσης και του σώματος; Πόσο προϊόν εγωισμού, φόβου για το «τι θα πουν οι άλλοι», φόβου για τη μοναξιά; Πόσο παράγωγο ανασφάλειας στη σκέψη «τι θ’ απογίνω αν»; Θα το παλέψεις ή θα συνεχίσεις το ταξίδι μέσα στο τρένο της συμβατικότητας;

Με έναυσμα τις σχέσεις στη νουβέλα, πυροδοτούνται πολλά ακόμη ερωτήματα. Πώς επηρεάζουν τον εαυτό σου η μνήμη, τα όνειρα, οι εμπειρίες, οι συγκρίσεις, η αίσθηση του εφικτού, τα θέλω; Πώς όλες σου οι σχέσεις καθορίζουν μία δεδομένη στιγμή ή περίοδο και πώς το αντίστροφο; Σε σχέση με τον γάμο: ξεκίνησε αλλιώς, έκανε την πορεία του, τώρα για σένα τι είναι; Φυλακή; Εστία; Μνήμη; Δεσμός; Πατρίδα; Φωλιά; Βακτηρία; Αγάπη;

Πρόκειται σαφώς για μία ψυχογραφηματική κυρίως νουβέλα, με πολλές –όπως πάντα– αρχαιολογικές αναφορές, στην οποία περιγράφεται η κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών, με τις σχέσεις, τις διαδράσεις, τα διλήμματα, την υλική όσο και πληροφοριακή αφθονία, τις δυνατότητες αλλά και τις παθογένειές της. Πρωταγωνιστής ο Έρωτας, πολυδαίδαλος, απρόβλεπτος, συναρπαστικός, είτε στη διάσταση της ύλης είτε της φαντασίας, νοητικής τε και συναισθηματικής, εκκινώντας (αρχής γενομένης) από τον Έρωτα της Λαδιά για τη Συγγραφή.

Προσεγμένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια, ταξιδεύει τον αναγνώστη σε πρωτόγνωρα άυλα τοπία, ανατέμνοντας τον Έρωτα, τα όνειρα, την ψυχή. Ακούοντας  τις φωνές των νεκρών, ως άλλη Ραψωδός των νεκύων (μην ξεχνάμε τη μετάφραση μαζί με τον ποιητή Παπαδίτσα της ραψωδίας Οδύσσειας λ’, Νέκυια), έρχεται από το παρελθόν, ολοκληρώνοντας τούτη τη Ραψωδία Μνήμης, να εμπλουτίσει το παρόν με τη σοφία των γνώσεών της και με το άλας της πεζογραφικής της μυθοπλασίας.

Το τέλος της νουβέλας της είναι την ίδια στιγμή εξ’ ορισμού αλλά και εκ των πραγμάτων αρχή: νέας ημέρας, νέας συγγραφής, τυχαιότητας, δυνατότητας, διορίας ζωής, ελπίδας. Αρχή νέου κύκλου ζωής. Αρχή που κατάληξή της είναι για τον άνθρωπο αυτό που φαντάστηκα τελειώνοντας την ανάγνωση ως εσωτερικό υπότιτλο: «Έρως ή το πεπρωμένο της μοναξιάς».

Γιατί η πρώτη νουβέλα του βιβλίου είναι αυτό που η συγγραφέας αξιώθηκε όχι να μεταφράσει, αλλά πρωτογενώς να πλάσει, να ολοκληρώσει. Κατ’ εμέ: Ελένης Λαδιά: «Μοναχικότητας Ραψωδία Μι. ΑΡΧΗ».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top