Fractal

Ένα πολυμυθιστόρημα για τις σύγχρονες κοινωνικές ασθένειες

Του Χρήστου Μαύρη // *

 

Μανόλης Πρατικάκης «Αρχέγονος φρουρός», εκδ. Κέδρος

 

Λογοτεχνικό έργο υποδειγματικής ψυχογραφικής δύναμης είναι ο «Αρχέγονος φρουρός» του Μ. Πρατικάκη

 

Πρέπει να ομολογήσω, ευθύς εξαρχής, πως με έχει ξαφνιάσει ο Μανόλης Πρατικάκης με το νέο μυθιστόρημά-του που τιτλοφορείται «Ο αρχέγονος φρουρός»  αλλά, ταυτόχρονα, πρέπει να ομολογήσω πως έχει διχάσει και τη γνώμη-μου με αποτέλεσμα τώρα, αξιακά ενεργώντας, να μην ξέρω ποιον να βάλω πρώτο στη σειρά ή στην προτίμησή-μου. Εννοώ αν θα πρέπει να βάλω πρώτα τον ποιητή Μ. Πρατικάκη και μετά τον πεζογράφο Μ. Πρατικάκη ή το αντίστροφο.

Ο Μ. Πρατικάκης, κατά τεκμήριον, είναι ποιητής, με 19 συλλογές στο ενεργητικό-του και από τους πρωτεργάτες της ποιητικής γενιάς-του, δηλαδή της τρίτης μεταπολεμικής γενιάς ή γενιά της Αμφισβήτησης, όπως πλατιά έχει καθιερωθεί να λέγεται. Δεν είναι όμως άσχετος με τον χώρο της πεζογραφίας εφόσον έχει δώσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό άλλα δύο βιβλία με πεζά κείμενά-του. Πρόκειται για τα «Αφηγήματα ενός ψυχιάτρου», (εκδόσεις Καστανιώτη, 2009) και «Σύνδρομο Fregoli – Το τίμημα να είσαι ένας άλλος», (εκδόσεις Καλέντης, 2013). Το νέο, ογκωδέστατο, μυθιστόρημά-του, που ξεπερνά τις 450 σελίδες και εκδόθηκε τον Μάρτη του 2021, από τις εκδόσεις Κέδρος, είναι ένα λογοτεχνικό έργο υποδειγματικής ψυχογραφικής δύναμης και άνετα, νομίζω, μπορεί να καταχωρηθεί στην κατηγορία της λεγόμενης λογοτεχνίας της ενδοσκόπησης.

Κατά τον δημιουργό-του, δηλαδή τον Μ. Πρατικάκη, είναι ένα μυθιστόρημα «πολυσύνθετο με πολλαπλά επίπεδα και συνεχείς ανατροπές». Εκτός από αυτούς τους χαρακτηρισμούς, τους οποίους αποδέχομαι χωρίς καμία επιφύλαξη, κατ’ εμένα, «Ο αρχέγονος φρουρός» είναι και ένα γιγάντιο, ως προς τη σύλληψη, το εκτόπισμα και γενικά την ολοκλήρωσή-του, μυθιστόρημα, κατάφορτο από βαθιούς στοχασμούς και πλατιές ιδέες, το οποίο ο Μ. Πρατικάκης δομεί πρώτιστα πάνω στην, κατά ντοστογιεφσκικό τρόπο, εσωτερική αναζήτηση αλλά και τον καφκικό εφιάλτη, και κατά δεύτερο λόγο πάνω στη μαγεία της λυρικής ποίησης, η οποία ξεχειλίζει πραγματικά από τις σελίδες του βιβλίου-του.

ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ, πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, όπως αντιλαμβάνομαι, είδος μυθιστορήματος όπου ο συγγραφέας-του λειτουργεί επιτυχώς, στο πάνω επίπεδό-του, με την επιστημονική κατάρτισή-του, δηλαδή αυτή του διακεκριμένου ψυχίατρου και στο κάτω επίπεδο με τη λογοτεχνική μαεστρία-του. Εννοώ πως επιχειρεί να ερμηνεύσει το πάνω επίπεδο με λογοτεχνικά εργαλεία, όπου κατορθώνει να ξεδιπλώσει στις σελίδες του βιβλίου-του κρυφές και αθώρητες, από τους περισσότερους πολίτες, πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, κυρίως της ανθρώπινης ψυχής, συνδυασμένα όλα αυτά σε μία αρμονική και αδιαχώριστη σύζευξη με πράγματα που αγαπά και τον γεμίζουν, όπως είναι η λογοτεχνία, η φιλοσοφία, ο πολιτισμός, η μαγεία και η σοφία της φύσης κ.ά.

