Fractal

Μικρή εισαγωγή στην ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη

Γράφει ο Σταμάτης Πολενάκης //

 

Χρήστος Τουμανίδης «Από το βάθος της αιτίας», εκδ.Κουκίδα

 

Η μέρα ετούτη γλίστρησε από τα δάχτυλά μας,

όπως η άμμος, όπως το νερό.

 

Ώρες πολλές κοιτάξαμε τη θάλασσα.

Το νόημα που αφήνουν πάνω της τα σύννεφα,

οι αλλόκοτες τροχιές των γλάρων.

 

Είχες σταθεί στο πιο ψηλό σημείο και περίμενες.

Από την πολιτεία κατέβαινε πάλι το βράδυ.

 

Θέλησα να ξεκινήσω αυτό το κείμενο για τον ποιητή Χρήστο Τουμανίδη, μ` ένα μικρό ποίημα που έχει τον τίτλο Περισυλλογή και ανήκει στην ποιητική του συλλογή Η ώρα του λιμανιού και που πιστεύω ότι είναι ένα ποίημα χαρακτηριστικό της δουλειάς και του χαμηλόφωνου, ψιθυριστού σχεδόν, λυρισμού του. Ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του μας δίνει την ευκαιρία να αποτιμήσουμε έναν ποιητή που από το μακρινό 1978 ως σήμερα, συνεχίζει να δουλεύει ταπεινά και αθόρυβα κρατώντας μια σωτήρια και έντιμη απόσταση από τα πράγματα. Επειδή μακριά από τους μανιακούς θηρευτές τροπαίων, βραβείων και διακρίσεων, μακριά από το κυρίαρχο ρεύμα σύμφωνα με το οποίο η ποίηση είναι ένα παιχνίδι ανώδυνο και λειτουργεί σαν ένας μοχλός αυτοπροβολής και εφήμερων δημοσίων σχέσεων, υπάρχουν και οι άλλοι, οι ποιητές που ζουν πιο πέρα και δεν είναι τύχη ότι ζουν πιο πέρα. Ο τόμος αυτός λοιπόν, ονομάζεται Από το βάθος της αιτίας και περιέχει το σύνολο της δουλειά του από το ξεκίνημά του μέχρι το 2005. Αυτές οι πέντε ποιητικές συλλογές που περιέχονται στο βιβλίο, πέντε ποιητικές συλλογές σ` ένα διάστημα τριανταεπτά ετών, είναι μάλλον η κατάθεση ενός ποιητή ολιγογράφου και ουσιαστικού. Το βιβλίο αυτό μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τα βήματα μιας πορείας ποιητικής που, είναι σημαντικό ν` αναφερθεί εδώ, είχε έναν μεγάλο σταθμό που την διαμόρφωσε και την καθόρισε αποφασιστικά. Εννοώ ασφαλώς τη γνωριμία και τη στενή σχέση με τον Γιάννη Ρίτσο ο οποίος με κάποιον τρόπο είναι πάντοτε παρών μέσα στην ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη. Ο ίδιος μιλά με σεμνότητα και αγάπη πάντα, για αυτήν του την πολύτιμη μαθητεία δίπλα στον μεγάλο δάσκαλο και ποιητή από τον οποίο διδάχτηκε πολλά στο ξεκίνημά του, προχωρώντας έπειτα στον δικό του προσωπικό δρόμο. Εμείς λοιπόν, σήμερα, έπειτα από τόσα χρόνια, κρατάμε στα χέρια μας αυτό που κατορθώθηκε να γραφτεί, αυτό που διασώθηκε μέσα από τις οπές που ανοίγει ο χρόνος, όπως γράφει ο ίδιος ο Χρήστος Τουμανίδης στο εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου. Μιλώ γι` αυτό που κατορθώθηκε, γι` αυτό που έγινε ποίημα, για το γραπτό σώμα που διασώθηκε μέσα από μια ποιητική διαδρομή σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών επειδή πιστεύω πάντα ότι ο αληθινός ποιητής, εκείνος που έχει το θάρρος να σηκώσει το βάρος του κόσμου και να κοιτάξει στα μάτια την ίδια την ποίηση, δεν ξεχνά ποτέ ότι έχει να αναμετρηθεί με το ανέφικτο, ότι η ποίηση όπως και η ζωή, είναι συνώνυμα της αποτυχίας, ότι είναι λεπτή άμμος που γλιστρά μέσα από τα δάχτυλά μας όπως ο χρόνος, ότι η δόξα και το χρήμα είναι εχθροί του καλλιτέχνη θανάσιμοι και ότι δεν μπορούμε ούτε πρέπει να περιμένουμε από την ποίηση τίποτα, καμιά ανταμοιβή παρά μόνο τα ελάχιστα ποιήματα που μας έβαλε στα χέρια ο Θεός και που θ` αφήσουμε πίσω μας, φεύγοντας. Αυτός ο μικρός τόμος λοιπόν που μας χαρίζει ο ποιητής Χρήστος Τουμανίδης, είναι το ελάχιστο αποτύπωμα μιας τέχνης ταπεινής, είναι αυτό που ο ίδιος κατόρθωσε όλα αυτά τα χρόνια δουλεύοντας όπως προανέφερα, με τη σεμνότητα που χαρακτηρίζει τους ποιητές που δουλεύουν γνωρίζοντας ότι δεν μπορούμε τίποτα να περιμένουμε από την ποίηση. Η αφοσίωση στην ποίηση και στην τέχνη γενικότερα είναι όχι ένας τρόπος ζωής μόνο, αλλά κι ένας τρόπος θανάτου και αυτό το γνωρίζει καλά ο Χρήστος Τουμανίδης γι` αυτό και πολλές φορές απευθύνεται σε τραγικές μορφές καλλιτεχνών που πέρασαν τη σύντομη, βασανισμένη ζωή τους βλέποντας οράματα όπως για παράδειγμα ο τραγικός Βικέντιος Βαν Γκογκ στον οποίο αφιερώνει ένα ποίημα.

