Fractal

Θραύσματα και αποσπασματικές ενθυμήσεις

Γράφει η Κατερίνα Λιάτζουρα //

 

Σκέψεις για το μυθιστόρημα “Αποχαιρέτα την τη Στουτγάρδη, Αστυάνακτα”, της Αγλαΐας Μπλιούμη, εκδόσεις Κέδρος 2022

 

Υπόθεση εύκολη δεν είναι να ανοίξεις το χρονοντούλαπο και να βγάλεις τις μνήμες που με κόπο και υπερβάσεις ψυχής έχεις καταχωνιάσει. Υπόθεση εύκολη δεν είναι να ανοίξεις τη βαλίτσα από κοντραπλακέ για να απλώσεις τις αναμνήσεις που με δυσκολία έχεις στοιβάξει. Χρειάζεσαι κωδικό. Έναν κωδικό αποκωδικοποίησης για όσα θα ακολουθήσουν. Ή να είσαι ήδη μυημένος. Να σου είναι οικία όσα ξεδιπλώνει η επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, Αγλαΐα Μπλιούμη, στο πρώτο της λογοτεχνικό εγχείρημα στην Ελλάδα.

Παιδί μεταναστών στη Γερμανία, των λεγόμενων Gastarbeiter (= φιλοξενούμενοι εργάτες), η Μπλιούμη γνωρίζει καλά τι σήμαινε για τους γονείς-Gastarbeiter να είσαι ξένος σε μια χώρα αλλότρια, διαφορετική από την πατρίδα και ενίοτε εχθρική απέναντι στους οικονομικούς μετανάστες. Ξέρει τι σήμαινε ο αγώνας που κατέβαλλαν, για να ανταπεξέλθουν στα βιοποριστικά ζητήματα, επενδύοντας όλη τους τη δύναμη και την ενέργεια σε εργασίες δύσκολες, πολλές φορές βρώμικες και υπό εξαντλητικές συνθήκες. Ηχεί ακόμη στα αυτιά της συγγραφέα η παρότρυνση / παράκληση της μάνας “Δεν θέλω εσύ, σα μεγαλώσεις, να καθαρίζεις τα σκατά των Γερμανών” (σελ. 17).  Και κατά την άποψη μου, αυτή η πρόταση εμπεριέχει όλο το σκεπτικό και όλη την ένταση των βιωμάτων των Ελλήνων οικονομικών μεταναστών της Γερμανίας τη δεκαετία του 1960.

Σαν να βρίσκεται η συγγραφέας σε μια φανταστική σφαίρα του χρόνου, πηγαινοέρχεται στο παρελθόν και το παρόν, σταθμεύοντας σε στιγμιότυπα της οικογενειακής της ιστορίας, σε στιγμές προσωπικής επιλογής των προγόνων της, που καθόρισαν την μετέπειτα πορεία και εξέλιξη της οικογένειας της, που κατά συνέπεια καθόρισαν και την δική της προσωπική πορεία και εξέλιξη. Σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας, καθώς και μικρά ασήμαντα περιστατικά της καθημερινότητας, σταχυολογούνται με τέχνη από τη συγγραφέα, για να συνθέσει έναν πολύχρωμο καμβά, να συνθέσει όλο εκείνο το περιβάλλοντα χώρο που χρειάζεται ο αναγνώστης | η αναγνώστρια ως βάση, για να δει, να οσφριστεί, να αισθανθεί, να συναισθανθεί την περίοδο εκείνη των μεγάλων μεταναστατευτικών ροών στη Γερμανία. Θραύσματα οι παιδικές της μνήμες, αποσπασματικές ενθυμήσεις, έτσι και τα κεφάλαια του βιβλίου.

Η Αγλαΐα Μπλιούμη αφηγείται άλλοτε με γλαφυρότητα και άλλοτε με σκεπτικισμό την οικογενειακή της ιστορία, μέσα από τις καταγραφές των παιδικών της ματιών. Οι παιδικές και στη συνέχεια οι εφηβικές της αναμνήσεις τής έδωσαν το έναυσμα να προβληματιστεί ως ενήλικη για όλες τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της τότε εποχής. Τι προϋπήρχε πριν από την γενναία απόφαση των γονιών να ξενιτευτούν; Ποια ήταν η προσωπική ιστορία του πατέρα και ποια της μάνας προτού βρεθούν στη Γερμανία την δεκαετία του ’60 και αποφασίσουν να ενώσουν τις ζωές τους; Ποιες ήταν οι συνθήκες ζωής στην Ελλάδα μετά τον διωγμό από τη Μικρά Ασία, μετά από τον καταστροφικό Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την σκληρή γερμανική και βουλγαρική Κατοχή, μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο; Πώς επαναλαμβάνεται εν τέλει η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης, μέσα από τις διαδρομές των δυο οικογενειών;