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, και δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητο από τη ματιά-μας, το γεγονός πως ο Μ. Πρατικάκης αφιερώνει 25 ολόκληρες σελίδες για να σκιαγραφήσει την προσωπικότητα του βασικού ήρωά-του! Με άλλα λόγια, ν’ αναλύσει λεπτομερώς, δηλαδή σημείο προς σημείο, τον αρκετά ιδιόρρυθμο και δύσκολο χαρακτήρα του κεντρικού ήρωά-του ή, καλύτερα, την ψυχοσύνθεσή-του, αποκαλύπτοντάς-μας με αυτό τον τρόπο  κοινωνικές ασθένειες ή ανθρώπινα δράματα που βασανίζουν σήμερα μεγάλο αριθμό συνανθρώπων-μας που διαβιούν δύσκολα στις σύγχρονες, τσιμεντένιες, απρόσωπες και αγέλαστες κοινωνίες. Κοινωνικές ασθένειες ή προβλήματα που καταχωνιάζουν απρόσμενα και απρόβλεπτα στο σώμα και την ψυχή των ανθρώπων και τα οποία, αν δεν προβλεφτούν και επιλυθούν έγκαιρα, μπορεί να πάρουν ανεξέλεγκτα καταστροφικές διαστάσεις.

ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, όλα όσα εκτίθενται στο μυθιστόρημα αυτό είναι μία διαρκής αλληγορία γύρω από τη σύγχρονη ασθένεια της κοινωνίας που λέγεται απληστία. Στο μυθιστόρημα όμως, την επαναλαμβανόμενη αυτή αλληγορία μπορούμε να τη συναντήσουμε και σε διαφορετικές μορφές. Μία διαρκής αλληγορία, κυρίως πάνω στη μανία όλων σχεδόν των ανθρώπων να θέλουν συνεχώς ν’ αποχτήσουν το ένα και το άλλο αγαθό, να θέλουν να ταξιδεύουν συνεχώς στον έναν και στον άλλο τόπο, να θέλουν συνεχώς να φάνε το ένα και το άλλο φαγητό, χωρίς όμως να επέρχεται μέσα-τους ο κορεσμός. Είναι όμως αυτός ο ακένωτος κορεσμός και η ατελείωτη επιθυμία για το συνεχές στοίβαγμα αγαθών, τουτέστιν η  αχαλίνωτη μανία για την αφθονία, που οδηγεί στον κοινωνικό διχασμό, εφόσον άλλοι άνθρωποι απολαμβάνουν πληθώρα αγαθών, από αυτά εννοώ που έχουν συγκεντρώσει, με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα, στα χέρια-τους, και άλλοι μοιραία αντικρίζουν το φάσμα της πείνας.

Όλα αυτά τα απαράδεκτα κοινωνικά φαινόμενα όμως, που παιδεύουν σήμερα την ανθρωπότητα, ο συγγραφέας προσπαθεί να τα αναδείξει, με μία ομολογουμένως επιδέξια μαστοριά, τόσο εντός του κυρίου κορμού του μυθιστορήματος όσο και με επιμέρους καταγραφές, που ενσωματώνει αρμονικά στο μυθιστόρημα, όπως π.χ. μικρά διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, σύντομες εκλαϊκευμένες επιστημονικές πραγματείες κ.ά., τα οποία, σε τελική ανάλυση, λειτουργούν όλα προς την επίτευξη του βασικού στόχου του συγγραφέα αλλά, ταυτόχρονα, επιφέρουν και κάποια ανάπαυλα στους αναγνώστες, κάνοντας έτσι πιο άνετη και ευχάριστη τη μακρά αναγνωστική πορεία-τους μέσα στο μυθιστόρημα.

ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ, πρέπει να εννοήσουμε πως και οι επιμέρους καταγραφές σε αυτό το πολυμυθιστόρημα έχουν τον ίδιο στόχο που δεν είναι άλλος από τη βαθύτερη αυτογνωσία και αυτοσυνειδησία του ανθρώπου της νεοτερικότητας, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, για να μπορέσει να ερμηνεύσει τα μέσα-του σκοτάδια που τον προσδιορίζουν, χωρίς να το συνειδητοποιεί, και αφ’ ετέρου να πάψει να είναι ένα παθητικό ενεργούμενο της Ιστορίας, καθώς δεν προλαβαίνει τους ιλιγγιώδεις ρυθμούς της εξέλιξης ενός μηχανοκίνητου πολιτισμού, που τον αγνοεί και τον προσπερνά, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη θέλησή-του και τις βαθύτερες υπαρξιακές και θεμελιώδεις ανάγκες-του.

Ζει, δηλαδή, την ξέφρενη αδράνεια και τον ακίνητο ίλιγγο ενός κόσμου, βασισμένο στην ιλιγγιώδη εξέλιξη της Τεχνολογίας που τείνει να αποπροσωποποιήσει το αυθεντικό πρόσωπο και τα συναισθήματα του γήινου ανθρώπου, μετατρέποντάς-τα όλα σε μία εικονική άυλη ψηφιοποιημένη πραγματικότητα. Τείνει στην κυριολεξία σε μία έκλειψη των αντικειμένων και των θεμελιωδών ανθρώπινων συναισθημάτων, χάριν της εξέλιξης, του κέρδους και του μηδενισμού κάθε άμεσης ζεστής ανθρώπινης επαφής.

