Fractal

Ασπρόμαυρες λέξεις

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης // *

 

Χριστίνα Καραντώνη, «Από βροχή σε βροχή», εκδ. Το Ροδακιό, 2021

 

Δεν είναι καθόλου εύκολο να ταιριάξουν δύο τέχνες σε ενιαίο αισθητικό όλο – ακόμη κι αν φιλοτεχνούνται απ’ τον ίδιο δημιουργό. Τις πιο πολλές φορές, η μείξη είναι εκβιαστική, οι δύο διαφορετικές γλώσσες αδυνατούν να παραγάγουν κοινά νοήματα και στην πορεία στήνουν ετερογενή αισθητικά σύμπαντα. Το όλον μοιράζεται στα δύο, η μια τέχνη είτε ανταγωνίζεται την άλλη, σπαταλώντας μάταια την αισθητική της υπεραξία, είτε της γυρνά την πλάτη, συνυπάρχοντας μαζί της μόνο κατά σύμβαση, είτε μπαίνει στην υπηρεσία της, χάνοντας τον αυτόνομο αισθητικό της ρόλο. Αφήνοντας στην άκρη την περίπτωση των ψηφιακών πολυτροπικών κειμένων, όπου υπό νέους όρους επιχειρείται αυτή η συνάντηση, ό,τι αναφέρω παραπάνω το έχουμε δει πολλές φορές στην έντυπη ενδοκειμενική συνομιλία μεταξύ ποίησης και φωτογραφίας: κατά κανόνα ή η φωτογραφία θα υπέχει διακοσμητική λειτουργία ή η ποίηση θα επιτελεί τον ρόλο της λεζάντας.

Ομολογώ ότι έτρεφα κάποια ανησυχία όταν έπιανα στα χέρια μου την τελευταία ποιητική συλλογή της Καραντώνη. Γνωστές οι επιδόσεις της και στα δύο καλλιτεχνικά πεδία αλλά με διακριτό, αν δεν κάνω λάθος, μέχρι τώρα τρόπο. Στη νέα της ποιητική συλλογή επιχειρεί τη συνάντησή τους σε ενιαία καλλιτεχνική έκφραση: η ποίηση συναντά την φωτογραφία ή, για να το πω αλλιώς, η φωτογραφία συναντά την ποίηση, μέσα από σαράντα δύο φωτογραφίες και ισάριθμες ποιητικές συνθέσεις, που οργανωμένες ανά δυάδες προωθούν μια διαλογική και επί ίσοις όροις συνομιλία εικόνας και λόγου. Λέω λοιπόν, προσπερνώντας την αρχική μου ανησυχία, ότι το «Από βροχή σε βροχή» είναι μια εικαστική και ποιητική σύνθεση όπου καθεμιά απ’ τις δύο μορφές τέχνης, διατηρώντας την αυτοδυναμία της, κομίζει τα εκφραστικά της μέσα και συνυπάρχει με την άλλη σ’ ένα αρμονικό αισθητικό όλο, που παρέχει στον αναγνώστη διπλή αισθητική συγκίνηση.

Ασπρόμαυρη η φωτογραφία, με κυρίαρχο το υγρό στοιχείο – θάλασσα, βροχή, στεκάμενα νερά, ομπρέλες, πάγος, γέφυρες, βρεγμένα τζάμια. Η εικονογραφία της Καραντώνη είναι σιωπηλή, δημιουργεί την αίσθηση της απόστασης και της ακινησίας, συνήθως εστιάζει στη λεπτομέρεια, στο στιγμιότυπο, στο μέρος, τα πρόσωπά της έχουν θαμπά χαρακτηριστικά, οι άνθρωποι παρουσιάζονται σαν μακρινές φιγούρες, σαν σκιές, ο φακός δείχνει μια προτίμηση στις πλάτες. Ό,τι κομίζει ο φωτογραφικός φακός της Καραντώνη είναι χειμωνιάτικα τοπία με ή χωρίς την ανθρώπινη παρουσία, ένας κόσμος ερημιάς, φυγής, εγκατάλειψης, σιωπής, έλλειψης και μοναξιάς, μέρος του οποίου είναι και το φωτογραφικό-ποιητικό υποκείμενο. Η τελευταία φωτογραφία, σελ. 104, έστω κι αν κείται πέραν του κυρίως αφηγηματικού σώματος, αίρει τη λειτουργία του παντογνώστη αφηγητή, εκεί η Καραντώνη δηλοί μέρος του φωτογραφικού σύμπαντος που φωτογραφίζει και κλείνοντάς μας συνωμοτικά το μάτι υπενθυμίζει πως ό,τι βλέπουμε είναι η προέκταση της δικής της ματιάς.