Από την γενέτειρα πόλη με τη βασιλική ονομασία Λούντβιγκσμπουρκ -μια κωμόπολη κοντά στην πόλη Στουτγκάρδη, που βρίσκεται στο Νότο της Γερμανίας στην συντηρητική επαρχία της Βαυαρίας- η Μπλιούμη μεταπηδά στη Θεσσαλονίκη, στο Βερολίνο, στην Αθήνα, στην Κύπρο, στην Κρανιά Ελασσόνας, στη Λάρισα για να μας επισημάνει ίσως την πολυδιάστατη καταγωγή των ανθρώπων, και να μας θυμίσει ότι οι μνήμες των τόπων είναι ψηφιδωτά, είναι θραύσματα που διαμορφώνουν την καθεμία μικρή, αλλά ξεχωριστή και μοναδική ιστορία των ανθρώπων. Σε όλα τα πηγαινέλα του αφηγηματικού της λόγου, υπάρχουν διάσπαρτες γερμανικές λέξεις, άλλοτε μεταφρασμένες στα ελληνικά και άλλοτε αυτούσιες στην γερμανική γλώσσα, πράγμα που αναδεικνύει την διγλωσσία της συγγραφέα καθώς και την αναμφισβήτητη ανάγκη της να εκφράζεται και στις δυο γλώσσες. Ένα συνονθύλευμα ο πλούτος των δύο γλωσσών. Κορύφωση της ανάγκης αυτής, το ένθετο κεφάλαιο στη γερμανική γλώσσα, όπου μέσα σε λίγες μόνο σελίδες, μέσα από τις αφηγήσεις του δεκάχρονου τότε πατέρα, η Αγλαΐα Μπλιούμη καταγράφει τις επιθέσεις των ανταρτών και τα αντίποινα των Ναζιστών Γερμανών και τις σφαγές και τις εκκαθαρίσεις κατά την αποχώρηση τους από τα κατεχόμενα εδάφη. Εύλογη η απορία της κόρης αν μετά απ’ όλα αυτά δεν φοβότανε ο πατέρας να μεταναστεύσει και να εργαστεί ως φιλοξενούμενος εργάτης στη Γερμανία, για τους Γερμανούς. Αφοπλιστική η απάντηση του πατέρα ότι ούτως ή άλλως οι Έλληνες διοικούνταν και στην Ελλάδα από Γερμανούς βασιλιάδες.

 

Αγλαΐα Μπλιούμη

 

Πλούσιες και οι πολιτισμικές αναφορές της συγγραφέα σε στοιχεία της γερμανικής κουλτούρας. Δύσκολο να κατανοήσει κάποιος μη μυημένος την έννοια της λέξης Kehrwoche (εβδομαδιαία υπηρεσία καθαριότητας των ενοίκων για τους κοινόχρηστους χώρους), της λέξης Innenhöfe (εσωτερικές αυλές, χαρακτηριστικό της γερμανικής αρχιτεκτονικής) ή της λέξης Hitzefrei (έκτακτο κλείσιμο των σχολείων λόγω καύσωνα). Αλλά και το ελληνικό στοιχείο διάχυτο στις ζωές των Ελλήνων της διασποράς εκείνης της εποχής. Η πίεση για γάμο με Έλληνα ή Ελληνίδα και τα προξενιά, οι θρησκευτικές γιορτές και το εκκλησίασμα, τα ήθη και τα έθιμα, η αναζήτηση ελληνικών προϊόντων που μυρίζουν πατρίδα, οι στερεότυπες αντιλήψεις ότι οι Τούρκοι -παρότι κι εκείνοι μετανάστες- μυρίζουν άσχημα και είναι αγροίκοι κ.α.

Δικλείδα σωτηρίας σε όλη την αφήγηση της Μπλιούμη, η παρήγορη παρουσία ενός πλάσματος της φαντασίας της. Ενός πλάσματος με το μυθικό όνομα Αστυάναξ και τη μορφή ενός γύπα. Ενός πλάσματος με γαμψά νύχια και σοφές κουβέντες. Ενός πλάσματος που εμφανίζεται στο προσκήνιο, κάθε φορά που το παιδί, που για τους Έλληνες ακούει στο όνομα Αγλαΐα και για τους Γερμανούς στο όνομα Agi, δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις συνθήκες της ζωής του με τις διπλές πάντα εκφάνσεις. Όλα διπλά. Δυο γλώσσες, δυο κουλτούρες, δυο πατρίδες. Με το ένα πόδι εδώ και το άλλο πόδι εκεί, όπως αποτυπώνεται εξάλλου και στο εξώφυλλο του βιβλίου, στο έργο της καλής ζωγράφου Σμαρώς Τζενανίδου. Αλλά ποιο είναι το εδώ και ποιο είναι το εκεί;

Ακριβώς αυτό επιχειρεί η Αγλαΐα Μπλιούμη στο πρώτο της μυθιστόρημα, που εύστοχα είναι διανθισμένο με στίχους του Κ.Π. Καβάφη. Να προσδιορίσει δηλαδή ποιο είναι το εδώ και ποιο το εκεί. Πρωτίστως για τον εαυτό της και έπειτα για όλον τον κόσμο που είχε ή έχει παρόμοια βιώματα. Επιχειρεί να σκιαγραφήσει μέσα από την παράθεση των αυτοβιογραφικών της στοιχείων τις δυσκολίες της μετανάστευσής, αλλά και όλες εκείνες τις εσωτερικές διεργασίες που γίνονται ηθελημένα ή όχι, στην ψυχή ενός ανθρώπου που ψάχνει να χτίσει την ταυτότητα του και να προσδιορίσει την θέση του στον πολύγλωσσο, πολυπολιτισμικό και πολύχρωμο κόσμο μας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top