Εν συντομία, η υπόθεση του έργου είναι η εξής:

Ο Στέφανος, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ένα καλά μορφωμένο και καταρτισμένο άτομο, όμως μονήρες, άρα απομονωμένο και απλησίαστο, απέχτησε τη λόξα να μαζεύει από τα σκουπίδια, σαν ένας ρακοσυλλέκτης, παλιές βαλίτσες τις οποίες στοιβάζει στο ιδιόκτητο διαμέρισμά-του. Με τον καιρό όμως, οι βαλίτσες γέμισαν ασφυκτικά όλους τους χώρους του διαμερίσματός-του, με αποτέλεσμα ο Στέφανος ν’ αναγκαστεί να νοικιάσει άλλο διαμέρισμα το οποίο όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα, γέμισε και αυτό με βαλίτσες. Ακολούθως νοικιάζει τρίτο διαμέρισμα το οποίο γεμίζει και αυτό ασφυκτικά με βαλίτσες και τον Στέφανο τώρα να κοιμάται κάθε νύχτα στο παγκάκι ενός παρακείμενου πάρκου.

Οι αδελφές-του, οι μόνες με τις οποίες έχει κατά αραιά διαστήματα κάποια επικοινωνία, όταν τυχαία πληροφορούνται για την ακατανόητη συμπεριφορά και την κατάντια του αδελφού-τους καταλαμβάνονται από φοβερό σοκ. Επιχειρούν όμως, με τη βοήθεια ενός ιδιωτικού αστυνομικού να εξιχνιάσουν την υπόθεση, ίσως και εξασφαλίσουν εκείνες τις ασφαλείς πληροφορίες που θα τις οδηγήσουν στην καρδιά της αλήθειας και συνεπώς του προβλήματός-του αλλά, δυστυχώς, είναι μάταιος κόπος.

Στο δρόμο του Στέφανου όμως, βρίσκεται μία κοπέλα όπου στην πορεία  έμελλε να αλλάξει ριζικά τη ζωή-του. Είναι μία αρκετά νεαρή κοπέλα, από το Μέτσοβο, που την έσπρωξε ο δόλιος πατέρας-της να κατέβη στην Αθήνα για να βρει την τύχη-της, στο σπίτι μίας δήθεν αριστοκράτισσας  που ζούσε στην Κυψέλη, που δυστυχώς την ήθελε για άλλες δουλειές αντί για εκείνες του σπιτιού. Έτσι, με την απατηλή υπόσχεση πως θα την κάνει διάσημο μοντέλο, της άλλαξε τ’ όνομά-της και από Μαγδαληνή την έκανε Λάουρα, εξωθώντας-τη καθημερινά στην πορνεία, εν γνώσει και με τη συνέργεια ασφαλώς του πατέρα-της, αναγκάζοντάς-της συγκεκριμένα να ικανοποιεί τις σεξουαλικές ορέξεις και τα βίτσια του κάθε διεστραμμένου άνδρα, υπερήλικα τις πιο πολλές φορές, που είχε λεφτά. Η περιπετειώδης όμως φυγή-της από το ΄΄αριστοκρατικό΄΄ σπίτι, και η άσκοπη περιπλάνησή-της στους δρόμους, την έφερε τυχαία μπροστά στον Στέφανο μία μέρα που αυτός διέσχιζε το πάρκο με δύο  βαλίτσες στα χέρια-του. Βλέποντάς-τον η κοπέλα σε αυτή την παράξενη κατάσταση, αυθόρμητα τον ρωτά: «Ε, κύριος, πηγαίνετε ή επιστρέφετε από μεγάλο μπάρκο;». Η φράση αυτή όμως επρόκειτο να μεταφέρει αυτόματα τον Στέφανο σε άλλους κόσμους, νοητούς ή φανταστικούς, που έζησε ή που ήθελε να ζήσει, με αποτέλεσμα ν’ ανατρέψει τα πάντα μέσα στο κενό σώμα και τη στεγνή ψυχή. Σαγηνευμένος πλέον από την ομορφιά, την ομιλία και τους ευγενικούς τρόπους της Μαγδαληνής, συνδέεται στενά και ερωτικά μαζί-της. Στην πορεία, και αφού του εκμυστηρεύθηκε τον προηγούμενο έκλυτο βίο-της, έγιναν ένα αχώριστο ζευγάρι. Για να ζήσουν όμως μία ήσυχη, αληθινή και γνήσια ζωή, αποφασίζουν ν’ αφήσουν πίσω-τους μία για πάντα το βούρκο της πόλης και να εγκατασταθούν στην αμόλυντη ύπαιθρο. Και εκεί, ο Στέφανος και η Μαγδαληνή, μετά βέβαια από μακροχρόνια άσκηση, απαλλάσσονται από το καταστροφικό Εγώ και την Εγωπάθειά-τους, γεγονός που τους οδηγεί σταδιακά και σταθερά στην πρωταρχική φύση-τους.

ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ αυτό του μυθιστορήματος, δηλαδή της συνειδητοποίησης του ατόμου ούτως ώστε ν’ απαλλαγεί από την Εγωπάθειά-του, ο Μ. Πρατικάκης επικεντρώνει, όπως διαφαίνεται, το κύριο νόημα που θέλει να μεταδώσει με τον «Αρχέγονο φρουρό», που είναι ο γενικός τίτλος που έδωσε στο εν λόγω μυθιστόρημα. Γιατί, όπως αφήνει ν’ αντιληφθούμε, ο αρχέγονος φρουρός στην ουσία είναι η πρωταρχική φύση του κάθε ανθρώπου. Αυτή τη φύση που πρέπει να διατηρούμε συνεχώς ατόφια και καθαρή, δηλαδή μακριά από την καταστροφική Εγωπάθεια και τις συνέπειές-της. Και υποδεικνύει πως είναι αυτή η πρωταρχική φύση του κάθε ανθρώπου που απειλείται καθημερινά από χίλιους δύο κινδύνους, ανήμποροι οι περισσότεροι ν’ αντιδράσουν δυναμικά για τη σωτηρία-της.

Με άλλα λόγια, στο μυθιστόρημα αυτό, ο Μ. Πρατικάκης περιγράφει ψυχαναλυτικά την πάλη του Εγώ με τον αρχέγονο φρουρό που στέκει άγρυπνος πάνω από το κουρτινάκι και βλέπει όλες-μας τις αθλιότητες και γι’ αυτό αισθανόμαστε εκείνη την παράδοξη απέχθεια για τον εαυτό-μας. Παράλληλα, επισημαίνει τον τρόπο απαλλαγής-μας από αυτή τη θλιβερή εποποιία της καθημερινότητας στην οποία ο αρχέγονος φρουρός αποκαλύπτει την πάλη-του με αυτό το τέρας της Εγωπάθειας, που κινείται κάτω από το δέρμα-μας, σαν Λερναία Ύδρα και μάς καταβροχθίζει.

Κοντολογίς, ο Μ. Πρατικάκης, με αυτό το πολυεπίπεδο και βαθυστόχαστο μυθιστόρημά-του, (που σπρώχνει στοχευμένα τους αναγνώστες-του προς την αυτογνωσία), έχει, επαναλαμβάνω, ως κύριο σκοπό την αποκάλυψη της αληθινής φύσης των ανθρώπων, υποβάλλοντάς-τους ταυτόχρονα ότι πρέπει να ακολουθήσουν μία αληθινή, ήσυχη και ειρηνική ζωή. Διαδικασία ασφαλώς μακροχρόνια και επώδυνη.

ΒΕΒΑΙΑ, για να διευκολυνθεί σε αυτή τη θαυμαστή δημιουργική διαδικασία αλλά και για να αποδώσει με ευκρίνεια στους αναγνώστες-του το βαθύτερο νόημα του μυθιστορήματός-του, χρησιμοποιεί ως κεντρικό άξονά-του και τον πολύ δυνατό και εμβληματικό στίχο, «του αγαπημένου ποιητή», όπως αποκαλεί τον Τάσο Λειβαδίτη, «Ένας άλλος έζησε τη ζωή-μας και τώρα πρέπει εμείς να πεθάνουμε στη θέση-του», όπου γύρω από αυτό τον στίχο υφαίνονται όλα τα υπόλοιπα που συναντούμε και που συναποτελούν το μυθιστόρημα.

ΟΜΩΣ, και όπως ευδιάκριτα προβάλλει μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, οι κεντρικοί ήρωες του μπορεί να δοκιμάζονται βάναυσα σε ένα αμείλικτο από κάθε άποψη τοξικό περιβάλλον, δεν χάνουν την αθωότητα και τη βαθύτερη ουσία της πρωταρχικής-τους φύσης. Κάτι σαν σπόρος παραμένει ανέγγιχτος και ακηλίδωτος από τη βαρβαρότητα, αν και έρχονται, όπως διαπιστώνουμε, από τελείως διαφορετικούς κόσμους και ο καθένας κουβαλά το προσωπικό-του μαρτύριο. Θα συναντηθούν τυχαία, παρ’ ότι σχεδόν τίποτα δεν είναι τυχαίο, και από δύο καταστραμμένες ζωές δεν θα προκύψει μία τρίτη αλλά αντίθετα, αναγνωρίζοντας ο ένας στον άλλο «εκείνη τη κρυφή αναπαλλοτρίωτη σφραγίδα της αυθεντικότητας», θα υψωθούν σε ότι πιο ευγενικό, αναπαλλοτρίωτο και προγονικό ανασαίνει μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Κατά βάθος, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας, «η όλη στάση του Στέφανου ήταν μια μορφή ανυπακοής προς το οργανωμένο κοινωνικό μοντέλο ζωής, με τους άπειρους προσδιορισμούς-του».

ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ, λοιπόν, πως ο Μ. Πρατικάκης, με αυτό το πρωτότυπο και μείζονος ενδιαφέροντος μυθιστόρημά-του, κατά τα επιφανώς φαινόμενα, επεδίωξε μία λειτουργική αντίστιξη στοιχείων, πολύ διαφορετικών μεταξύ-τους, προς μία ορισμένη κατεύθυνση, προς ένα ορισμένο σκοπό, δηλαδή αυτό της αυτογνωσίας του αναγνώστη-του και της απαλλαγής-του από το υπερτροφικό Εγώ και την πλανερή Εγωπάθειά-του. Γράφει στη σελίδα 108 του βιβλίου:

 

«Η Εγωπάθεια! Ακόρεστη. Άπατη. Η μεγάλη διανοητική αρρώστια του πολιτισμού-μας Μια Λερναία Ύδρα που κόβοντάς-της το ένα της κεφάλι αστραπιαία στη θέση-του φυτρώνουν τέσσερα. Και αυτό ως το άπειρο».

 

Μανόλης Πρατικάκης

 

Μεγαλόπνοος βέβαια σκοπός τον οποίο προσπαθεί να καταδείξει, όπως ανάφερα ήδη, με διάφορους τρόπους στους αναγνώστες-του, άλλοτε με διάφορες αυτοτελείς ενότητες, που λειτουργούν σαν ξεχωριστά διηγήματα ή νουβέλες μέσα στο μυθιστόρημα και άλλοτε σαν δοκίμια, που όλα μαζί, σαν μικρά επιμέρους ποτάμια, συγκλίνουν στην κοίτη ενός μεγάλου κεντρικού ποταμού, που διασχίζει τις χώρες μίας πραγματικής και μυθικής γεωγραφίας. Και αυτός ο κεντρικός ποταμός δεν είναι άλλος ασφαλώς από αυτό το γιγάντιο μυθιστόρημα που λέγεται «Ο αρχέγονος φρουρός».

Ο Μ. Πρατικάκης, εξάλλου, για να αποφύγει την πληκτική μονοτονία που πιθανόν να προέλθει από τη μακροσκελή αφήγηση του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος, επιχείρησε να το δομήσει πάνω σε διαφορετικούς μονολόγους, όπως είναι αυτοί των πρωταγωνιστών-του, δηλαδή του Στέφανου και της Μαγδαληνής, αλλά και της Ευτέρπης (της αδελφής-του), του αφηγητή κ.α., οι οποίοι, σε τελική ανάλυση, αποδεικνύονται αρκετά λειτουργικοί στην ομαλή εξέλιξη και ολοκλήρωση του όλου μυθιστορήματος.

ΘΕΩΡΩ, επιπλέον, αξιοσημείωτο το γεγονός, πως στο μυθιστόρημα αυτό ο Μ. Πρατικάκης, με τρόπο επιστημονικό αλλά συνάμα και λογοτεχνικό, βάλθηκε, όπως σαφώς διακρίνω, να εκθέσει και να γνωστοποιήσει στο πλατύ κοινό τις σκέψεις και τις απόψεις-του γύρω από διάφορα θέματα. Να εκθέσει γενικά, θα έλεγα, τα προσωπικά πιστεύω-του πάνω σε μία σειρά από σοβαρά θέματα, όπως είναι ο έρωτας, η ζωή και ο θάνατος, οι ανθρώπινες αξίες και αρχές, η ατομική και ιδεατή ελευθερία, το δημοκρατικό πολίτευμα, ο ρόλος τους υγιούς πολιτισμού σε μία κοινωνία αλλά και η ανθρώπινη απληστία και η καταστροφή της φύσης κ.ά. Μείζονα θέματα που απασχόλησαν, και θα συνεχίσουν να απασχολούν, την ανθρωπότητα, όπως φυσικά βασανιστικά απασχολούν τώρα και τον Μ. Πρατικάκη, με αποτέλεσμα ο συνεχής προβληματισμός-του και η σε βάθος σπουδή-του πάνω σε αυτά τα θέματα, να τον οδηγούν στην κατάρτιση μίας περισπούδαστης θεωρητικής πραγματείας, δοσμένη μέσα από μία γλαφυρή λογοτεχνική γλώσσα, στις σελίδες τις οποίες παραθέτει τις στέρεες θέσεις-του, χωρίς βέβαια ν’ αγνοεί ή να περιφρονεί τις θέσεις ή τις απόψεις άλλων επιφανών διανοουμένων που καταπιάστηκαν και αυτοί με τα ίδια θέματα. Παραθέτω από τη σελίδα 411 του βιβλίου-του ένα τέτοιο ενδεικτικό απόσπασμα:

 

«Για να υπάρξει μια αληθινή κοινωνία ανθρώπων με αυθεντικό αξιακό σύστημα, δικαιοσύνη και ελευθερία πνεύματος, είναι απαραίτητο να υπάρχει μία Δημοκρατία εφαρμοσμένων ιδεών. Αλλά για να υπάρξει Δημοκρατία εφαρμοσμένων ιδεών, είναι απαραίτητο να προϋπάρξει δημοκρατία στην ατομική ανθρώπινη συνείδηση».

 

Ο Μ. Πρατικάκης, με άλλα λόγια, που διαθέτει μία ζηλευτή διαλεκτική σκέψη και που είναι, όπως έχω αναφέρει με άλλη ευκαιρία, φιλομαθές και πολυμαθές άτομο, οπλισμένο με φυσικά και επίκτητα προσόντα, ακολουθεί τη δοκιμασμένη μέθοδο Θέση – Αντίθεση – Σύνθεση, όπου παραθέτει πρώτα τις απόψεις ή τις θέσεις-του για κάποιο θέμα, μετά τις αντιπαραθέτει με τις απόψεις ή θέσεις κάποιων άλλων διανοουμένων και στο τέλος επιχειρεί μία ομαδική σύγκριση και σύνθεσή-τους. Τέτοιες θέσεις και απόψεις-του για ορισμένα θέματα, όπως διαπιστώνω, τον έχουν κατά καιρούς απασχολήσει ή τις έχει επεξεργαστεί και σε άλλα βιβλία-του, πεζά και ποιητικά.

ΑΥΤΟΣ, επομένως, είναι και ο βασικός λόγος που το μυθιστόρημά-του είναι διάσπαρτο με ονόματα επιφανών πνευματικών ανθρώπων αλλά και αποσπάσματα από το έργο-τους, τα οποία λειτουργούν ως διακείμενα, στηρίζοντας και επεκτείνοντας πολλές φορές, όπως είπα, τις δικές-του απόψεις και θέσεις. Είναι ονόματα αρκετά γνωστών διανοουμένων που καλύπτουν όλο το φάσμα του παγκόσμιου πολιτισμού, προερχόμενοι από τον χώρο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της μουσικής, της ζωγραφικής αλλά και τον χώρο της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας, της Οικολογίας κ.ά.

Ονομαστικά, στις σελίδες του μυθιστορήματος, οι διανοούμενοι ξεπερνούν τους 50, ενώ υπαινικτικά ξεπερνούν τους 70! Συγκεκριμένα, συναντάμε ονόματα όπως είναι αυτά των Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκη, Άντων Τσέχωφ, Φερνάντο Πεσόα, Όσκαρ Ουάιλντ, Βίκτωρος Ουγκό, Μολιέρου, Ζιαν Πωλ Σαρτρ, Άρθρουρ Κέσλερ, Φραντς Κάφκα, Χέρμαν Μέλβιλ, Γκουσταβ Φλωμπερ, Στανταλ, Τ.Σ. Έλιοτ, Χέριντ Ντέιβιντ Θόρο, Καίσαρα Βαλέχιο, Σοπενχάρουρ, Τζέϊμς Τζόις, Κάρολου Ντίκενς, Λέων Τολστόη, Αρθούρο Ρεμπω, Ουϊλιαμ Φώκνερ, Σαρλ Μπωντλερ, Ομήρου, Βισέντζο Κορνάρο, Διονύσιου Σολωμου, Κωνσταντίνου Καβάρη, Τάσου Λειβαδίτη, Ανδρέα Καρκαβίτσα, Μενέλαου Λουντέμη, Κικής Δημουλ’α, Πλάτωνα, Σωκράτη, Επίκουρου, Ηράκλειτου, Εμπεδοκλή, Αριστοτέλη, Αισχύλου, Ευριπίδη, Σοφοκλή, Λάο Τσε, Λουίς Μπουνιουέλ, Ακίρα Κουροσάβα, Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, Βόλφ Αμαντέους Μότσαρτ, Μιχαήλ Άγγελου, Σαλβατορ Νταλί, Καρλ Γιούνγκ, Μαχάτμα Γκάντι κ.ά.