Ο ποιητικός λόγος της Καραντώνη, πυκνός, στιβαρός, λογιοπρεπής στις γλωσσικές του επιλογές, αρέσκεται στην ονοματική διατύπωση, συνηθίζει να μετακινεί τους όρους μέσα στην πρόταση, αποφεύγει τους πλεονασμούς και τις ωραιολογίες, είναι δωρικός στο ύφος, ολιγαρκής στα εκφραστικά του μέσα, διατηρεί ελεγχόμενη τη συναισθηματική θερμοκρασία. Συχνή η αναφορά σε αρχαία θέματα ή ακριβέστερα η αφόρμηση από τέτοιου είδους θέματα, κατά τα άλλα ο προβληματισμός είναι στη βάση του υπαρξιακός, το ζήτημα του χρόνου, της φθοράς, της απουσίας του άλλου, της ανεκπλήρωτης χαράς, της πανταχόθεν λύπης επανέρχονται σταθερά. Όπως και στη φωτογραφία, έτσι και εδώ κυρίαρχη είναι αίσθηση της ακινησίας, της στοχαστικής αποστασιοποίησης, της εκφραστικής αφαιρετικότητας, σαν να προσπαθεί το ποιητικό υποκείμενο να σταματήσει την εξέλιξη των πραγμάτων για να τα καταλάβει καλύτερα, να συμφιλιωθεί με τη ροή τους και να τους προσδώσει πιο σταθερό νόημα.

 

Χριστίνα Καραντώνη

 

Φωτογραφία και ποίημα αποπνέουν το ίδιο ύφος, μοιράζονται την ίδια αισθητική, μετέχουν στον ίδιο προβληματισμό, ανοίγοντας όμως δύο διαφορετικές πύλες εισόδου και προτείνοντας δύο διαφορετικούς τρόπους πρόσληψης του ίδιου θέματος, αφενός εικαστικό και αφετέρου γλωσσικό. Ο ένας συμπληρώνει τα κενά και καλύπτει τις ελλείψεις του άλλου, έτσι που οι ανολοκλήρωτοι στίχοι κάποιων ποιημάτων να καταλήγουν σε εικόνες και τα θαμπά τοπία κάποιων φωτογραφιών να  καταλήγουν σε στίχους, διατηρώντας παράλληλα την αισθητική και νοηματική τους αυτονομία: ούτε ο λόγος χειραγωγεί την εικόνα ούτε η εικόνα χειραγωγεί τον λόγο και ούτε από κοινού χειραγωγούν την ερμηνευτική πρόσληψη του αναγνώστη. Ο διάλογος που εδώ διαμείβεται είναι ανοιχτός, θίγει θέματα, δεν έχει τελεσίδικες απαντήσεις, καλεί τον αναγνώστη σε συμμετοχή όχι μόνο δια του λόγου αλλά και δια των οπτικών εικόνων που έχει αποθηκευμένες στη μνήμη του, εν ολίγοις υλοποιείται με ένταση αισθήσεων και νου, σαν μια βαθιά υπαρξιακή ανάγκη.

Η Καραντώνη μιλάει για τις βροχές που διαδέχονται άλλες βροχές, στο ανάμεσο δεν βλέπουμε αιθρίες, σαν να ’χει κρυφτεί ο ήλιος κάτω από πυκνά, μαύρα σύννεφα. Μπόλικες φθινοπωρινές και χειμερινές μελαγχολίες διαποτίζουνε τη συλλογή της, νιώθεις τις λέξεις και τις εικόνες να βρέχουν μια ήρεμη, στοχαστική θλίψη, την υγρασία να στάζει απ’ τις σελίδες, στέκεσαι όμως πάνω απ’ τη συλλογή, βλέπεις τις φωτογραφίες, διαβάζεις την ποίηση, ασπρόμαυρες λέξεις μιας ασπρόμαυρης ζωής που ’χει όμως τον τρόπο της να  εγγυάται κάποιες σίγουρες αιθρίες. Σε αυτή τη συλλογή, από δύο πύλες εισόδου η αισθητική συγκίνηση του αναγνώστη, από δύο πύλες εισόδου τα ρίγη που τον διαπερνούν.

 

 

* Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης είναι πεζογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top