Fractal

Η “λογοτεχνία” της ζωής

Γράφει η Μαρία Λιάκου //

 

Κατερίνα Δρομπούρα: «Από τα βουνά της Δεσκάτης στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου» Αληθινές ιστορίες, εκδόσεις Καμπύλη 2021

 

Η σχέση Ιστορίας και Λογοτεχνίας έχει αποτελέσει αντικείμενο εκτεταμένων μελετών. Στην περίπτωση της προφορικής Ιστορίας –Μαρτυρίας στις μέρες μας γίνεται όλο και ποιο ενδιαφέρουσα για πτυχές της πρόσφατης ιστορίας που δεν έχουν καταγραφεί. Συλλέγοντας μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν ένα ιστορικό γεγονός έχουμε  μια συμπληρωματική  πηγή της ιστοριογραφίας.Το βιβλίο της Κατερίνας Δρομπούρα μας δίδει τέτοιες πληροφορίες. Βρήκα  εξαιρετικές τις αναφορές της στην γυναίκα μετανάστρια και θεωρώ το βιβλίο της σημαντική πηγή μελέτης .

Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου

…Την επόμενη μέρα πιάσαμε δουλειά στα 800 μέτρα βάθος.
Στο ασανσέρ κατεβήκαμε όλοι αγκαλιασμένοι…
Λέγαμε να κάνουμε κουράγιο, γιατί ο σκοπός όλων μας ήταν να μείνουμε λίγα χρόνια, να μαζέψουμε χρήματα και να γυρίσουμε στη Δεσκάτη…
Η ξενιτιά ήταν αίμα για μας…
Κανένας γονιός να μην αποχωρίζεται το παιδί του…

Μια έρευνα για τη μετανάστευση από τη Δεσκάτη και τη ζωή των μεταναστών στο Βέλγιο, τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.
Ογδόντα εννέα άνθρωποι έφυγαν από τα βουνά της Δεσκάτης για τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου. Μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων των μεταναστών ή μελών της οικογένειάς τους ξεδιπλώνονται οι προσωπικές τους ιστορίες, οι συνθήκες ζωής στη Δεσκάτη εκείνο τον καιρό, ο νέος κόσμος που συνάντησαν στο Βέλγιο, οι προκλήσεις μιας καλύτερης ζωής αλλά και το τίμημα της ξενιτιάς και της σκληρής δουλειάς στα ανθρακωρυχεία.
Οι αφηγήσεις, αδιαμεσολάβητες, παραστατικές και αληθινές, καταγράφουν, αποκαλύπτουν και ερμηνεύουν το φαινόμενο της μετανάστευσης, διατηρώντας τη συλλογική μνήμη και συμπληρώνοντας το κεφάλαιο της μεταναστευτικής ιστορίας της Δεσκάτης.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει μια σύντομη ιστορία της Δεσκάτης και του Βελγίου. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις διηγήσεις  των Δεσκατιωτών που έζησαν πάνω από 10 χρόνια στο Βέλγιο. Το τρίτο μέρος  περιλαμβάνει τις αφηγήσεις όσων έζησαν λιγότερο από 5 χρόνια στο Βέλγιο. Το τέταρτο μέρος περιλαμβάνει φωτογραφίες και το πέμπτο  περιλαμβάνει  χαρακτηριστικά τραγούδια της ξενιτιάς.

Το βιβλίο αναφέρεται στην μετανάστευση αλλά και στο φαινόμενο της οικογενειακής επανένωσης που στην δεκαετία του ΄70 άρχισε να κάνει έντονα την παρουσία του. Διεθνής οργανισμοί, μη-κυβερνητικές οργανώσεις αλλά κυρίως  η εκκλησία εξέφραζαν φόβους για την πορεία της οικογενειακής ζωής των μεταναστών και για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στις χώρες υποδοχής. Έτσι οι γυναίκες αρχικά μετανάστευσαν για να ζήσουν με τους συζύγους τους και αργότερα αναζήτησαν εργασία..