ΑΡΚΕΤΟ ενδιαφέρον και μεγάλο προβληματισμό επιφέρει και η θέση αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ο Μ. Πρατικάκης καθιστά απαραίτητη τη σχέση αρμονίας πολιτισμού και φύσης, την οποία σχέση προσπαθεί να υποδείξει για να την κατανοήσουν και να την αποδεχτούν και οι αναγνώστες-του. Βασικά, προσπαθεί να επισύρει την προσοχή-τους ούτως ώστε να καταλάβουν πως οι αξίες ενός υγιούς πολιτισμού δεν είναι αντίπαλες αλλά σύμμετρες με τις φυσικές αξίες. Συνεπώς, αν διαταραχθεί αυτή η αρμονική σχέση τότε πιθανόν να συμβούν πολλά και απρόβλεπτα πράγματα στον πλανήτη-μας, από σεισμούς και πλημύρες μέχρι πολεμικές συρράξεις και αιματοχυσίες.

Με δύο λόγια, ο Μ. Πρατικάκης, θέλει να μάς υποδείξει πως η εξέλιξη οφείλει να υπηρετεί τις γνήσιες ανάγκες του ανθρώπου και όχι να τον μετατρέπει σε ένα εικονικό κατασκεύασμα, με απουσία νοήματος και άμεσης ανθρώπινης επαφής αλλά σε ένα κλίμα κοινού συναισθάνεστε που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για έναν γνήσιο ανθρώπινο πολιτισμό και όχι ένα μηχανοκίνητο εικονικό ψηφιοποιημένο σύμπαν, σαν έναν σκοτεινό ερημοποιημένο πλανήτη κατοικημένο από φαντάσματα.

Από τη θέση αυτή όμως, αποδεικνύεται περίτρανα και το πόσο σφικτά  δεμένος είναι ο Μ. Πρατικάκης με την πατρώα γη-του αλλά και πόση αγάπη τρέφει για τη σπουδαία παιδαγωγό που λέγεται μάνα – φύση.

Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, συν τοις άλλοις, χαρακτηρίζει τον «Αρχέγονο φρουρό» και «ποιητικό μυθιστόρημα» και νομίζω δεν είναι ατυχής αυτός ο χαρακτηρισμός-του. Απεναντίας, είναι πολύ εύστοχος γιατί, όπως ανάφερα ήδη, οι περισσότερες σελίδες του βιβλίου-του είναι γεμάτες με ατόφια, αληθινή και γνήσια ποίηση. Δηλαδή, είναι στιγμές που ο αναγνώστης νιώθει να κονταροχτυπιέται άγρια ο πεζογράφος και ο ποιητής μέσα στο βιβλίο, όπου ο δεύτερος, ως πιο ευέλικτος πολεμιστής, κατορθώνει να επικρατήσει σε πολλά σημεία, με αποτέλεσμα να προβάλλει μπροστά στα μάτια-μας με δυνατές αξιώσεις. Σταχυολογώ και δίνω στη συνέχεια τέσσερα τέτοια ατόφια ποιητικά μέρη από το βιβλίο:

 

«Γιατί αυτό το αναπάντεχο πλάσμα είναι η ίδια η άνοιξη με όλα τα άνθη-της και τους καρπούς.

ΣΕΛ. 239

 

«Τι γύρευε μες στην πολύβουη καπατσοσύνη των καιρών μ’ εκείνο το θεσπέσιο νυχτερινό πλάσμα που κυμάτιζε σαν μία μικρή τρυφερή θάλασσα, γεμάτη παφλασμούς και τρυφερές ανταύγειες»

ΣΕΛ. 242

 

«Όταν μου μιλάτε νομίζω ακούω κουδούνια και βελάσματα ή τα γάργαρα νερά ρυακιών. Κι άλλοτε ανάσες και θροϊσματα απ’ τις πανύψηλες βελανιδιές ή φτερουγίσματα πουλιών λίγη ώρα πριν βραδιάσει»

ΣΕΛ. 249

 

«Αλλά ο γέρος ήταν τόσο γαλήνιος, σαν ένα γέρικο κλωνάρι, άκοπο ακόμα απ’ τον ουρανό»

ΣΕΛ. 395

 

 

ΣΤΙΣ ΣΕΛΙΔΕΣ του απέραντου αυτού μυθιστορήματος, ο υποψιασμένος αναγνώστης θα ανιχνεύσει και κάποια βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, όπως η αναφορά στην επαγγελματική ενασχόλησή-του, δηλαδή αυτή του Ψυχιάτρου (σελ. 119) αλλά και η αναφορά στη νεκρή μητέρα-του, (σελ. 16, 124) της οποίας αφιερώνει όλο το μυθιστόρημά-του. Αυτά τα υποδεέστερα στοιχεία όμως περνάνε στο βιβλίο απαλά, σαν ανάλαφρες σκιές, όπως οι σκιές από την χαρακτηριστική σιλουέτα του  Άλφρεντ Χίτσκοκ, που άφηνε ο διάσημος σκηνοθέτης να καταγράφεται σε κάθε ταινία-του.