 

Τα τοπία της Ελλάδας, τα πυκνά δάση και τα βουνά που μας περιβάλλουν, η φύση και η ιστορία και το δράμα του βασανισμένου αυτού τόπου είναι ένα άλλο θέμα που επανέρχεται υπαινικτικά πάντοτε αλλά επίμονα, διαρκώς στο έργο του ποιητή. Μας μιλά για παράδειγμα, για την εικόνα ενός χαμένου παραδείσου, για τις ανθισμένες μηλιές της Νάουσας. Εδώ όμως, θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρένθεση, όχι και τόσο άσχετη όμως με το ποιητικό κλίμα του Τουμανίδη και να σκεφτώ αυτές τις ανθισμένες μηλιές της Νάουσας, καμένες από τις Αμερικάνικες ναπάλμ του εμφυλίου. Να υπενθυμίσω με την ευκαιρία, ότι η χώρα μας, η Ελλάδα, έχει επίσης τη μεγάλη τιμή να είναι η πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, που πάνω στην καμπούρα της δοκιμάστηκαν το 1948,`49, οι βόμβες ναπάλμ οι οποίες όπως ξέρουμε, χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στο Βιετνάμ είκοσι χρόνια αργότερα.

 

Χρήστος Τουμανίδης

 

Ας επιστρέψουμε όμως γρήγορα στην ποίηση και στις εικόνες της. Η σκιά μιας βάρκας που διασχίζει τα νερά της λίμνης Βεγορίτιδας, το ηρωικό Μεσολόγγι με τα φαντάσματά του, ο Διονύσιος Σολωμός και οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του, η ιερή Σαπφώ και η επίκλησή της στην χιλιοαγαπημένη Γογγύλα, οι λοξές πέτρες και τα φαράγγια του Ολύμπου, ο Εύριπος που τον διαβαίνει κανείς πρωί με τη βροχή και τους τριγμούς του ξύλου. Έχουμε λοιπόν νομίζω εδώ να κάνουμε με μια ποίηση βαθιά Ελληνική που εκδηλώνει μιαν αγάπη σπαρακτική γι` αυτόν τον τόπο των δακρύων που είναι ο τόπος μας επειδή μέσα από κάθε ποίημα του βιβλίου περνούν οι εικόνες που ο ποιητής κοιτάζει σαν μέσα από ραγισμένο τζάμι, περνά το δράμα ολόκληρο, της Ελλάδας από την κατεστραμμένη επαρχία της δεκαετίας του` 50 μέχρι σήμερα, περνούν οι βαθιές πληγές της ζωής μας και της χώρας μας που ολοένα και ξανανοίγουν.

 

Η ποίηση του Χρήστου Τουμανίδη είναι μια ποίηση πικρή που τη στοιχειώνει ένας βαθύς καημός, μια αίσθηση ματαιότητας και απώλειας. Πίκρα και μελαγχολία για την ανθρώπινη μοίρα και τη μοίρα όλων των πλασμάτων που η ζωή τους δεν είναι άλλο από μια ελάχιστη λάμψη μέσα στην κατασκότεινη νύχτα της αιωνιότητας. Από το βιβλίο περνούν επίσης μνήμες σύντομων ερώτων, σκιές γυναικών και ονόματα φίλων που σκόρπισαν μακριά όπως τα πουλιά. Αναφέρω για παράδειγμα, το όνομα του αγαπημένου όλων μας ποιητή και ανθρώπου Γιώργου Μαρκόπουλου με τον οποίο ο Χρήστος Τουμανίδης έχει μια ολονύκτια ποιητική συνομιλία σ` ένα μπαρ, τον Κώστα Κουκούλη στον οποίο απευθύνει ένα ανεπίδοτο γράμμα, τη Νανά Ησαία η οποία έχει εδώ και καιρό φύγει από τη ζωή και θα μπορούσα ακόμα ν` αναφέρω και πολλούς άλλους που περνούν μέσα από τα ποιήματα. Θα ήθελα να τελειώσω εδώ, χρησιμοποιώντας ξανά, όπως στο ξεκίνημα, τα ίδια τα λόγια του Χρήστου Τουμανίδη, τους στίχους αυτούς που είναι σαν μια επίκληση, σαν μια προσευχή και μια ελπίδα επειδή είμαστε όλοι μας ναυαγοί του καραβιού που ονομάζεται τρελή ελπίδα και η ελπίδα αυτή είναι ότι στη χώρα αυτή, στη βασανισμένη μας χώρα που είναι πάντοτε η πίσω αυλή αυτοκρατοριών και μια ατέλειωτη παράγκα, όπως τραγουδούσε κάποτε ο παλιός, σπουδαίος Σαββόπουλος, δεν θα πάψει ποτέ να φυτρώνει το χορτάρι της ελπίδας και της πίστης στην ελευθερία και σε μιαν άλλη ζωή, καλύτερη:

 

Αύριο ίσως βαδίσουμε στις πασχαλιές σου

                                                             Ελλάδα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top