Μέσα από τις διηγήσεις  ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τις συνθήκες της απόλυτης φτώχειας στην Ελλάδα  και την ανάγκη αναζήτησης για καλύτερη ζωή σε μια άλλη χώρα.

Οι περισσότεροι μετανάστες από την Δεσκάτη έφτασαν στο Βέλγιο ύστερα από  ένα δύσκολο ταξίδι ημερών. Δεσκάτη – Αθήνα για την απαραίτητη εξέτασή τους από γιατρούς κι από εκεί στο Μπρίντιζι με καράβι για Ιταλία. Ύστερα με τρένο στη Λιέγη κι από εκεί στο Βερβιέ.

Με ελάχιστα έως καθόλου χρήματα και με λίγες  προμήθειες τροφής αισθάνονται ασφαλής μόνο με τον έλληνα- ντόπιο συνταξιδιώτη και ο δεσμός της εξάρτησης ξεκινάει… Ο ένας έχει μόνο τον άλλον!

 

Ο πατέρας και η μητέρα της συγγραφέως απο οργανωμένη επίσκεψη στο ανθρακωρυχείο 1963-1964

 

Από τα 89 άτομα, που κατέγραψε  η συγγραφέας, τα 40 επέστρεψαν στη Δεσκάτη αρκετά γρήγορα, επειδή δεν άντεξαν τις συνθήκες εργασίας. Κάποιοι επειδή δεν είχαν την οικογένειά τους μαζί και έπρεπε να γυρίσουν να τη φροντίσουν. Μερικοί άφησαν τα μικρά παιδιά τους σε παππούδες και γιαγιάδες. Κάποιοι άλλοι  όμως «ρίζωσαν» εκεί. Μεγάλωσαν και σπούδασαν τα παιδιά τους και επέστρεφαν στο χωριό τους για να δουν τους συγγενείς τους το καλοκαίρι. Κάποιοι άλλοι με τις οικονομίες τους έφτιαξαν σπίτια για να επιστρέφουν στις διακοπές ή ακόμα και για μόνιμη διαμονή.

Σαράντα εννέα (49) άτομα έμειναν στο Βέλγιο πάνω από 10 χρόνια… Έξι (6) από τα 19 ζευγάρια είχαν αφήσει ένα ή και δύο παιδιά στη Δεσκάτη, σε παππούδες και γιαγιάδες.. Είκοσι τέσσερα (24) άτομα δεν ζουν πια…

Συνολικά περιλαμβάνει 58 μαρτυρίες. Στην πλειονότητά τους γυναίκες, μια και οι περισσότεροι άνδρες έχουν πεθάνει ..

«Η ιδέα μού ήρθε αβίαστα και αυθόρμητα», λέει στην «Εφ.Συν.» –07.03.2021- η Κατερίνα Δρομπόυρα.

«Ένιωσα την ανάγκη να περπατήσω στα βήματα των γονιών μου που έφυγαν όπως τόσοι άλλοι από ένα ορεινό χωριό, τη Δεσκάτη, για το Βέλγιο. Συνάντησα συνομήλικους των γονιών μου, μεγάλης ηλικίας τώρα, και ήθελα να ακούσω τις ιστορίες τους. Ήθελα και να τις μοιραστώ. Έτσι γεννήθηκε η ιδέα να γίνει βιβλίο για να μείνει ένα αποτύπωμα αυτών των ανθρώπων. Να μαθευτεί τι απέγιναν, πώς έζησαν, πώς τα κατάφεραν, πως πάντα είχαν μια βαθιά επιθυμία να κρατήσουν τις ρίζες τους στο χωριό. Αυτό τους έδινε κουράγιο να συνεχίσουν, να ονειρευτούν, να ελπίζουν. Μέσα από τις διηγήσεις τους έκαναν έναν απολογισμό της ζωής τους, τον μοιράστηκαν με σκοπό να μαθευτεί. Πήρε αξία η ζωή και ο αγώνας επιβίωσής τους στην ξένη χώρα».