ΣΙΓΟΥΡΑ, ο Μ. Πρατικάκης, αποδεικνύεται, μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματός-του, πως έχει δημιουργικό πάθος και ασύλληπτη γλώσσα. Η γλώσσα, συγκεκριμένα, με την οποία αποτύπωσε στο χαρτί αυτό το ογκωδέστατο μυθιστόρημα, για το οποίο χρειάσθηκε τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να το ολοκληρώσει, είναι χυμώδης, ρέουσα, εύπλαστη και λάμπουσα. Ειλικρινά, είναι μία γλώσσα αστείρευτος καταρράκτης, μία θάλασσα ανεξάντλητη! Κάποιες φορές όμως, καταλήγει και αρκετά σκληρή, σαν μαύρη θαλασσινή χογλάκα, που όταν πέσει σε κάποιο κεφάλι το κάνει θρύψαλα. Και αυτό γιατί στοχεύει, να αποδώσει μέσω αυτής της σκληρής γλώσσας, τη δριμεία κριτική που εξασκεί προς διάφορες κατευθύνσεις, στιγματίζοντας αυτές όλες τις απαράδεκτες καταστάσεις που παρουσιάζονται στις σύγχρονες κοινωνίες ή στιγματίζοντας σύγχρονες ασθένειες που προσβάλλουν μαζικά την ανθρώπινη κοινωνία. Και από αυτά τα σημεία του βιβλίου αναδεικνύεται ασφαλώς και ο υπέροχος δοκιμιακός λόγος του Μ. Πρατικάκη.

Για την ΄΄πείνα΄΄ θα αποφανθεί:

 

«Όμως στους καιρούς-μας η αγιάτρευτη πείνα είναι η φήμη και η αφθονία. Που δυστυχώς, στη βιομηχανοποιημένη μαζικοποίησή-της, είναι ξένη σε κάθε μορφή ευγένειας, καλοσύνης και συμπόνιας»

ΣΕΛ. 168

 

«Γιατί δεν μάθαμε ποτέ πως η φρικτότερη πείνα είναι η αφθονία»

ΣΕΛ. 371

 

Για την ΄΄αφθονία΄΄ θα γράψει:

 

«Εδώ στο ελάχιστο του κόσμου ανακάλυψαν πως η αφθονία είναι μία καμουφλαρισμένη πανούκλα που υποδύεται ευμάρεια και πως από εκεί ξεκινάνε τα μισά τουλάχιστο δράματα και ολόκληρη η αθλιότητα της γης»

ΣΕΛ. 370

 

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ, και ως γενικό συμπέρασμα, θα έλεγα πως η όλη πλοκή του μυθιστορήματος και ειδικά ο έρωτας του Στέφανου και της Μαγδαληνή, έτσι όπως ψυχαναλυτικά τον παρουσίασε ο Μ. Πρατικάκης στο μυθιστόρημά-του, είναι ένας υπέροχος ύμνος στην ομορφιά, την ευγένεια και την ταπεινότητα. Γιατί πάλεψαν με την ανθρώπινη κτηνωδία, τη βαναυσότητα και την ευτέλεια και βγήκαν νικητές. Σε αυτή βέβαια την άνιση πάλη-τους τους βοήθησε σε μεγάλο βαθμό και η ανατολική φιλοσοφία, ειδικά το μεγαλείο ενός Λάο Τσε, ενός Ηράκλειτου και ενός Κομφούκιου, κατορθώνοντας, στο τέλος, η ατομική-τους ψυχή Άτμαν να ενωθεί με τη συλλογική ψυχή Βράχμαν και έτσι να καταργηθεί το Εγώ-τους και να απαλλαχθούν από την Εγωπάθειά-τους. Γιατί, όπως πολύ σωστά λέει και ο συγγραφέας, «η ώρα της αγάπης είναι ο μοναδικός τρόπος να ξημερώνει πάνω στη γη», που είναι και η καταληκτική φράση στο εν λόγω μυθιστόρημα.

Αναγνωρίζω όμως πως όσα είπα γι’ αυτό το βαθύ και πλατύ μυθιστόρημα είναι απελπιστικά ελάχιστα, σε σχέση με τα πολλά άλλα που μεταφέρει μέσα στις σελίδες-του και τα οποία πρέπει να εντοπισθούν και ειπωθούν από άλλους, πιο ειδικούς σε λογοτεχνικά θέματα, ειδικά σε θέματα  συγκριτικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, είναι και ένα βιβλίο το οποίο μπορεί, κατά την άποψή-μου, να αποτελέσει «πεδίον δόξης λαμπρόν» για νέους και φιλόδοξους φιλόλογους, εφόσον άνετα προσφέρεται για φιλολογικές εργασίες, έρευνες και διατριβές.

 

 

* Κριτικός Λογοτεχνίας

** Ο συγγραφέας του κειμένου ακολουθεί κανόνες του μονοτονικού που εφάρμοζε ο Αντώνης Μυστακίδης-Μεσεβρινός

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top