Μέσα από τις μαρτυρίες ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσης τους. Έμειναν μαζί με άλλους χωριανούς τους σε ξύλινες παράγκες και αργότερα έφερναν και την οικογένειά τους. Εργάζονταν στα ανθρακωρυχεία και μετά αναζητούσαν εργασία σε εργοστάσια. Κάποιοι άλλοι μετανάστευσαν στην Γερμανία όπου είχαν συγγενείς τους.

Η συγγραφέας καταγράφει τη ζωή τους στο Βέλγιο, αλλά κυρίως τη διαδρομή τους από το χωριό και τις δύσκολες συνθήκες ζωής τους στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Η εργασία στα έγκατα της γης, ο φόβος και τα ατυχήματα αναφέρονται επίσης.

 

Στην κηδεία του Βασίλη Στέφου 1961 – Στον χιονισμένο δρόμο με τις παράγκες στο Αουτάλεν

 

Στην σελ.145 αναφέρει την μαρτυρία του Ηλία Βάσσου.

«Αν φοβόμουν που κατέβαινα; Ένα περίεργο πράγμα! Χτυπούσες και δεν πονούσες! Όταν κατέβαινες κάτω, το μυαλό σαν να χανόταν, σαν να ζαλιζόσουν. Ήταν το αέριο που έβγαζε. Έρχονταν συχνά επιστάτες να ελέγξουν. Όταν αναβόσβηνε το φως σήμαινε ότι είχε πολύ αέριο και τότε μας έβγαζαν έξω και περιμέναμε να φύγει το αέριο».

Οι αναφορές στις γυναίκες  έχουν ενδιαφέρον και συμπληρώνουν την θέαση των συνθηκών και των συναισθημάτων στην περίοδο της ζωής τους πριν και μετά την  μετανάστευση.

(Από την αφήγηση της Δέσποινας Δάσκαλου. Γεννήθηκε στη Δεσκάτη το 1936 και ζει στο Βέλγιο.) σελ.71

«Η βαλιτσούλα που είχε πάρει μαζί της ήταν ήδη σκισμένη. Μέσα είχε και μια φούστα. Το ύφασμα ήταν από σακιά στα οποία τοποθετούσαν τη ζάχαρη που πούλαγαν χύμα στο μπακάλικο του χωριού. Αγόρασε δυο σακιά, ξέβαψε τα γράμματα που είχε απέξω, έβαψε τα σακιά κόκκινα και τα έδωσε στη μοδίστρα. Έγινε μια ωραία φούστα! Ένα χρώμα! Τι να σου πω! Με τσέπες! Με κουμπιά! Ήμουν τόσο χαρούμενη που θα πήγαινα στο Βέλγιο!»

Αυτό που ξεχωρίζει σε όλες σχεδόν τις αφηγήσεις είναι ότι «το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό» αλλά τα κατάφεραν παρά τις δυσκολίες. Λειτούργησαν με περηφάνια «ως πρεσβευτές» της χώρας μας και διακρίθηκαν όχι μόνο ως εργάτες αλλά και ως επιχειρηματίες και επιστήμονες.

 

Κατερίνα Δρομπούρα

 

 

H Κατερίνα Δρομπούρα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βέλγιο και    εργάστηκε εκεί ως κοινωνική λειτουργός. Είναι μητέρα δύο κοριτσιών και σήμερα ζει στην Αυλίδα. Ο σύζυγός της, Γιώργος Ντάσσης, υπήρξε μετανάστης και συνδικαλιστής των βελγικών συνδικάτων για πολλά χρόνια.

 

 

* Οι φωτογραφίες διατέθηκαν για δημοσίευση  από την συγγραφέα .

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top